Η Παναγία φρονηματίζει τον βλάσφημον
Η λέξη βλασφημία σημαίνει βλάπτω την φήμη. Στην προκειμένη περίπτωση βλάπτω τη φήμη του Θεού. Δηλαδή βλασφημία δεν είναι μόνο το ότι υβρίζουμε τον Θεό και την Παναγία μας η τους Αγίους, αλλά βλασφημούμε και με τα έργα μας… Όταν π.χ. ο Θεός έδωσε μία εντολή «μη κλέβης» και εμείς κλέβουμε η αγάπα τον πλησίον σου και εμείς τον μισούμε στην ουσία βλασφημούμε, δηλαδή βλάπτουμε αυτά που είπε ο Θεός ιδιαίτερα.
- Αυτός που απορρίπτει τα Μυστήρια της Εκκλησίας, τα οποία επιτελούνται από το Άγιο Πνεύμα, βλασφημεί το Άγιο Πνεύμα. Και ως γνωστόν, η βλασφημία του Αγίου Πνεύματος, δεν συγχωρείται στον αιώνα των αιώνων.
- Ο πρώτος που βλασφήμησε το Θεό, ήταν ένας Εβραίος κατά την επιστροφή των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο στη γη της επαγγελίας. Αυτοί που τον άκουσαν, ενημέρωσαν τον Μωϋσή, ο οποίος δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνη, διότι στον Δεκάλογο ο Θεός δεν είχε αναφέρει για την βλασφημία. Ο Μωϋσής τότε ρώτησε τον Θεό, τι να τον κάνουν αυτόν τον άνθρωπο, και η απάντηση ήταν· να τον λιθοβολήσουν! Και τον λιθοβόλησαν.
- Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρομοιάζει τον βλάσφημο με όνο.
«Με όνο μοιάζει ο βλάσφημος, που έπεσε, γιατί δεν μπορούσε να βαστάσει το φορτίο του θυμού του.
Πλησίασε και σήκωσέ τον και δια των λόγων και δια των έργων, και μ’ επιείκεια και με σφοδρότητα, ας είναι ποικίλο το φάρμακο της θεραπείας».
(Απ. την Α Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΝΔΡΙΑΝΤΑΣ»)
- Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα διδασκαλίας, για να μη βλασφημούμε αναφέρεται από ένα βλάσφημο στρατιωτικό, που διηγείται ο ίδιος.
«Ήμουν ανθυπασπιστής στο τάγμα της Κορέας. Δεν πίστευα πουθενά, παρά μόνο στη δύναμη των βαρέων όπλων που κατεύθυνα. Επί πλέον ήμουν αδιόρθωτα βλάσφημος. Όλες οι βλασφημίες μου συγκεντρώνονταν στην Παναγία. Όσοι με άκουγαν ανατριχίαζαν. Οι φαντάροι μου έκαναν τον σταυρό τους, για να μη τους βρη κακό. Οι ανώτεροί μου διαρκώς με παρατηρούσαν και με τιμωρούσαν. Ώσπου μία νύχτα έζησα ένα ολοφάνερο θαύμα.
Ξημέρωνε η 7η Απριλίου 1951. Με τη διμοιρία μου είχα καταλάβει μία πλαγιά σε ύψωμα κοντά στον 38ο παράλληλο. Μέχρι τα ξημερώματα έμεινα άγρυπνος στο όρυγμά μου μαζί με τον στρατιώτη Σταύρο Αδαμάκο. Όταν ρόδιζε η αυγή, οπότε δεν υπήρχε φόβος αιφνιδιασμού, αποκοιμήθηκα. Είδα τότε ένα όνειρο που με συνετάραξε:
Μία γυναίκα στα μαύρα ντυμένη, με αγνή ομορφιά και γλυκύτατη φωνή, με πλησιάζει και με ρωτά ακουμπώντας το χέρι στον ώμο μου: – θέλεις να βρίσκωμαι κοντά σου Χρήστο;
Ένοιωσα τότε μία βαθειά αγαλλίαση. – Και ποιά είσαι συ; τη ρώτησα. Τότε εκείνη άλλαξε έκφραση και με παρατήρησε αυστηρά: – Γιατί, Χρήστο, διαρκώς με βρίζεις;
— Πρώτη φορά σε βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πως είναι δυνατό να βρίζω μία άγνωστή μου;
– Ναι, Χρήστο, επέμεινε εκείνη πιο αυστηρά. Με βρίζεις. Εγώ όμως είμαι πάντα κοντά σε σένα και σ’ όλους τους στρατιώτες του τάγματος. Γιατί δεν πηγαίνετε στο Πουσάν, ν’ ανάψετε κεριά στ’ αδέλφια σας, που έχουν ταφή εκεί; Μ’ αυτή τη φράση ξύπνησα τρομαγμένος. Ο Σταύρος δίπλα μου με κοίταζε σαστισμένος. – Κύριε ανθυπασπιστά, κάτι έχεις, μου είπε. Βογκούσες και παραμιλούσες στον ύπνο σου. Του διηγήθηκα το όνειρό μου και καταλήξαμε πως ήταν αποτέλεσμα κοπώσεως και συζητήσεων γύρω από τους νεκρούς του Πουσάν.
Ενώ όμως λέγαμε αυτά, ξαναβλέπω τη γυναίκα του ονείρου μου μπροστά μου. — Αδαμάκο! βάζω μία φωνή. Η γυναίκα… Αυτή… Να… τη βλέπεις; Εκείνος προσπαθούσε να με καθησυχάση, αλλά που εγώ! Η μαυροφορεμένη γυναίκα με την αγνή ομορφιά και τη γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου και μου είπε:
– Μη φοβάσαι… Μη φοβάσαι, παιδί μου. Είμαι η Παναγία. Σας προστατεύω όλους παντού και πάντοτε. Αλλά θέλω από σένα να μη με βρίσης ούτε στις δυσκολώτερες στιγμές της ζωής σου. Πέφτω αμέσως ταραγμένος να φιλήσω τα πόδια της. Εκείνη όμως είχε γίνει άφαντη. Έκλαψα τότε απ’ τα βάθη της καρδιάς μου ένα κλάμα ανακουφίσεως και χαράς, εγώ που δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου».
(Από τις Εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου)