Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Κώστας Νούσης, Εμείς οι άλλοι ας μείνουμε πιστοί στο Σώμα του Χριστού και ας κλείνουμε τα αυτιά στις σειρήνες της αποτείχισης...Ο σκανδαλισμός και ο διχασμός των πιστών χριστιανών υφίσταται, όπως ακριβώς ταυτόχρονα πληθαίνουν οι δαιμονιώδεις κραυγές μιας άτακτης αποτείχισης από το Σώμα της Εκκλησίας (!!!)

 Σχόλιο: Για το ερπετό της πλάνης, άκουσε τι λέγει ο π. Αθανάσιος Μυτιληναίος! 

"Η πλάνη είναι μέθοδος..."




Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΚΩΣΤΑΣ ΝΟΥΣΗΣ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ


 

Μια πρόταση στον Σεβασμιώτατο Πειραιώς μέσα από την εκκλησιολογική 

ερμηνευτική του π. Επιφάνιου Θεοδωρόπουλου 

Του θεολόγου - φιλολόγου Κώστα Νούση

Πριν εισέλθω στην ουσία του παρόντος, θα ήθελα να αναφερθώ στην αφορμή του. Πρόκειται για τον μακαριστό γέροντα Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο (+1989), ο οποίος κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος δεν απέχει πολύ, σύμφωνα πάντα με μια αντικειμενική και θεολογική θεώρηση, από το να καταταγεί επισήμως στους Αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρόκειται σαφέστατα για έναν μέγα Κανονολόγο της σύγχρονης Εκκλησία και άριστο κάτοχο και ερμηνευτή του Πηδαλίου στις δυσχερείς εκκλησιολογικώς μέρες που διανύουμε. Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να επιτελεί τέρατα και σημεία ένας Άγιος, προκειμένου να αναγνωριστεί επίσημα από την Πατριαρχική Σύνοδο, χωρίς αυτό να αφήνει υπονοούμενα για την απουσία τέτοιων υπερφυών γεγονότων στον γέροντα Επιφάνιο, τόσο εν τη ζωή όσο και μετά τον θάνατό του. 

Είναι γνωστό πως στον πατέρα Επιφάνιο κατέφευγαν όλοι σχεδόν οι Επίσκοποι της εποχής εκείνης για την επίλυση δύσκολων «κανονικών» προβλημάτων ως περί του πλέον αρμοδίου και εμβριθέστατου ειδήμονος των εν λόγω ζητημάτων. Δεν θα ήταν, επομένως, διόλου ασύνετο ή παράδοξο να τον επικαλεστούμε και σήμερα μέσα από τα γραφόμενά του, ώστε να μάς συνδράμει διαφωτιστικά στα εξάπαντος ομοειδή και ομοούσια στη διαχρονική τους ανακύκλωση εκκλησιολογικά θέματα των ημερών μας. Και ποια είναι αυτά; Μα, φυσικά, ο Οικουμενισμός και ο Ζηλωτισμός! 

Δεν θα μπορούσα να μη σημειώσω εδώ το κλασικό εν τη επαναλήψει του φαινόμενο της ανάγνωσης των πραγμάτων κατά την επιθυμία και το δοκούν εκάστου. Εξηγούμαι περισσότερο: αναφέρομαι εν προκειμένω στην επιλεκτική, τουτέστιν κακή ανάγνωση του γέροντος Επιφανίου, ο οποίος, ως γνωστόν, χρησιμοποιείται σαν μια από τις πιο έντονες στη φαντασμαγορία και σημειολογία τους σημαίες των «αντιοικουμενιστών». Και όμως ο πατήρ αυτός κάθε άλλο παρά αντιοικουμενιστής, σαν αυτό που εννοούν οι πολλοί σήμερα, ήταν! Διάβαζα πρόσφατα ξανά και ξανά το βιβλίο του «Τα δύο Άκρα: Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός» (εκδ. 3η Ησυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Τροιζήνος, 2008, από το οποίο και οι ακολουθούσες παραπομπές) και απορούσα μέσα σε μια γεωμετρική πρόοδο έκπληξης με το πώς τολμούν και τον χρησιμοποιούν ενάντια στον Οικουμενισμό και μάλιστα ποιοι; Αυτοί που βρίσκονται διαρκώς κάτω από τα πυρά του: οι φανατικοί ζηλωτές! 

