«Το καθεστώς Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ (1974-1998) και η καιρική εκκλησιαστική εικόνα του»
ΜΕΡΟΣ Α΄
Το Σεραφειμικό καθεστώς, ως εκκλησιαστική – εκκλησιολογική παρουσία, σκόρπισε πόνο και φόβο τον Ιούλιο του 1974, όταν με το κλουβί (φυλακή) Συντακτικών Πράξεων της δικτατορίας δημιούργησε πληγή στο σώμα της Ιεραρχίας∙ μια αντανάκλαση του πολιτικού αδιεξόδου της δικτατορίας του Ιωαννίδη (β΄ φάση)∙ μια πληγή που ονομάσθηκε «γραμμή κανονικής πλεύσεως» της Εκκλησίας, με υποκριτική μωροφιλόδοξη έπαρση των υπαιτίων επισκόπων, μπερδεμένη με βουητό «επικαλέσεως» Ιερών Κανόνων.
Η Αριστίνδην Σύνοδος του 1974 κήρυξε έκπτωτους, αναπολόγητους και άνευ δίκης (αδίκαστους) τους (12) Δώδεκα Επισκόπους, χρησιμοποιώντας το «μύθο της κανονικότητας» (Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος).
Συχνά οι Εκκλησιαστικές διοικήσεις συνοδεύονται από λογής – λογής παρακκλίσεις και αστοχίες.
Η Εκκλησιαστική διοίκηση του μακαριστού Ιερωνύμου Α, παρά τα λάθη της, ήτο στράτευση για μια υγιή πορεία της Εκκλησίας. Οι Επίσκοποι που εξέλεξε είχαν όλα τα γνωρίσματα της ουσιαστικής Ορθόδοξης γνησιότητας∙ ήταν εκκλησιαστικής, ορθόδοξης ηθικής μορφής, η δίδυμη όψη της υγείας, ως καρποφόρα πραγματικότης, των: Φλωρίνης Αυγουστίνου, του Αμβροσίου Ελευθερουπόλεως κ.λ.π.
Αποτελούσαν δηλαδή οι Δώδεκα (12) γερά κρηπιδώματα της ευσεβείας, ως έμπνευση και ενέργεια στο σύνολο της καθόλου εθνικής και εκκλησιαστικής ζωής, που η εμβέλεια των ενεργειών τους ενοχλούσε την ανελεύθερη θρησκεία της Μασονίας. Να θυμηθούμε, ότι πολλοί εξ αυτών, ήταν φράγμα στο φιλοσοφικό – Μασονικό αντίκρυσμα της ζωής, με δράσεις και ομιλίες (π.χ. Λαρίσης Θεολόγος, Δημητριάδος Ηλίας).
Μνημονεύουμε την τοποθέτηση του Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς: «Η Μασονία είναι ο μέγιστος εχθρός της Ορθοδοξίας, εσωτερικός και εξωτερικός».
Η πάγια ισχύς των Ι. Κανόνων δεν ήταν, δεν βρήκαν, έκφραση στις ενέργειες του Σεραφειμικού καθεστώτος∙ αντίθετα, στόχος των ενεργειών του, ήταν το πλήγωμα, ο τραυματισμός της Εκκλησίας. στόχος, η ενότης της Εκκλησίας, όπως και η (παλιά) εισαγωγή του νέου ημερολογίου ή, καλύτερα, εορτολογίου.
Εάν ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ Τίκας είχε σε εκκλησιαστική υπόληψη τον εαυτό του, θα έθετε ως προτεραιότητα το πνευματικό συμφέρον της Εκκλησίας, την πνευματική ειρήνη της, στα όρια της αγάπης και όχι τον ωφελισμό του, του ιδίου και των συνεργατών του, πολιτικών – στρατιωτικών και ιεραρχών.
Απορούμε, πως η σκέψη του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ είχε «αναπνεύσει» με τόση άνεση και αυτοτέλεια την πνοή του δικτατορικού καθεστώτος, των νοημάτων του. Η καιροσκοπική δράση του, αναπτύχθηκε καθοριστικά – αρχικά, με την παράνομη (εκκλησιαστικώς) είσοδό του στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄, για να «ορκίσει» την κυβέρνηση της δικτατορίας (Κυβέρνηση Αδαμ. Ανδρουτσόπουλου – Νοέμβριος 1973).
Εισπήδησε σε ξένη εκκλησιαστική περιοχή, ως Μητροπολίτης Ιωαννίνων, υπάρχοντος του νομίμου και κανονικού Αρρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, χωρίς την άδειά του∙ ενέργεια που συνεπάγεται, ως παράβαση θεμελιώδους Ι. Κανόνος, την ποινή της καθαιρέσεως. Ο 30ος Κανόνας των Αγίων Αποστόλων είναι σαφής: «Εις τις Επίσκοπος κοσμικοίς άρχουσι χρησάμενος, δι’ αυτών εγκρατής Εκκλησίας γένοιτο, καθαιρείσθω και αφοριζέσθω. Και οι κοινωνούντες αυτώ πάντες».
