Ιερομάρτυς Ιλαρίων Τρόϊτσκι
Αυτονόητος ο αφορισμός των αποστατών της Εκκλησίας
Από το βιβλίο: Αρχιεπίσκοπος Ιλαρίων Τρόϊτσκι (1886-1929) Ιερομάρτυς και πρόμαχος της Εκκλησίας του Χριστού
π.Ιωάννη Φωτόπουλου
Συμπάθεια στον «Χριστιανισμό», εχθρότητα προς την Εκκλησία
Σε όλη αυτή τη σύγχρονη κενολογία πολύ συχνά εισχωρεί μια θλιβερή παρανόηση, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε χωρισμό του Χριστιανισμού από την Εκκλησία. Γι’ αυτό οι άνθρωποι αρχίζουν να συζητούν με υπερβολική αυτοπεποίθηση για τα θέματα της πίστεως και αποδέχονται τη δυνατότητα να υπάρχει κάποιος Χριστιανισμός, όχι μόνο ανεξάρτητος από την Εκκλησία, αλλά και εχθρικός προς αυτήν. Υποθέτουν ότι μπορεί να είναι κανείς χριστιανός και ταυτόχρονα να ενεργεί εχθρικά προς την Εκκλησία. Τώρα φέρονται τελείως διαφορετικά προς την Εκκλησία και τον Χριστιανισμό. Άνθρωποι, οι οποίοι ελάχιστα σκέπτονται για τον Θεό και την αιωνιότητα, θεωρούν παρά ταύτα καθήκον ευπρέπειας, έστω στα λόγια, να εκφέρουν γνώμη για τον Χριστιανισμό με σεβασμό. Δεν έχουμε φθάσει ακόμη μέχρι την πλήρη και ανοιχτή περιφρόνηση προς τον Χριστιανισμό, μέχρι την ανοιχτή εχθρότητα προς αυτόν. Αυτό το όριο έφτασαν μόνο λίγοι «καταδυναστευόμενοι υπό του διαβόλου» (Πράξ. 10, 38), πιο «προχωρημένοι» (αν ασφαλώς το δούμε στην κατεύθυνση προς τον Άδη) εξωμότες.
Οι συνηθισμένοι «μικροαστοί», επαναλαμβάνουμε, για τον Χριστιανισμό μιλάνε συνήθως με κάποιο σεβασμό: «Ο Χριστιανισμός, ω!, είναι βέβαια μια υψηλή και μεγάλη διδασκαλία. Ποιος μπορεί να είναι εναντίον της;». Έτσι περίπου εκφράζονται για τον Χριστιανισμό. Ταυτόχρονα όμως θεωρείται σαν δείγμα ευγένειας να έχουν κάποια ανεπαίσθητη εχθρότητα σε κάθε τι εκκλησιαστικό.
Στην ψυχή πολλών συγχρόνων μας μοιάζουν να συμβιώνουν ο σεβασμός προς τον Χριστιανισμό και η περιφρόνηση προς την Εκκλησία. Δεν διστάζουν τουλάχιστον να ονομάζουν τον εαυτό τους χριστιανό σχεδόν όλοι, αλλά για την Εκκλησία, ούτε που θέλουν να ακούσουν και ντρέπονται να φανερώσουν σε κάτι τι τη σχέση τους με την Εκκλησία. Άνθρωποι, που στα πιστοποιητικά γεννήσεως αναφέρονται ως «ορθοδόξου ομολογίας», με κάποια ανεξήγητη χαιρεκακία υποδεικνύουν κάποιες πραγματικές, αλλά συχνότερα φανταστικές, επινοημένες ελλείψεις της εκκλησιαστικής ζωής.
Δεν λυπούνται για τις ελλείψεις αυτές σύμφωνα με την εντολή του Αποστόλου: «είτε πάσχει εν μέλος συμπάσχει πάντα τα μέλη» Α’ Κορ. 12, 26), αλλά χαίρονται. Στον αποκαλούμενο «προοδευτικό» τύπο, υπάρχει πλήθος προσώπων που εξασφαλίζουν τα μέσα για την επιβίωσή τους σχεδόν αποκλειστικά με τη συκοφάντηση των εκκλησιαστικών Ιδρυμάτων και των προεστώτων της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Η συκοφάντηση για κάθε τι εκκλησιαστικό έγινε τώρα επικερδές επάγγελμα.
Σ’ αυτό το προφανές ψεύδος σπεύδουν να πιστεύσουν χωρίς καμιά αμφιβολία ακόμη κι εκείνοι που θεωρούν τον εαυτό τους αληθινό χριστιανό. Στους όχι καλούς ανθρώπους συμβαίνει το εξής: όταν ακούσουν κάτι άσχημο για τους εχθρούς τους, τότε σπεύδουν γρήγορα να το πιστεύσουν φοβούμενοι μη τυχόν το κακό αυτό αποδειχθεί ψεύδος. Το ίδιο παρατηρείται και στη σχέση πολλών με την Εκκλησία. Η Εκκλησία γι’ αυτούς είναι σαν εχθρός.
