Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

«Μηδέ κατά θυμόν ενεργείν, αλλ’ έχειν την αγάπην» (Μ. Βασίλειος – Επιστολή (207) προς Θεόδοτον Νικοπόλεως)



«Μηδέ κατά θυμόν ενεργείν, αλλ’ έχειν την αγάπην»
(Μ. Βασίλειος – Επιστολή (207) προς Θεόδοτον Νικοπόλεως)
Νίκος Σακαλάκης,Μαθηματικός
Αναμφίβολα, ο αγώνας εναντίον της παναιρέσεως του Οικουμενισμού δεν είναι μια «ψιλή» γνωστική, εξωτερική – επιφανειακή έκφραση της ορθόδοξης δογματικής γνωσιολογίας, που να φανερώνει μόνο την αψευδή και ακέραια περί Θεού γνώση.

Στη βάση του ο αγώνας αυτός είναι μια νηπτική πορεία. Είναι άρνηση και ξεπέρασμα των παθών και υπέρβαση των κοσμικών στοιχείων – αγαθών.
Θεολογικά υπογραμμίζει την αλήθεια αυτή ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή του. Γράφει: «Γίνωσκε γαρ, ποθεινότατε ημίν και τιμιώτατε, ότι ούπω οίδα τοσούτον πένθος άλλοτε τη ψυχή μου παραδεξάμενος όσο νυν, ότε ήκουσα των εκκλησιαστικών θεσμών την σύγχισιν. Αλλά μόνον εύχου, ίνα δώηημίν ο Κύριος μηδέν κατά θυμόνενεργείν, αλλ’ έχειν την αγάπην, ήτις «ουκ ασχημονεί, ου φυσιούται» (Επιστολή 130), δηλ. «Διότι πρέπει να γνωρίζεις, ποθεινότατε εις ημάς και τιμιώτατε, ότι δεν ενθυμούμαι να εδέχθην ποτέ άλλοτε τόσον μέγα πένθος εις την ψυχήν μου, όσον τώρα που ήκουσα την σύγχισιν των εκκλησιαστικών θεσμών. Αλλά μόνον να εύχεσαι να δώση εις ημάς ο Κύριος να μην ενεργήσωμεν τίποτε εις κατάστασιν θυμού, αλλά να έχωμεν αγάπη η οποία «δεν ασχημονεί, δεν επαίρεται». Ο Μ. Βασίλειος και όλοι οι άγιοι, στον αγώνα κατά των αιρέσεων, είχαν έλλειψη εμπαθούς θυμού, αυταρέσκειας, έπαρσης και ιδιοτέλειας, επειδή είχαν βαθιά συναίσθηση αμαρτωλότητας, ως ευρισκόμενοι κοντά στην πηγή του φωτός, στον Χριστό.
Ο ιστορικός του μέλλοντος πρέπει να καταγράψει την εκδίπλωση του αντιοικουμενισμού αγώνα ως πνευματικό κεφάλαιο της αληθινής Εκκλησίας, ως έκφραση πίστης, ως έκφραση εσώτατου πνευματικού βίου και όχι ως εμπαθή, θυμώδη, φανατική και αρνητική πολεμική, όπως θέλει ο οικουμενισμός.
Ως δίψα πνευματικής ζωής, πρέπει να βιώνεται ένας αντιαιρετικός αγώνας.
Δίψα, που εκφράζει ο Ψαλμός: «Εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν, τον ισχυρόν, τον ζώντα. Πότε ήξω και οφθήσομαι του προσώπου του Θεού;» (Ψαλμ. 41,2).
Η ορμή του θυμού ως πτώση πνευματική, υπογραμμίζεται και στη Σοφία Σειράχ: «ου δυνήσεται θυμός άδικος· δικαιωθήναι, η γαρ ροπή του θυμού αυτού πτώσις αυτώ» (Α΄,22).
Η καθαρτική και εξαγιαστική ενέργεια των ασκητικών κόπων της μετανοίας, απελευθερώνει ταυτόχρονα και την πνευματική διάθεση για φραγή στην αίρεση.
Το βαθύ αίσθημα της μετανοίας, οι ασκητικοί αγώνες, η αγνότητα στην καθημερινή πρακτική και η συχνή λατρευτική ζωή, δεν δικαιολογούν τη μη συμμετοχή (έμπρακτα) στον σημερινό ομολογιακό αγώνα. «Πάντες άνθρωποι απαιτηθησόμεθα την προς το Ευαγγέλιον υπακοήν, μοναχοί τε και οι εν συζυγίαις» (Μ. Βασίλειος, P.G. 89). Η αίρεση δεν είναι απλά μια λαθεμένη κατάσταση της ψυχής, αλλά αποτέλεσμα επίδρασης διαβολικής ενέργειας, όπως για παράδειγμα ο θυμός. «Μηδέν κατά θυμόν ενεργείν», παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος, διότι η διαβολική ενέργεια – αίρεση δεν καταλύεται από την άλλη διαβολική ενέργεια – θυμός.