To ως άνω βιβλίο θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηρισθεί «μανιφέστο σύγχρονης εκκλησιολογίας» και είναι αρκετό να χρισθεί εκκλησιαστικός οδοδείκτης στην επίλυση των τρεχόντων σχετικών προβλημάτων, χωρίς να υπάρξει ανάγκη καταφυγής και σε άλλα έργα του πολυγραφότατου αυτού ανδρός της Εκκλησίας. Ο εκκλησιολόγος πατήρ με αγιοπνευματική διάκριση ρίχνει άπλετο και καθάριο φως στα αναφυόμενα θέματα που σκανδαλίζουν τον λαό του Θεού και νοθεύουν την Ορθόδοξη εκκλησιολογία και ευταξία. Επιγραμματικά θα λέγαμε ότι αποδεικνύει μέσα από μια πληθώρα Κανόνων και γεγονότων της εκκλησιαστικής ιστορίας την πανάρχαια πνευματική εμπειρία των ασκητών της ερήμου: «τα άκρα είναι του διαβόλου». 

Σε επόμενο κείμενό μου θα ασχοληθώ δαψιλέστερα με το θέμα του ζηλωτισμού και του οικουμενισμού μέσα από συγκεκριμένα και περισσότερα αποσπάσματα του προαναφερθέντος βιβλίου. Στο παρόν θα είμαι πιο συγκρατημένος, διότι η ουσία του θέλω να έγκειται σε μια πρόταση στον Σεβασμιότατο Πειραιώς, ο οποίος, καλώς ή κακώς, «ηγείται» αυτή τη στιγμή του ρεύματος (να μην πω αγώνος, δεν μου αρέσει ούτε ως φράση ούτε και οι συνειρμοί που τυχόν επιφέρει) του «αντιοικουμενισμού» στην Ελλαδική Εκκλησία. Προσωπικά, ανέκαθεν είχα και έχω μια διαίσθηση περί των καλοπροαίρετων διαθέσεων και προθέσεων του Σεβασμιοτάτου και ουκ ολίγες φορές τόνισα ότι τον αδικεί το περιβάλλον του, το ορμητικόν του χαρακτήρος του και εν μέρει η νομική του παιδεία. Φυσικά και δεν είμαι ούτε άγιος ούτε ο πλέον αρμόδιος να συμβουλέψω έναν Ορθόδοξο Επίσκοπο, γι’ αυτό και τα όσα θα ακολουθήσουν είναι απλά κατάθεση σκέψεων μέσα ουσιαστικά από τον π. Επιφάνιο και με αφορμή τις νωπές μνήμες από την επιστολή του π. Σεραφείμ στον Πατριάρχη.

Διαβάζοντας, μάλλον εντρυφώντας στο εκκλησιολογικό πνεύμα του Επιφάνιου, διαπιστώνουμε καταρχήν μια συνετή στάση έναντι των «ακροβασιών» του Αθηναγόρα. Οι καυστικές, ωστόσο και αναντιρρήτως, επιστολές του αρχιμανδρίτη προς τον Προκαθήμενο της Ορθοδοξίας δεν αφήρεσαν ποσώς από το ύφος του τη σεμνότητα, τη σοβαρότητα και τον σεβασμό στην αρχιερωσύνη εκείνου. Μάλιστα, και σε άλλες προς έτερους απαντητικές του επιστολές συνιστούσε «σύνεσιν ἐν πᾶσι» (Β’ Τιμ. 2:7) και παραμονή στους κόλπους της Εκκλησίας, εφόσον παραδεχόμαστε ότι υπάρχουν, έστω και λίγοι αριθμητικά, Επίσκοποι με ακραιφνές ορθόδοξο φρόνημα, αλλά τηρούντες στάση σιωπής και αναμονής «ἵνα μὴ σχίσωσι τὴν Ἐκκλησίαν» (Διάλογος ιστορικός Παλλαδίου, Επισκόπου Ελενοπόλεως, Migne 47, 27-28). Θεωρούσε ο Επιφάνιος απαράδεκτες τόσο τις ενέργειες του Αθηναγόρα, όσο και τις αποσχιστικές τάσεις και ενέργειες των ζηλωτών (οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν, εννοείται {Ρωμ. 10:2}) που οδηγούν σε αθεράπευτες πληγές, ως τρανώς απέδειξε ο ελλαδικός παλαιοημερολογιτισμός. Ούτε ο δογματικός μινιμαλισμός, ο απορρέων από τις τότε πατριαρχικές πράξεις και λέξεις τον ανέπαυε ούτε φυσικά και όσοι αποφάσιζαν – το ίδιο και σήμερα – να καταστούν ΥΠΕΡεκκλησία (σ. 77). 