Το να ακουστεί κάτι κακό γι’ αυτήν είναι ευχάριστο στον αμαρτωλό άνθρωπο. Εδώ εμείς και πάλι βλέπουμε πόσο ευρέως είναι τώρα διαδεδομένος ο χωρισμός του Χριστιανισμού από την Εκκλησία. Θεωρούν τον εαυτό τους χριστιανό, αλλά για την Εκκλησία δεν θέλουν τίποτε καλό να ακούσουν.
Αυτονόητος ο αφορισμός των αποστατών της Εκκλησίας
Πολύ περισσότερο σε περιβάλλον γενικώς απομακρυσμένο από την πίστη υπάρχει φανερά φοβερή σύγχυση στην κατανόηση. Όταν οι άνθρωποι που είναι μακριά από την Εκκλησία αρχίσουν να εκφέρουν κρίσεις γι’ αυτήν, τότε φαίνεται καθαρά ότι δεν κατανοούν καθόλου την ουσία του Χριστιανισμού και της Εκκλησίας και γι’ αυτό τα πλεονεκτήματα της Εκκλησίας φαίνονται σ’ αυτούς σαν ελαττώματα.
Για παράδειγμα, πόσες εκρήξεις τυφλής έχθρας προς την Εκκλησία προκάλεσε στον καιρό του ο αφορισμός του Τολστόι από την Εκκλησία!
Μα, μήπως φταίει η Εκκλησία που ο Τολστόι παρεξέκλινε απ’ αυτήν και έγινε φανερός και επικίνδυνος εχθρός της; Πράγματι, αυτός ο ίδιος απεκόπη από την Εκκλησία, ως ορατή κοινωνία, αρνήθηκε γενικώς την αναγκαιότητα της Εκκλησίας, τη θεώρησε ως ένα βλαβερό ίδρυμα.
Το να κρατήσει τέτοια μέλη, δεν θα σήμαινε για την Εκκλησία ότι αρνείται τον εαυτό της; Εάν είναι έτσι, τότε τι σημαίνουν όλες αυτές οι επιθέσεις εναντίον της Εκκλησίας στον τύπο, στις διάφορες συγκεντρώσεις και τις προφορικές συζητήσεις; Ο νους αρνείται εντελώς να καταλάβει αυτή τη στάση. Δεν υπάρχει καμιά απολύτως δυνατότητα να βρεις έστω μια μηδαμινή σταγόνα λογικής στους λόγους και στις ενέργειες για τις οποίες έτυχε να διαβάσεις ή να ακούσεις.
Στ’ αλήθεια, σε κάθε πολιτικό κόμμα αναγνωρίζεται το αναφαίρετο δικαίωμα να αποκόπτει απ’ αυτό τα μέλη του, τα οποία άλλαξαν κομματική τοποθέτηση και άρχισαν να ενεργούν προς βλάβη αυτού του κόμματος. Μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία για κάποιο λόγο δεν μπορεί να αποκόψει εκείνον που μόνος του έφυγε μακριά της κι έγινε εχθρός της! Μόνο η Εκκλησία για κάποιο λόγο οφείλει να κρατά στους κόλπους της τους ξεκάθαρους εχθρούς της! Ποιος θα κατηγορούσε ή θα έβριζε με οποιονδήποτε τρόπο κάποιους σοσιαλδημοκράτες ή οπαδούς του κόμματος των «Καντέτι»(Πολιτικό κόμμα στη Ρωσία (1905-1917) με κάποιες δημοκρατικές αρχές στο πρόγραμμά του) αν έπαυαν να έχουν στο κόμμα τους κάποιο μέλος το οποίο μεταπήδησε στο στρατόπεδο των μοναρχικών κι επειδή θα γνωστοποιούσαν δημόσια το γεγονός της ρήξεως, ανακοινώνοντας στα μέλη τους για την αποσκίρτηση του μέλους αυτού;
Όμως είναι θλιβερό ότι πολλοί ονειδίζουν την Εκκλησία στο όνομα του Χριστιανισμού. Συνέβη να ακούσω χιλιάδες φορές ή να διαβάσω: «Να, αφόρισαν τον Τολστόι. Δηλ. αυτός δεν ήταν αληθινός χριστιανός;». Λησμονώντας τις βλασφημίες του και την άρνηση του Θεανθρώπου Χριστού, τέτοια λόγια επαναλάμβαναν φανερά άνθρωποι ειλικρινείς, κι όχι μόνο οι επαγγελματίες ψεύτες των εφημερίδων. Το κυριότερο, ο Τολστόι δηλώνει και σπέρνει στον νου των συγχρόνων την ιδέα της δυνατότητας κάποιου «αληθινού Χριστιανισμού» χωρίς Εκκλησία η ακόμη και χριστιανισμού σφόδρα εχθρικού προς την Εκκλησία.
