Η πολιτική διακονία κατά τον Γρηγόριο τον Θεολόγο
Νίκος Σακαλάκης,Μαθηματικός
Αναμφίβολα, είναι ανέφικτο στην ανθρώπινη φύση, με μόνη τη δύναμη της λογικής όρασης — και της πλέον οξύτερης — να καταστήσει απόλυτα διαφανή τη διδασκαλία της Γραφής και να πραγματώσει προσπέλαση στο μυστήριο της ένσαρκης οικονομίας του Χριστού, χωρίς θεϊκή παρέμβαση. «Πάντα γάρ τα του Θεού, υπέρ φύσινεισί και λόγον και έννοιαν» μας πληροφορεί ο Ιωάννης ό Δαμασκηνός, ενώ ο Μάξιμος ο Ομολογητής βεβαιώνει πως: «Ουδέποτε ψυχή δύναται προς γνώσιν εκταθήναι Θεού, ειμή αυτός ο Θεός, συγκαταβάσειχρησάμενος, άψηται αυτής και αναγάγει προς εαυτόν». Μια μόνο δέσμη ακτίνων λογικής όρασης υφίσταται (κατά χάρη) την ελάχιστη δυνατή ανθρώπινη διάθλαση στην πορεία προσέγγισης του μυστηρίου της Σαρκώσεως και δίνει μέσα στην Εκκλησία ασφαλή γνώση, στέρεα εδραιωμένη, αποτελεσματική και πρακτική, χωρίς βέβαια να έχει η δέσμη αυτή το χαρακτήρα του αλάθητου, που είναι θεανθρώπινο ιδίωμα. Είναι η όραση των Πατέρων της Εκκλησίας, των μεγάλων αυτών κανόνων της πίστης και ερμηνευτών της Ιερής Αποκάλυψης. Γι' αυτό και κάθε προσπάθεια της σημερινής χριστιανοσύνης, για μια εμβάθυνση στο ρόλο των εξουσιών και στην έννοια της πολιτικής, θα πρέπει να έχει ολοσχερή συνειρμό με τη μαρτυρία των Πατέρων, με τη Θεολογία τους. «Χωρίς τους Πατέρες της Ανατολής, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τέλεια τον Χριστιανισμό», παραδέχεται κάποιος μη Ορθόδοξος, ξένος λογοτέχνης.
Ανάμεσα στα πρόσωπα των Πατέρων, μεταξύ των πολύφωτων εκείνων αστέρων του νοητού στερεώματος που με τη θεολογία τους κάλυψαν την οριζόντια και την κάθετη διάσταση της ζωής, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος κατέχει, ως γνωστό, μια επιφανή θέση. Η διδασκαλία του, μέσα στην οποία αντανακλάται η όλη χαρισματική εμπειρία και γνώση του, διακρίνεται όχι μόνο για τη θεολογική της αρτιότητα, αλλά και για το απαράμιλλο ηθικό, κοινωνικό και παιδαγωγικό της περιεχόμενο.
Ένα από τα σημεία εκείνα της διδασκαλίας του, στα όποια φαίνεται η χαρισματική ευρύτητα και το θεολογικό βάθος του Γρηγορίου, είναι και εκείνο πού αναφέρεται στο θέμα των εξουσιών. Χριστοκεντρική ανάλυση και ερμηνεία του μεγάλου αυτού θέματος μας δίνει ο Ιερός Πατέρας στην «Προς τους πολιτευομένους της Ναζιανζού» ομιλία του. Ένας λόγος που εκφωνήθηκε με αφορμή μία διένεξη μεταξύ του λαού και του διοικητή της πόλης της Ναζιανζού. Η ομιλία αυτή, λαμπρό αμάλγαμα χριστιανικής σοφίας και ποιμαντικής δύναμης, δίνει την απάντηση σ' όλους εκείνους που είναι φορείς της χριστιανικά απαράδεκτης αντίληψης που αποκλείει τη συνύπαρξη Χριστιανισμού και πολιτικής. Θέλοντας ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας να ισορροπήσει τις αντίρροπες μεταξύ του λαού και άρχοντα δυνάμεις, θεμελιώνει τον λόγο του σε δυο βασικές συντεταγμένες:
Στην οριοθέτηση και στηνοηματοδότηση της σχέσης που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στους φορείς της εξουσίας και στο λαό, με κύριο στόχο τη δημιουργία κοινής πνευματικής βάσης που θα καταργήσει την αντίθεση και τη διαίρεση. Ως βάση θέτει την Εκκλησία, που χωρεί τα πάντα, χωρίς η ίδια να χωρείται από τίποτα (Εφεσ. Α', 23). Τονίζει πως σ' αυτή βρίσκει τη λύτρωσή του ο άνθρωπος απ' όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν την άρνηση, τη φθορά και τον θάνατο. Μέσα σ' αυτή όλα τα κτίσματα γίνονται μέτοχα της Τριαδικής ζωής και δόξας. Υπενθυμίζει πως έξω από το χώρο της, μακριά από το λόγο της και τις κατευθύνσεις της δεν μπορεί να πραγματωθεί κοινωνία αγάπης, ειρήνης, αδελφοσύνης και δικαιοσύνης. Υπογραμμίζει, τέλος, πως μόνο η Εκκλησία, λόγω της φύσης της και της αποστολής της, αγκαλιάζει όλον τον άνθρωπο και τη ζωή του. Γι' αυτό και ο ποιμενάρχης της Ναζιανζού δεν προσπαθεί, απευθυνόμενος προς τον διοικητή της πόλης, να διαχωρίσει την πολιτική εξουσία από τη χριστιανικότητα. Δεν αναζητά διάσταση μεταξύ χριστιανικής ζωής και εξουσίας, αλλ' αντίθετα! Θεωρεί πως ηφυσική κατάσταση της εξουσίας είναι ο συντονισμός της στη συχνότητα της Εκκλησίας. Έχοντας δε καθαρά στην αντίληψή του την πηγή των εξουσιών, το νόημα που έχουν στην αναφορά τους προς το Θεό, την αποστολή τους δηλ., ορίζει ως εξής σε ποιά σχέση πρέπει να βρίσκεται ο φορέας με την έννοια και το ρόλο του:
«Ο νόμος του Χριστού σας θέτει κάτω από την εξουσίαν μου και κάτω απ' αυτό το βήμα. Διότι και ημείς εξουσιάζομεν. Θα προσθέσω δε και το ότι η ιδική μας εξουσία είναι μεγαλυτέρα και τελειοτέρα... Άρχεις μαζί με τον Χριστόν και διοικείς μαζί με αυτόν. Από εκείνον σου έχει δοθή το ξίφος... Είσαι εικών του Θεού και οδηγείς με τα χέρια σου άλλην εικόνα, ή οποία διαμένει εδώ προσωρινώς και μεταβαίνει εις άλλην ζωήν, εις την οποίαν θα μεταβούμε όλοι... Το πιο θεϊκό πράγμα το όποιο διαθέτει ο άνθρωπος είναι το να ευεργετεί. Ημπορείς να γίνης Θεός χωρίς να κοπιάσεις καθόλου. Μη χάσης την ευκαιρίαν της θεώσεως!» (Ε.Π.Ε., τόμος 5ος, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ»).
Δεν είναι εφικτό, βέβαια, με μια μονοκοντυλιά, με την παράθεση μερικών φράσεών του, να έλθει στο φως όλος ο θησαυρός που κρύβεται μέσα στην ομιλία του. Μπορούν όμως τα παραπάνω λόγια του να μας δώσουν, συνοπτικά, όλο το φάσμα των αποχρώσεων της διδασκαλίας του γιατην έννοια και το περιεχόμενο της πολιτικής διακονίας. Παρατηρούμε πως η σκέψη του έχει απόλυτα κρυσταλλωθεί στην αντίληψη που θέλει την απρόσωπη εξουσία να πηγάζει από το Θεό και όχι από τους φορείς της. Γίνεται ακόμη καθαρά νοητό, ότι θέλει την πολιτική εξουσία να συντονίζει το σύνολο των κοινωνικών δραστηριοτήτων και να ρυθμίζει τις σχέσεις κάθε κοινωνικού καταμερισμού επάνω στην προοπτική της αιωνιότητας. Προβάλλει δηλ. ένα ύψιστο κριτήριο επιλογής καιιεράρχησης κοινωνικών στόχων. Θα πρέπει, κατά τον Γρηγόριο, η πολιτεία — η διευθυντική αυτή κοινωνική δραστηριότητα — να έχει πρώτο και άμεσο σκοπό την υπηρεσία του περί ανθρώπου θείου σχεδίου (Ρωμ. 13,4). Για να γίνει όμως το κριτήριο αυτό πράξη, για να έχουμε και κοινωνική κυριαρχία του Ευαγγελίου, απαιτείται η ύπαρξη χριστιανικής κυβέρνησης, η οποία θ' αναλάβει τον ανώτατο έλεγχο της κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας. Η ύπαρξη όμως μιας τέτοιας κυβέρνησης προϋποθέτει και την πολιτική ενεργοποίηση των σημερινών Χριστιανών, διότι από το Ευαγγέλιο η σημερινή ανθρωπότητα αναμένει τη λύση του κοινωνικού της προβλήματος.