Στην ομιλία του «κατά οργιζομένων», διακρίνει την χρησιμότητα του θυμού από την αφάμαρτη, εμπαθή διάστασή του. Γράφει σχετικά: «Εάν δεν θυμώσης εναντίον του κακού, δεν θα σου είναι δυνατόν να το μισήσης όσον αξίζει».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του υπογραμμίζει ως εξής, την εμπειρία – ενέργεια του πάθους του θυμού: «είναι αρρώστια της ψυχής, σκοτοδίνη των λογισμών, αποξένωσις από τον Θεόν».
Στους «όρους κατ’ επιτομήν», ο Ι. Πατήρ αναλύει ποια είναι η διαφορά πικρίας και θυμού και οργής και παροξυσμού.
Τέλος, οι Πατέρες ουδέποτε χρησιμοποίησαν τον εμπαθή θυμό ως «πονηρό αμυντήριο» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης).
Αυτή την ιστορική ώρα, που αλώνονται οι εκκλησίες από την αίρεση του οικουμενισμού, το πλήθος των Ορθοδόξων με βραχύτατη σκέψη, χαρακτηρίζει τους ομολογιακούς αγωνιστές ως θυμώδεις και φανατικούς, αρκούμενο στην ηθική διάσταση της ορθοδοξίας.
Εύστοχα ο πρεσβύτερος π. Αλέξανδρος Ελτσιανίνωφ, παρατηρεί: «Η θρησκεία είναι κάτι πολύπλοκο. Το κρασί για παράδειγμα, αποτελείται από νερό, οινόπνευμα, αρωματικές και χρωστικές ουσίες κ.λ.π. Έτσι και η θρησκεία· περικλείει μέσα της το οινόπνευμα των δογμάτων, τις αρωματικές ουσίες της λατρείας και των ιεροτελεστιών και τους ηθικούς κανόνες, που αντιπροσωπεύουν το νερό. Ε, λοιπόν, ο Τολστόϊ και ο Ρουσσώ είδαν μονάχα αυτό το τελευταίο, το νερό».
Αυτή την προσέγγιση «του νερού» επαναλαμβάνουν καθημερινά πολλοί οικουμενιστές καθώς και πάρα πολλοί πιστοί (;)!
 Η μη Πατερική αντιμετώπιση του οικουμενισμού οδηγεί τους πιστούς αυτούς σε διάφορες εκλογικεύσεις και ιδεολογικοποιήσεις.
Καταβάλλουν προσπάθεια να πείσουν τον εαυτό τους (και την κοινή γνώμη), ότι δεν έχει κηρυχθεί αίρεση «γυμνή τη κεφαλή»!
Να υπενθυμίσουμε, ότι ο απαθής θυμός «γίνεται πολλάκις αγαθών πράξεων υπηρέτης» (Μ. Βασίλειος).
Το επίπεδο αγάπης του Μ. Βασιλείου δεν ανέχεται την αίρεση, την σημερινή αποστασία των οικουμενιστών, την δογματική παρακοή, την οδό της ανομίας και πανθρησκείας.
Η αγάπη που αναφέρει ο Ι. Πατήρ στην επιστολή του, δεν ανέχεται την οικουμενιστική αλλοίωση της Εκκλησίας, την αφαίρεση της δύναμης που της έδωσε ο Χριστός. Αγάπη, για τον Μ. Βασίλειο, δεν σημαίνει συγκατάβαση και υποχωρητικότητα στο «μυστήριο της ανομίας» (Α΄ Θεσ, 2,7).
Για την «αγάπη» των οικουμενιστών υπάρχει σαφής προειδοποίηση του Κυρίου: «Ιδού, αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος» (Ματθ. 23,38).
Στην βαθύτερη φιλοσοφία της αγάπης του Μ. Βασιλείου, όπως την εκφράζει στην επιστολή του, διακρίνουμε: Εμμονή στην Ορθοδοξία, μετοχή στο μυστήριο του Θείου ελέους, ορθότητα πίστεως, χωρίς την οποία ο άνθρωπος τοποθετείται στο κλήμα της Εκκλησίας ως ξεραμένο, κρεμάμενο, πεθαμένο φύλλο.
Ερωτά και απαντά ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Τι τοίνυν αν είη μακαριώτερον του δια τον Κύριον δεδιωγμένου, ω υπάρχει συναγωνιστήν τον αγωνοθέτην έχειν;» δηλ. «Λοιπόν, ποια άλλη ευτυχία είναι μεγαλύτερη απ’ αυτήν, να διώκεσαι για τον Κύριο, όταν μπορείς να έχεις συναγωνιστή τον αγωνοθέτη;» (ομιλίες στους Μακαρισμούς)
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