Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Δημήτριoς Τσελεγγίδης: «Δόγμα και ζωή, μία αδιάρρηκτη συνύπαρξη»

''[...]κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, «ὁ ἄνθρωπος γιάζεται διά τῆς κριβος μολογίας τῆς πίστεως»''


Ακολουθεί η ομιλία του Καθηγητή Δογματικής Θεολογίας του Α.Π.Θ. κ. Δημήτρη Τσελεγγίδη


Καλαμπάκα, Σάββατο 26-11-2016

ΔΟΓΜΑ ΚΑΙ ΖΩΗ, ΜΙΑ ΑΔΙΑΡΡΗΚΤΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ

Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

Σήμερα, θά ἐπιχειρήσουμε νά ἐμβαθύνουμε λίγο στή σχέση τῆς ρθς πίστεως καί τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ ἐντός τῆς κκλησίας
Καταρχήν, πρέπει νά προσδιορίσουμε μέ κάθε δυνατή ἀκρίβεια, τί εἶναι ἡ ἀλήθεια καθεαυτήν. Ἡ ἀλήθεια –στό πλαίσιο τῆς κκλησίας- εἶναι πρόσωπο καί ὄχι κάποια δέα ἤ κάποια ποψη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι καθεαυτήν ὑποστατική. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός
 ποκαλυπτόμενος μέσα στήν ἱστορία καί στή ζωή τοῦ πιστοῦ. Ἡ γνώση τῆς λήθειας δέν εἶναι διανοητική, ἀλλά εἶναι μπειρική-βιωματική, γιατί προϋποθέτει τήν μετοχή στήν ἀλήθεια.
Ἡ Ὀρθοδοξία κατέχει καί βιώνει τήν πληρότητα τῆς λήθειας. Ἀλήθεια καί ζωή νοονται πρωτίστως πί παρξιακοῦ πεδίου. Ἡ ἀλήθεια δέν μπορεῖ νά διαχωριστεῖ ἀπό τή ζωή στήν πληρότητα καί τήν αὐθεντικότητά της, χωρίςλέθριες συνέπειες. Ἡ ζωή γιά τήν κκλησία εἶναι ἡ ἄλλη ψη τῆς λήθειας. Εἶναι ἡ ἄκτιστη, ἡ ἀΐδια καί αἰώνια ζωή, γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος στό Εὐαγγέλιο. Στήν προκειμένη περίπτωση, εἶναι πολύ διαφωτιστική καί ἐκφραστική ἡ σύνδεση, πού κάνει ὁ Χριστός ἀνάμεσα στήν αὐθεντική λήθειακαί τήν ἀληθινή ζωή. Ὁ Χριστός, ὡς αὐτοαλήθεια, μᾶς διαβεβαιώνει, ὅτι «αὕτήστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκουσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅνπέστειλας ησον Χριστόν»[1]. Ἡ αἰώνια ζωή εἶναι γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, ὅπως γνωρίζουμε, στή βιβλική, πατερική καί ἐκκλησιαστικήγλώσσα ἡ γνώση εἶναι πόθεση βιωματική. Γνώση σημαίνει βιωματικήμπειρία. Ἐμπειρία πού προκύπτει ἀπό τή μετοχή τῆς λήθειαςΣτήν στορική καί ἐμπειρική φανέρωση τῆς κκλησίας ἡ ὀρθοδοξία της συγκεκριμενοποιεῖται στήν ἀκρίβεια καί τήν ἀκεραιότητα τῆς δογματικῆς διδασκαλίας της, ἐνῶ ἡ ὀρθοπραξία της φανερώνεται κατεξοχήν στήν ἁγιοπνευματική ζωή τῶν θεουμένων μελῶν της. Καί, ὅπως εὔστοχα σημειώνει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ἡ θεοσεβής ζωή συνίσταται ἀπό δόγματα εὐσεβῆ καί ἀπό πράξεις ἀγαθές. Καί οὔτε τά δόγματα χωρίς ἀγαθά ργα εἶναι εὐπρόσδεκτα πό τόν Θεό, ἀλλά οτε καί τά ἔργα πού δέ συνοδεύονται ἀπόεὐσεβῆ δόγματα, τά δέχεται ὁ Θεός[2]. Οἱ ἠθικές ρετές, κατά τόν ἱερόΧρυσόστομο, ζωοποιοῦνται πό τήν ψυχή[3], ἡ ὁποία γιάζεται μέ τά ὀρθάδόγματα[4] πού εἶναι καί φορεῖς γιαστικς νεργείας. Ἀλλά καί κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, «ὁ ἄνθρωπος γιάζεται διά τῆς κριβος μολογίας τῆς πίστεως»[5].
Κατά συνέπεια, ἡ ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι θεωρητική, νοητική δηλαδή ἀποδοχή τοῦ διά τῆς κος ἤ μελέτης γνωστοποιηθέντος περιεχομένου τῆς πίστεως, ἀλλά, κυρίως, μυστήριο, πού βιώνεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[6]. Χωρίς τή μετοχή αὐτς τῆς νέργειας, εἶναιδύνατο νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τή σοφία τοῦ Θεοῦ καί νά κοινωνήσει σέ θεῖα μυστήρια τῆς πίστεώς μας[7]. Στό πλήρωμα τῆς λήθειας οἱ πιστοί ὁδηγονται πό τό Πνεῦμα τῆς ληθείας, κατά τρόπο βιωματικό. Γι’ αὐτό καί παραμένουν ἀκλόνητοι σ’ αὐτήν μή φοβούμενοι ἀπειλές, διωγμούς ἤ θάνατο. Στήν περίπτωση αὐτή μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά τήν πνευματική ὡριμότητα, πού ὑπαινίσσεται ὁ Μ. Βασίλειος, σ’ ὅσους τρέφονται μέ τή στερεά τροφή τῶνδογμάτων, «ὡς διαβεβηκότες τήν ἐν Χριστῷ νηπιότητα, καί οὐκέτι δεόμενοι γάλακτος, ἀλλά δυνάμενοι τῇ στερεᾷ τῶν δογμάτων τροφῇ τόν ἔσωνθρωπον τελειοῦσθαι...»[8].
Ἡ πνευματική τελειότητα, ὅταν χαρακτηρίζει τόν ὀρθόδοξο πιστό, εἶναισυνυφασμένη μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί τή δογματική ἀκρβεια.
λλά, ἐνῶ ἡ ζῶσα ρθοδοξία συνυπάρχει ὀργανικά μέ τήν ὀρθοπραξία, ἡ αἵρεση δέν εἶναι καθόλου συμβατή μέ τήν εὐσέβεια. Εἶναι δύνατον ὁ αἱρετικός νά εἶναι εὐσεβής καί ἐνάρετος. «Ἀδύνατον κ χιόνος προϊέναι φλόγα, ἀμηχανώτερον δέ ἐν τεροδόξῳ ταπεινοφροσύνην πάρχειν», σημειώνει ὁ ἅγιος ωάννης ὁ Σιναΐτης, «πιστῶν καί εὐσεβν τό κατόρθωμα, καί τοῦτο τοῖςλοιπόν κεκαθαρμένοις»[9]. Γι’ αὐτό κριβς οἱ αἱρετικοί χαρακτηρίζονται ὡςσεβες καί ἡ αἵρεση ς σέβεια[10].
Ἡ Ὀρθόδοξη κκλησία ποτέ  δέν αὐτονόμησε τήν ἀλήθεια καί τό δόγμα ἀπό τή ζωή καί τήν εὐσέβειά της. Ἡ θεολογία καί τά δόγματα ἦταν πάντοτε συνδεδεμένα μέ τή ζωή τῶν πιστῶν. Ἡ δογματική διδασκαλία τῆς κκλησίαςκαί τό ἦθος τῶν πιστῶν φείλουν νά βρίσκονται σέ λειτουργική σχέση, οὕτωςστε τό ἕνα νά ἐπιβεβαιώνει τό ἄλλο, ὡς δύο ὄψεις τῆς διας κριβςπραγματικότητας. Σέ καμία περίπτωση δέν ἐπιτρέπεται νά αὐτονομεται ἡ ζωή τῶν πιστῶν πό τό δόγμα τῆς κκλησίας. Γι’ αὐτό καί ὅταν κυρώνεται τό ἕνα, παύει νά ἰσχύει καί τό ἄλλο.
Ὁ καθαρός βίος κρίνεται καί καταξιώνεται μόνο ἀπό τήν ὀρθή πίστη. Καί ἡ ὀρθή πίστη ἔχει τήν φερεγγυότητα καί τό ἀντίκρισμά της στήν καθαρότητα τῆςζωῆς.
Μάλιστα, ἡ μονομερής προβολή ἑνός πό τά θεμελιώδη αὐτάχαρακτηριστικά τῆς ρθοδοξίας θεωρήθηκε πάντοτε ὡς διάψευση τῆς ληςταυτότητάς της.  «Οὐδέν φελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ὥσπερ οὐδέ τοὐναντίον, δογμάτων ὑγιν, ἐάν ὁ βίος ᾖ διεφθαρμένος»[11]. Ἡ ζωή τῶν πιστῶν χει γνησιότητα, ὅτανβεβαιώνει τή θεολογία τῆς κκλησίας, ὅταν ποτελεῖ δηλαδή τή βιωματική ἐμπειρία τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως. Ἀλλά καί ἡ δογματική ἀλήθεια χειπρακτική καί σωτηριολογική ξία, ὅταν βιώνεται καί φανερώνεται ὡς νΧριστῷ ζωή, ὅταν πάρχει γιοπνευματική καθαρότητα τοῦ βίου. Ὁ χρυσορρήμονας Πατέρας εἶναι κατηγορηματικός: «Μηδέ νομίζωμεν ἀρκενμν πρός σωτηρίαν τήν πίστιν, ἐάν μή βίον ἐπιδειξώμεθα καθαρόν»[12], παρατηρεῖ χαρακτηριστικά.
Τό κκλησιαστικό θος, ὡς ν Χριστῷ ἦθος, δέν ἀποτελεῖ ἐπιμέρουςκδήλωση τοῦ πιστοῦ, ἀλλά κφράζει καθολικά τήν ὕπαρξή του. Γι’ αὐτόλλωστε καί ὁ Χριστός στήν πί τοῦ Ὄρους μιλία του συνέζευξε τήν πίστη πρός αὐτόν μέ τήν τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ: «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανος»[13].
Ἡ σύζευξη τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους, τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς, δέν εἶναι μηχανιστική, εἶναι ργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού προϋποθέτει ὅμωςτήν ἐλεύθερη συνεργία τοῦ ἀνθρώπου. Γιά νά μένει ἡ πίστη ἄσειστη, χρειάζεται ἡ βοήθεια καί ἡ ἐνεργός παραμονή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν πιστό. Ἡ ἐνεργός μως παραμονή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διασφαλίζεται μέ τήν καθαρότητα τοῦ βίου καί τήν ἄριστη ζωή. Ὁ καθαρός βίος πείθει, κατά κάποιοτρόπο, τό Ἅγιο Πνεῦμα νά παραμένει νεργό καί νά ἐνισχύει τή δύναμη τῆςπίστεως. Γι’ αὐτό εἶναι δύνατο νά μή κλονίζεται ἡ πίστη ἐκείνου πού ἔχεικάθαρτο βίο[14], γιατί ὁ ἀκάθαρτος βίος γίνεται ἐμπόδιο στήν κρίβειαβιώσεως τῶν δογμάτων καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε τά δόγματα αὐτάνά διαστρέφονται καί νά ἀντιστοιχον στήν ἀκάθαρτη ζωή του[15].
Ἡ ἐσφαλμένη καί ἀκάθαρτη ζωή ἐμποδίζει τήν κατανόηση τῶν ψηλν δογμάτων τῆς πίστεως, ἐπειδή πρακτικῶς συσκοτίζει τή διορατικότητα τοῦ νοῦ. Καί, ὅπως δέν εἶναι δυνατόν ποτέ κάποιος, πού βρίσκεται στήν πλάνη καί ζεῖ σωστά, νά μείνει τελικά στήν πλάνη, ἔτσι δέν εἶναι εὔκολο καί ἐκενος, πού παραμένει στήν πονηρία, νά ἀναχθεῖ γρήγορα στό ὕψος τῶν δογμάτων. Ἐκενος, πού ναζητᾶ τήν ἀλήθεια, πρέπει νά διατηρεῖ τόν ἑαυτό του καθαρό ἀπό λα τά πάθη. Ὅποιος παλλαγεῖ ἀπό τά πάθη καί ἀπό τήν πλάνη θά ἀπαλλαγεῖ καί τήν ἀλήθεια θά γνωρίσει. Ὁ Θεός καλεῖ καί ὁδηγεῖ στήν ἀλήθειαποιονδήποτε νθρωπο, ὁ ὁποος συμβαίνει νά ἔχει φόβο Θεοῦ καί ἐνάρετηζωή. Δέν ὑπάρχει δηλαδή περίπτωση, λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, κάποιος ἑτερόθρησκος νά παραμένει στήν πλάνη, ὅταν εἶναι καλός καί φιλάνθρωπος. Ἄν συμβαίνει ὅμως νά παραμένει στήν πλάνη του, τότε ὑπάρχει σίγουρα κάποιο λλο πάθος του, ὅπως ἡ κενοδοξία, ἡ ραθυμία τῆς ψυχῆς, ἡ ἔλλειψηφροντίδας γιά τή σωτηρία του κ.τ.λ. Ὁ Θεός ἕλκει αὐτούς, πού βρίσκονται στήν πλάνη, ὅταν χουν καθαρό βίο[16]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποος ταν φοβερός πολέμιος καί διώκτης τῆςκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή μως εἶχε μεμπτη ζωή, ὄχι μόνο ἔγινεδεκτός στήν πίστη τῆς κκλησίας, ἀλλά καί ὅλους τούς ξεπέρασε[17].
ς πρός τό θέμα τῆς σχέσεως πίστεως καί ζως, στό πλαίσιο τῆςκκλησίας, θά σημειώσουμε τό ἑξς παράδοξο καί τραγικό φαινόμενοΣτίςμέρες μας πολλοί ὀρθόδοξοι πιστοί ἐμφανιζόμαστε νά πιστεύουμε Ἀνατολικς, ἀλλά νά ζοῦμε Δυτικῶς. Αὐτό εἶναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό, γιατί πιστοποιεῖ ἕναν σωτερικό παρξιακό διχασμό. Ἔτσι λλωστε ρμηνεύεται, γιατί στήν ἐποχή μας μεταβάλλονται ραγδαίως αἰώνιες λήθειες, παρά τή σαφέστατη ἁγιογραφική καί πατερική σύσταση νά μή «μεταίρωμεν ὅριααἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμν»[18]. Ὁ Δυτικός τρόπος ζωῆςπούπρωτογενς καί δομικά χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἔπαρση, τήν ὑπεροψία καί τόν τύφο, ἀποτελεῖ τή γενεσιουργό αἰτία κάθε ἑτεροδοξίας, ἀλλά καί τῆςσύγχρονης παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενικοῦ συγκρητισμοῦ. Ὁ κίνδυνος, ἡ ἐσφαλμένη ζωή νά ὁδηγήσει στήν ἐσφαλμένη πίστη, εἶναι βέβαιος. Ἁπλς, εἶναι θέμα χρόνου τό πότε καί πόσο θά συμβεῖ. Γι’ αὐτό, χρειάζεται πάντοτε ἡ σύζευξη, «ἵνα καί ὁ βίος μαρτυρῇ τοῖς δόγμασι, καί τά δόγματα τόν βίον ἀξιόπιστον πιφαίνῃ»[19]. Δέν ἔχουμε κανένα ὄφελος πό τά ὀρθά δόγματά μας, ἄν τά ἔργα μας εναι διεστραμμένα[20].
ν μως ἡ γνώση καί ἡ βίωση τῆς λήθειας συνιστοῦν συνοπτικῶς τήν Ὀρθοδοξία, τότε ἡ αἵρεση εἶναι ἡ ἀπόκλιση πό αὐτή τή γνώση καί μετοχή.
Κατά τήν Ἁγία Γραφή, ἡ αἵρεση εἶναι πρωτίστως διδασκαλία δαιμονίων, ἐμπνέεται δηλαδή ἀπό τά πονηρά πνεύματα[21]. Κατά τήν ἈσκητικήΓραμματεία τῆς κκλησίας, ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ἔφερε στόν κόσμο κάθε κακοδοξία καί αἵρεση, ἐνῶ, κατά τόν στῦλο τς ρθοδοξίας Μ. Ἀθανάσιο, ἡ αἵρεση «οὐκ στι τῶν ποστόλων, ἀλλά τῶν δαιμόνων καί τοῦ πατρός αὐτντοῦ διαβόλου καί μᾶλλον γονος καί ἄλογος καί διανοίας ἐστίν οὐκρθς»[22]. Μέ τό ἴδιο πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ χωρίου οἱ Πατέρες τῶνΟἰκουμενικν Συνόδων χαρακτηρίζουν τούς αἱρετικούς ς φρενοβλαβεῖς(πνευματικῶς).
Μεγάλοι Πατέρες τῆς κκλησίας χρησιμοποιοῦν βαρεῖς χαρακτηρισμούςγιά τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς. Ὀνομάζουν τήν αἵρεση πιστία καί ἀθεΐακαί τούς αἱρετικούς ς τερόδοξους, ἀπίστους καί ἀθέους. Εἰδικότερα, ὁ Μ. Ἀθανάσιος χαρακτηρίζει τούς αρετικούς ς χθρούς καί ἀρνητές τῆςλήθειας, ἐνέργημα τοῦ διαβόλου[23] καί προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου[24].
Ἡ αἵρεση συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν πλάνη στή διττή ἐκδοχή της, τήν ἐκτροπή δηλαδή ἀπό τήν ἀλήθεια καθεαυτήν καί τήν ἐκτροπή πό τό πλήρωμα τῆς ζωῆς. «Ὥσπερ ὁ ἐξελθών δοῦ εὐθείας πλανᾶται ν λλοδαπῇ χώρᾳ, μή ἐπιστάμενος ποῦ πορεύεται», σημειώνει ὁ ἅγιος Νεῖλος (ὁ ἀσκητής), «οὕτω καί ὁ ἄνθρωπος πλανᾶται μή πιστεύων εἰς μοούσιονΤριάδα»[25]. Ὅποιος μως πλανᾶται, οὔτε στόν τελικό σκοπό φθάνει, ἀφοῦ εἶναι κτός δοῦ, οὔτε τήν ἀσφάλεια τῆς δοῦ γεύεται, πορευόμενος μέ τρόπους λλοτρίους καί ἀλλοτριωτικούς τῆς ντως γιος ζωῆς.
Εναι κοινός τόπος τῆς Πατερικῆς Γραμματείας, ὅτι ξιολογικς ἡ αἵρεσηβρίσκεται πάνω ἀπό κάθε ἠθική μαρτία τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή ἡ αἵρεσηκατεξοχήν χωρίζει τόν ἄνθρωπο πό τόν Θεό. Τόν χωρισμό τν πιστῶν πότόν Θεό πιστοποιεῖ καί θεσμικῶς ἡ  Ἐκκλησία στίς Οἰκουμενικές της Συνόδους μέ τούς ἀφορισμούς καί τά ἀναθέματα σ’ ὅσους δέν ἀποδέχονται τήν ἐν γίῳ Πνεύματι δογματική πόφανσή της.
λλά, στά Πατερικά συγγράμματα εἶναι συχνή ἡ ἀναφορά καί στήν θικήπλευρά τῆς αἱρέσεως, ὡς ρρήκτως συνδεδεμένης μέ τή δογματική σημασία της. Σέ ντίθεση πρός τόν ἑνοποιητικό χαρακτήρα τῆς κκλησίας, ὁ χαρακτήρας τῆς αἱρέσεως εἶναι διασπαστικός. Τίποτε ἄλλο δέν ἔκαναν οἱ αἱρέσεις καί οἱ αἱρετικοί στήν Ἐκκλησία, παρά τό νά μήν ἀγαπον μς, τό Θεό ἀλλά καί ἀλλήλους[26]. Ἡ ἐκτροπή τῶν αἱρετικν πό τήν ὀρθή πίστη ἔχει ς φυσική συνέπεια καί τήν ἐκτροπή πό τή γνήσια πνευματική ζωή. Γι’ αὐτό καί ἡ ζωή τους χαρακτηρίζεται πό τή βία, τή συκοφαντία καί τάγκλήματα.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶςκαταθέτουν προσωπικές ἐμπειρίες πό μιά τέτοια συμπεριφορά. Δέν ὑστερον μως σέ ἀνάλογες συμπεριφορές οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάντες, ὅπως μς πληροφορεῖ ἡ ἱστορία τῶν σταυροφοριῶν καί τνπροσηλυτιστικῶν δραστηριοτήτων τους στή Μέση Ἀνατολή καί τήν ἈνατολικήΕὐρώπη.
