Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

''Ο Μέγας Βασίλειος σκιαγραφώντας την εκκλησιαστική κατάσταση που εδημιούργησε η επί σαράντα έτη κυριαρχήσασα, και διοικητικά, αίρεση του Αρείου λέγει:«Καταπεφρόνηται τα των Πατέρων δόγματα, αποστολικαί παραδόσεις εξουθένηνται, νεωτέρων ανθρώπων εφευρέματα ταις Εκκλησίαις εμπολιτεύεται· τεχνολογούσι λοιπόν, ου θεολογούσιν οι άνθρωποι· η του κόσμου σοφία τα πρωτεία φέρεται παρωσαμένη το καύχημα του Σταυρού. Ποιμένες απελαύνονται, αντεισάγονται δε λύκοι βαρείς διασπώντες το ποίμνιον του Χριστού»''

Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ  ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΒΑΡΒΑΡΗ

(Όπως ακριβώς δημοσιεύθηκε αυτούσια τον Απρίλιο του 2011 στο 18ο Τεύχος του Περιοδικού «ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ»)


ΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΑΜΗΝ.


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2011
  


«Βαδίζοντες την απλανή και ζωηφόρον οδόν, οφθαλμόν μεν εκκόψωμεν σκανδαλίζοντα, μη τον αισθητόν, αλλά τον νοητόν. Οίον εάν ο Επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος οι όντες οφθαλμοί της Εκκλησίας κακώς αναστρέφωνται, χρη αυτούς εκβάλλεσθαι. Συμφέρον γαρ εστιν άνευ αυτών συναθροίζεσθαι εις ευκτήριον οίκον, ή μετ’αυτούς εμβληθήναι, ως μετά Άννα και Καϊάφα εις την γένναν του πυρός...»  (Μ. Αθανασίου P.G. 27, 1369)




Προς
Τον Μακαριώτον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών κ. Ιερώνυμον και την Δ.Ι.Σ.



Μακαριώτατε και Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί.


Όσοι με τη Χάρη του Θεού ανατραφήκαμε με ευσεβή δόγματα και ακολουθούμε σε όλατην Μία, Αγία, Καθολική, και Αποστολική Εκκλησία πιστεύουμε ότι:
Η μοναδική οδός σωτηρίας των ανθρώπων(1) είναι η πίστη στην Αγία Τριάδα, στο έργοκαι στη διδασκαλία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τα συνεχιζόμενα εις το σώμα Αυτού, την Αγία Εκκλησία.
Ο Χριστός είναι το μόνο αληθινό φως.(2) Δεν υπάρχουν άλλα φώτα για να μας φωτίσουν, ούτε άλλα ονόματα που μπορούν να μας σώσουν· «Ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία· ουδέ γαρ όνομα εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις, εν ω δει σωθήναι ημάς».(3)

Όλα τα άλλα πιστεύματα, όλες οι θρησκείες, που αγνοούν και δεν ομολογούν τον Χριστό «εν σαρκί εληλυθότα»,(4) είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα και έργα του Διαβόλου,(5) δεν οδηγούν στην αληθινή θεογνωσία και στην δια του θείου βαπτίσματοςαναγέννηση, αλλά πλανούν τους ανθρώπους και τους οδηγούν στην απώλεια.
Οι Χριστιανοί πιστεύοντες εις την Αγία Τριάδα, δεν έχουμε τον ίδιο Θεό με καμμία άλληθρησκεία· ούτε με τις λεγόμενες μονοθεϊστικές θρησκείες, τον Ιουδαϊσμό και τον Μωαμεθανισμό, οι οποίες δεν πιστεύουν στην Αγία Τριάδα.

Επί δύο χιλιάδες χρόνια η ιδρυθείσα από τον Χριστό και καθοδηγούμενη από το ΆγιοΠνεύμα Εκκλησία, έμεινε σταθερή και ακλόνητη στην διδαχθείσα από τον Χριστό, παραδοθείσα από τους Αγίους Αποστόλους και φυλαχθείσα από τους Αγίους Πατέρες σωτηριώδη Αλήθεια. Δεν κάμφθηκε από τους σκληρούς διωγμούς των Ιουδαίων αρχικάκαι των ειδωλολατρών στη συνέχεια κατά τους τρεις πρώτους αιώνες· ανέδειξε πλήθος μαρτύρων και εξήλθε νικήτρια, αποδείξασα την θεϊκή της προέλευση.

Όπως λέγει θαυμάσια ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος «Ουδέν Εκκλησίαςδυνατώτερον... Άνθρωπον εάν πολεμής, ή ενίκησας ή ενικήθης, εκκλησίαν δε εάν πολεμής, νικήσαί σε αμήχανον· ο Θεός γαρ εστιν ο πάντων ισχυρότερος».(6)
Και πάλιν: «Εκκλησίας ουδέν ίσον. Μη μοι λέγε τείχη και όπλα· τείχη γαρ τω χρόνω παλαιούνται, η Εκκλησία δε ουδέποτε γηρά. Πόσοι επολέμησαν την Εκκλησίαν και οι πολεμήσαντες απώλοντο. Αύτη δε υπέρ τον ουρανόν αναβέβηκε. Τοιούτον έχει μέγεθος η Εκκλησία· πολεμουμένη νικά· επιβουλευομένη περιγίγνεται· υβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται· δέχεται τραύματα και ου καταπίπτει υπό των ελκών· κλυδωνίζεται αλλ’ ου καταποντίζεται· χειμάζεται αλλά ναυάγιον ουχ υπομένει· παλαίει αλλ’ ουχ ηττάται· πυκτεύει αλλ’ ου νικάται».(7)

Μετά την κατάπαυση των διωγμών και τον θρίαμβο της Εκκλησίας επί των εξωτερικών εχθρών, των Ιουδαίων δηλαδή και των ειδωλολατρών, πληθύνθηκαν και ενδυναμώθηκανοι εσωτερικοί εχθροί της Εκκλησίας. Εμφανίσθηκαν οι ποικίλες αιρέσεις, οι οποίες επεχείρησαν να ανατρέψουν και να νοθεύσουν την «άπαξ παραδοθείσα πίστη»,(8) ώστε οι πιστοί να πάθουν σύγχυση και να ατονήσει η εμπιστοσύνη τους στην ευαγγελική αλήθειακαι στα παραδεδομένα.
Ο Μέγας Βασίλειος σκιαγραφώντας την εκκλησιαστική κατάσταση που εδημιούργησε η επί σαράντα έτη κυριαρχήσασα, και διοικητικά, αίρεση του Αρείου λέγει:«Καταπεφρόνηται τα των Πατέρων δόγματα, αποστολικαί παραδόσεις εξουθένηνται, νεωτέρων ανθρώπων εφευρέματα ταις Εκκλησίαις εμπολιτεύεται· τεχνολογούσι λοιπόν, ου θεολογούσιν οι άνθρωποι· η του κόσμου σοφία τα πρωτεία φέρεται παρωσαμένη το καύχημα του Σταυρού. Ποιμένες απελαύνονται, αντεισάγονται δε λύκοι βαρείς διασπώντες το ποίμνιον του Χριστού».(9)

