Μίκης Θεοδωράκης… Δεν είδε…
Η Ελλάς εν μέσω Νέας Εποχής της Νέας Δικτατορίας λυπάται πολύ για την κοίμηση του Μίκη Θεοδωράκη. Αν μη τι άλλο, μιλούσε και πολλούς τους ανακούφιζε. Έβλεπε ψηλός ων παραπάνω και συγκινούσε. Όλους. Ένωνε. Όχι όλους. Προσπάθησε και προσπαθούσε μέχρι τέλους.
Τέκνο του πρώτου τετάρτου του εικοστού αιώνα του απατεώνα διέγραψε μια πολύ μεγάλη και ταραγμένη ως τα μισά του χρόνια πορεία επηρεάζοντας τα πολιτιστικά και πολιτικά δρώμενα. Ο ίδιος έλεγε ότι ήταν παραγωγικός μουσικά και επιπρόσθετα πως αυτό άρεσε στον κόσμο. Έτσι ερμήνευε τη μεγάλη επιτυχία των έργων του. Φίλος με τον άλλονε μεγάλο Μάνο Χατζηδάκη, φαινομενικά απέναντι αλλά για ένα φεγγάρι στο τέλος της δεκαετίας του ’80 συμπορεύτηκαν πολιτικά στη Νέα Δημοκρατία όπως ονομάζονταν το κόμμα. Μέχρι και χαρτοφυλάκιο υπουργού έλαβε από τον πατέρα Μητσοτάκη. Όχι για τη δόξα. Ούτε για τα χρήματα. Αυτά τα δύο δεν του έλειπαν. Αλλά για να βοηθήσει τη χώρα. Διεθνικός ο Μίκης αναγνωρισμένος στην υφήλιο που γνώρισε τιμή και δόξα εν ζωή αλλά ποτέ διεθνιστής. Μέχρι και στην έλευση Καραμανλή το 1974 ανακατεύτηκε συνομιλώντας μυστικά με τους Αμερικανούς. Πάλι για το καλό, όπως ερμηνεύεται από τον καθένα υποκειμενικά κατά συνείδηση.
Ο Θεοδωράκης δεν ήτανε προδότης. Ήταν ο γνήσιος Έλληνας πατριώτης αλλά δήλωνε πάντοτε αριστερός. Ιδιότητα που κράτησε ως το τέλος της ζωής του και μάλιστα πρόσφατα διαισθανόμενος το τέλος του ζήτησε γραπτώς από το ΚΚΕ να αναλάβει εκείνο τα των τελευταίων του. Κομμουνιστής αμετανόητος θα πει κάποιος αλλά ναι, απλά κομμουνιστής όπως το είχε στο μυαλό του. Ο Μίκης ήταν ένα μεγάλο παιδί που ήξερε Ιστορία έχοντας καθαρή την εθνική συνείδηση. Αυτό τον έσωνε από πολλά. Ασυμβίβαστος εξαρχής και κακοπάθησε από κάποιους ηλίθιους δήθεν εθνικόφρονες που τον εδίωκαν τότε. Το πόσο ηλίθιοι ήσαν αρκεί να κάνει κανείς την υπόθεση εργασίας αν τον εξόντωναν τότε τι θα ήταν μουσικά η Ελλάς σήμερα. Μόνο μουσικά διότι στο πολιτικό του έργο υπάρχουν ανάλογα και μεγαλύτερα αναστήματα της εποχής του. Και δεν ομιλούμε μόνο για στελέχη της χούντας. Οι μετεμφυλιακές διώξεις της τάχα και δημοκρατίας ήσαν χειρότερες. Μνήμη ιστορική έχουμε.