Όμως θα ήταν τάχα δυνατό κάτι τέτοιο αν ήταν σαφής η ιδέα της Εκκλησίας, αν δεν είχε υποκατασταθεί από άλλα τελείως ακατανόητα και απροσδιόριστα μεγέθη; Θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί ότι στα χρόνια των Αποστόλων θα εκατηγορείτο η Εκκλησία από πλευράς των ειδωλολάτρων επειδή θα απέκοπτε από αυτήν ακατάλληλα μέλη της, π.χ. αιρετικούς; Πράγματι, τα πρώτα χριστιανικά χρόνια η αποκοπή από την Εκκλησία ήταν το πιο συνηθισμένο μέτρο εκκλησιαστικής πειθαρχίας και όλοι θεωρούσαν αυτό το μέτρο πλήρως νόμιμο και πολύ ωφέλιμο. Και πως έτσι; Επειδή τότε η Εκκλησία εμφανιζόταν ως ένα σαφές και καθορισμένο μέγεθος, δηλ. ως Εκκλησία, όχι σαν κάποιος… Χριστιανισμός. Τότε δεν υπήρχε χώρος για σκέψεις τέτοιου τύπου π.χ. ότι άλλο πράγμα ο Χριστιανισμός και άλλο η Εκκλησία, ότι υπάρχει Χριστιανισμός χώρια από την Εκκλησία.
Τότε έχθρα κατά της Εκκλησίας ήταν έχθρα και κατά του Χριστιανισμού. Η έχθρα κατά της Εκκλησίας δήθεν εν ονόματι κάποιου Χριστιανισμού, είναι αποκλειστικά φαινόμενο των θλιβερών ημερών μας. Όταν ο Χριστιανισμός παρουσιάστηκε στα μάτια του κόσμου, δηλ. η Εκκλησία, τότε αυτός ο ίδιος ο κόσμος κατάλαβε και αυθόρμητα αναγνώρισε ότι Εκκλησία και Χριστιανισμός είναι ένα και το αυτό.
Αλλά τώρα μια ξεκάθαρη οριοθέτηση, ένα είδος απομονώσεως της Εκκλησίας από κάθε τι που δεν είναι Εκκλησία, λείπει. Στην Εκκλησία τώρα κρατούν, βέβαια, όλους, ακόμα κι αυτούς που οι ίδιοι ζητούν να αποχωριστούν από αυτήν, όπως έγινε μετά τον αφορισμό του Λέοντος Τολστόι. Μπορούμε να πούμε, δεν υπάρχει καμιά εκκλησιαστική πειθαρχία. Όλα για τους διανοούμενους κοσμικούς έγιναν μη υποχρεωτικά: και η συμμετοχή στη θεία λατρεία και η εξομολόγηση και η θεία Κοινωνία. Κι ακριβώς γι’ αυτό η Εκκλησία ως ορατή κοινότητα δεν έχει τώρα σαφή και καθορισμένα όρια τα οποία θα την ξεχώριζαν από τους «έξω».
Κάποτε φαίνεται σαν να είναι η Εκκλησία μας διεσπαρμένη, σε μια σκόρπια κατάσταση. Δεν γνωρίζεις ποιος είναι δικός μας και ποιος αντίπαλός μας. Βασιλεύει στον νου μας κάποια αναρχία. Εμφανίστηκαν πάρα πολλοί «διδάσκαλοι». Συμβαίνει κάποιο σχίσμα στο εκκλησιαστικό σώμα (A Κορ. 1,15). Στην αρχαία Εκκλησία δίδασκε ο επίσκοπος από τον επισκοπικό θρόνο. Τώρα εκείνος ο οποίος μόνος του λέει ότι μονάχα στον «πρόναο», μόνο «κοντά στους τοίχους της εκκλησίας» βρίσκεται, θεωρεί ότι έχει δικαίωμα να διδάσκει όλη την Εκκλησία, μαζί και την Ιεραρχία.