Ό,τι έγινε με τους εξωτερικούς εχθρούς, τις θρησκείες, συνέβη και με τους εσωτερικούς, τις αιρέσεις. Η Εκκλησία δια μεγάλων και φωτισμένων Αγίων Πατέρων οριοθέτησε και περιχαράκωσε την Ορθόδοξη Πίστη με αποφάσεις Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων για συγκεκριμένες αμφισβητούμενες διδασκαλίες, αλλά και με την συμφωνία των Πατέρων (consensus Patrum) για το σύνολο των θεμάτων της πίστεως. Είμαστε πλέον ασφαλείς, όταν ακολουθούμε τους Αγίους Πατέρες και δεν μετακινούμε τα όρια που εκείνοι έθεσαν. Το «επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι» και το «μη μεταίρειν όρια α έθεντο οι Πατέρες ημών» αποτελούν σταθερή γραμμή πορείας και ασφαλιστική δικλείδα της Ορθοδόξου πίστεως και ζωής.
Κατά συνέπειαν οι βασικές θέσεις της Ομολογίας μας είναι οι εξής:




1. Φυλάττουμε αμετακίνητα και απαραχάρακτα όσα αι Σύνοδοι και οι Άγιοι Πατέρες εθέσπισαν. Αποδεχόμαστε όσα εκείνοι αποδέχονται και καταδικάζουμε όσαεκείνοι καταδικάζουν, αποφεύγουμε δε και διακόπτουμε την κοινωνία και επικοινωνία μεόσους καινοτομούν εις τα της πίστεως.
«Κρατώμεν της ομολογίας, ην παρελάβομεν άδολον παρά τηλικούτων ανδρών αποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμόν ως υπαγόρευμα του διαβόλου. Ο δεχόμενος νεωτερισμόν κατελέγχει ελλιπή την κεκηρυγμένην Ορθόδοξον  Πιστιν. Αλλ’ αύτη πεπληρωμένη ήδη εσφράγισται, μη επιδεχομένη μήτε μείωσιν μήτε αύξησιν, μήτε αλλοίωσιν ην τινα ουν και ο τολμών ή πράξαι ή συμβουλεύσαι ή διανοηθήναι τούτο ήδη ηρνήθη την πίστιν του Χριστού, ήδη εκουσίως καθυπεβλήθη εις το αιώνιον ανάθεμα, δια το βλασφημείν εις το Πνεύμα το Άγιον, ως τάχα μη αρτίως λαλήσαν εν ταις Γραφαίς και Οικουμενικαίς Συνόδοις». (10)

Εμείς ούτε προσθέτουμε, ούτε αφαιρούμε κάποια διδασκαλία, ούτε την μεταβάλλουμε.«Ουδέν αφαιρούμεν ουδέ προστίθεμεν, αλλά πάντα τα της καθολικής Εκκλησίας αμείωτα διαφυλάττομεν... απάσας τας εκκλησιαστικάς εγγράφως ή αγράφως τεθεσπισμένας ημίν παραδόσεις ακαινοτομήτως φυλάττομεν... Τούς ουν τολμώντας ετέρως φρονείν ή διδάσκειν ή κατά τούς εναγείς αιρετικούς τας εκκλησιαστικάς παραδόσεις αθετείν και καινοτομίαν τινά επινοείν... της κοινωνίας αφορίζεσθαι»,(11) αλλά και αναθεματίζομεν.

Μάλιστα ο θεοφόρος Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας, σε Επιστολή του στον ΆγιοΠολύκαρπο Σμύρνης γράφει: «Πας ο λέγων παρά τα διατεταγμένα, καν αξιόπιστος η, καν νηστεύη, καν παρθενεύη, καν σημεία ποιή, καν προφητεύη, λύκος σοι φαινέσθωεν προβάτου δορά προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος». (12)

Ο δε Άγιος Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το του Αποστόλου Παύλου, «ει τις ευαγγελίζεται υμίν παρ’ ο παρελάβετε, ανάθεμα» παρατηρεί ότι ο Απόστολος «ουκ είπε εάν εναντία καταγγέλλωσιν ή το παν ανατρέπωσιν, αλλά καν μικρόν τι ευαγγελίζωνται παρ’ο παρελάβετε, καν το τυχόν παρακινήσωσιν, ανάθεμα έστωσαν».(13)

Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, ανακοινώνοντας τις αποφάσεις της εναντίον των εικονομάχων προς τους κληρικούς της Κωνσταντινουπόλεως γράφει:
«Τη παραδόσει της Καθολικής Εκκλησίας εξηκολουθήσαμεν και ούτε ύφεσιν ούτε πλεονασμόν εποιησάμεθα, αλλ’ αποστολικώς διδαχθέντες, κρατούμεν τας παραδόσεις αςπαρελάβομεν, πάντα αποδεχόμενοι και ασπαζόμενοι όσα περ η Αγία Καθολική Εκκλησία αρχήθεν των χρόνων αγράφως και εγγράφως παρέλαβεν... Η γαρ αληθινή της Εκκλησίαςκαι ευθυτάτη κρίσις καινουργείσθαι εν αυτή συγχωρεί ουδέν, ούτε αφαίρεσιν ποιείσθαι.Ημείς τοιγαρούν πατρώοις νόμοις επόμενοι, παρά του ενός Πνεύματος λαβόντες χάριν,ακαινοτομήτως και αμειώτως πάντα τα της Εκκλησίας εφυλάξαμεν».(14)

Ακόμη, μετά των Αγίων Πατέρων και των Συνόδων απορρίπτουμε και αναθεματίζουμε όλες τις αιρέσεις και τα σχίσματα που παρουσιάσθηκαν μέχρι και σήμερα, κατά τηνιστορική διαδρομή της Εκκλησίας.
Από τις παλαιές αιρέσεις που επιβιώνουν μέχρι σήμερα καταδικάζουμε τον Μονοφυσιτισμό, τον ακραίο του Ευτυχούς και τον μετριοπαθή του Σεβήρου και Διοσκόρου, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Δ’ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδουκαι την χριστολογική διδασκαλία μεγάλων Αγίων Πατέρων και Διδασκάλων, όπως τουΑγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, του Μεγάλου Φωτίου και των ύμνων της λατρείας.



2. Διακηρύσσουμε ότι ο Παπισμός είναι αίρεσις, καθώς  και μήτρα αιρέσεων και πλανών· η διδασκαλία του Filioque, της εκπορεύσεως δηλαδή του Αγίου Πνεύματος καιεκ του Υιού, είναι αντίθετη προς όσα ο ίδιος ο Χριστός εδίδαξε περί του ΑγίουΠνεύματος. Σύνολος ο χορός των Πατέρων και σε Συνόδους και ξεχωριστά θεωρούν τον Παπισμό αίρεση, διότι εκτός του Filioque παρήγαγε πλήθος άλλων πλανών, όπως το πρωτείο και το αλάθητο του πάπα, τα άζυμα, το καθαρτήριο πυρ, την άσπιλο σύλληψη της Θεοτόκου, την κτιστή Χάρη, την εξαγορά των αφέσεων (indulgentiae), την βλάσφημη θεωρία του Ανσέλμου περί «θείας ικανοποιήσεως»· άλλαξε όλη σχεδόν την διδασκαλία και πράξη για το Βάπτισμα, το Χρίσμα, την Θεία Ευχαριστία και τα άλλα μυστήρια και μετέτρεψε την Εκκλησία σε κοσμικό κράτος.

