Η περί Εκκλησίας προτεσταντική εκδοχή είναι αντίθετη από την ορθόδοξη και τη ρωμαιοκαθολική.
Θα λέγαμε ότι είναι μόνο κατά το ήμισυ αληθής. Το κυριότερό της γνώρισμα είναι ο τονισμός του αόρατου στοιχείου της Εκκλησίας, σε βάρος του ορατού και του εξωτερικού.
Κατά την Αυγουσταία Ομολογία η Εκκλησία είναι κοινωνία πίστεως και αγίου Πνεύματος στις καρδιές ή κατά έναν άλλο ορισμό «κοινωνία των αγίων στην οποία διδάσκεται ορθώς το ευαγγέλιο και τελούνται τα μυστήρια». Είναι φανερό ότι μια τέτοια κοινωνία αγίων διακεχυμένη σε όλο τον κόσμο και αποτελούμενη από μέλη άγια γνωστά μόνο στο Θεό, δεν μπορεί να είναι η ορατή και εξωτερική Εκκλησία, ή ιεραρχικώς διοργανωμένη και έχουσα σταθερό σύστημα δογματικών, ηθικών και τελετουργικών διατάξεων, αλλά κάτι άλλο εσωτερικό, πνευματικό και αόρατο. Φυσικά μια τέτοια Εκκλησία, στο βαθμό που τα μέλη της, έστω ενωμένα μυστικώς με τον Κύριο, δεν παύουν ωστόσο να είναι άνθρωποι ιστορικοί και ορατοί, δεν μπορεί παρά να λαμβάνει και ορατή μορφή. Όμως σ’ αυτή δεν μπορεί ν’ ανακλά η αληθινή Εκκλησία, καθόσον στους κόλπους της δεν περιλαμβάνονται μόνο πιστοί και άγιοι, αλλά και ασεβείς και υποκριτές. Στην ορατή αυτή Εκκλησία δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι ιδιότητες του ιερού Συμβόλου της πίστεως· «μία, αγία, καθολική και αποστολική».
Στην ιδέα της αόρατης Εκκλησίας κατέληξαν οι Διαμαρτυρόμενοι από μια μεγάλη εκκλησιολογική ανάγκη.
Ως γνωστό, δια της Διαμαρτυρήσεως αυτοί βρέθηκαν έξω από τα όρια της ορατής Εκκλησίας. Αυτό τους έκανε μεγάλη ζημιά. Έπρεπε να βρουν κάποιο τρόπο να στεγασθούν και πάλι κάτω από την ιστορική Εκκλησία. Τι να έκαναν; Να γύριζαν πίσω στην ορατή Εκκλησία από την οποία αποσπάσθηκαν, θα ήταν η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης. Να ίδρυαν εξαρχής νέα Εκκλησία μετά πάροδο τόσων αιώνων, θα ήταν καθαρή απόνοια. Έπρεπε λοιπόν, να βρουν μια τέτοια όψη της Εκκλησίας στην οποία εντασσόμενοι αφενός μεν θα πετύχαιναν τους σκοπούς της Διαμαρτυρήσεως, τη ρήξη δηλαδή με την ορατή Εκκλησία του Ρωμαιοκαθολικισμού, αφετέρου δε θα διατηρούσαν την αίσθηση ότι είναι ενταγμένοι μέσα στην αληθινή Εκκλησία του Κυρίου. Τέτοια Εκκλησία ήταν μόνο η αόρατη και πνευματική. Σ’ ένα τέτοιο ακαθόριστο και ομιχλώδες κατασκεύασμα, χωρίς εξωτερικά σύνορα και διαχωριστικές γραμμές, θα μπορούσαν θαυμάσια να ενταχθούν με το στοιχείο της πίστεως και τον εσωτερικό φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Και το έκαναν.
Τα γνωματεύματα όμως αυτά των Διαμαρτυρομένων είναι αυθαίρετα και αναληθή. Όπου η Γραφή ομιλεί περί Εκκλησίας εννοεί κοινωνία ανθρώπων ευρισκομένων σε ενότητα μετά του Χριστού, γνώρισμα της θείας αποστολής του Κυρίου. Ότι είναι κοινωνία συγκεκριμένη εκφράζουν οι περί Εκκλησίας εικόνες της Γραφής ως οίκου Θεού, ως σώματος και ως νύμφης Χριστού. Ένα τέτοιο καθίδρυμα οικοδόμησε ο Χριστός, το οποίο θα άντεχε στο χρόνο και θα νικούσε και αυτόν ακόμη τον Άδη, ίδρυμα ορατό και περιγραπτό, ιεραρχικά συγκροτημένο, το οποίο θα αντιμαχόταν την κακότητα του κόσμου και στο οποίο ο πιστός είχε την υποχρέωση να καταγγέλλει τον αμαρτάνοντα αδελφό του. Όλα αυτά και άλλα ακόμη δεν συμβιβάζονται με την προτεσταντική εκδοχή. Βέβαια κι εμείς δεχόμαστε την αόρατη όψη της Εκκλησίας, την οποία όμως πάντοτε εναρμονίζουμε με την ορατή. Επιλήψιμος είναι μόνο ο υπερτονισμός της όψεως αυτής σε βάρος του ορατού στοιχείου της Εκκλησίας, που υιοθετούν για λόγους ευνόητους, όπως είδαμε, οι Διαμαρτυρόμενοι.
Τι είναι η θεωρία των Κλάδων;
Είναι και αυτή προτεσταντική περί Εκκλησίας θεωρία. Έχει την προέλευσή της από την αγγλικανική θεολογία. Σήμερα αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της εκκλησιολογίας του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, έχοντας σκοπό να δικαιολογήσει την εκκλησιολογική υπόσταση του Προτεσταντισμού.
Κατά τη θεωρία αυτή στον κορμό της Εκκλησίας υπάρχουν πολλά κλαδιά. Κάθε κλαδί αντιπροσωπεύει ένα τμήμα της Εκκλησίας νόμιμο, ισότιμο και ισόκυρο με τα άλλα, χωρίς όμως να ενσαρκώνει μονάχο του ολόκληρη την Εκκλησία, την οποία για να βρούμε πρέπει να τη δούμε στο σύνολό της, αθροίζοντας τα επί μέρους κομμάτια της. Η Εκκλησία του Χριστού είναι το ολικό άθροισμα των επί μέρους τμημάτων της, έστω κι αν αυτά διαφέρουν μεταξύ τους.
Το ίδιο συμβαίνει και με την αλήθεια την οποία φανέρωσε ο Χριστός στον κόσμο. Καμιά επί μέρους Εκκλησία, κανένα από τα ιστορικά τμήματά της, δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι κατέχει ολόκληρη τη θεία αλήθεια όπως τη δίδαξε ο Χριστός, γιατί στην ιστορία καμιά ιδέα, κανένα θεώρημα δεν μπορεί να παραμένει αμετάβλητο και αναλλοίωτο στη ροή του χρόνου και στη συνεχή εξέλιξη των πραγμάτων του κόσμου τούτου. Επομένως καμία από τις λεγόμενες καθολικές Εκκλησίες (Ορθόδοξη και Ρωμαϊκή) ΄λιγότερο φυσικά οι Προτεσταντικές’ δεν μπορεί να ισχυρισθεί για τον εαυτό της ότι είναι η Εκκλησία του Χριστού ή ότι κατέχει καθαρό και ακέραιο το θησαυρό της αποκαλυφθείσας θείας αλήθειας. Τι άλλο βέβαια θα έλεγε μια χριστιανική εκκλησιαστική κοινότητα, η οποία έχει χάσει την έννοια της καθολικότητας, του κύρους και της αυθεντίας της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού;
Η περί Κλάδων θεωρία είναι πολύ της μόδας σήμερα και συζητιέται πλατιά στα σαλόνια του θεολογικού διαλόγου των Εκκλησιών. Για μας τους Ορθοδόξους όμως κρύβει παγίδες πολλές και είναι αφάνταστα επικίνδυνη. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί από το θανάσιμο εναγκαλισμό της, ο οποίος μπορεί να μας οδηγήσει σε άμβλυνση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής μας συνειδήσεως, της οποίας είναι απρόβλεπτες οι ολέθριες συνέπειες.
Τι είναι η περί ιδανικής Εκκλησίας θεωρία;
Είναι άλλη έκδοση της περί κλάδων θεωρίας, αποβλέπουσα στους αυτούς και εκείνη σκοπούς. Κατά τη θεωρία αυτή πού εμπνέεται από τις περί ιδανικού και των επί μέρους μορφών του αντιλήψεις της φιλοσοφίας του Εγέλου, η αληθινή Εκκλησία είναι κάτι ιδανικό και ανέφικτο, καμία δε μερική Εκκλησία δεν αντιστοιχεί προς την ιδέα της πραγματικής Εκκλησίας, προς ό,τι δηλαδή έπρεπε να είναι η Εκκλησία. Απόδειξη τούτου είναι η ιστορική κατάσταση των Εκκλησιών, στις οποίες υπάρχει τόση αμαρτία, κακότητα και αταξία. Επειδή η ιδέα εκφράζεται στους επί μέρους τύπους και τις μορφές της, έτσι και η ιδέα της αληθινής Εκκλησίας πληρούται στις κατά τόπους Εκκλησίες, κάθε μία από τις οποίες κατέχει τμήμα μεγαλύτερο ή μικρότερο αυτής. Όλες δε μαζί, παρά τις αντιθέσεις μεταξύ τους και τις αδυναμίες τους, προώρισται να πορεύονται η μία κοντά στην άλλη τελειοποιούμενες με την πάροδο του χρόνου, ώστε κάποτε να απομάξουν τον τύπο της τέλειας Εκκλησίας.
Με τη θεωρία αυτή, όπως και με τη θεωρία των κλάδων, ικανοποιούνται οι εκκλησιολογικές ανάγκες του Προτεσταντισμού. Αφού οι επί μέρους Εκκλησίες ως ατελείς μορφές της ιδανικής Εκκλησίας είναι ουχ ήττον νόμιμες και ισότιμες μορφές αυτής, μέρη αγιασμού και σωτηρίας πάροχα, το ίδιο συμβαίνει και με τις Εκκλησίες των Διαμαρτυρομένων, άσχετα αν η Διαμαρτύρηση με το κίνημά της της ΙΣΤ' εκατονταετηρίδος έκοψε τους δεσμούς της με την ορατή Εκκλησία της Δύσεως.
Περιττό να τονίσουμε ότι από ορθόδοξη άποψη τέτοια εκκλησιολογικά κατασκευάσματα είναι εντελώς κατακριτέα και απαράδεκτα, φοβερά δε επικίνδυνα για την καθαρότητα της Ορθοδοξίας μας.
ΠΗΓΗ:http://www.oodegr.com/oode/protestant/kladoi1.htm
|