Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2022

Θλίψη προκαλούν ο οικουμενισμός των ποιμένων και η κρατική υποδούλωση της Ιεραρχίας.

  


«Περί Επισκοπικού ήθους και κοινωνίας των αγίων»

(Μ. Αθανάσιος – Επιστολή προς Επίσκοπο Δρακόντιο, Ε.Π.Ε. 11)

 

Αναμφίβολα, η «Προς Δρακόντιον» επιστολή του Μ. Αθανασίου είναι μία επιστολή υψηλής εκκλησιολογικής στάθμης, αναμφισβήτητης πνευματικότητας και μεγίστης ποιμαντικής αγωνίας. Στην επιστολή αυτή εμπεριέχεται ο θεραπευτικός έλεγχος του Μ. Αθανασίου προς τον Δρακόντιο, καταγράφεται (ταυτόχρονα) η Ορθόδοξη αντίληψη του επισκοπικού βίου – διακονίας και τονίζεται η εκκλησιαστική προϋπόθεση μετοχής στην κοινωνία των αγίων.

Η υψηλή εκκλησιολογική – πνευματική στάθμη της Επιστολής γίνεται εύκολα αντιληπτή, ακόμη και από μία απλή – θεμελιώδη μελέτη της. Ο Δρακόντιος ήτο πνευματικός φίλος του Μ. Αθανασίου και ηγούμενος μιας Μονής της Αιγύπτου. Αν και Επίσκοπος απέφευγε την εμπλοκή του στους αγώνες της Εκκλησίας, γι’ αυτό και ελέγχεται υπό του Μ. Αθανασίου.

Η Επιστολή εγράφη προ του Πάσχα του 354 ή 355. Γράφει, σχετικά, ο Ι. Πατήρ: «Τις γαρ αυτοίς ευαγγελίσεται το Πάσχα μη παρόντος σου; Τις αυτοίς την ημέραν αναγγελεί της αναστάσεως κρυπτομένου σου; Τις αυτούς συμβουλεύσει δεόντως εορτάζειν φεύγοντός σου;» (Σελ. 232, Ε.Π.Ε. 11).

Ερμηνεία: «Διότι ποιος θα τους κηρύξη (τους Χριστιανούς) χαρμοσύνως το Πάσχα, όταν συ απουσιάζης; Ποιος θα τους αναγγείλη την ημέραν της αναστάσεως, όταν συ κρύπτεσαι; Ποιος θα τους συμβουλεύση να εορτάσουν το Πάσχα καθώς πρέπει, όταν συ φεύγεις;».

Ο έλεγχος του Μ. Αθανασίου ενεργοποίησε εκούσια τον Δρακόντιο, γεγονός που αντανακλάται στη συμμετοχή του σε σύνοδο το 362 (ως επίσκοπος Ερμουπόλεως).

Το Ορθόδοξο επισκοπικό ήθος – χρέος τονίζεται και στα παρακάτω (ενδεικτικά) επιστολικά σημεία – παραγράφους:

§ 1η. «Ου γαρ έπρεπε λαβόντα σε την χάριν κρύπτεσθαι, ουδέ φρόνιμον όντα διδόναι τοις άλλοις προφάσεις φυγής.

Πολλοί γαρ ακούσαντες σκανδαλίζονται∙ ουχ ως απλώς τούτο σου ποιούντος, αλλά συνορώντος τον καιρόν και τας επικειμένας θλίψεις τη εκκλησία» (Σελ. 216, Ε.Π.Ε. 11).

Ερμηνεία: «Διότι από την στιγμή που έλαβες την χάρι (επισκόπου), δεν έπρεπε να κρύβεσαι, ούτε έπρεπε, αφού είσαι συνετός, να δίνεις και στους άλλους δικαιολογίες φυγής. Διότι πολλοί που το έμαθαν, σκανδαλίζονται∙ όχι διότι απλά πράττεις τούτο, αλλά διότι το κάμνεις σε στιγμή που αντιλαμβάνεσαι την κρισιμότητα των καιρών και τις θλίψεις που πρόκειται να ενσκήψουν στην Εκκλησία».

Σχόλιο: Ο έλεγχος του Μ. Αθανασίου διατηρεί την ισχύ του μέχρι σήμερα, όπου (γενικά) η στάση επισκόπων, ηγουμένω, Ι. Μονών, κληρικών και λαϊκών, μόνο ως σιωπηλή φυγή, ως προϋπόθεση εξάπλωσης του οικουμενισμού μπορεί να χαρακτηρισθεί, μιας και κρύβονται – σιωπούν μπροστά στη σημερινή θλίψη της Εκκλησίας, που προκαλούν ο οικουμενισμός των ποιμένων και η κρατική υποδούλωση της Ιεραρχίας.

Διευκρινίζουμε, ότι αναφερόμαστε στα ανθρώπινα φαινόμενα φθοράς της εκκλησιαστικής παρουσίας και όχι στην υπόσταση της Εκκλησίας καθ’ εαυτήν.

§ 2η. Επειδή κάθε στάση ζωής συνδέεται με μια Κοσμοθεωρία – Βιοθεωρία ή καλύτερα με μια θεολογία, γι’ αυτό ο Μ. Αθανάσιος υπενθυμίζει στον επίσκοπο Δρακόντιο την σωστική ισχύ της Αποστολικής παραδόσεως. Γράφει σχετικά: «Α γαρ ο Κύριος δια των αποστόλων τετύπωκε, ταύτα καλά και βέβαια μένει» (Σελ. 220).

Ερμηνεία: «Καθ’ όσον εκείνα που έδωκεν ο Κύριος ως πρότυπον δια μέσου των αποστόλων, αυτά είναι τα καλά και βέβαια και παραμένουν».

§ 3η. Ο Μ. Αθανάσιος καλεί τον επίσκοπο Δρακόντιο να διαφυλάξη (ως ποιμένας) την παρακαταθήκη των «υγιαινόντων λόγων» (Β΄ Τιμ. 1, 13), με απόρριψη ανθρωπίνων διασπαστικών παραδόσεων.

Γράφει: «Ή τάχα τινές οι δια τούτο συμβουλεύοντές σε κρύπτεσθαι, ως λόγον και όρκον σου δεδωκότος μη στήναι, εάν κατασταθής; Τοιαύτα γαρ αυτούς ακούω περιβομβείν ταις ακοαίς και δοκείν εν τούτοις ευλαβείσθαι∙ αλλ’ ει ήσαν αληθώς ευλαβείς, ηυλαβήθησαν αν μάλιστα τον επιθέντα σοι θεόν το λειτούργημα. Ει δε αναγνόντες ήσαν τας θείας Γραφάς, ουκ αν παρά ταύτας συνεβούλευον» (Σελ. 222 – 224).

Ερμηνεία: «Ή μήπως υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι σε συμβουλεύουν, εάν εκλεγής επίσκοπος να κρύπτεσαι, δια τον λόγον ότι έχεις δώσει υπόσχεσιν και όρκον, ότι δεν θα εγκατασταθής; Διότι κάτι τέτοια πληροφορούμαι ότι διαδίδουν, και νομίζουν ότι με αυτά δεικνύουν την ευλάβειάν των. Αλλ’ εάν ήσαν πράγματι ευλαβείς, θα εδείκνυον την ευλάβειάν των προπαντός προς τον Θεόν, ο οποίος σου ανέθεσε το λειτούργημα αυτό. Εάν δε είχαν διαβάσει τας θείας Γραφάς, δεν θα σου έδιδαν συμβουλάς αντιθέτους εκείνων».

§ 4η. Ο Μ. Αθανάσιος υπενθυμίζει στον Δρακόντιο, ως Αποστολοπαράδοτες εντολές, την διακονία και τον «εν λόγω» πνευματικό καταρτισμό – αύξηση εις Χριστόν του λογικού ποιμνίου του Χριστού.

Τονίζει: «Φρόντιζε της Εκκλησίας, ίνα μη δια σε πολλοί των μικρών βλαβώσι, και οι άλλοι δε πρόφασιν λάβωσιν εις το αναχωρείν» (Σελ. 220).

Ερμηνεία: «Δείξε ενδιαφέρον δια την Εκκλησίαν, δια να μη υποστούν βλάβην εξ αιτίας σου πολλοί εκ των μικρών και άλλοι λάβουν αφορμήν δια να φύγουν από αυτήν.

§ 5η. «Ειπέ, τίνος σε θέλουσιν είναι μιμητήν οι συμβουλεύοντές σοι; Δει γαρ ημάς κατά σκοπόν των αγίων και των Πατέρων πολιτεύεσθαι, και τούτους μιμείσθαι∙ ειδέναι δε, ότι τούτων αφιστάμενοι αλλότριοι και της τούτων κοινωνίας γενόμεθα» (Σελ. 222).

Ερμηνεία: «Ειπέ μου, αυτοί που σε συμβουλεύουν, τίνος μιμητής θέλουν να είσαι; Διότι πρέπει ημείς να ζώμεν επιδιώκοντες την ζωήν των αγίων και των Πατέρων, και αυτούς να μιμούμεθα∙ να γνωρίζωμεν δε ότι, εάν απομακρυνώμεθα από αυτούς, θα αποξενωθούμεν και από την κοινωνίαν των».

Σχόλιο: Αξίζει να εμβαθύνουμε στο τεράστιο θεολογικό βάθος που συνοδεύει τις (σχετικά λίγες) γραμμές της παρούσης παραγράφου του κειμένου.

Οι Άγιοι είναι τα πρότυπά μας. Οφείλουν επίσκοπος και πιστοί ν’ ακολουθούν, ως τελεολογική προέκταση της ζωής τους, το παράδειγμα – φρόνημα των Αγίων και το πνεύμα των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων.

Ειδικά, όταν το πιστεύω του επισκόπου αντιστρατεύεται την δογματική διδασκαλία των Αγίων, τότε καθίσταται «αλλότριος της τούτων κοινωνίας» και (κατά προέκταση) όσοι τον μνημονεύουν στις Ιερές Ακολουθίες και Λειτουργίες. Γι’ αυτό και η εφαρμογή του 15ου Κανόνα της Α-Β Συνόδου, η διακοπή μνημοσύνου του επισκόπου, είναι υποχρεωτική, για να μη μολυνθεί ο πιστός ως «αλλότριος της τούτων (των Αγίων) κοινωνίας».

Η μνημόνευση του επισκόπου δεν είναι (απλά) λόγος ευχητικός, όπως πλανεμένα διδάσκουν σύγχρονοι ποιμένες – γέροντες. Δηλώνει πρωτίστως, ότι το ποίμνιο ακολουθεί – ασπάζεται την πίστη του αρχιερέως, γι’ αυτό και τον υπακούει.

Ιδού η ορθή εκκλησιαστική – Πατερική θέση:

-Α) «Γέγραπται γαρ εν τη εξηγήσει της θείας λειτουργίας, ότι αναφέρει ο ιερουργών το του αρχιερέως όνομα, δεικνύων και την προς το υπερέχον υποταγήν, και ότι κοινωνός εστίν αυτού, και πίστεως και των θείων μυστηρίων διάδοχος» (Εκ της επιστολής των Αγιορειτών Μοναχών προς τον Βασιλέα Μιχαήλ τον Παλαιολόγον).

-Β) «Ότι πολύς εστιν ο του μνημοσύνου λόγος, διότι εκείνοι μνημονεύονται επ’ Εκκλησίαις, όσοι εισίν ορθόδοξοι και κοινωνικοί προς την αυτήν Εκκλησίαν, οι δε ακοινώνητοι ουδέ μνημονεύονται, ουδέ γαρ έχει άδειαν τις των ιερωμένων εύχεσθαι επ’ Εκκλησίαις, ο δε Πάπας εστιν ακοινώνητος∙ πως ουν μνημονευθήσεται ο ακοινώνητος μετά των κοινωνικών»; (Μιχαήλ ο Βαλσαμών και Σίλβεστρος ο Συρόπουλος). Συμπερασματικά, ο 15ος Κανόνας της Α- Β Συνόδου αφυπνίζει – ως θεολογικός αντίλογος στην αίρεση – τους πιστούς ενώ, ταυτόχρονα, απαιτεί την μετάνοια ή αντικατάσταση του αιρετικού ποιμένα με ορθόδοξο παραδοσιακό Αρχιερέα, διότι δεν νοείται Ορθόδοξη Εκκλησία άνευ Επισκόπων.

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