Ο σημερινός Παπισμός παρεξέκλινε πολύ περισσότερο του μεσαιωνικού Παπισμού απότην διδασκαλία της Εκκλησίας, ώστε δεν αποτελεί πλέον συνέχεια της αρχαίας ΔυτικήςΕκκλησίας.
Εισήγαγε πλήθος νέων υπερβολών στην «Μαριολογία», όπως την διδασκαλία περί της Θεοτόκου ως «συλλυτρώτριας» (corredemptrix) του ανθρωπίνου γένους.
Ενίσχυσε την «Χαρισματική Κίνηση» πεντηκοστιανικών ομάδων, δήθεν πνευματοκεντρικών.
Υιοθέτησε ανατολικές πνευματικές μεθόδους προσευχής και διαλογισμού.
Εισήγαγε νέες καινοτομίες στη Θεία Λατρεία, όπως τους χορούς και τα μουσικά όργανα.
Εσυντόμευσε και ουσιαστικά κατέστρεψε την Θεία Λειτουργία. Στον χώρο του Οικουμενισμού έθεσε τις βάσεις για την Πανθρησκεία με την Β’ Βατικάνειο Σύνοδο,αναγνωρίζοντας την «πνευματική ζωή» των αλλοθρήσκων.
Εξακολουθεί να στηρίζει την «Ουνία», αυτήν την καρικατούρα της Ορθοδοξίας, με τηνοποία ως δούρειο ίππο εξαπατά και προσηλυτίζει πιστούς,  διαψεύδοντας έτσι πανηγυρικά τις δήθεν ειλικρινείς προθέσεις της για ένωση.
Γενικώς υπάρχει ριζική αλλαγή του Παπισμού και στροφή προς τον Προτεσταντισμό μετά την Β’ Βατικάνειο Σύνοδο, ως και υιοθέτηση διαφόρων "πνευματικών" κινημάτων της «Νέας Εποχής».
Κατά τον Άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, τον Μυσταγωγό, ο Παπισμός προκάλεσε στηνΕκκλησία μεγαλύτερη ζημία από όση προκάλεσαν όλες μαζί οι αιρέσεις και τα σχίσματα.

Οι Ορθόδοξοι είχαμε κοινωνία με τους προ του σχίσματος πάπες και πολλούς πάπες τους εορτάζουμε ως αγίους. Όμως οι μετά το σχίσμα πάπες είναι αιρετικοί και αντίχριστοι, σύμφωνα και με τα λόγια του μεγάλου και σύγχρονου Αγίου μας Κοσμά του Αιτωλού.(15)
Έπαυσαν να είναι διάδοχοι στον θρόνο της Ρώμης, δεν έχουν αποστολική διαδοχή,επειδή δεν έχουν την πίστη των Αποστόλων και των Πατέρων. Δια τον λόγο αυτόν τονεκάστοτε πάπα «ου μόνον ου κοινωνικόν έχομεν, αλλά και αιρετικόν αποκαλούμεν».
Και όπως λέγει ο Άτλας της Ορθοδοξίας Μάρκος ο Ευγενικός«Ημείς δι’ ουδέν άλλο απεσχίσθημεν των Λατίνων, αλλ’ ή  ότι εισίν ου μόνον σχισματικοί, αλλά και αιρετικοί».(16) 

Λόγω όλων αυτών των αιρέσεων και βλασφημιών ιδιαιτέρως εναντίον του ΑγίουΠνεύματος με την διδασκαλία περί του Filioque, έχασαν το Άγιο Πνεύμα, και όλα σ’ αυτούς είναι αχαρίτωτα. Κανένα μυστήριό τους δεν είναι έγκυρο σύμφωνα με την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων και κατά τον Άγιο Συμεών«Βλασφημούσιν άρα οι καινοτόμοι και πόρρω του Πνεύματος εισι, βλασφημούντες κατά του Αγίου Πνεύματος, και ουκ εν αυτοίς όλως το Πνεύμα το Άγιον· διο και τα αυτών αχαρίτωτα, ως την χάριν του Πνεύματος αθετούντων και υποβιβαζόντων αυτό... διο και το Πνεύμα ουκ εν αυτοίς το Άγιον, και ουδέν πνευματικόν εν αυτοίς και καινά πάντα και εξηλλαγμένα τα εναυτοίς και παρά την θείαν παράδοσιν».(17)



3. Τα ίδια ισχύουν, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, για τον Προτεσταντισμό, ο οποίος ωςτέκνο του Παπισμού κληρονόμησε πολλές αιρέσεις, προσέθεσε δε πολύ περισσότερες· απορρίπτει την Παράδοση δεχόμενος μόνον την Αγία Γραφή (Sola Scriptura), την οποία παρερμηνεύει, καταργεί την Ιερωσύνη ως ειδική μυστηριακή Χάρη, την τιμή των Αγίων και των  ιερών εικόνων, υποτιμά το πρόσωπο της Θεοτόκου,απορρίπτει τον Μοναχισμό· από τα Άγια Μυστήρια δέχεται μόνον το Βάπτισμα και την Θεία Ευχαριστία, αλλοιώνοντας και σ’ αυτά την διδασκαλία και την πράξη τηςΕκκλησίας, διδάσκει τον απόλυτο προορισμό (Καλβινισμός) και την εκ της πίστεως μόνον δικαίωση, εσχάτως δε η «προοδευτική» του μερίς εισήγαγε την «ιερωσύνη» των γυναικών και τον γάμο των ομοφυλοφίλων, τους οποίους δέχονται και στην «ιερωσύνη». Κυρίως όμως στερείται εκκλησιολογίας, διότι δεν υπάρχει η έννοια της Εκκλησίας,όπως την κατανοεί η Ορθόδοξη Παράδοση.



4. Ο μόνος τρόπος για να αποκατασταθεί η κοινωνία μας με τους πάσης φύσεως αιρετικούς είναι μόνον η εκ μέρους τους αποκήρυξη της πλάνης και η μετάνοια,ώστε να μπορέσει να υπάρξει αληθινή ένωση και ειρήνη· ένωση με την αλήθεια και όχιμε την πλάνη και την αίρεση.
Για την ενσωμάτωση των αιρετικών στην Εκκλησία η κανονική ακρίβεια απαιτεί την δια του Βαπτίσματος αποδοχή τους. Το προηγούμενο «βάπτισμά» τους, τελούμενο εκτός τηςΕκκλησίας, χωρίς την τρισσή κατάδυση και ανάδυση του βαπτιζομένου εντός του δι’ ειδικής ευχής ηγιασμένου ύδατος και από μη Ορθόδοξο ιερέα, δεν θεωρείται καν βάπτισμα· στερείται της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία δεν υπάρχει στα σχίσματα και στις αιρέσεις, και επομένως δεν έχομε τίποτε κοινό που να μας ενώνει,όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος
«Οι δε της Εκκλησίας αποστάντες ουκέτι έσχον την χάριν του Αγίου Πνεύματος εφ’ εαυτοίς· επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν... οι δεαπορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον τηνεξουσίαν, ουκέτι δυνάμενοι χάριν Πνεύματος Αγίου παρέχειν, ης αυτοί εκπεπτώκασιν».(18)

Είναι γι’ αυτό αθεμελίωτη και μετέωρη η νέα προσπάθεια των Οικουμενιστών να προβάλουν την θέση ότι έχουμε κοινό βάπτισμα με τους αιρετικούς, και επάνω στηνανύπαρκτη βαπτισματική ενότητα να στηρίξουν την ενότητα της Εκκλησίας, η οποίαδήθεν υπάρχει όπου υπάρχει βάπτισμα.(19)
Στην Εκκλησία όμως εισέρχεται κανείς και γίνεται μέλος της όχι με το οιοδήποτε βάπτισμα αλλά με το ένα και ενιαίως τελούμενο βάπτισμα από ορθοδόξους ιερείς έχοντας ακώλυτον την Ιερωσύνη της Εκκλησίας. Παραμένει δε στην συνέχεια ως μέλος Της εφ’ όσον τηρεί απαρασάλευτα όλες τις διδασκαλίες και αποφάσεις της, μη προσθέτοντας μηδέ αφαιρώντας, το παραμικρόν.



5. Εφ’ όσον οι αιρετικοί εξακολουθούν να παραμένουν στην πλάνη, αποφεύγουμετην μετ’ αυτών κοινωνία, ιδιαίτερα τις συμπροσευχές. Οι ιεροί κανόνες  στο σύνολό τους απαγορεύουν όχι μόνο τα συλλείτουργα και τις εντός των ναών συμπροσευχές,αλλά και τις απλές συμπροσευχές σε ιδιωτικούς χώρους.
Η αυστηρή δε αυτή στάση της Εκκλησίας απέναντι στους αιρετικούς προέρχεται από αληθινή αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον για την σωτηρία τους και από ποιμαντική μέριμνα να μην παρασυρθούν οι πιστοί στην αίρεση. Δια τούτο μισανθρωπίαν ονομάζει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής την αδιαφορία μας προς τους αιρετικούς:
«Ου θέλων δε τούς αιρετικούς θλίβεσθαι, ουδέ χαίρων τη κακώσει αυτών, γράφω ταύτα, μη γένοιτο, αλλά τη επιστροφή μάλλον χαίρων και συναγαλλόμενος. Τι γαρ τοις πιστοίς τερπνότερον του θεάσθαι τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα, συναγόμενα εις εν... μετά προσεχείας και δοκιμασίας ποιείν τε και ενεργείν τα καλά εις πάντας ανθρώπους, και πάσι πάντα γινομένους, καθώς έκαστος επιδείται υμών, παρακαλών· προς μόνον το καθοτιούν αιρετικοίς συνάρασθαι εις σύστασιν της φρενοβλαβούς αυτών δόξης, σκληρούς παντελώς είναι υμάς και αμειλίκτους βούλομαί τε και εύχομαι. Μισανθρωπίαν γαρ ορίζομαι έγωγε, και αγάπης θείας χωρισμόν, το τη πλάνη πειράσθαι διδόναι ισχύν εις περισσοτέραν των αυτή προκατειλημμένων φθοράν».(20)

Όποιος αγαπά πραγματικά, φανερώνει την αλήθεια, δεν αφήνει τον άλλο στο ψεύδος· διαφορετικά η αγάπη και η μετ’ αυτού ομόνοια και ειρήνη είναι επίπλαστες και ψεύτικες.
Υπάρχει καλός πόλεμος και κακή ειρήνη. «Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού»  λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.(21)
Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνιστά: 
«Ει που την ευσέβειαν παραβλαπτομένην ίδοις, μη προτίμα την ομόνοιαν τηςαληθείας, αλλ’ ίστασο γενναίως έως θανάτου... την αλήθειαν μηδαμού προδιδούς».(22) Και αλλού προτρέπει με έμφαση: 
«Μηδέν νόθον δόγμα τω της αγάπης προσχήματι παραδέχησθε».(23)
Αυτήν την στάση των Πατέρων υιοθέτησε και ο μέγας αγωνιστής και ομολογητής τηςΟρθοδόξου πίστεως απέναντι στους Λατίνους Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, ο οποίος την δική του Ομολογία Πίστεως στην Φλωρεντία κατακλείει δια των εξής: 
«Άπαντες οι της Εκκλησίας διδάσκαλοι, πάσαι αι σύνοδοι και πάσαι αι θείαι Γραφαί φεύγειν τους ετερόφρονας παραινούσι και της αυτών κοινωνίας διΐστασθαι. Τούτων ουν εγώ πάντων καταφρονήσας, ακολουθήσω τοις εν προσχήματι πεπλασμένης ειρήνηςενωθήναι κελεύουσι; Τοις το ιερόν και θείον σύμβολον κιβδηλεύσασι και τον Υιόνεπεισάγουσι δεύτερον αίτιον του Αγίου Πνεύματος; Τα γαρ λοιπά των ατοπημάτων εώ, το γε νυν έχον, ων και εν μόνον ικανόν ην ημάς εξ αυτών διαστήσαι. Μη πάθοιμεν τούτο πότε, Παράκλητε αγαθέ, μηδ’ ούτως εμαυτού των καθηκόντων λογισμών αποπέσοιμι· της δε σης διδασκαλίας και των υπό σου εμπνευσθέντων μακαρίων ανδρών εχόμενος, προστεθείην προς τους εμούς πατέρας, τούτο, ει μη τι άλλο, εντεύθεν αποφερόμενος, την ευσέβειαν».(24)



6. Μέχρι των αρχών του 20ου  αιώνος η Εκκλησία σταθερά και αμετάβλητα είχεαπορριπτική και καταδικαστική στάση έναντι όλων των αιρέσεων, αλλά και των αιρετικώνόπως ακριβώς αυτό διατυπώνεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας που διαβάζεται, από όσους διαβάζεται ακόμα σήμερα, την Κυριακή της Ορθοδοξίας.Αναθεματίζονται όλες οι αιρέσεις, η κάθε μία ξεχωριστά και όλοι οι αιρετικοί, ο καθένας τους ξεχωριστά. Και δια να μη μείνει δε κανείς εκτός του αναθέματος, υπάρχει στο τέλος γενικός αναθεματισμός που ρητά λέγει: «Όλοις τοις αιρετικοίς ανάθεμα».
Δυστυχώς αυτή η ενιαία, σταθερή και αταλάντευτη στάση της Εκκλησίας μέχρι τωναρχών του 20ου αιώνος άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται, μετά την αιρετική εγκύκλιοπου εξαπέλυσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1920 «προς τας απανταχού εκκλησίαςτου Χριστού», η οποία για πρώτη φορά χαρακτηρίζει επισήμως τις αιρέσεις, άκουσον-άκουσον, ως εκκλησίες, που δεν είναι αποξενωμένες από την Εκκλησία, αλλά είναι οικείες και συγγενείς.(!!!) Συνιστούσε να «αναζωπυρωθή και ενισχυθή προ παντός η αγάπη μεταξύ των εκκλησιών, μη λογιζομένας αλλήλας ως ξένας και αλλοτρίας, αλλ’ ωςσυγγενείς και οικείας εν Χριστώ και συγκληρονόμους και συσσώμους της επαγγελίαςτου Θεού εν Χριστώ».(25)  Έτσι μετά την αιρετική αυτή Εγκύγκλιον του ’20 άνοιξε πλέονο δρόμος για να υιοθετηθεί, να διαμορφωθεί και να αναπτυχθεί στο χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας η προτεσταντικής κατ’ αρχήν επινοήσεως, τώρα δε και παπικής αποδοχής, αίρεση του Οικουμενισμού, αυτή η παναίρεση, που υιοθετεί και νομιμοποιεί όλες τις αιρέσεις ως «εκκλησίες» και προσβάλλει το δόγμα της Μιας, Αγίας, Καθολικής καιΑποστολικής Εκκλησίας. Αναπτύχθηκε πλέον, διδάσκεται και επιβάλλεται απόΠατριάρχες, Αρχιεπισκόπους και Επισκόπους νέο δόγμα περί Εκκλησίας, νέαεκκλησιολογία. Σύμφωνα με αυτό καμμία Εκκλησία δεν δικαιούται να διεκδικήσειαποκλειστικά για τον εαυτό της τον χαρακτήρα της καθολικής και αληθινής Εκκλησίας. Κάθε μία είναι ένα κομμάτι, ένα μέρος, όχι ολόκληρη η Εκκλησία. Όλες μαζί αποτελούντην Εκκλησία.
Τοιουτοτρόπως έπεσαν όλα τα όρια που έθεσαν οι Πατέρες· δεν υπάρχει οριοθετικήγραμμή μεταξύ αιρέσεως και Εκκλησίας, μεταξύ αληθείας και πλάνης. Και οι αιρέσεις πλέον είναι «εκκλησίες», πολλές μάλιστα, όπως η παπική, θεωρούνται τώρα ως αδελφές εκκλησίες, στις οποίες από κοινού με εμάς ανέθεσε ο Θεός την φροντίδα για την σωτηρία των ανθρώπων.(26)  Υποστηρίζεται ακόμη δυστυχώς ότι υπάρχει και στις αιρέσεις η Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και το βάπτισμά τους, όπως και όλατα άλλα μυστήρια είναι έγκυρα. Όσοι έχουν βαπτισθή, σε οποιαδήποτε αίρεση και αν ανήκουν, είναι μέλη του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας. Οι αρές και τααναθέματα των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων δεν ισχύουν πια και πρέπει να διαγραφούν από τα λειτουργικά βιβλία. Στεγασθήκαμε μέσα στο «Παγκόσμιο ΣυμβούλιοΕκκλησιών» και ουσιαστικά προδώσαμε -και μόνο με την ένταξη μας- την αλήθεια και την εκκλησιολογική μας αυτοσυνειδησία.
Αφαιρέσαμε το δόγμα περί της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, το δόγμα «εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα».(27)



7. Ο διαχριστιανικός αυτός συγκρητισμός, διευρύνθηκε τώρα και σε διαθρησκειακό συγκρητισμό, ο οποίος εξισώνει όλες τις θρησκείες, με την μοναδική, θεόθεναποκαλυφθείσα από τον Χριστό θεοσέβεια, θεογνωσία και κατά Χριστόν ζωή. Προσβάλλεται επομένως όχι μόνο το δόγμα της Μιας, Αγίας, Καθολικής καιΑποστολικής Εκκλησίας σε σχέση με τις αιρέσεις, αλλά και το θεμελιώδες δόγμα της μοναδικής εν τω κόσμω Αποκαλύψεως και σωτηρίας των ανθρώπων δια Ιησού Χριστού σε σχέση με όλες τις θρησκείες του κόσμου. Είναι η χειρότερη πλάνη, η μεγαλύτερη αίρεση-παναίρεση όλων των αιώνων.



8. Εμείς πιστεύουμε και ομολογούμε ότι μόνον εν τω Ιησού Χριστώ υπάρχει ηδυνατότης σωτηρίας.
Οι θρησκείες του κόσμου και οι αιρέσεις οδηγούν στην απώλεια. Η Ορθόδοξη Εκκλησίαδεν είναι απλώς η αληθής Εκκλησία· είναι η μόνη Εκκλησία. Μόνον αυτή έμεινε πιστή στο Ευαγγέλιο, στις Συνόδους και στους Πατέρες, και συνεπώς μόνον αυτήαντιπροσωπεύει την αληθινή καθολική Εκκλησία του Χριστού. Κατά τον σύγχρονο Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς, ο Οικουμενισμός είναι κοινό όνομα για τις ψευδοεκκλησίες της Δυτικής Ευρώπης. Το κοινό όνομά τους είναι η παναίρεση.(28)
Αυτήν την παναίρεση δυστυχώς, έχουν αποδεχθή συνειδητά, εκ των «ορθοδόξων», άλλοι εμφανώς και άλλοι αφανώς, πολλοί πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί. Την διδάσκουν «γυμνή τη κεφαλή», την εφαρμόζουν και τηνεπιβάλλουν στην πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως με τους αιρετικούς, με συμπροσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων, ποιμαντικές συνεργασίες, θέτοντας έτσιεαυτούς, ουσιαστικώς, εκτός Εκκλησίας του Χριστού.



9.  Εκτός Εκκλησίας όμως θέτουν τους εαυτούς τους και όσοι, πρεσβεύουν  μεν ορθοδόξως, απορρίπτοντας ίσως και καταδικάζοντας μάλιστα και όλα τα ανωτέρω,συνεχίζουν όμως να ακολουθούν όλους αυτούς τους αιρετικούς, έχοντας κοινωνία και  επικοινωνία μαζί τους, μνημονεύοντάς τους επ’ Εκκλησίας, και αναγνωρίζοντάς τους ως κανονικούς επισκόπους και διαδόχους του Χριστού, επειδή δήθεν δεν έγινε ακόμη πλήρως η ένωσις και το  κοινόν ποτήριον, η επειδή δεν κατεδικάσθησαν ακόμη από Οικουμενική  η Τοπική Σύνοδο, η άλλες παρόμοιες καινοφανείς απόψεις και θεωρίες, οι οποίες ουδέποτε ίσχυσαν και εφηρμόσθησαν στην πραγματική Εκκλησία του Χριστού.

Λέγει σχετικά ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης για όλους εκείνους που είχον ορθόδοξο φρόνημα, αλλά κοινωνούσαν με αιρετικούς. Ας σημειωθεί ότι αυτοί οι αιρετικοί δεν είχαν καν ακόμη καταδικασθεί από Σύνοδο:
«Μοιχεία γαρ εστιν ω πανσύνετοι και το της κοινωνίας μετέχειν των αιρετικών... Οι μεν τέλεον περί την πίστιν εναυάγησαν, οι δε ει και τοις λογισμοίς ου κατεποντίσθησαν όμως τη κοινωνία της αιρέσεως συνόλλυνται»(29)  Και ακόμη:
«Φεύγη την αίρεσιν, ήγουν τούς αιρετικούς· του μήτε κοινωνείν αυτοίς μήτε αναφέρειν επί της Θείας Λειτουργίας· ότι μέγισται απειλαί κείνται παρά των αγίων εκφωνηθείσαι τοις συγκαταβαίνουσιν αυτή μέχρι και εστιάσεως... Εχθρούς γαρ Θεού ο Χρυσόστομος ου μόνον τούς αιρετικούς, αλλά και τούς τοις τοιούτοις κοινωνούντας μεγάλη και πολλή τη φωνή απεφήνατο».(30)

Και ο Άγιος Γερμανός ο Νέος:
«Επισκήπτομαι πάσι τοις εν Κυπρω λαϊκοίς όσοι της Καθολικής Εκκλησίας εστέ τέκνα γνήσια, φεύγειν όλω ποδί από των υποπεσόντων ιερέων τη λατινική υποταγή και μηδέ εις Εκκλησίαν τούτοις συνέρχεσθαι, μηδέ ευλογίαν εκ των χειρών αυτών λαμβάνειν την τυχούσαν... ει δε μη την αυτήν υφέξετε μετ’ αυτών κόλασιν».(31) 



10. Και βέβαια αποτέλεσμα όλων αυτών, απόλυτα φυσικόν και κατά πάντα αναμενόμενον, ήτο όλοι αυτοί οι ανωτέρω, να μην μπορέσουν να δουν και αντιληφθούν όλα εκείνα «ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ των ΚΑΙΡΩΝ»  που άφησε ο Κύριός μας(32)  προκειμένου να καταλάβουμε ότι φθάσαμε στο τέλος και ότι ο ίδιος βρίσκεται «εγγύς επί θύραις».(33) 
Όχι δε μόνον εστάθει αδύνατον, να αντιληφθούν πρώτοι, ως είχον χρέος και καθήκον, οι φύσει και θέσει φρουροί και ταγοί της Εκκλησίας μας, όλα εκείνα τα «Σημεία» που άφησε ο Κύριός μας, αλλά και απέστρεψαν τους οφθαλμούς και τα ώτα, σε όσα στοιχεία και αποδείξεις παραθέσαμε μέσα εις το ταπεινόν μας βιβλίον «Ο Αντίχριστος Ήλθεν 1983, 2013» προβαίνοντας μάλιστα επίσημα και σε καταδίκη του, ως περιέχοντας  δήθεν πλήθος «κακοδοξίες και πλάνες» άνευ μάλιστα ουδεμίας αποδείξεως, μέχρι και σήμερα.
Τούτο καθ’ ημάς θεωρείται και είναι ατράνταχτο «Σημείο» το οποίον μας δίνει το δικαίωμα, έχοντας κατά νουν και όλα τα άλλα ανωτέρω και γνωρίζοντας όλους αυτούς πολύ καλώς, να υποθέσουμε και να πούμε μετά μεγάλης βεβαιότητος ότι, δεν αποκλείεται πλέον καθόλου, κάποιοι εξ αυτών, εκτός και όλων των άλλων πιθανών λόγων, να είναι ενεργά και συνειδητά όργανα του Αντιχρίστου και των σκοτεινών Δυνάμεων, που προετοιμάζουν πυρετωδώς την παγκόσμια κυβέρνηση και κυριαρχία του που έρχεται πολύ σύντομα, παραδίδοντας μάλιστα αυτοί οι ίδιοι τα λογικά πρόβατα της ποίμνης του Χριστού εις τας χείρας του Αντιχρίστου, ως προφητεύουν καλώς πολλοί Άγιοι της Ορθοδοξίας μας. 
Και βέβαια, έτσι τελικά εξηγείται διατί σιωπούν και δεν ομιλούν, αλλά αδιαφορούν και τηρούν σιγήν ιχθύος παντού, κυνηγώντας και διώκοντας ταυτόχρονα όσους προσπαθούν να πουν την αλήθεια και να ενημερώσουν τους πιστούς, για όλα αυτά τα καίρια και σημαντικά θέματα της Πίστεώς μας.
Ο λόγος πλέον ακόμη και για τους «τυφλούς» είναι προφανής. Θέλουν να αποκοιμίσουν και να αποπροσανατολίσουν τους πιστούς, ώστε να μην μπορέσουν να ξυπνήσουν και να αντιληφθούν τι συμβαίνει και τι γίνεται πραγματικά γύρω τους. Όντως λοιπόν, κατά το πατερικόν λόγιον, «οι ποιμένες του αιώνος τούτου λύκοι γεγόνασιν».
«Και γαρ δια τούτο εισιν οι επίσκοποι και τα τάγματα των πρεσβυτέρων και διακόνων δια το διδάσκειν τον λαόν... και γαρ οι φωστήρες εκείνοι, οι αληθείς ποιμένες και διδάσκαλοι οι θεοφόροι, οι οδηγοί της σωτηρίας, ουδέν άλλο βιωτικόν εφρόντιζον, ει μη το διδάσκειν τον λαόν τα προς σωτηρίαν, ως κατά αλήθειαν βουλόμενοι λόγον δούναι τω Θεώ υπέρ του λαού. Οι δε επίσκοποι της γενεάς ταύτης άλλο ουδέν μεριμνώσιν, ει μη ίππους και βουκόλια, και αγέλας, και αγρούς και συνδέσμους χρυσίου· πως πωλήσωσι τον σίτον· πως διανέμωσι τον οίνον· πως καμπανίσωσι το έλαιον· πως πραγματεύσωνται το έριον και το μέταξον· και άλλο ουδέν θεωρούσιν επιμελώς, ει μη του νομίσματος την χαραγήν, και τον σταθμόν· και περιβλέπουσι καθημέραν τας τραπέζας τας Συβαριτικάς και τον οίνον τον εύοσμον και τούς ιχθύας τούς μεγάλους· την δε ποίμνην αυτών αμελώς βλέπουσι· και των σωμάτων αυτών επιμελώνται, της δε ψυχής καταφρονούσιν. Όντως κατά το γεγραμμένον, οι ποιμένες του αιώνος τούτου λύκοι γεγόνασι. Και όταν θεάσωνται εκ του ποιμνίου αυτών τινας μικρόν τι αμάρτημα ποιήσαντας, ευκόλως κατεπανίστανται, και επιτίμια αλλεπάληλα καταπέμπονται· και μη βλέποντες της ποιμαντικής αυτών τιμής την ακρίβειαν, την ποίμνην αυτών καθημέραν περισκοπούσιν ουχ ως ποιμένες, αλλ’ ως μισθωτοί».(34)



11.  Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι,
Λαβόντες υπ’ όψιν όλα τα ανωτέρω, και έχοντες ενεργήσει και διαμαρτυρηθεί επί σειρά ετών με όλους τους δυνατόν, νομίμους και θεμιτούς  τρόπους.
Έχοντας  δε εξαντλήσει πλέον (και με το παραπάνω, χάριν των πιστών) όλα τα περιθώρια οικονομίας που ορίζουν οι θείοι και ιεροί κανόνες, η Αγία Γραφή και οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Και βλέποντας ότι όχι μόνον δεν αλλάζει τίποτε εις όλους Υμάς και την Εκκλησίαν μας,αλλά όλα βαίνουν επί το χείρον, αφού καθημερινά πράττετε τα αδύνατα δυνατά για να διαλύσετε ό,τι έχει απομείνει όρθιο στην Εκκλησία μας, απ’ όλα όσα μας έχουν παραδώσει οι Άγιοί και ο Κύριός μας,
ΚΑΤΑΓΓΕΛΩΜΕΝ  όλους Υμάς ως ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ, ΚΑΚΟΔΟΞΟΥΣ, και ΠΡΟΔΟΤΑΣ της Ορθοδόξου Πίστεώς μαςενώπιον του ζώντος Θεού και της Εκκλησίας Του, του Ορθόδοξου πιστού λαού, που είναι και «ο φύλαξ της Πίστεως», σύμφωνα με την Σύνοδον του  1848, αλλά και μιας πιθανής μελλοντικής Ορθοδόξου Συνόδου.

Ημείς δε, μέχρις ότου συνέλθει τοιαύτη Ορθόδοξη Σύνοδος -εάν συνέλθει ποτέ, λόγω του ότι απομένουν μόνον οκτώ έτη μέχρι την ένδοξον και Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου μας- και αποφανθεί δι’ Υμάς, ή μέχρις ότου μετανοήσετε και παύσητε να κηρύττητε όλα τα ανωτέρω, όπερ και ολοψύχως ευχώμεθα, δηλούμεν ότι:
ΔΙΑΚΟΠΤΩΜΕΝ και ΠΑΥΩΜΕΝ  την μεθ’ Υμών ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ και επικοινωνίαν,καθώς και με όσους κοινωνούσιν μεθ’ Υμίν, σύμφωνα με την διδασκαλίαν της ΜίαςΑγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού μας, τον 31ο Αποστολικόν Κανόνα των Αγίων Αποστόλων, τον 15ο  της Α΄ καί Β΄  Συνόδου, αλλάκαι σύμφωνα με την πράξιν και διδασκαλίαν όλων των Αγίων και θεοφόρων Πατέρων μας.