Ο Μίκης έβλεπε σαν περισκόπιο πολλούς πήχεις παραπάνω. Ο Μάνος οργιές. Τώρα θα αλληλοσυμπληρώνονται στην αιωνιότητα. Η τεράστια προσφορά που πέτυχε ο Θεοδωράκης στον τόπο ήταν να περιλούσει με την ποίηση κυρίως της περίφημης γενιάς του ’30 που μούχλιαζε στα ερμάρια των αυστηρών Γυμνασίων τη μεταπολεμική Ελλάδα και να την τοποθετήσει στα στόματα και τις καρδιές των συμπατριωτών του έως σήμερα και στο διηνεκές. Ο Σεφέρης που τον συνάντησε στο Λονδίνο ήταν επιφυλακτικός. Ο Ελύτης προσήλθε μόνος του και του έδωσε το Άξιον Εστί. Ο πρώτος σαν χοντρουλός αστείος μπόγος μπήκε κάτω από τον καναπέ και του εμπιστεύτηκε βγάζοντας από κει κάτω τα σκονισμένα του έργα μα σύντομα μάλλον το μετάνιωσε για τα… εμβατήρια που έγραφε, όπως θυμωμένα του είπε μετά. Έπρεπε να επακολουθήσει μια βόλτα μαζί του στις τότε μπουάτ της Πλάκας για να αντιληφθεί στο τέλος της ζωής του το λάθος, ακούγοντας το «Πήραμε τη ζωή μας. Λάθος» στην «Άρνηση». Η διήγηση έχει ως πηγή τον ίδιο τον συνθέτη. Είναι μεγάλη ευλογία οι πηγές που μας άφησε και η Ιστορία γράφεται με τις πηγές και όχι με τους τζιτζιφιόγκους εθνομηδενιστές τους οποίους πολέμησε ο Θεοδωράκης με αποκορύφωμα την κεντρική συμμετοχή του στο συλλαλητήριο για τις Πρέσπες στο Σύνταγμα. Παίρνοντας σαφή απέναντι θέση εναντίον του δήθεν ομοϊδεάτη του Τσίπρα ξεστομίζοντας αδίστακτα λόγια βαριά κατά της αριστερής προδοσίας που τώρα πλέον γνωρίζουμε ότι δεν έχει προσανατολισμό πολιτικό, ικανοποίησε τους Έλληνες και λύσσαξε τους ανθέλληνες.
Ως μικρό παιδί που παρέμενε δεν δίστασε να παραπονεθεί στον Θεό όταν πέθανε ο αγαπημένος του αδερφός λέγοντάς του «Αφού μου τον πήρες τόσο νωρίς και άδικα κι εγώ δεν το θέλω το ταλέντο που μού έδωσες και σταματώ να γράφω». Έκτοτε, πράγματι σχεδόν σταμάτησε. “Ώστε άθεος δεν ήτανε θαρρώ”. Βλασφημία θα πουν πολλοί. Όσο βλασφημία ήταν και το παράπονο του Μακρυγιάννη που πήγε στην εικόνα του Αγίου έφηβος να του παραπονεθεί που τον ξυλοφόρτωσαν σαν γομάρι. Όχι, ο Μίκης ήταν και έντιμος και Έλληνας και γνήσιος και πιστός. Πληθωρικός. Υπερβατικός. Μόνο που την πίστη δεν την είδε σχεδόν ποτέ καθαρά. Τα πρώτα του μαθήματα τα πήρε από τη γιαγιά του και η σχέση του με την ψαλτική άμεση. Ανέλκυε δηλαδή τόνους μουσικά θησαυρίσματα από το θησαυροφυλάκιο της Ελληνικής μουσικής Παράδοσης τα οποία στη συνέχεια με τη νοημοσύνη και διαίσθηση που διέθετε τα μεταποιούσε πρωτότυπα σε λαϊκά άσματα απείρου τεχνικής μαεστρίας με το χαρακτηριστικό ρυθμικό του τέμπο. Ο ίδιος στο «Καλλιτεχνικό Καφενείο» του Μίμη Πλέσσα θα πει το αμίμητο «Στην Ελλάδα αισθάνομαι σαν τάνκερ μέσα στη λίμνη των Ιωαννίνων»! Όχι λόγω έπαρσης αλλά διότι έλεγε την αλήθεια. Τα αριστερά στερεότυπα όμως όσο κι αν συχνά τα υπερπηδούσε, τον εμπόδιζαν να δει την αληθινή πίστη και όσο κι αν με λανθάνοντα τρόπο υπηρέτησε την Αλήθεια, δεν μπόρεσε να τη δει ορθόδοξα.
Είθε το Μέγα Έλεος του Πανάγαθου Τριαδικού Θεού στο οποίο όλοι τελικά προσβλέπουμε, να τον σκεπάσει με το Φως Του που για έναν αιώνα σχεδόν αποζητούσε, και να βρει την ανάπαυση που του πρέπει. Αιωνία αυτού η μνήμη.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΝΔΙΑΝΟΥ ΣΑΡΑΝΤΙΔΗ