Γιατὶ ξαφνικὰ ὀνομάστηκαν οἱ αἱρέσεις «ἐκκλησίες»;
Εἶναι ὀδυνηρὴ ἡ συνειδητοποίηση τοῦ γεγονότος ὅτι τὶς τελευταῖες δεκαετίες εἴχαμε βυθιστεῖ σὲ μιὰ τέτοια πνευματικὴ «ὕπνωση» ποὺ δὲν ἀντιληφτήκαμε τὶς φοβερὲς ἀντιπνευματικὲς διεργασίες –κατεδαφιστικὲς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως– ποὺ συνέβαιναν γύρω μας.
Καὶ τώρα σὰν νὰ ξυπνᾶμε ἀπὸ ἕνα βαθὺ ὕπνο ἀποκαλύπτεται μπροστά μας ἡ τραγικὴ πραγματικότητα.
Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἦλθε, ἑδραιώθηκε πιὰ συνοδικά, οἱ αἱρέσεις ὀνομάσθηκαν «ἐκκλησίες» καὶ πολλοὶ ἀγουροξυπνημένοι ρωτοῦν ἀκόμα· μὰ ποῦ εἶναι τὸ κακό; Κι ἄλλοι· μὰ πῶς ἔγινε αὐτό;
Ἂν δοῦμε ὅμως
τὴν ἐξέλιξη τῆς πολιτικῆς τοῦ Βατικανοῦ, τὶς δόλιες μεθόδους μὲ τὶς ὁποῖες μᾶς ἀποκοίμησε –χρησιμοποιώντας ὡς ὄργανα ποιμένες ποὺ «ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ’ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν»– θὰ βροῦμε τὴν ἀπάντηση.
τὴν ἐξέλιξη τῆς πολιτικῆς τοῦ Βατικανοῦ, τὶς δόλιες μεθόδους μὲ τὶς ὁποῖες μᾶς ἀποκοίμησε –χρησιμοποιώντας ὡς ὄργανα ποιμένες ποὺ «ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ’ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν»– θὰ βροῦμε τὴν ἀπάντηση.
Τὸ Βατικανὸ αὐτοπροσδιοριζόταν (καὶ τὸ κάνει μέχρι σήμερα) ὡς ἡ «Μία Καθολικὴ Ἐκκλησία» καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι, καὶ κυρίως οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀποτελοῦσαν τὸ ὑπόλοιπο τοῦ κόσμου, ποὺ ἔπρεπε νὰ ὑποταχθεῖ στὴν ἐξουσία τοῦ «ἀντιπροσώπου» τοῦ Θεοῦ ἐπὶ γῆς Πάπα. Μετὰ ὅμως μία πλειάδα πανηγυρικῶν ἀποτυχιῶν τῆς παπικῆς ἐξουσιομανίας καὶ κατάδειξης τοῦ πραγματικοῦ χαρακτῆρα τοῦ Παπισμοῦ παρέμενε τὸ πρόβλημα, πῶς ἐπιτέλους θά ὑποταχθοῦν αὐτοὶ οἱ ἄλλοι καὶ μάλιστα ἀποκαταστῶντας τὸν «καλὸ» χαρακτῆρα τοῦ Παπισμοῦ, εἰρηνικὰ καὶ οἰκειοθελῶς. Μέχρι ποὺ ἐμφανίστηκε ἡ λερναία ὑδρα, ποὺ λέγεται Οἰκουμενισμός.
Στοὺς πρόδρομους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀνήκει ὁ γερμανός Max Josef Metzger (ἐκτελέστηκε τὸ 1944 ἀπό τοὺς Ναζί καὶ ἀνακηρύχθηκε «ἅγιος» ἀπό τὸν Πάπα καὶ ἔπειτα «ὅσιος» ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες). Ὁ Μέτζγκερ ἵδρυσε τὴν κίνηση Una Sancta (”ἡ μία ἁγία (Ἐκκλησία)“), ἡ ὁποία ἄσκησε μεγάλη ἐπίδραση στὸν σχεδιασμὸ καὶ στὴν κατοχύρωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπὸ τὸν Παπισμό.