Όταν κατεγράφησαν οι ιεροί Κανόνες, πέρα από την αδιαμφισβήτητη εν αυτοίς πνοή του Παρακλήτου, οι συνθήκες της ζωής της Εκκλησίας ήταν πολύ διαφορετικές από σήμερα. Οι κοινότητες πιο μικρές, η προσπάθεια και η ανάγκη οριοθέτησης και προστασίας της πίστης μεγαλύτερη, η εμφάνιση των αιρέσεων και η επίθεση των αιρετικών άλλης ισχύος και ποιότητος. Αυτά δεν σημαίνουν εξάπαντος πως πρέπει να καταργηθούν οι Κανόνες ή να αλλοιωθεί το πνεύμα τους, εφόσον εν Πνεύματι κατεγράφησαν. Εκείνο που χρειάζεται είναι μια αγιοπνευματική – και αυτό πρέπει να τονιστεί – προσαρμογή τους στο σήμερα. Γίνομαι σαφέστερος: κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι μια «πλήρης» εκκλησιαστική προσφώνηση προς έναν αιρετικό ή αλλόδοξο εκκλησιαστικό ταγό - ως αυτές ακούγονται επισήμως τελευταία και από το στόμα του Οικουμενικού στις εκδηλώσεις για το Διάταγμα των Μεδιολάνων και τις οποίες σχολίασε καταγγελτικά ο Πειραιώς - εγείρει εκκλησιολογικό ζήτημα αμφισβήτησης της μοναδικότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το ίδιο και οι πάσης φύσεως εκούσιες λειτουργικές συμπροσευχές – δεν συζητώ καν την ευχαριστιακή συλλειτουργία προ της πλήρους δογματικής ένωσης των Εκκλησιών. Αλλά και κανείς εχέφρων και νηφάλιος (θεολογικός και μη) παρατηρητής της πραγματικότητας δεν μπορεί να ταχθεί υπέρ μιας αυτοαπομονωτικής εκκλησιαστικής πολιτικής των Ορθοδόξων, οι οποίοι ήδη έχουμε προσλάβει σε παγκόσμιο επίπεδο τη ρετσινιά του φονταμενταλισμού. 

Την ίδια ώρα ο σκανδαλισμός και ο διχασμός των πιστών χριστιανών υφίσταται, όπως ακριβώς ταυτόχρονα πληθαίνουν οι δαιμονιώδεις κραυγές μιας άτακτης αποτείχισης από το Σώμα της Εκκλησίας. Αν θεωρήσουμε δεδομένη τη δίκαιη εν πολλοίς αγωνία Κληρικών και Λαϊκών στα εκκλησιολογικά και εκκλησιαστικά τεκταινόμενα, είτε προς την κατεύθυνση της προοδευτικής αλλοίωσης των χριστιανικών συνειδήσεων μέσα στον χώρο του συγκρητισμού είτε προς εκείνην της επιστροφής ενός άκριτου νεοζηλωτισμού, που με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει σε σχίσματα παλαιοημερολογιτικού χαρακτήρα, τότε, σύμφωνα και με το πνεύμα και με το γράμμα του π. Επιφάνιου, πρέπει να στραφούμε στους αξιωματικούς της Εκκλησίας, στους Επισκόπους, (σ. 72) και όχι να αρχίσουμε μοναχικά, ιερατικά ή και λαϊκά αντάρτικα, για να μην εκπέσουμε σε Προτεσταντισμούς (sic, σ. 76). 

