Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΚΑΛΟΠΡΟΑΙΡΕΤΟΥΣ [Γ΄]

 


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΚΑΛΟΠΡΟΑΙΡΕΤΟΥΣ [Γ΄]


ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΘΕΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΔΙΠΛΗ ΟΨΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗΣ


«ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ λοιπαὶ παρθένοι λέγουσαι· κύριε κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς.» (Ευαγγέλιον)

«Ὠρίσθη παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων χρῆναι καὶ μετὰ θάνατον ἀναθεματίζεσθαι, τοὺς εἴτε εἰς πίστιν, εἴτε εἰς Κανόνας ἁμαρτήσαντας· ὅρα φοβερὸν λόγον, ἀγαπητὲ» (Πηδάλιον)

Αγαπητοί αδελφοί,

Η αποκατάσταση της ορθής ερμηνείας του όρου αποτείχιση (που συμπεριλαμβάνεται εντός του 15ου ιερού Κανόνα της ΑΒ Συνόδου) από τον π. Άγγελο Αγγελακόπουλο [1] γίνεται η καλή αφορμή για μία ακόμη κατάθεση σκέψεων και  αγιοπατερικών θέσεων. Η καταγραφή αυτών, σκοπό έχει να φωτίσει, κατά το δυνατόν, άγνωστες πλευρές του εκκλησιαστικού ζητήματος που προέκυψε (μετά την ψευδοσύνοδο της Κρήτης) λόγω παρανόησης της έννοιας «αποτείχιση» και κατ’ επέκταση παρερμηνείας ενός Ιερού Κανόνα της Εκκλησίας μας από ιερείς, αρχιερείς και συνοδικά όργανα της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Όπως άλλοτε σημειώσαμε όλοι μας, κληρικοί και λαϊκοί θα δώσουμε λόγο εν ημέρα Κρίσεως όχι μόνο για τις αμαρτίες μας, αλλά και για κάθε παρερμηνεία και παραχάραξη του λόγου του Ευαγγελίου και των ιερών Κανόνων (Πηδάλιο). Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μάς λέγει: «Πολλοὶ ἐσμὲν οἱ λέγοντες, ὀλίγοι δὲ οἱ ποιοῦντες· ἀλλ’ οὒν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ οὐδεὶς ὤφειλε νοθεύειν διὰ τὴν ἰδίαν ἀμέλειαν, ἀλλ’ ὁμολογεῖν μὲν τὴν ἑαυτοῦ ἀσθένειαν, μὴ ἀποκρύπτειν δὲ τὴν τοῦ Θεοῦ ἀλήθειαν. Ίνα μὴ ὑπόδικοι γενώμεθα, μετὰ τῆς τῶν ἐντολῶν παραβάσεων, καὶ τῆς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ παρεξηγήσεως» [2]

Από την παραπάνω πρόταση του αγίου Μαξίμου ας κρατήσουμε στον νού μας τη φράση «δια την ιδίαν αμέλειαν» και ας επωφεληθούμε από παλαιότερη εργασία (2006) του π. Αθανασίου Αναστασίου, Καθηγούμενου της Ιεράς Μονής Μεγάλου, η οποία συνοψίζει 21 βασικές κακοδοξίες του παπισμού.  Η 5η κακοδοξία του παπισμού που επιγράφεται ως «Η κατάργηση ιερών Κανόνων» εμφανίζει μία ακόμη νοσηρή κατάσταση εν τη Εκκλησία που είναι η νοθεία του λόγου του Θεού από πλείστους άπληστους αιρεσιάρχες – ιεράρχες  και θεολόγους των ημερών μας που με δόλιο τρόπο είτε υποτιμούν τους Ιερούς Κανόνες, είτε τους παρερμηνεύουν οδηγώντας έτσι τους (αμελείς) πιστούς έξω από τα προστατευτικά τείχη της Εκκλησίας (Ευαγγέλιο – Πηδάλιο) ώστε να γίνουν βορά των λύκων ή καλύτερα των αιρετικών, πχ. Παπικών, Προτεσταντών κ.λ.π.  Αλήθεια, πόσοι αδελφοί μας δεν έχουν ήδη παρασυρθεί από τα αγαπητικά καμώματα του αρχιοικουμενιστή Βαρθολομαίου, του Οικουμενιστή Ελπιδοφόρου και των συν αυτοίς και δεν βλέπουν τον Πάπα και τους παπικούς ή άλλους αιρετικούς (ακόμη και αλλόπιστους) ως «γλυκούς καρπούς»;

 «Καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι…» (Γεν. 3,6). Δηλαδή, «Τοτε η Εύα παρετήρησε προσεκτικότερα το απηγορευμένον δένδρον, είδε τον καρπόν του ωραίον εις την όψιν και εσκέφθη ότι ευχάριστον θα ήτο να δοκιμάση αυτόν..» [3].