Τὸ Βατικανὸ κατοχύρωσε τὸ 1964 μὲ τὸ διάταγμα Unitatis redintegratio τῆς 2ας Βατικανείου συνόδου τὶς ”καθολικὲς ἀρχὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ“ (Κεφ. Α) καὶ τὴν ”πρακτικὴ πραγματοποίηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ“. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ μετὰ ἀναγνωρίζει διαδοχικὰ τὸ Βατικανὸ μία ὁλοκληρωμένη ἢ μία μερικὴ συμμετοχὴ τῶν ἄλλων δογμάτων στὴν „Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ“ καὶ ἀπὸ τὸ 2000 μὲ διατάγματα ὅπως τὸ Dominus Iesus χαρακτηρίζει αὐτὰ τὰ δόγματα πρῶτα σὰν „χριστιανικὲς κοινότητες“ καὶ μετὰ σὰν „Ἐκκλησίες“ (μήπως μᾶς θυμίζει κάτι; Βλέπε βιβλιογραφία στὸ τέλος). Ἐκτὸς αὐτοῦ ἀποφασίσθηκε ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ὅρου «Οἰκουμενισμός» μὲ τὸν ὅρο «Οἰκουμένη» καὶ ἀποφασίστηκε ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου «Οἰκουμενικὸς διάλογος».
Αὐτὲς οἱ διαπιστώσεις μᾶς ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα, ὅτι μόνο τυχαία δὲν εἶναι ἡ σύγχρονη ἐξέλιξη τῆς λέξης «αἵρεση»: Παράλληλα μὲ τὶς ἐξελίξεις στὸ Βατικανὸ ἐξελίχθηκε ἀπὸ τοὺς νεωτεριστές, στὴν Ἑσπερία σπουδαγμένους, μεταπατερικοὺς «Ὀρθοδόξους» καὶ στὴν Ὀρθοδοξία ὁ ὅρος «αἵρεση» σὲ «ὁμολογία ἢ κοινότητα» καὶ ἀπὸ «κοινότητα ἢ ὁμολογία» σὲ «ἐκκλησία» κατὰ κόρον δὲ χρησιμοποιήθηκε ὁ ὅρος ἑτερόδοξος.. Ὅλα προσχεδιασμένα καὶ συμφωνημένα ἐδῶ καὶ δεκαετίες, ὅπως τὸ εἶχε ἀποκαλύψει ὁ ἀείμνηστος π. Ἰ. Ρωμανίδης. Καὶ γιὰ νὰ μὴ ἔχει καμία ἀμφιβολία καὶ ὁ πλέον καχύποπτος ἢ ἀδαὴς πιστός, ὅτι οἱ Οἰκουμενιστὲς εἶναι προδότες τῆς Πίστεως καὶ προχωροῦν κατόπιν συγκεκριμένου σχεδίου καὶ χρονοδιαγραμμάτων (ἐλαστικῶν καὶ προσαρμοζομένων ἀνάλογα μὲ τὴν ἀντίδραση τῶν Ὀρθοδόξων), παραθέτουμε κάποια ξεχασμένα πειστήρια τῆς συνωμοσίας ἐναντίον τῆς Πίστεως:
Ὁ μητροπολίτης Ἀχαΐας Ἀθανάσιος, ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, ἀπολογούμενος μάλιστα στὸ Βατικανό, ἐπειδή καθυστεροῦμε νὰ ἐφαρμόσουμε τὰ μυστικῶς συμπεφωνημένα μεταξὺ τῶν ἡγετῶν Φαναρίου καὶ Βατικανοῦ –ποὺ φυσικὰ ὁδηγοῦν στὴν ὑποταγή μας στὸν Πάπα– εἶπε τὸ 2002 τὰ ἑξῆς ἐξωφρενικά, ἀλλὰ διαφωτιστικά:
«Στην Ελλάδα βρισκόμαστε μπροστά σε πολύ λεπτή κατάσταση, γιατί, ενώ ο αρχιεπίσκοπος (σ.σ. Χριστόδουλος) και οι μητροπολίτες επιθυμούν να έχουν μια σημαντική συνεργασία με την Καθολική Εκκλησία, (σ.σ. ουδεμία αναφορά για επιστροφής τους στην Ευαγγελική Αλήθεια και αποκήρυξη την αιρέσεων) αυτοί έχουν και ευθύνες προς τον κόσμο, τους πιστούς, πολλοί από τους οποίους δεν είναι προετοιμασμένοι στην προοπτική του διαλόγου, ενώ άλλοι έχουν μια άποψη πιο φονταμενταλιστική για την Εκκλησία. Αυτό για μας είναι η μεγάλη πρόκληση να προετοιμάσουμε τον κόσμο, να τον διαπαιδαγωγήσουμε, για να μη αντιδράσει επηρεασμένος από τις προκαταλήψεις και πληροφορίες, που δεν ανταποκρίνονται στα γεγονότα... Είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι έχουμε ανάγκη χρόνου, ελπίζω όχι υπερβολικού, για να σχηματίσουμε τη συνείδηση του κόσμου»!!! («Ὀρθόδοξος Τύπος», 1444, 1/2/2002).
Αὐτὲς οἱ δηλώσεις τοῦ Ἀχαΐας Ἀθανασίου ἔχουν ἱστορία, καὶ ἡ ἀφετηρία τους βρίσκεται στὶς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ, οἱ ὁποῖες ἔγιναν ἀποδεκτές ἀπὸ τὸν τότε οἰκουμενιστὴ πατριάρχη Ἀθηναγόρα καὶ ὅσους μετὰ τὸν ἀκολουθοῦν. Τὴν ἀποκάλυψη, ὅσων προαποφασίστηκαν ἀπὸ τὰ οἰκουμενιστικὰ κέντρα καὶ προοδευτικὰ πραγματοποιοῦνται ἐρήμην τοῦ λαοῦ καὶ μὲ τὴν ἀνοχὴ τῶν «ὀρθοδοξούντων» ἐπισκόπων, μᾶς δίνει ἤδη ἀπὸ τὸ 1967 ὁ τότε ἀρχιμανδρίτης καὶ κατόπιν Μητροπολίτης Τυρολόης Παντελεήμων Ροδόπουλος, παρατηρητὴς τῆς Β΄ Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ.
Ἔγραφε:
«Διετυπώθη ὑπό τινων ΡΚαθολικῶν συνέδρων μία παράδοξος θεωρία περὶ ἐπιτεύξεως τῆς ἑνώσεως μεταξὺ τῆς ΡΚαθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου».
Ἡ Ἕνωση θὰ «ἐπιτευχθῆ σταδιακῶς καὶ οὐχὶ διὰ διαπραγματεύσεων ἐκκλησιαστικο-θεολογικῶν» σὲ τρία στάδια:
«α) Φιλία καὶ ψυχολογικὴ προπαρασκευή,
β) μερικὴ μυστηριακὴ κοινωνία καὶ
γ) πλήρης μυστηριακὴ κοινωνία».
(Μπιλάλη Σπυρ., ἀρχιμ., Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, τ. Β΄, σ. 413)
Ἀπὸ τὴν μία λοιπὸν ἡ πολιτικὴ καὶ κοσμικὴ προδοσία καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ θρησκευτικὴ ἀποστασία καὶ στὴ μέση ἕνα πνευματικὰ ζαλισμένο καὶ συγχυσμένο ποίμνιο.
Εἶναι πιὰ ἡλίου φαεινότερον, ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ μία ξαφνικὴ κρίση ἀγάπης, γιὰ μία ἡρωικὴ πρωτοβουλία εἰρήνης, μία ὑπερευαισθησία γιὰ τὴν παγκόσμια συμφιλίωση. Πρόκειται γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ βατικανίου σχεδίου γιὰ τὴν ἵδρυση μίας νέας παγκοσμίας «Ἐκκλησίας», ἔτσι ὅπως τὴν σχεδίασε ὁ Πάπας καὶ ὅπως τὴν προωθοῦν οἱ σύγχρονοι Ἄρειοι, Νεστόριοι, Βέκκοι και Καλέκες.
Τὸ πραγματικὸ ἐρώτημα σὲ ὅλα αὐτὰ - ἀνεξαρτήτως τί θὰ ἀποφασίσει ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἑλλάδος- εἶναι: Εἶναι καὶ γιὰ ἐμᾶς, Κληρικούς, Μοναχούς καὶ λαϊκούς, οἱ αἱρέσεις «Ἐκκλησίες», εἶναι καὶ γιὰ ἐμᾶς ὁ Οἰκουμενισμὸς «ἕνα θεάρεστο ὅραμα», ὑπάρχουν καὶ γιὰ ἐμᾶς πολλὲς ὁδοὶ σωτηρίας;
Ἀπομένει πιὰ σὲ ἐμᾶς νὰ ἀποδείξουμε, ἂν θὰ τοὺς ἀκολουθήσουμε ἢ θὰ τοὺς πολεμήσουμε ἐμπράκτως ὁμολογώντας τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀληθινὴ Μία Ἐκκλησία του. Εἴμαστε σὰν Ὀρθόδοξοι ἔτοιμοι νὰ ὁμολογήσουμε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας:
«Ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, ἐν σοὶ ζῶμεν
καί ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα·
εἰ δὲ καλέσοι καιρός,
καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα»;
Γιατὶ ἂς μὴν ξεχνᾶμε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ θα μείνει εἰς τὸν αἰῶνα, δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ ἡττηθεῖ. Ἐμᾶς ὅμως, ποῦ θὰ μᾶς κατατάξει ὁ Χριστός, ὅταν ἔρθει ἡ φοβερὴ καὶ τρομερὴ στιγμὴ τῆς ἀπονομῆς τῆς Θείας δικαιοσύνης;
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου