Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Ο Μέγας Οικουμενιστής Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας (Μέρος B΄)




Εν Πειραιεί 4-6-2013
Ο ΜΕΓΑΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΥΡΟΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ (ΜΕΡΟΣ Β΄)
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Δ) Η συνάντηση των Ιεροσολύμων
Με την αναρρίχησή του στον Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ο Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας ξεκίνησε επίσημες και μυστικές επαφές με το Βατικανό. «Ο Αθηναγόρας επί συνεχή έτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακώς με το Βατικανό την συνάντηση του με τον Πάπα. Διαμεσολαβητής είναι ο Ρουμάνος Αρχιμανδρίτης Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, και διάφορες προσωπικότητες του παπικού κόσμου»[1].
Η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε τελικά τον Ιανουάριο του 1964 στα Ιεροσόλυμα. Ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄, κατά την διάρκεια της λήξεως των εργασιών της Β΄ Βατικανής Συνόδου, προανήγγειλε την προσκυνηματική του επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας έσπευσε να δηλώσει ότι θα πάει και ο ίδιος στα Ιεροσόλυμα με σκοπό να συναντήσει τον Πάπα. Επιθυμούσε δε στην συνάντηση αυτή να συμμετάσχουν και οι ηγέτες του Προτεσταντισμού με σκοπό μια παγχριστιανική προσέγγιση, που θα οδηγούσε στην ένωση.

«Δεν ηρκέσθη δε μόνον εις τούτο. Επρότεινε ταυτοχρόνως, ίνα και οι Πατριάρχαι και Πρόεδροι των εκασταχού Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών πορευθώσιν όλοι ομού εις Ιεροσόλυμα, συναντηθώσι μετά του Πάπα και διεξαγάγωσι μετά τούτου συζήτησιν περί της ενώσεως των Εκκλησιών»[2], σχολιάζει ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Πρόκειται για πρωτόγνωρες πραγματικά αποφάσεις, που ανέτρεψαν μέσα σε μια στιγμή κάθε δεδομένο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ιερούς Κανόνες, Συνοδικότητα, Αγιοπατερική Παράδοση, δογματική και εκκλησιαστική συνείδηση και τόσα άλλα. Και να σκεφτεί κανείς πως πρόκειται για αποφάσεις ενός και μόνο ανδρός, χωρίς καμμία προηγούμενη πανορθόδοξη απόφαση ούτε καν ενημέρωση επ’ αυτών!«Αι άνω απόψεις του Οικουμενικού Πατριάρχου...  εδημιούργησαν παρά τοις Ορθοδόξοις αλγεινήν εντύπωσιν... Τό αποφασιστικόν τούτο και απρόοπτον βήμα του Πατριαρχείου, έδει να καταστή αντικείμενον κοινής συσκέψεως και αποφάσεως των κατά τόπους αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών»[3], παρατηρεί με απογοήτευση ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος                             κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Η συνάντηση Πάπα-Πατριάρχη στάθηκε μία υποδειγματική εφαρμογή της προαποφασισμένης οικουμενιστικής τακτικής, που προαναφέραμε. Επένδυσε συστηματικά στην δύναμη της εικόνας, του συμβολισμού και των εντυπώσεων. Ο Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας, άλλωστε, εξόχως πληθωρική και χαρισματική προσωπικότητα, διέθετε ιδιαίτερη ευχέρεια στην επικοινωνιακή τακτική και με τις δηλώσεις του κέρδισε αμέσως τον δημοσιογραφικό κόσμο. «Τέτοιες κουβέντες ήθελαν οι δημοσιογράφοι κι έτρεξαν ποιός πρώτος θα προλάβει να στείλει το τηλεγράφημά του. Οι άλλοι, οι πολλοί, που ακολούθησαν τον Πάπα, που δεν ήταν καθόλου προσιτός και που δεν είπε ούτε λέξη, άρχισαν κι αυτοί να τρέχουν πίσω από τον Αθηναγόρα»[4].
Επικοινωνιακή τακτική, πολύκροτες δηλώσεις και μια ακατάσχετη αγαπολογία κυριάρχησε στην πολύκροτη συνάντηση, έτσι όπως μας την περιγράφει ο ίδιος ο Πατριάρχης : «Κι όταν είδε ο ένας τον άλλο, αι χείρες μας ήνοιξαν αυτομάτως. Ο ένας ερρίφθη εις την αγκάλην του άλλου. Όταν μας ηρώτησαν πως εφιληθήκαμεν, αδελφοί, ύστερα από 900 χρόνια - Ερωτάς πως; Επήγαμε οι δύο μας χέρι με χέρι εις το δωμάτιόν του, και είχαμεν μίαν μυστικήν ομιλίαν οι δύο μας. Τι είπαμεν; Ποιός ξέρει τι λέγουν δύο ψυχές όταν ομιλούν! Ποιός ξέρει τι λέγουν δύο καρδίαι, όταν ανταλλάσσουν αισθήματα»[5]!
Το μυστικό περιεχόμενο, βεβαίως, της «συνομιλίας των ψυχών» Πάπα-Πατριάρχη και των αισθημάτων, που αντήλλαξαν, δεν ανακοινώθηκε ποτέ ούτε στις Συνόδους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών ούτε στο ορθόδοξο πλήρωμα. Το πληροφορούμαστε, όμως, σταδιακά από τότε, καθώς παρακολουθούμε την προδιαγεγραμμένη και προαποφασισμένη από τότε οικουμενιστική πορεία προς την «ένωση». «Τι είπαμεν; Εκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, με ισοτιμίαν απόλυτον, όχι με διαφοράν»[6]. Αυτό το «κοινό πρόγραμμα», που καταρτίστηκε σε μία μυστική συνάντηση δύο ανδρών, ήταν, όπως προκύπτει από τις αρχικές δηλώσεις και αναφορές, πολύ πιο προχωρημένο από αυτό, που τελικά παρουσιάστηκε.
Επρόκειτο για σαφή συμφωνία για «ένωση στο κοινό ποτήριο», αφού εκ των πραγμάτων αποκαλύπτεται ότι αυτή ήταν η αρχική επιθυμία των δύο μερών. «Και είπαμεν ότι ήδη ευρισκόμεθα εις την οδόν εις Εμμαούς» συνεχίζει ο Πατριάρχης Αθηναγόρας «και πηγαίνομεν να μας συναντήση ο Κύριος εν τω κοινώ αγίω Ποτηρίω. Ο Πάπας απαντών μου προσέφερε Άγιον Ποτήριον. Δεν ήξευρεν ότι εγώ θα μιλούσα δι’ Άγιον Ποτήριον, ούτε ήξερα ότι θα μου προσέφερεν Άγιον Ποτήριον! Τι είναι; Συμβολισμός του μέλλοντος»[7].
Σχετικά με την intercommunio (διαμυστηριακή κοινωνία) θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ενότητα στη Θεία Λατρεία μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και αιρετικών σημαίνει, κατά την Ορθόδοξη θεώρηση, έκφραση ενότητας της όλης Εκκλησίας. Μάλιστα η Ορθόδοξη Εκκλησία προϋποθέτει την ενότητα της πίστεως πριν από την ευχαριστιακή πράξη. Χωρίς αυτή την ενότητα στην πίστη και την ευχαριστιακή κοινωνία, η ενότητα μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και αιρετικών έχει μόνο ηθικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Αντίθετα, οι αιρετικές παρασυναγωγές στο σύνολό τους ενδιαφέρονται περισσότερο για την intercommunion και μάλιστα πριν την επίτευξη ενότητας στην πίστη, πράγμα που απορρίπτει σαφώς η Ορθόδοξη Εκκλησία για τους παραπάνω λόγους[8].
Ο πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, κορυφαίος ορθόδοξος Ρουμάνος θεολόγος, λέει ότι θα πρέπει να εφαρμόσουμε ορθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις στους διαλόγους, που διεξάγει η Ορθόδοξος Εκκλησία με τις αιρέσεις και τις θρησκείες. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι εξής : Να επιτευχθεί
α) ενότητα στη διοίκηση της Εκκλησίας˙ δηλ. να αποδεχθούν οι αιρετικοί και αλλόθρησκοι το συνοδικό σύστημα διοικήσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
β) ενότητα στην Ορθόδοξη πίστη και ζωή, όπως αυτές εκφράζονται στην αγία παράδοση της Ορθοδοξίας, στην Αγία Γραφή, στις αποφάσεις των αγίων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, στους Ιερούς Κανόνες και στα συγγράμματα των αγίων Πατέρων και θεολόγων της Ορθοδοξίας, και
γ) ενότητα στη θεία λατρεία της Ορθοδοξίας[9].
Και ο κορυφαίος ορθόδοξος Ρώσσος θεολόγος του 20ου αι., πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, επισημαίνει: «Σαν μέλος και ιερεύς της Ορθοδόξου Εκκλησίας πιστεύω ότι η Εκκλησία, μέσα στην οποία βαπτίσθηκα και ανατράφηκα, είναι η Εκκλησία, η αληθινή Εκκλησία, η μόνη αληθινή Εκκλησία. Και το πιστεύω αυτό για πολλούς λόγους: Ένεκα της προσωπικής πεποιθήσεως και ένεκα της εσωτάτης βεβαιώσεως του Αγίου Πνεύματος, που πνέει στα μυστήρια της Εκκλησίας και ένεκα των όσων είναι δυνατόν να γνωρίζω από την Αγία Γραφή και από την καθολική (ορθόδοξη) παράδοση της Εκκλησίας. Είμαι υποχρεωμένος, λοιπόν, να θεωρώ όλες τις υπόλοιπες χριστιανικές «εκκλησίες» ως ελαττωματικές και σε πολλές περιπτώσεις μπορώ να προσδιορίσω αυτές τις ελλείψεις των άλλων «εκκλησιών» με απόλυτη ακρίβεια. Γι’αυτό, λοιπόν, η ένωσις των Χριστιανών, για’μένα, σημαίνει ακριβώς την παγκόσμια επιστροφή στην Ορθοδοξία. Δεν έχω καμμία απολύτως ομολογιακή πεποίθηση˙ η πεποίθησίς μου ανήκει αποκλειστικά στην Una Sancta, στη «Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν, Αποστολικήν Εκκλησίαν», την Ορθοδοξίαν»[10].
Ε) Η άρση των αναθεμάτων
Αυτή η «ένωση στο κοινό Ποτήριο» επιχειρήθηκε με την περίφημη «άρση των αναθεμάτων» μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου, που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 1965, με μονομερή απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Χαρακτηριστική ήταν η αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία «με πολλήν δυσμένειαν επληροφορήθη την πρωτοβουλίαν του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παν. Αθηναγόρα. Ουδείς έχει το δικαίωμα να προβαίνη εις παρομοίας πράξεις. Το δικαίωμα έχει μόνον ολόκληρος η Ορθοδοξία»[11]καθώς εδήλωσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ας μας απαντήσουν οι Οικουμενιστές : Ποιός ἐξουσιοδότησε τόν πατριάρχη Ἀθηναγόρα νά ἄρει τά ἀναθέματα τό 1965 στά Ἱεροσόλυμα; Ποιά Πανορθόδοξη Σύνοδος ἀποφάσισε τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων; Δέν ἔγινε καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος, παρά μόνο τοπική στή Κων/λη. Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἦταν ἀντικανονική.
Με την άρση των αναθεμάτων οι δύο πλευρές εννοούσαν την άρση του Σχίσματος. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κυρός Ιάκωβος, επίσημος απεσταλμένος εκείνη την περίοδο του Πατριάρχη κυρού Αθηναγόρα προς τους Παπικούς, αποκαλύπτει το περιεχόμενο των μηνυμάτων, που αντέλλασσαν Φανάρι και Βατικανό «μέχρι του τολμηρού επίσης μηνύματος, που μου ανέθεσε ο Πατριάρχης να μεταβιβάσω στον πρόεδρο της Επιτροπής Σχέσεων Δύσης και Ανατολής, που ήταν ένας Γερμανός σεβάσμιος καρδινάλιος, ο Αυγουστίνος Μπέα».
Και συνεχίζει ο Αρχιεπίσκοπος: «Λίγο καιρό μετά, επισκέπτομαι τον Μπέα στη Νέα Υόρκη. Τον ρώτησα: ‘Τι λέτε, σεβασμιότατε, μπορούμε να φέρουμε τις Εκκλησίες μας πιο κοντά με την άρση του Σχίσματος;’ Μου λέει: ‘Καλή ιδέα, δεν ξέρω πώς θα τη δεχτούν στη Ρώμη, αλλά εγώ νομίζω ότι πρέπει να γίνει η άρση του Σχίσματος. Έτσι, δεν θα έχουμε λόγο κανέναν να μην πλησιάσουμε ο ένας τον άλλο».
Ερώτηση Γ. Μαλούχου: «Την άρση του Σχίσματος ή του αναθέματος»;
Απάντηση Αρχιεπισκόπου : «Και τα δύο αυτά μαζί πηγαίνουνε, γιατί όταν κατέθεσαν οι αντιπρόσωποι του Πάπα το ανάθεμα, τρόπον τινά, με το οποίο αναθεμάτιζε ο Πάπας Νικόλαος τον Μιχαήλ Κηρουλάριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ήταν το οριστικό Σχίσμα πια. Δεν έγινε άλλη επίσημος πράξις, που να καθιερώσει το Σχίσμα ως μία διαιρετική γραμμή μεταξύ Ανατολής και Δύσεως»[12]. Η άρση του σχίσματος εντάσσεται, άλλωστε, και στην λογική των αποφάσεων της Β΄ Βατικανής Συνόδου, που πραγματοποιείτο εκείνο το διάστημα, για άρση της ακοινωνησίας και αναγνώριση των μυστηρίων των Ορθοδόξων.
Στο λατινικό μάλιστα κείμενο της «άρσεως των αναθεμάτων» υπάρχει ο όρος excommunicatio = ακοινωνησία, ο οποίος στην επίσημη μετάφραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου μεταφράζεται ως «αναθέματα»[13]. Το κείμενο, δηλαδή μιλούσε για «άρση της ακοινωνησίας». «Οι New York Times μετέδωσαν την από κοινού αγγελίαν του Βατικανού και του Φαναρίου της 7ης Δεκεμβρίου 1965 δια την άρσιν του excommunicatio (της ακοινωνησίας του Λατινικού κειμένου) εις την πρώτην σελίδα, ως το τέλος του σχίσματος του 1054 και ως την επανέναρξιν της μυστηριακής κοινωνίας, που είχε τότε δήθεν διακοπεί. Φαίνεται πλέον σαφώς ότι το Ελληνικόν κείμενον, που αναγγέλει την ‘άρσιν των αναθεμάτων’, ήτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται είχε σκοπόν να αμβλύνη ενδεχομένας αρνητικάς αντιδράσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών»[14], επισημαίνει ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης.
Χαρακτηριστικό, επίσης, είναι ότι «ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄, πρίν επισκεφθεί το Φανάρι (30-11-1979)... εξέφρασε τη βεβαιότητά του ότι η ενότητα έχει αποκατασταθεί στην πράξη (In Tat war der wiederhesteung der Einheit der Christen)»[15], όπως υπογραμμίζει ο Αντώνιος Παπαδόπουλος.
Το νέο οικουμενιστικό δόγμα, που διαμορφώνεται μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου στα μέσα του 20ου αιώνα, θεωρεί αμελητέες τις δογματικές διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού, αποδίδει το Σχίσμα και την διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας σε πολιτικούς λόγους και την έλλειψη αγάπης εκατέρωθεν. Με βάση αυτή την λογική, λοιπόν, αυτό, που χρειαζόταν, για την αποκατάσταση της ενότητος, ήταν η άρση του Σχίσματος και «να αγαπηθούμε», κατά τον Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα, αφού «έως το 1054 είχαμε πολλάς διαφοράς... αλλά ηγαπώμεθα. Και όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δεν υπάρχουν. Αλλά το 1054, που επαύσαμεν να αγαπώμεθα, ήλθαν όλες οι διαφορές. Ηγαπώμεθα και είχομεν το ίδιον μυστήριον. Το ίδιον βάπτισμα, τα ίδια μυστήρια και ιδιαιτέρως το ίδιο Άγιον Ποτήριον. Τώρα που ξαναγυρίσαμεν εις το 1054, διατί δεν ξαναγυρίζομεν και εις το Άγιον Ποτήριον»[16].
Ο στόχος, λοιπόν, είναι δεδομένος : η πλήρης «ένωση», το κοινό Ποτήριο. Για την επίτευξη αυτού του στόχου θα πρέπει να ακολουθηθεί μία διαδικασία, μία κοινή πορεία. Για τον Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα «υπάρχουν δύο δρόμοι : Ο Θεολογικός διάλογος. Και έχομεν τους θεολόγους εκατέρωθεν, οι οποίοι μελετούν το ζήτημα της επανόδου εις τα παλαιά. Και επειδή δεν έχω πολλές ελπίδες από τον θεολογικόν διάλογον ... δι’ αυτό εγώ προτιμώ τον διάλογο της αγάπης. Να αγαπηθούμε! Και τι γίνεται σήμερα; Πνεύμα μέγα αγάπης εξαπλώνεται υπέρ τους Χριστιανούς Ανατολής και Δύσεως. Ήδη αγαπώμεθα. Ο Πάπας το είπε : απέκτησα έναν αδελφόν και του λέγω σ’ αγαπώ! Το είπα και εγώ : Απέκτησα έναν αδελφό και του είπα σ’ αγαπώ! Πότε θα έλθη αυτό το πράγμα; Ο Κύριος, το ξέρει. Δεν το ξέρομε. Αλλά εκείνο το οποίο ξεύρω, είναι ότι θα έλθει. Πιστεύω, ότι θα έλθη. Διότι δεν είναι δυνατόν να μη έλθη, διότι ήδη έρχεται. Διότι ήδη εις την Αμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς από το Άγιον Ποτήριον και καλά κάνετε! Και εγώ εδώ, όταν έρχονται Καθολικοί η Προτεστάνται και ζητούν να μεταλάβουν, τους προσφέρω το Άγιον Ποτήριον! Και εις την Ρώμη το ίδιο γίνεται και εις την Αγγλίαν και εις την Γαλλίαν. Ήδη έρχεται μοναχό του. Αλλά δεν κάνει να έλθει από τους λαϊκούς και από τους ιερείς. Πρέπει να είναι σύμφωνος και η Ιεραρχία και η Θεολογία. Γι’ αυτό λοιπόν προσπαθούμε να έχωμεν και θεολόγους μαζί, δια να έλθει αυτό το μεγάλο γεγονός, του Παγχριστιανισμού. Και μαζί με αυτό το μεγάλο γεγονός, θα έλθει μίαν ημέραν το όνειρόν μας της Πανανθρωπότητος»[17].




[1] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ,  Αθηναγόρας…,  σ. 93.
[2] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Τα Πεπραγμένα από 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, Αθήναι 1964, σ. 39.
[3] Ό.π., σ. 39.
[4] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, ένθ’ανωτ., σ. 98.
[5] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Η προσλαλιά του Αθηναγόρου», Οι διάλογοι χωρίς προσωπείον [Ανάτυπο εκ του περιοδικού Παρακαταθήκη], σ. 4.
[6] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Η προσλαλιά του Αθηναγόρου», Οι διάλογοι χωρίς προσωπείον [Ανάτυπο εκ του περιοδικού Παρακαταθήκη], σ. 4.
[7] Ό.π., σ. 4.
[8] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική Θεολογία και πνευματικότητα, εκδ. Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, σ. 49.
[9] π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Για ένα ορθόδοξο οικουμενισμό, εκδ. Άθως-Σταμούλης, Πειραιάς-Αθήνα 1976.
[10] π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989, σ. 219.
[11] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος,  «Δήλωση»Ορθόδοξος Τύπος (Νοέμβριος 1965).
[12] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Εγώ ο Ιάκωβος…, σσ. 196-197.
[13] Τόμος Αγάπης, Vatican - Phanar (1958-1970), Rome- Istanbul 1971, σσ. 286-287.
[14] π. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Ορθόδοξος και βατικάνειος συμφωνία περί Ουνίας.
   http://www.romanity.org/htm/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_sumfonia_peri_ounias.01.htm).
[15] ΑΝΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών (Ιστορία-Κείμενα-Προβλήματα), εκδ. οίκος αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1996, σ. 40).
[16] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Η προσλαλιά του Αθηναγόρου»…,  σσ. 4-5.