Παπική κακοδοξία 5η:  «Το Βατικανό προ πολλού ήδη απέρριψε τους πλείστους Ιερούς Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και εμόρφωσεν ίδιον Κανονικόν Δίκαιον, διά να πορευθή ελεύθερον την οδόν την άγουσαν εις παν είδος καινοτομίας…    Όλως αυθερέτως, οι πάπαι, χάριν των κυριαρχικών βλέψεών των επί πάσης της Εκκλησίας, απέρριψαν του Ιερούς Κανόνας των έξ Οικουμενικών Συνόδων και τους κανόνας των τοπικών Συνόδων και των Πατέρων, οι οποίοι προσέλαβαν οικουμενικόν κύρος, εφ’ όσον επεκυρώθησαν υπό του Β’ κανόνος της ΣΤ’ οικουμενικής Συνόδου. Ειδικότερον, το Βατικανόν απεχθάνεται τους Κανόνας της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, διότι τινές εξ αυτών στρέφονται κατά των καινοτομιών της παπικής Εκκλησίας (Β, ΙΓ, ΝΕ κ.λ.π.)» (Αρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός,. σελ.251,2) [4].

Αυτό που συμπερασματικά μπορούμε να πούμε είναι ότι το να καταργείς έναν ή ακόμη και όλους τους ιερούς Κανόνες είναι βαρύ αμάρτημα και ένα είδος βλασφημίας κατά του Αγίου πνεύματος, γι’ αυτό και «Ὠρίσθη παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων χρῆναι καὶ μετὰ θάνατον ἀναθεματίζεσθαι, τοὺς εἴτε εἰς πίστιν, εἴτε εἰς Κανόνας ἁμαρτήσαντας».  Όμως το να «παρεξηγείς» έστω και έναν Ιερό Κανόνα,  δηλαδή να δίνεις σ’ αυτόν ερμηνεία μεταπατερικού είδους, διαφορετική έως και αντίθετη απ’ αυτή των Αποστόλων και των Αγίων μας και να θέλεις να σε τιμούν οι όντως Ορθόδοξοι ως «Ορθόδοξο» και μάλιστα με Ορθόδοξο μυστηριακό Τρόπο (εν ώρα Θ. Λειτουργίας) αυτό παραπάει! Όταν ο αρχιερέας ξεφεύγει της ορθής ερμηνείας του λόγου του Θεού ή των Αγίων Του ο αληθινά πιστός είναι ανάγκη, το συντομότερο δυνατόν, να φεύγει απ’ αυτόν, δηλαδή να χωρίζεται και ο ενδεδειγμένος τρόπος, ο αγιοπατερικός και ιεροκανονικός δεν είναι άλλος από την αποτείχιση, που προβλέπεται από τον 15ο Ιερό Κανόνα.

Η ΜΙΑ ΟΨΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗΣ

Για μία ακόμη φορά θα πούμε ότι ο όρος της αποτείχισης συμπεριλαμβάνεται εντός του 15ου ιερού Κανόνα της ΑΒ Συνόδου: «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες».

Όμως στην ερμηνεία του εν λόγω ιερού Κανόνα, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο συνεργάτης του δεν επικεντρώνουν τον λόγο τους στην λέξη αποτείχιση και στην ακριβή έννοια του όρου. Το πνεύμα του Κανόνα κινείται γύρω και πάνω από τον χωρισμό των πιστών από τον άδικο, ιερόσυλο και φυσικά τον κακόδοξο Επίσκοπο ή Αρχιεπίσκοπο ή Πατριάρχη, έναν ιεροκανονικό χωρισμό δια του οποίου οι πιστοί «ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν», «ἀλλὰ μᾶλλον ἠλευθέρωσαν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ τὸ σχίσμα καὶ τὴν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν»!

Με απλότητα οι συγγραφείς του Πηδαλίου σημειώνουν τα εξής: «Πλὴν ταῦτα μὲν νὰ γίνωνται, ἐὰν διὰ ἐγκλήματα τινά, πορνείαν θετέον, ἱεροσυλίαν καὶ ἄλλα, χωρίζωνται οἱ Πρεσβύτεροι ἀπὸ τους Επισκόπους των, οἱ Ἐπίσκοποι ἀπὸ τοὺς Μητροπολίτας των, καὶ οἱ Μητροπολίται ἀπὸ τοὺς Πατριάρχας των · ἐὰν οἱ ρηθέντες πρόεδροι εἶναι αἱρετικοί, καὶ τὴν αἵρεσιν αὐτῶν κηρύττουσι παρρησίᾳ, καὶ διὰ τοῦτο χωρίζονται οἱ εἰς αὐτοὺς ὑποκείμενοι, καὶ πρὸ τοῦ νὰ γένη ἀκόμη συνοδικὴ κρίσις περὶ τῆς αἱρέσεως ταύτης, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνον διὰ τὸν χωρισμὸν δὲν καταδικάζονται, ἀλλὰ καὶ τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι, ἐπειδή, ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μὲ τὸν χωρισμὸ αὐτόν, ἀλλὰ μᾶλλον ἠλευθέρωσαν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ τὸ σχίσμα καὶ τὴν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν.» [2] (σελ. 358).

Ο ιεροκανονικός χωρισμός τώρα των πιστών από τον άδικο, ιερόσυλο και φυσικά τον κακόδοξο Επίσκοπο έχει και τρόπο ιεροκανονικό που δεν είναι αόριστος αλλά ορισμένος ή καλύτερα ευλογημένος και είναι το «μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὠρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ» [2] (σελ. 358).

Στο τέλος-τέλος, ο Κανόνας (εφόσον όλοι οι Ιεροί Κανόνες θέτουν χάριν θεραπείας κάποιο είδος επιτιμίου) αποτελεί μια άμεση απειλή και έμμεση τιμωρία των κακών ποιμένων, ένα είδος εξευτελισμού τους μέσω της προτροπής προς τους πιστούς να χωρίζονται απ’ αυτούς.  Ο Ιερός Κανόνας δεν ελέγχει άμεσα τον ποιμένα για το ότι αλλοτριώνει τον λόγο του Θεού ή καταπατεί τους ιερούς Κανόνες, αλλά απευθύνεται στους πιστούς, τους οποίους και επαινεί όταν παύουν την μνημόνευση του ονόματός του «ἐν τῇ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ». Και όλ’ αυτά «για την αποφυγή του σχίσματος»!

Εν τέλει όποιος Διάκονος ή Πρεσβύτερος ή Ιερομόναχος βλέπει ότι ο αρχιποιμένας του είναι ποιμήν αλλότριος και συνεχίζει να τον ακολουθεί παρασύροντας μαζί και τα πρόβατα που του εμπιστεύθηκε ο Θεός θα πρέπει να τιμάται (βάσει του Κανόνα) ή να επιτιμάται; Και πάλι, όποιος μοναχός ή λαϊκός βλέπει ότι ο ποιμένας του είναι ποιμήν αλλότριος και παύει να τον ακολουθεί, θα πρέπει να επιτιμάται ή να τιμάται;

Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗΣ

Στην εργασία του π. Άγγελου Αγγελακόπουλου διαβάσαμε ότι: «στόν 15ο Κανόνα τῆς ΑΒ’ Συνόδου ἐπί Μεγάλου Φωτίου (861), ἡ ἀναφορά «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες» ἑρμηνεύεται καθαρότερα καί ὀρθότερα ὡς «ὅσοι προστατεύουν (ὀχυρώνουν) τούς ἑαυτούς τους μέ τεῖχος ἀπό τήν κοινωνία μέ αὐτόν τόν κατ’ ὄνομα ἐπίσκοπο, πρίν ἀπό τήν διάγνωση τῆς αἱρέσεως ἀπό Σύνοδο» [1].

Η ερμηνεία αυτή του ιερού Κανόνα η οποία επικεντρώνεται  στον όρο της αποτείχισης απελευθερώνει  μία δέσμη φωτός που αγγίζει και θερμαίνει τα πρόβατα του Σωτήρος Χριστού που γνωρίζουν καλά να υψώνουν ξανά και ξανά τη φωνή τους και να ελέγχουν τα κακώς κείμενα εν τη Εκκλησία.  Δείξαμε ότι τα ζώντα τείχη της Εκκλησίας μας είναι οι επιστολές του Παύλου και των λοιπών Αγίων μας, είναι το ιερό Ευαγγέλιο και η ιερά Παράδοση (όπως αυτή οριοθετείται από το σύνολο των Ιερών Κανόνων του Πηδαλίου). Κάθε φορά λοιπόν που ένας πιστός υψώνει τη ελεγκτική φωνή του (και λέγει π.χ. «παπά μου και Δεσπότη μου, εσύ λέγεις τούτο, μα ο Απόστολος λέγει εκείνο· εσύ λέγεις τον Πάπα της Ρώμης “Αγιώτατο” και “ποιμένα του Χριστού” και τους παπικούς “Εκκλησία”, ενώ οι Άγιοι τους ονομάζουν “αιρετικούς” και “χωρισμένους από την Αλήθεια”») κατ΄ ουσία πληρώνει το μέτρο της αποτείχισης οχυρώνοντας-προστατεύοντας τον εαυτό του και τους αδελφούς του από τις ψευδοδιδασκαλίες του επισκόπου του. Κάθε λόγος του υπέρ της αληθείας και εναντίον της δεσποτικής αλαζονείας ομοιάζει με λίθο μέγα που στοιβάζεται στην εξώπορτα του ιερού Ναού της ενορίας (ή της ιεράς Μονής), λίθος που μία ημέρα των ημερών φράζει αυτήν οριστικώς ώστε να αποκλεισθεί η φυσική παρουσία του ψευδεπισκόπου εντός του ιερού Ναού εις τα «Άγια των Αγίων».  

ΑΥΤΟΣ ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο «ΑΛΛΟΣ» ΤΡΟΠΟΣ, Ο ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Αυτή είναι η άλλη όψη της αποτείχισης. Η όψη η ομολογιακή! Αυτή η στάση των πιστών έναντι των λυκοποιμένων είναι πράγματι αληθινή «ΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ ΚΤΙΣΙΜΟ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ ΕΝΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΙΑ ΠΡΟΦΥΛΑΞΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΙΡΕΤΙΖΟΝΤΑ ΕΠΙΣΚΟΠΟ» [1]. Όπως προαναφέραμε:  «Το να φωνάξεις με όλη τη δύναμή σου (υψώνοντας ενώπιον όλων τα τείχη που οι άγιοι Πατέρες έκτισαν δια της διδασκαλίας και ορθής ερμηνείας του Ευαγγελίου και του Πηδαλίου) είναι πράξη ορθόδοξη και υποχρεωτικά υποχρεωτική» [5].  Προσθέτουμε εδώ πως η πράξη αυτή στην ουσία της αποτελεί μια γνήσια ομολογητική στάση απέναντι στους εσωτερικούς εχθρούς του Χριστού. (Εφόσον ο 15ος ιερός Κανόνας λέγει ότι με την αποτείχιση-χωρισμό μας από τον αλλότριο ποιμένα δια της παύσεως της μνημόνευσης του ονόματός του δεν συντελείται σχίσμα, αλλά αντίθετα ελευθερώνεται η Εκκλησία από τον κίνδυνο του σχίσματος, τότε πως γίνεται να υποστηρίζουν ορισμένοι πως όχι μόνον οι κατ’ όνομα επίσκοποι, αλλά και όσοι συνεχίζουν να τους μνημονεύουν ότι είναι «εκτός Εκκλησίας», δηλαδή εξωτερικοί εχθροί; Αγνοούν ότι ο ιερός Κανόνας προβλέπει το «τέλος» του ψευδεπισκόπου που είναι ταυτόχρονα και η λήξη του (προσωρινού) χωρισμού μας απ΄ αυτόν; Με την ερμηνευτική φράση «και πρό του να γένη ακόμη συνοδική κρίσις περί της αιρέσεως ταύτης» οι άγιοι Πατέρες μας επιτρέπουν να λέμε ότι είναι «εκτός της Εκκλησίας» ή  μας το απαγορεύουν (εφόσον μία τέτοια θεώρηση πλην σαφώς παραδέχεται ότι επήλθε σχίσμα, χωρισμός δηλαδή των πιστών λόγω εξόδου κάποιου αιρετικού προσώπου ή αιρετικής ομάδας από την μία αγία μάνδρα του Χριστού);

Από τα παραπάνω μπορούμε να εξάγουμε τα εξής δύο ή καλύτερα τρία εξαρτώμενα συμπεράσματα:

Α’ : Η αποτείχιση ως ομολογιακό τείχος

Β’: Η εφαρμογή του 15ου ιερού Κανόνα ως ψυχοσωματικός-πνευματικός χωρισμός

Γ’: Πρώτα διαχωρισμός και έπειτα χωρισμός

Δηλαδή ο Ιερός Κανόνας,

Πρώτα εμφανίζει την αποτείχιση με την ακριβή έννοια του όρου, δηλαδή ως ομολογιακό τείχος που διαχωρίζει-ξεκαθαρίζει με δημόσιο τρόπο ποια ακριβώς είναι η διδασκαλία του ψευδεπισκόπου και ποια η στάση των Ορθοδόξων Πατέρων έναντι αυτής. (Ας μην ξεχνούμε το αποτέλεσμα της Ομολογίας που είναι ο διωγμός.)

Προετοιμάζει κατ’ αυτόν τον τρόπο ψυχοσωματικά τους πιστούς για τον επικείμενο πνευματικό χωρισμό. Ο ψυχοσωματικός χωρισμός μας από τον επίσκοπο συντελείται όταν παύουμε, οι πιστοί, να δεχόμαστε και να υποδεχόμαστε  αυτόν με τιμές π.χ. στον ενοριακό ιερό Ναό, και πάλι δεν τον ακολουθούμε εκεί όπου πηγαίνει. Κι έπειτα ο λειτουργικός χωρισμός, ο ιεροκανονικώς δηλαδή αποκλεισμός του «εν τη θεία Μυσταγωγία».

Και θέτει όρους και όρια. Ο ιεροκανονικώς χωρισμός των πιστών από τον άδικο ή ιερόσυλο ή αιρετικό ιεράρχη μπορεί να αρχίσει «πρό του να γένη ακόμη συνοδική κρίσις», διαρκεί όμως έως ότου «γένη ακόμη συνοδική κρίσις» . Όλο αυτό το διάστημα οι πιστοί σταδιακά διαχωρίζονται από τους μη αποτειχισμένους που μνημονεύουν. Πρώτα δηλαδή ο διαχωρισμός. Κι έπειτα ο χωρισμός, δηλαδή μετά την δίκη και καταδίκη των κακοδόξων επέρχεται ο πλήρης χωρισμός μας. Μετά την καταδίκη ακοινώνητοι και «εκτός Εκκλησίας» καθίστανται τόσο οι (αμετανόητοι) κακόδοξοι όσο και αυτοί που θα τους ακολουθήσουν. Τότε αλλοίμονο στους υπευθύνους του σχίσματος όχι τόσο γιατί επέλεξαν να διαφοροποιηθούν και να ξεκόψουν τους εαυτούς τους, όσο γιατί έσχισαν την Εκκλησία του Χριστού, δηλαδή παρέσυραν «εκτός Εκκλησίας» πρόβατα της ποίμνης του μόνου αληθινού Ποιμένος. 

Αδελφοί,

αναφέραμε εξ αρχής ότι η παρανόηση της έννοιας αποτείχιση από ιερείς, αρχιερείς και συνοδικά όργανα της Εκκλησίας της Ελλάδος δίχασε τον πιστό λαό του Θεού και χώρισε αυτόν σε δύο μερίδες. Μία των «εντός της Εκκλησίας» και μία των δήθεν «εκτός της Εκκλησίας».  Να πούμε εδώ ότι ο χωρισμός αυτός του Τιμίου Σώματος του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού σε «εντός» και «εκτός», δυστυχώς δεν κατανοείται από τους πολλούς ως «σχίσμα» εν τη Εκκλησία που χρήζει άμεσης θεραπείας, ούτε από τους αφελείς φιλοαιρετικούς μεταπατερικούς θολολόγους, ούτε από τους παραδοσιακούς μητροπολίτες μας, αλλά ούτε και απ’  όλους τους αποτειχισμένους, μιας και δυστυχώς αποτειχισμένοι στρέφονται κατά αποτειχισμένων θέτοντας οι μεν τους δε «εκτός Εκκλησίας».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα επισκοπικής αταραξίας και αδιαφορίας για την θεραπεία του εν λόγω σχίσματος αποτελεί ο δημόσιος-αλλότριος λόγος του Φλωρίνης Θεοκλήτου για τους αποτειχισμένους Πατέρες της Ιεράς Μονής Μηλοχωρίου. Είπε μεταξύ άλλων ενώπιον του μεγάλου ΄΄ιεροεξεταστή΄΄ Ευαγγελάτου: «Λοιπόν, έμειναν δύο μόνο μοναχοί…  Ο μεν π. Μάξιμος ήταν ηγούμενος, μετά αποτειχίσθηκε κι αυτός και ο συνεργάτης του που ήταν ο π. Ιγνάτιος και επομένως αναγκάστηκα να λάβω τα μέτρα μου αφού προσπάθησα με το καλό να τους… και τους έδειξα μεγάλη αγάπη και μεγάλη στοργή, αλλ’ αυτοί δεν πείθονται και αναγκάστηκα ύστερα από αρκετό χρονικό διάστημα να απολύσω τον π. Μάξιμο που ήταν ηγούμενος∙ διορισμένος ηγούμενος και να απολύσω και από το, ήτανε στο κράτος εγγεγραμμένος και μισθοδοτείτο ο π. Ιγνάτιος. Αυτοί,  περίμενα μη τυχόν μετανοήσουν και επανέλθουν και δεν προσπάθησα να τους, να κάνω τα δικαιολογητικά, να κάνω ανακρίσεις και να τους στείλω στην Ι. Σύνοδο να καθαιρεθούν, να σβήσουν από την Εκκλησία μας…» [6].

Το πρόβλημα όμως της παρερμηνείας του όρου της αποτείχισης (και του σχίσματος εν τη Εκκλησία) πήρε μεγαλύτερη διάσταση όταν μαζί με τους αιρετικούς Οικουμενιστές ιερείς και αρχιερείς συντάχθηκαν άθελά τους και ορισμένοι παραδοσιακοί ιερείς οι οποίοι θέλησαν μεν να ισιώσουν τα πράγματα περί την αποτείχιση χωρίς δυστυχώς να λάβουν υπόψη την καλοστημένη παγίδα της «παρανόησης» του όρου. Αν και η πρόθεσή τους ήταν αγαθή, να δείξουν δηλαδή ότι με την αποτείχιση, δηλαδή την εφαρμογή του 15ου ιερού Κανόνα, ότι δεν βγαίνεις εκτός Εκκλησίας αλλά π.χ. “βγαίνεις εκτός της ποίμνης του κακόδοξου επισκόπου’’, όμως αυτό που πέτυχαν ήταν να ανοίξουν νέο διαχωριστικό λάκκο μεταξύ αυτών και των αποτειχισμένων. Αντί να κλείσουν την πληγή του «σχίσματος» την μεγάλωσαν, αντί να θεραπεύσουν το «σχίσμα» πρόσθεσαν άλλη μία πληγή στο σώμα της Εκκλησίας χωρίζοντας τον εαυτό τους από την μερίδα τόσο των Οικουμενιστών, όσο και των αποτειχισμένων Πατέρων. Νέο «σχίσμα»; Φυσικά οι εν λόγω Πατέρες –και είναι δίκαιο να το αναφέρουμε- εργάζονται ως ένα σημείο υπέρ της αποτείχισης υψώνοντας πράγματι  λόγο Ορθόδοξο, λόγο Πατερικό, λόγο ελεγκτικό εναντίον των Οικουμενιστών, προφυλάσσοντας έτσι τον εαυτό τους και το ποίμνιό τους. Είθε να ειδούν καθαρότερα και να πράξουν ανάλογα, αμήν.

Τέλος να πούμε, προς όφελος όλων μας, ότι μπορεί ο Ιερός Κανόνας να μην «κανονίζει» με επιτίμιο όποιον δεν αποτειχίζεται, αλλά τι νόημα έχει να ομολογώ με τα χείλη Χριστό και να μην με διώκουν όπως τον Χριστό; Να ανεβάζω λόγους και βίντεο ορθοδόξου περιεχομένου στο διαδίκτυο, λόγια και λόγους των Αγίων αλλά να μην με διώκουν όπως τους Αγίους;  Όταν ομιλούμε περί αποτείχισης, δηλαδή περί ομολογίας, να μην ξεχνούμε τον λόγο του π. Αυγουστίνου Καντιώτη: «Κριτήριο Ορθοδοξίας είναι το αν διώκεσαι», και επίσης τα εξής λόγια:  «Μέσα από τη ζωή των Αγίων της Εκκλησίας, τόσο κατά την αρχαία εποχή, αλλά και πρόσφατα, βλέπουμε ότι η ομολογία του Χριστού συνεπαγόταν διωγμό, φυλάκιση, εξορία και πολλές φορές θάνατο» [7].

ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Δημήτριος Β. Εμμανουήλ
Πτολεμαΐδα 20-12-2021
Εορτή του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου