51. Η αναξιότης του λειτουργού δεν θίγει το κύρος του μυστηρίου.[Σελ. 177-180]
Πόσον είναι αληθές, ότι εν τη τελεσιουργία των μυστηρίων Θεός εστίν ο μυσταγωγών, εμφαίνεται και εκ των άλλων εκδηλώσεων του ποιμαντικού χαρίσματος. Οι εν τη Εκκλησία προεστώτες δηλαδή δεν είναι μόνον οικονόμοι των μυστηριακών μέσων, δια των οποίων μεταδίδεται η χάρις εις τους πιστούς. Είναι ως διδάσκαλοι και οικονόμοι των μυστηριωδών αληθειών, τας οποίας ο Κύριος δι’ υπερφυσικής αποκαλύψεως ενεπιστεύθη ως ιεράν παρακαταθήκην εις την Εκκλησίαν αυτού. Είναι ακόμη και προεξάρχοντες εν τη διακυβερνήσει της εκκλησιαστικής κοινωνίας.
Αλλ’ ενώ ως τελετουργοί των μυστηρίων ενεργούν πάντοτε εγκύρως και αποτελεσματικώς, αδιαφόρως εάν ο βίος αυτών είναι ορθός ή επιλήψιμος, ως διδάσκαλοι και ως διοικηταί ή κυβερνήται λαμβάνουν εν τη χειροτονία μόνον την εξουσίαν και το δικαίωμα του κηρύττειν και του διοικείν. Το να κηρύττουν όμως ορθώς και επιτυχώς, καθώς και το να διοικούν σωφρόνως, θεοφιλώς και προς οικοδομήν της Εκκλησίας εξαρτάται και εκ της ιδίας αυτών συμβουλής και εισφοράς. Εν άλλαις λέξεσι δεν εξαρκεί μόνη η χειροτονία, όπως ο λαμβάνων ταύτην κατασφαλισθή από πάσης παραπλανήσεως, ουδέ καθιστά αυτή τούτον, εάν συμβαίνη να είναι αγράμματος, από της μιας στιγμής εις την άλλην πεφωτισμένον της αληθείας κήρυκα, ορθοτομούντα απλανώς ταύτην.
Και μόνον το γεγονός ότι εν τη χειροτονία του επισκόπου εκζητείται παρά του υποψηφίου, έχοντος ήδη την χειροτονίαν του πρεσβυτέρου και συνεπώς λαβόντος ήδη εν τινι μέτρω το χάρισμα του κηρύττειν την χριστιανικήν αλήθειαν και κυβερνάν το ποίμνιον αυτού, ένορκος βεβαίωσις περί των ορθών αυτού φρονημάτων και υπόσχεσις, ότι θα τηρή απαρεγκλίτως τους ιερούς κανόνας και τας παραδόσεις της Εκκλησίας, μαρτυρεί περιτράνως, ότι υπόκειται ο χειροτονούμενος εις τον κίνδυνον του να εκπέση και μετά την χειροτονίαν της αληθείας και να απομακρυνθή εν τη διοικήσει της βασιλικής οδού, την οποίαν προδιαγράφουν οι ιεροί κανόνες. Άλλως τε αι τόσαι καθαιρέσεις επισκόπων και πρεσβυτέρων επό αιρέσει ή σχίσματι ή άλλαις βαρυτάταις περί την διοίκησιν παρεκτροπαίς, εκ των οποίων βρίθουν τα εκκλησιαστικά χρονικά, επιβεβαιούν τούτο κατά τρόπον αποκλείοντα πάσαν αντίρρησιν.
Κατ’ ατυχή συγκυρίαν πάσαι αι οικουμενικαί σύνοδοι συνήλθον προς κατάκρισιν είτε πρεσβυτέρων (Αρελιου, Μακεδονίου, Ευτύχους), είτε επισκόπων και δη πατριαρχών (Νεστορίου, Διοσκόρου, Σεργίου, Ονωρίου και πλήθους επισκόπων εικονοκλαστών), οίτινες δεν κατησφαλίσθησαν εν τη ορθοτομήσει του λόγου της αληθείας υπό του χαρίσματος, όπερ έλαβον εν τη χειροτονία αυτών. Αι περιπτώσεις αύται, πολυπληθέσταται εν τω βίω της Εκκλησίας, δεν αποδεικνύουν μεν, ότι ουδέν χάρισμα περί το ορθοτομείν τον λόγον της αληθείας περέχεται δια της χειροτονίας, προσεπιμαρτυρούν όμως λαμπρότατα, ότι το χάρισμα τούτο, το εν τη χειροτονία περεχόμενον, χρήζει παρ’ εκάστου των χειροτονουμένων α ν α ζ ω π υ ρ ή σ ε ω ς, είναι δε επόμενον, εφ’ όσον τις ήθελεν αμελήσει την αναζωπύρησιν ταύτην, να εκπέση και να αποξενωθή τούτου.