Όταν ένας επίσκοπος, υποτίθεται κάτοχος και θεματοφύλακας της αλήθειας του Ευαγγελίου, αναπτύσσει συνειδητή συνεργασία με δικτατορία, όταν αυτή οργανώνει και μεθοδεύει την αφαίρεση των ελευθεριών (δημοκρατικών) του Λαού τότε, αναμφίβολα, αυτός δεν εκπληρώνει την αποστολή του, αλλά κυριολεκτικά την προδίδει. Τι νόημα είχαν λοιπόν, οι φραστικές περικοκλάδες του Σεραφειμικού καθεστώτος περί «τηρήσεως των Ι. Κανόνων» και «επαναφοράς της Εκκλησίας εις την Κανονικήν Τάξιν»;
Ήταν φανερή η προσπάθεια του Σεραφείμ να συμβάλλει σε μια πλατύτερη επικράτηση της δικτατορίας.
Διάβασα: «Κανένα δικαίωμα θελητικής ελευθερίας δεν επιτρέπεται να έχει το άτομο εκείνο, που κάθε του ενέργεια υπάρχει φόβος να στρέφεται εναντίον της κοινωνίας» (Ρήγας Δ. Ρηγόπουλος – βιβλίο «ΚΟΙΝΩΝΙΑ», 1954, σελ. 172).
Η ανάλυση, στα πλαίσια του Σεραφειμικού φαινομένου, φανερώνει (επίσης) ότι η εξαρτηματοποίηση – υπαλληλοποίηση του επισκοπικού αξιώματος στα ανώτερα στρώματα της δικτατορίας, εξυπηρετούσε τις «αρχιεπισκοπικές φιλοδοξίες του Μητροπολίτου Ιωαννίνων Σεραφείμ.
Οι άξονες ισχυρισμών του Σεραφείμ και των συνεργών του Επισκόπων, ότι οι Δώδεκα (12) Ιεράρχες ήταν «αντικανονικοί» λόγω εκλογής τους από Αριστίνδην Σύνοδον, υπογραμμίζει την προχειρότητά τους, την εκκλησιολογική στασιμότητά τους, για να δικαιολογήσουν τις ευκαιριακές – καιρικές συνθήκες των ενεργειών τους.
Να πληροφορήσουμε, ότι οι Ιεροί Κανόνες (ΙΒ΄ Αντιοχείας, παράδειγμα) θέτουν (θέλουν) ως όρο, την εκλογή επισκόπων από επαρχιακή Σύνοδο, αυτό είναι το Κανονικό∙ όμως στο πέρασμα των χρόνων η Εκκλησία για ν’ αντιμετωπίσει τις ποικίλες μορφές πολιτειακών συστημάτων – συνθηκών, χρησιμοποίησε και άλλα σχήματα Συνοδικής διοικήσεως, όπως: Ενδημούσα, Διαρκή ή Αριστίνδην Σύνοδος, τις οποίες αγνοούν οι Ιεροί Κανόνες. Στη συνέχεια η Εκκλησία χρησιμοποιεί αυτές τις Συνόδους (κατ’ οικονομία), εφ’ όσον οι αποφάσεις τους δεν παραβιάζουν το έργο σωτηρίας ψυχών, οπότε η Εκκλησιαστική κοινωνία των επισκόπων, με αγάπη και ειρήνη, καλύπτει τις αδυναμίες του εκκλησιαστικού συστήματος διοικήσεως.
Όλα τα περί «κανονικότητας», που εισάγουν οι Συντακτικές Πράξεις 3/1974 και 7/1974 της δικτατορίας και χρησιμοποίησε ο Σεραφείμ και η «πρεσβυτέρα» Ιεραρχία στη σύνοδο του 1974 είναι μύθος, κατά τον Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιον. Και η σύνοδος του 1974 Αριστίνδιν ήταν, διότι ως το τέλος του 1973 και αρχές του 1974, υπήρχε πλήρης εκκλησιαστική κοινωνία των επισκόπων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
«Προκειμένου δε περί αναγνωρίσεως Επισκόπων, ων η εκλογή πάσχει oπωσδήποτε κανονικώς, η κοινωνία των λοιπών Επισκόπων προς αυτούς, κορυφωμένη μάλιστα δια της συλλειτουργίας, αποτελεί την πλέον επίσημον και πανηγυρικήν αποδοχήν αυτών» γράφει ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (Άρθρα – Μελέται – Επιστολαί, τομ. Α΄, 1981, σελ. 387).
Ερώτησε, τότε, ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος: «Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εξελέγη υπό καθεστώτος δικτατορίας, μάλιστα δε υπό Πενταμελούς Αριστίνδην Συνόδου δια ψήφων 3 κατά 2… Εξ όσων γνωρίζεται ημφεσβητήθη ποτέ η εκλογή του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου ή έτσι περισσότερο των υπό του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου εκλεγέντων και κατασταθέντων Μητροπολιτών;».
Να υπογραμμίσουμε, συμπερασματικά, ότι μέχρι το 1974, καμμία εκλογή (υπό Αριστίνδην Συνόδου) αρχιεπισκόπου ή Μητροπολίτου αμφισβητήθηκε!
«Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κ. Σεραφείμ, εάν είχεν ολίγην συναίσθησιν του δι’ αυτού, επί της στυγνοτέρας δικτατορίας Ιωαννίδου, διαπραχθέντος εν τη Εκκλησία κακού, το ολιγώτερον, όπερ είχε να κάμη, ήτο να σιωπήση. Αλλ’ όταν λείπη το «Γνώθι σαυτόν»!... (Αυγ. Καντιώτης – «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» - Σεπτ. 1974).
(Συνεχίζεται)
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