Για τις εκκλησιαστικές υποθέσεις γνωρίζουν και εκφράζουν γνώμη οι φανερά εχθρικές προς την Εκκλησία εφημερίδες. Σ’ αυτές, πάνω στα εκκλησιαστικά ζητήματα γράφουν είτε καθηρημένοι παπάδες είτε κάθε είδους εκκλησιαστικοί αποστάτες ή γενικά αυθάδεις «εμπαίκται» (Β’ Πέτρ. 3,3), άνθρωποι που δεν έχουν καμιά σχέση με την Εκκλησία, που δεν αισθάνονται γι’ αυτήν τίποτε άλλο από εχθρότητα ή που είναι ξεκάθαροι εχθροί του Χριστού.
Θλιβερή κατάσταση! Αυτή είναι η θλιβερή τοποθέτηση της εποχής μας και πρέπει να παροτρύνουμε κάθε άνθρωπο που θεωρεί πολύτιμη την πίστη και την αιώνια ζωή, να ασκήσει έλεγχο σ’ αυτήν την πλανεμένη σύγχρονη προκατάληψη, σύμφωνα με την οποία μπορούμε να διαχωρίσουμε τον Χριστιανισμό από την Εκκλησία.
Υπάρχει Χριστιανισμός χωρίς Εκκλησία;
Με την καθοδήγηση του λόγου του Θεού και των συγγραφών των αγίων πατέρων πρέπει σε όλο το βάθος να εντρυφήσουμε σ’ αυτό το σπουδαίο ερώτημα: Είναι δυνατόν να υπάρχει Χριστιανισμός χωρίς Εκκλησία;
Η ζωή του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού εμφανίζει για εκείνον που διαβάζει το άγιο Ευαγγέλιο πάρα πολύ μεγάλες στιγμές, οι οποίες γεμίζουν την ψυχή με ιδιαίτερα συναισθήματα. Αλλά, ίσως, η πιο μεγάλη στιγμή στη ζωή όλης της ανθρωπότητας ήταν όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός στο σκοτάδι της νύχτας, κάτω από τους θόλους που σχημάτιζαν οι εληές στη Γεθσημανή, ανάμεσα από τις οποίες, με τα λαμπρά αστέρια που τρεμόφεγγαν, έμοιαζε να κοιτάζει ο ίδιος ο ουρανός στην αμαρτωλή γη, στην αρχιερατική Του προσευχή αναφώνησε: «Πάτερ άγιε! Τήρησαν αυτούς εν τω ονόματί σου, ους δέδωκάς μοι, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς… Ου περί τούτων δε ερωτώ μόνον, άλλα και περί των πιστευόντων δια του λόγου αυτών εις εμέ, ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί κάγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν» (Ιωαν. 17, 11, 20-21). Σ’ αυτά τα λόγια του Χριστού πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή. Σ’ αυτά με σαφήνεια καθορίζεται η ουσία όλου του Χριστιανισμού.
Ο Χριστιανισμός δεν είναι κάποια ελκυστική διδασκαλία που γίνεται αποδεκτή με το μυαλό και τηρείται από τον καθένα χωριστά. Όχι. Ο Χριστιανισμός είναι κοινή ζωή στην οποία τα διακεκριμένα πρόσωπα είναι τόσο ενωμένα μεταξύ τους, που η ένωσή τους μπορεί να παρομοιαστεί με την ενότητα των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Πράγματι, ο Χριστός δεν προσεύχεται μόνο για να διαφυλαχθεί η διδασκαλία Του, για να εξαπλωθεί σε όλη την οικουμένη. Προσεύχεται για τη ζωντανή ενότητα όλων των πιστευόντων εις Αυτόν. Ο Χριστός προσεύχεται στον Ουράνιο Πατέρα Του για τη δημιουργία, ή καλύτερα για την αναδημιουργία, στη γη της φυσικής ενότητος ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η ανθρωπότητα δημιουργήθηκε ενωμένη(πρβλ. Πράξ. 17,26). «Δεν θα υπήρχε μεταξύ των ανθρώπων», γράφει ο Μ. Βασίλειος, «διαίρεση και διάσταση και πόλεμος, αν η αμαρτία δεν δίχαζε τη φύση». Και πιο κάτω: «Το κυριότερο στην κατά σάρκα οικονομία του Σωτήρος ήταν να επαναφέρει την ανθρώπινη φύση σε ενότητα με τον εαυτό της και με τον Σωτήρα και αφού εξαφανίσει τον πονηρό διχασμό, να την αποκαταστήσει στην αρχέγονη ένωσή της, παρόμοια με έναν άριστο γιατρό, ο οποίος με τα θεραπευτικά του φάρμακα συνδέει εκ νέου το σώμα που είχε διαλυθεί σε πολλά μέρη».
Από το βιβλίο:
Αρχιεπίσκοπος Ιλαρίων Τρόϊτσκι (1886-1929) Ιερομάρτυς και πρόμαχος της Εκκλησίας του Χριστού
π.Ιωάννη Φωτόπουλου
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ entaksis.gr