Ερχόμαστε στο εδώ και τώρα. Ο Πειραιώς τόλμησε να προτάξει τα στήθη του και να εκτεθεί στον αγώνα του σημερινού «αντιοικουμενισμού», την ίδια ώρα που άλλοι συνεπίσκοποί του ποιούν πολυτρόπως την νήσσαν και στο εν λόγω θέμα, όπως και σε πλείστα άλλα, σαφέστατα ως μη όφειλαν. Έχει καιρό, θεωρώ, που επαναλαμβάνομαι τονίζοντας προς πάσα κατεύθυνση, τη συνοδικότητα ως θεραπεία των πάσης φύσεως κακών εκκλησιαστικών κειμένων. Συνοδικότητα ίσον εκκλησιαστικότητα. Τι πλέον αυτονόητον τούτου, όταν μάλιστα αναφερόμαστε στην Εκκλησία; Αντ’ αυτού, όμως, βλέπουμε έναν Πειραιώς, εδώ και ικανό χρόνο, να παλαίει μόνος και, πιθανότατα αυτοβούλως και, ως εικός και επόμενον, αυθαιρέτως. Και έτσι προκύπτουν πολλά λάθη, τα οποία στις λεπτομέρειες και στις εντυπώσεις αδικούν την ίδια την ουσία και τις όποιες θετικές προθέσεις, προαιρέσεις και δίκαια του αγώνα ενάντια στον χριστιανικό συγκρητισμό. 

«Οὐαὶ τῷ ἑνί» (Εκκλ. 4:10). Βλέπουμε δυστυχώς να (προ)τρέχει μόνον ένας. Για ποιον λόγο; Είμαι σιγουρότατος πως υπάρχουν και άλλοι Επίσκοποι, τουλάχιστον στην καθ’ ημάς Εκκλησία, που είναι του αυτού πνεύματος και των αυτών αγωνιών με τον Σεραφείμ. Αναφέρομαι ενδεικτικά στον Αιτωλίας, στον Κονίτσης, στον Γόρτυνος, στον Σταγών και λοιπούς… Πραγματικά δεν κατανοώ γιατί δεν συνεννοούνται μεταξύ τους σε ένα κοινό μέτωπο, σε μια κοινή ανακοίνωση και προς την ημετέρα Ιερά Σύνοδο και προς τις Συνόδους των υπόλοιπων Τοπικών Εκκλησιών ανά την οικουμένη, πολλώ δε μάλλον προς το Φανάρι. Τελικά ποιος φταίει; Ο Σεραφείμ που κινείται αυτονομημένος και αγνοεί τους άλλους ή και οι άλλοι που τον αφήνουν να εκτίθεται; Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα τούς βαρύνει όλους και, εφόσον τοιουτοτρόπως δεν φαίνεται να προτάσσεται η μέριμνα για την Εκκλησία, μάς μένει αυτοδικαίως η υποψία και η αίσθηση πως προκρίνεται οτιδήποτε έτερο, όπερ και λυπηρό και άδικο και ατελέσφορο και επικίνδυνο για όλους μας, εφόσον στην τελική όλοι χάνουμε από αυτό, διότι άπαντες είμαστε Εκκλησία. 

Ο αρχάριος ακόμα στην ορθόδοξη πνευματικότητα γνωρίζει πως η πεμπτουσία της είναι η υπακοή. Γιατί να μην συνεννοηθούν μεταξύ τους όσοι Επίσκοποι ενοχλούνται από τα σύγχρονα «οικουμενιστικά» ανοίγματα και να κάνουν υπακοή ο ένας στον άλλο και όλοι μαζί στη Σύνοδό τους; Ακόμα και μια απλή συνεννόηση, αν δεν έφερνε θεαματικά αποτελέσματα, τουλάχιστον θα προλάμβανε ποικίλα σφάλματα, που κυμαίνονται από στοιχειώδη (όπως π.χ. οι όλως παράδοξες φιλολογικού χαρακτήρα επιθέσεις κατά του Πατριάρχη και το θεολογικό ατόπημα περί της προσκύνησης των ιερών λειψάνων στην πρόσφατη επιστολή του αγίου Πειραιώς) έως λίαν σοβαρά.

Αντί, λοιπόν, άλλοι να σιωπούν και άλλοι να εφορμούν βιαίως, ατάκτως και ακαίρως, είναι εκκλησιαστικότερο, άρα και πνευματικότερο και αποτελεσματικότερο, να συνέλθουν όσοι Επίσκοποι νοιάζονται ειλικρινά για τα εν λόγω φλέγοντα θέματα (και για όλη την Εκκλησία προπαντός) και να συντονιστούν σε μια κοινή δράση εν Κυρίω για την επίλυσή τους. Έτσι θα πιέσουν προς την κατεύθυνση της σύγκλησης της Μείζονος Πανορθοδόξου Συνόδου, στην οποία πρέπει να καταθέσουν προς συζήτηση ζητήματα, όπως: τον ορισμό της έννοιας του Οικουμενισμού ως αιρέσεως, τα όρια των σύγχρονων λειτουργικών και άλλων συμπροσευχών, τις προϋποθέσεις και τον τρόπο συμμετοχής στους διαχριστιανικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους κλπ. Οπότε, αντί να αναλίσκονται σε μεμονωμένες άστοχες αντιδράσεις, έστω και καλοπροαίρετες, μπορούν κάλλιστα να επισπεύσουν τις διαδικασίες και να λειτουργήσουν προληπτικά επί πιθανών μελλοντικών σχισμάτων. Αλλά και κανένα άμεσο και ορατό αποτέλεσμα αν δεν επιτευχθεί, σίγουρα όμως θα έχει αρθρωθεί ένας σοβαρός αντίλογος και θα έχει οριοθετηθεί ευκρινέστερα μια τάση συγκεκριμένου αντισυγκρητιστικού χαρακτήρα, που θα ωφελήσει πολλαπλώς, έστω και προς τον στοιχειώδη καθησυχασμό του σκανδαλισμένου ποιμνίου. 

Η πρόταση και ευχή μου στον Σεβασμιώτατο (μάλλον στους Σεβασμιώτατους) μπορεί να συνοψιστεί σε μια πολύ μικρότερη διατύπωση: ποτέ πια ένας και μόνος του. Εκτός και αν οι υπόλοιποι είναι κατά το φαίνεσθαι μονάχα αντισυγκρητιστές. Στην περίπτωση που αποφασιστεί στάση αναμονής και εν συνέσει σιωπής άχρι καιρού, τότε απομακρύνεται η όποια ευθύνη από τον οχλούμενον τη συνειδήσει Επίσκοπο και προτάσσεται η εκούσια πρόσκαιρη «σιγή» της άνευ των αδελφών ευλογίας προς μια οιαδήποτε ετέρα εξ ιδίας πρωτοβουλίας φανερή αντίδραση κατά του υπαρκτού ή μη Οικουμενισμού. Προς αυτήν τη στάση συνάδει έμμεσα και άμεσα ο επιφάνειος λόγος, ως τούτος πλέον αριστοτεχνικά διατυπούται στην επιστολιμαία διατριβή του αρχιμανδρίτη προς τον αγιορείτη μοναχό Νικόδημο αναφορικά με τα ομόλογα συνειδησιακά προβλήματα εκείνου για το θέμα του Αθηναγόρα και του συνεπόμενου «μαγαρισμού» της Εκκλησίας από την κοινωνία με τους Οικουμενιστές. 

Αξίζει εν προκειμένω να παραθέσω ένα απόσπασμα που κατ’ ουσίαν απαντά στον Σεβασμιώτατο και σε κάθε ενιστάμενο στις πατριαρχικές «ακροβασίες» (να μην πω τον βαρύγδουπο όρο προδοσίες, αν και είθισται στις μέρες μας να εκφέρεται με περισσή ευκολία): «θα ερωτηθώ ίσως: είπες ότι οι διαφωνούντες προς τον Αθηναγόραν Επίσκοποι ανέχονται αυτόν ‘ἄχρι καιροῦ’. Αυτό το ‘ἄχρι καιροῦ’ τι σημαίνει; Έως πότε θα ανέχωνται; Αγαπητέ, εάν πιστεύωμεν ότι είνε Ορθόδοξοι (και εγώ πιστεύω τούτο ακραδάντως), ας καταλίπωμεν εις αυτούς την εκλογήν της στιγμής. Εκείνοι είναι ηγέται […] Ή πιστεύομεν ότι υπάρχει Εκκλησία, έχουσα στρατιάν όλην πιστών Επισκόπων και Πρεσβυτέρων, ή πιστεύομεν ότι την Εκκλησίαν αποτελούμεν μόνοι ημείς μετά τινων άλλων. Εν τη δευτέρα περιπτώσει, ας πράξωμεν ό,τι ημείς κρίνομεν πρέπον, εφ’ όσον ημείς πλέον είμεθα η Εκκλησία. Εν τη πρώτη περιπτώσει οφείλομεν να ακολουθήσωμεν τη Εκκλησία» (σ. 72). Εύχομαι και πιστεύω ότι ο Σεβασμιώτατος ανήκει στην πρώτη περίπτωση. Και στην έννοια της Εκκλησίας ας μην θεωρήσει καν την Ιερά Σύνοδο εν συνόλω, αλλά αυτούς τους ολίγους, έστω, συνεπισκόπους που προανεφέρθησαν, τους ομόφρονές του στα θέματα του Οικουμενισμού. 

Πριν ολοκληρώσω τα περί τον Επιφάνιον, θα ήθελα να προσθέσω κάτι που είναι άγνωστο στους πολλούς. Ο π. Επιφάνιος έλεγε στα πνευματικά του παιδιά: «ό,τι σας λέω ισχύει μέχρι τη στιγμή που, για το ίδιο θέμα, ο π. Πορφύριος θα σας πει κάτι διαφορετικό». Σημειωτέον ακόμη ότι πέρα από τη στενότατη πνευματική σχέση Πορφυρίου και Επιφανίου και την αμοιβαία τους αγάπη και εκτίμηση, ο γέρων Πορφύριος τον χαρακτήρισε, μετά την πρόωρη αναχώρησή του από τα εγκόσμια σε ηλικία 59 ετών, Άγιο. Αυτά είναι λίγες αποχρώσες ενδείξεις του πνευματικού μεγέθους και της αγιότητας του Ορθοδόξου αυτού κληρικού, καθώς και της δικής μας υποχρέωσης σε μια προσεκτικότερη και αντικειμενικότερη ακρόαση των λόγων του. 

Θα κλείσω με τη συζήτηση που είχα με φίλο μου πρωτόπαπα (πρωθιερέα ή αρχιερατικό επίτροπο επί το ακριβέστερον) μιας ελλαδικής Μητρόπολης, με τον οποίο είχαμε πρόσφατα μια σχετική συζήτηση. Σε επίσκεψη γάλλων μαθητών (ήτοι Καθολικών) στην οικεία Επισκοπή εκλήθη να τους φιλοξενήσει. Μου ανέφερε ότι τους δέχτηκε και στην Εκκλησία κάποια στιγμή, αλλά και όταν συνέφαγαν επισήμως μαζί με τα παιδιά και τους καθηγητές τους, την ευλογία της τραπέζης ετέλεσε ο ίδιος ορθοδόξως. Συμφωνήσαμε και οι δύο, νεύματί τε και λόγοις, πως θα επρόκειτο περί σχολαστικής υποχονδρίας αν στην όλη φάση μιλούσαμε για συμπροσευχή. Ωστόσο, του συνέστησα χαριεντιζόμενος να μην κοινοποιηθεί το γεγονός και τον περιλάβουν οι νυν αντιοικουμενισταί! Ας αναλογιστούμε, επομένως, τη θέση των ορθοδόξων ποιμένων (εν οις και ο Οικουμενικός) μέσα στο γενικότερο και στο διαθρησκευτικό παγκοσμιοποιημένο μετανεωτερικό forum και τις λεπτές ισορροπίες που πρέπει να διατηρήσουν, έτσι ώστε μέσα σε ένα κλίμα ευγενείας, διάκρισης και ποιμαντικής ευθύνης να κρατήσουν τα μπόσικα ανάμεσα στην αποφυγή της εικόνας του μουτζαχεντινισμού από τη μια και στην προσπάθεια από την άλλη της ομολογιακής προώθησης της μοναδικότητας της ορθόδοξης σωτηριολογίας. Στο μεταξύ, μέχρι η Εκκλησία (και εννοώ πιο εξειδικευμένα τους Επισκόπους της κατά το εκκλησιολογικό πνεύμα Πορφυρίου και Επιφανίου) να βρει τη σχετική φόρμουλα των ενεργειών της, εμείς οι άλλοι ας μείνουμε πιστοί στο Σώμα του Χριστού και ας κλείνουμε τα αυτιά στις σειρήνες της αποτείχισης. 

κ.ν. 

2/8/2013