«Βαδίζοντες την απλανή και ζωηφόρον οδόν, οφθαλμόν μεν εκκόψωμεν σκανδαλίζοντα, μη τον αισθητόν, αλλά τον νοητόν. Οίονεάν ο Επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος οι όντες οφθαλμοί της Εκκλησίας κακώς αναστρέφωνται, χρη αυτούς εκβάλλεσθαι. Συμφέρον γαρ εστιν άνευ αυτών συναθροίζεσθαι εις ευκτήριον οίκον, ή μετ’ αυτούς εμβληθήναι, ως μετά Άννα και Καϊάφα εις την γέενναν του πυρός».(35)

«Όσοι της Καθολικής Εκκλησίας εστέ τέκνα γνήσια, φεύγειν όλω ποδί από των υποπεσόντων ιερέων τη λατινική υποταγή και μηδέ εις Εκκλησίαν τούτοις συνέρχεσθαι, μηδέ ευλογίαν εκ των χειρών αυτών λαμβάνειν την τυχούσαν. Κρείσσον γαρ εστιν εν τοις οίκοις υμών κατά μόνας τω Θεώ προσεύχεσθαι ή εν Εκκλησίαις συνάγεσθαι μετά των λατινοφρόνων, ει δε μη την αυτήν υφέξετε μετ’ αυτών κόλασιν».(36)

Είναι δε γνωστόν, σύμφωνα με τους Αγίους μας, ότι:
«Ει δε και πάνυ ολίγοι εν τη Ορθοδοξία και ευσεβεία διαμείνωσιν, ούτοι εισίν Εκκλησία και το κύρος και η προστασία των εκκλησιαστικών θεσμών εν αυτοίς κείται καν αυτοίς κακοπαθήσαι δεήσοι υπέρ της ευσεβείας».(37)
Και ότι, «η Εκκλησία του Θεού, εστί και εν τρισίν Ορθοδόξοιςοριζομένη κατά τούς αγίους».(38) 
Και ακόμη ότι, «Εις ευδοκιμών εις το Θείον, προτιμότερος υπέρ μυριάδας αυθάδεια σεμνυνομένας... Αλλά συ μεν προτίμησον, ει δοκεί, του σωζομένου Νώε, το υποβρύχιον πλήθος· εμοί δε συγχώρησον τοις ολίγοις τη Κιβωτώ προσδραμείν».(39) 

Σύμφωνα δε με την διδασκαλίαν της Εκκλησίας και όλων των Αγίων μας, δεν ανήκετε πλέον εις την Μίαν Αγίαν Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν του Χριστού, η οποία ως «στύλος και εδραίωμα της Αληθείας»(40)  αποκλείει οιαδήποτε σχέση με το ψεύδος, την πλάνη και την αίρεση. «Ποίος κλήρος, ποία μερίς, τις γνησιότης προς την Χριστού Εκκλησίαν τω συνηγόρω του ψεύδους....και γαρ οι της του Χριστού Εκκλησίας της αληθείας εισί. Και οι μη της αληθείας όντες, ουδέ της του Χριστού Εκκλησίας εισίν».(41)

Ως  εκ τούτου δεν δύναται να θεωρείστε πλέον κανονικοί Επίσκοποι και ιερείς, της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, αλλά ΨΕΥΔΕΠΙΣΚΟΠΟΙ, έχοντες στερηθεί παντελώς της Αγιαστικής και Σωστικής Χάριτος, σύμφωνα και πάλιν με τους Αγίους Πατέρες μας.
«Τι ουν, φης, ου χρη τούς ιερέας ασεβούντας, ή άλλο τι των ατόπων εξελεγχομένους, ευθύνεσθαι, μόνοις δε έξεσται τοις καυχωμένοις εν νόμω δια της παραβάσεως του νόμου τον Θεόν ατιμάζειν; και πως οι ιερείς εκφάντορες εισι του Θεού; πως γαρ εξαγγελούσι τω λαώ τας θείας αρετάς ουκ εγνωκότες αυτών την δύναμιν; Ή πως φωτιούσιν οι εσκοτισμένοι; πως δε του θείου μεταδώσουσι Πνεύματος, ούτε ει έστι Πνεύμα Άγιον έξει και αληθεία πεπιστευκότες; Εγώ δε απολογήσομαί σοι προς ταύτα... Ουκ έστιν ούτος ιερεύς, ουκ έστιν, αλλά δυσμενής, δόλιος, εμπαίκτης εαυτού, και λύκος επί τον θείον λαόν τω κωδίω καθωπλισμένος».(42)

Πράττω δε τούτο, ουχί δια κανέναν άλλον λόγον, αλλά καθαρά και μόνον, Μάρτυς μου ο Θεός, «δια λόγους  Πίστεως και Δικαιοσύνης»  και δια να έχω  ήσυχη την συνείδηση μου ότι έπραξα το καθήκον μου, αλλά και ότι  δεν έχω πλέον ούτε τυπικά (μιας και στην πράξη εδώ και πολλά χρόνια είχα διακόψει πνευματική επικοινωνία) καμμία κοινωνία και σχέση με «κληρικούς» και «εκκλησίες» που κηρρύτουν «γυμνή τη κεφαλή» διάφορες πλάνες και «αιρέσεις απωλείας», ίνα μη κατακριθώ και συναριθμηθώ μεθ’ Υμών, υπότου Κυρίου μας, έστω και εάν ΟΥΔΕΠΟΤΕ  συμφώνησα η απεδέχθην με οιονδήποτε τρόπον το παραμικρόν εξ όσων Υμείς πιστεύετε και κηρύττετε.
«Λέγω δε και διαμαρτύρομαι... ως ούτε βούλομαι ούτε δέχομαι την αυτού ή των μετ’ αυτού κοινωνίαν, το παράπαν ουδαμώς ούτε επί ζωής μου, ούτε μετά θάνατον... Πέπεισμαι γαρ ακριβώς ότι όσον αποδιίσταμαι τούτου (του Πατριάρχου, Αρχιεπισκόπου) και των τοιούτων (των κοινωνούντων μετ’ αυτών)  εγγίζω τω  Θεώ και πάσι τοις πιστοίς και Αγίοις Πατράσι. και ώσπερ τούτων χωρίζομαι, ούτως ενούμαι τη αληθεία και τοις αγίοις Πατράσι τοις θεολόγοις της Εκκλησίας. Ώσπερ αυ πείθομαι τους συντιθεμένοις τούτοις αποδιίσταμαι της αληθείας και των μακαρίων της Εκκλησίας διδασκάλων. Και δια τούτο λέγω ώσπερ παρά πάσαν μου την ζωήν ήμην κεχωρισμένος απ’ αυτών, ούτω και εν τω καιρώ της εξόδου μου, και έτι και μετά την εμήν αποβίωσιν. και εξ όρκου εντέλλομαι ίνα μηδείς εξ αυτών προσεγγίση ή εν τη εμή κηδεία, ή εν τοις μνημοσύνοις μου... Δει γαρ παντάπασιν εκείνους είναι κεχωρισμένους ημών, μέχρις αν δω ο Θεός την καλήν διόρθωσιν και ειρήνην της Εκκλησίας αυτού»(43)


12.  Σήμερον λοιπόν, 13 Μαρτίου 2011, Κυριακή της Ορθοδοξίας,
που η Αγία μας Εκκλησία τιμά και εορτάζει απανταχού της γης, όχι μόνον τηναναστήλωση των θείων και ιερών Εικόνων, αλλά και την νίκη ημών των Ορθοδόξωνκατά πάντων των αιρετικών, αναθεματίζοντας όχι μόνον γενικά τις αιρέσεις και τους αιρετικούς από τους πρώτους αιώνας μέχρι και σήμερον αλλά και ονομαστικά τον κάθεένα εξ αυτών, υπακούοντας πιστά την προτροπή Της, αναθεματίζομεν και ημείς μαζί Της, ως γνήσια και πιστά Της τέκνα, ει και αμαρτωλοί, πάντας τας αιρέσεις και τα σχίσματα, καθώς και όλους τους αιρετικούς και τους σχισματικούς, αλλά και πάντας τους κοινωνούντας μετ’ αυτών.
«Ει τις μη αναθεματίζοι ευκαίρως κατά το αναγκαίον πάντα αιρετικόν, είη της αυτής μερίδος... καν επίσκοπος, καν οστισούν, ανάθεμα έστω» .(44
Σύμφωνα δε με τους Αγίους μας: «Δεινόν εστι το ανάθεμα, πόρρω του Θεού βάλλει και της βασιλείας των ουρανών εκδιώκει, απάγον εις το σκότος το εξώτερον».(45)  Και «Φοβούμαι γαρ το κατάκριμα του αναθέματος...Υπάγετε, ψηλαφήσατε εάν τι τοιούτον γέγονέ ποτε και μετά θάνατον απελύθη τις του περί την πίστιν εγκλήματος και του εξενεχθέντος κατ’ αυτού κατακρίματος».(46)


Τέλος δε, ενημερώνω και γνωστοποιώ εις Υμάς ότι, από σήμερον και τυπικώς «ου κοινωνεί ο δούλος υμών τω θρόνω  Κωνσταντινουπόλεως (Αθηνών και των συν Υμίν) δια τας γενομένας αιρέσεις... έως ου  παύσητε να κηρύττετε αυτάς...». (46)




Ο εν Μοναχοίς ελάχιστος 

πατήρ Μάξιμος Βαρβαρής
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Αγίου Κοσμά Αιτωλού Κορινθίας
















ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:


1. Βλέπε Σύγγραμμα ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ Β’ ΣΧΟΛΑΡΙΟΥ, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Περί της μόνης οδού προς σωτηρίαν των ανθρώπων, εις Γεωργίου Σχολαρίου, Άπαντα τα ευρισκόμενα, Oevres Completes de Georges Scholarios, τόμοι I-VII, Paris 1928-1936, εκδ. L. PETIT - X. SIDERIDES - M. JUGIE, Τομ. III, 434-452

2. «Εγώ ειμι το φως του κόσμου· ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής». (Ιωάννου η’, 12) και «Το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον και ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος η το φως». (Ιω. γ’ , 19)

3. Πραξ. δ’, 14

4. «Παν πνεύμα ο ομολογεί Ιησούν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού εστι· και παν πνεύμα ο μη ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ έστι· και τούτό εστι το του αντιχρίστου ο ακηκόατε ότι έρχεται και νυν εν τω κόσμω εστίν ήδη». (Α’ Ιωάννου δ’, 2-3)

5. «Όλες οι πίστες είναι ψεύτικες, κάλπικες, όλες του Διαβόλου. Τούτο εκατάλαβα αληθινόν, θείον, ουράνιον, σωστόν, τέλειον και δια λόγου μου και δια λόγου σας πως μόνη η πίστις των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών είναι καλή και αγία, το να πιστεύωμεν και να βαπτιζώμεθα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Διδαχές, εις Ι. ΜΕΝΟΥΝΟΥ, εκδόσεις «Τήνος», Αθήνα, Διδαχή A1, 37, σελ. 142)

6. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου. Ομιλία προ της εξορίας, ΕΠΕ 33, 386

7. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου P.G. 52,397.

8. Καθολική Επιστολή Ιούδα α, 3

9. Μεγάλου Βασιλείου. Επιστολή 90, ΕΠΕ 2, 20

10. Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1848

11. Όρος της Ζ’ Αγ. Οικ. Συν. Β’ Τόμος Συνοδικών Αποφάσων σελ. 873-4

12.  Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας P.G. 5, 912

13.  Γαλ. α , 9. Εις Γαλ. Ομιλ. Κεφ. 1, P.G. 61, 624

14.  MANSI, 13, 409-412

15.  Άγιος Κοσμάς Διδαχή Η’ ένθα ανωτέρω

16.  Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός εν τη ΚΕ’ συνελεύσει της ψευδοσυνόδου Φεράρας. Βλέπε και Ιερόν Πηδάλιον ερμηνεία ΜΣΤ’ Αποστ. Καν., σελ. 55

17.  Διάλογος 23, PG 155, 120-121. Επιστολή περί των Μακαρισμών 5, εν D. BALFOUR, Συμεών αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1416/17-1429), Έργα Θεολογικά, Ανάλεκτα Βλατάδων 34, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 226

18.  Επιστολή Κανονική Α’, Προς Αμφιλόχιον Ικονίου, Κανών Α’ 1

19.  Στο κείμενο της 9ης Γενικής Συνέλευσης του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στο Porto Alegre της Βραζιλίας το 2006, που έγινε δεκτό από τους αντιπροσώπους των Ορθοδόξων Εκκλησιών και είχε ως τίτλο «Κληθείσες να είναι Μία Εκκλησία» (Called to be the One Church), στην παράγραφο 8 αναφέρεται: «Όλοι οι βαπτισμένοι εν Χριστώ είναι ενωμένοι στο Σώμα του». Στην παράγραφο 9: «Το ότι όλοι μας από κοινού ανήκουμε στον Χριστό δια του βαπτίσματος εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, δίδει την δυνατότητα στις εκκλησίες και τις καλεί να συμβαδίσουν ακόμη και όταν διαφωνούν. Διαβεβαιώνουμε ότι υπάρχει ένα βάπτισμα, όπως ακριβώς υπάρχει ένα σώμα και ένα Πνεύμα, μία ελπίδα της κλήσεώς μας, ένας Κύριος, μία Πίστη, ένας Θεός και Πατέρας όλων μας (βλ. Εφ. 4, 4-6)»

20.  Αγίου Μαξίμου Ομολογητού P.G. 91, 465

21.  Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. ΕΠΕ 1, 176

22.  Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Εις Ρωμ. Ομιλ. 22, 2, P.G. 60, 611

23. Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Εις Φιλιπ. Ομιλ. 2, 1, P.G. 62, 119

24. Ομολογία πίστεως εκτεθείσα εν Φλωρεντία, εν Documents relatifs au Concile de Florence, II, Oeuvres anticonciliaires de Marc d’Ephese, par L. PETIT, Patrologia Orientalis 17, 442

25. Βλέπε I. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Τομ. 2, σελ. 958

26. Βλέπε Κοινή Δήλωση πάπα Ιωάννου Παύλου Β’ και πατριάρχου Βαρθολομαίου κατά την επίσκεψη του δευτέρου στη Ρώμη στις 29/6/1995. Ενωρίτερα τα ίδια είχε διακηρύξει και η Μεικτή Θεολογική Επιτροπή του Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών στο Μπάλαμαντ του Λιβάνου το 1993

27. Εφεσίους δ’, 5

28. Αρχιμανδρίτου Ιουστίνου Πόποβιτσ, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, Θεσσ. 1974, σελ. 224

29. Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου P.G. 99, 1176 & 1164

30. Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου P.G. 99, 1048

31. Αγίου Γερμανού του Νέου. Βλέπε Ιωσήφ Βρυενίου Τομ. Β’ σελ. 26

32. Ματθαίου ΚΔ’ και Λουκά ΚΑ’

33. Ματθαίου ΚΔ’, 33

34. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού P.G. 95, 329D -332A

35. Μεγάλου Αθανασίου P.G. 27, 1369

36. Άγιος Γερμανός ο Νεος, ένθα ανωτέρω

37. Αγίου Νικηφόρου Ομολογητού P.G. 100, 844 D

38. Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου P.G. 99, 1049

39. Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου P.G. 99, 1083-1084

40. Α’ Τιμοθέου γ, 15

41. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Συγγράμματα Τόμος Β’ , σελ. 627

42. Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου P.G. 3, 1092

43. Αγίου Μάρκου του Ευγενικού P.G. 160, 536

44. Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου P.G. 99, 1028)

45. Αγίου Ταρασίου, βλέπε Β’ Τόμο Συνοδικών Αποφάσεων, σελ. 724

46. Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού P.G. 90, 153 & 132