ταν κινδυνεύει ἡ ὀρθόδοξη πίστη, οἱ ὄντως πιστοί δείχνουν μεγάλη εὐαισθησία καί ἀναδεικνύονται πέρμαχοι τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καί τῆςρθόδοξης εὐσέβειας. Ἄλλωστε, ἡ ἴδια εὐαισθησία, πού ἔχουν οἱ πιστοί γιά τή βίωση καί διαφύλαξη τῆς κεραιότητας τῆς πίστεως, ἐνεργοποιεται καί γιά τήν καταπολέμηση τῆς πλάνης τῶν αἱρετικν. Εἶναι φυσικό οἱ ζωντανοί φορεῖςτῆς βιωμένης ἐκκλησιαστικς λήθειας νά εἶναι καί οἱ ὑπερασπιστές τςπίστεως καί οἱ ἀκατάβλητοι πολέμιοι τῆς αἱρέσεως, ἐπειδή ἡ αἵρεση ποτελεῖ στήν πράξη διάψευση τῆς γιοπνευματικς ζωῆς τῆς κκλησίας. Ἔτσι, ὅσοιγωνίζονται γιά τήν κοινή ὀρθόδοξη πίστη, ἀγωνίζονται οὐσιαστικά γιά τή διασφάλιση τῆς χαρισματικῆς μπειρίας τῆς κκλησίας, πού εἶναι καί ἡ δική τους προσωπική ζωή. Στήν προκειμένη περίπτωση, οἱ ἐπιεικες καί εἰρηνικοίπιστοί ἐμφανίζονται «πολεμικοί», θά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος[27]. Ἐδῶ, ἡ ἀντιρρητική καί πολεμική στάση τῶν πιστῶν καί κατεξοχήν τῶν γίων ποιμένων τῆς κκλησίας μας δέν πρέπει νά παρανοηθεῖ, ἐπειδή στήν πραγματικότητα ἡ στάση αὐτή ποτελεῖ ἀγωνιστικήμυνα. Ὅταν δηλαδή ἡ Ἐκκλησία διατρέχει σοβαρό κίνδυνο ἀπό τή δράση τῶν αἱρετικν, οἱ συνειδητοποιημένοι ὀρθόδοξοι πιστοί ἀγωνίζονταιμυνόμενοι, δίνοντας ἔτσι τή μαρτυρία τῆς σταθερῆς παραμονῆς τους στήν παραδεδομένη πίστη. «Ἐστήκαμεν γωνιζόμενοι πέρ τοῦ κοινοῦ κτήματος, τοῦ πατρικοῦ θησαυροῦ τῆς γιαινούσης πίστεως», θά διευκρινίσει ὁ ἀκριβολόγος καί οὐρανοφάντορας Μ. Βασίλειος[28].
Ὁ ἀγώνας τῶν ρθοδόξων πιστῶν, ἀκόμη κι ὅταν χει ς τίμημα τήν ἴδιατή ζωή τους, δέ στρέφεται κατά τῶν αἱρετικν, ἀλλά κατά τῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία πειλεῖ νά διαβρώσει τήν ἀλήθεια καί κατ’ ἐπέκταση τή ζωή τοῦ σώματος τῆς κκλησίας. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν υἱοθετεῖ ποτέ τή βία ἔναντι τῶνντιφρονούντων αἱρετικν, ἀλλά ναπτύσσει τήν ἀντιρρητική θεολογία, γιά νά πείσει μέ τή λογικότητα καί τήν ὀρθότητα τῶν πιχειρημάτων, παραπέμποντας ἐπιπροσθέτως στόν ἐκκλησιαστικό καί ἁγιοπνευματικό βίο συγκεκριμένωνχαρισματικῶν φορέων της.
Ὁ στόχος τῆς στάσεως αὐτς τῆς ρθοδοξίας πέναντι στήν πρόκληση τῶν αἱρετικν εἶναι διπλός. Ἀπό τή μία διασφαλίζεται τό ἐκκλησιαστικό σῶμαπό διαβρωτικές καταστάσεις, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη δίνεται ἡ δυνατότητα νά ἐπανέλθουν οἱ πλανηθέντες στήν ὑγιαίνουσα πίστη τῆς κκλησίας. Αὐτόπιστοποιεῖται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ ἀντιρρητικοί Πατέρες, παρότι χρησιμοποιοῦν αὐστηρή γλώσσα ἐναντίον τῶν αἱρετικν, δέν αἰσθάνονταιμίσος πρός αὐτούς[29]. Ἀπεναντίας, εἶναι νεξίκακοι, πρᾶοι καί φιλανθρωπότατοι ναντι τῶν διων τῶν αἱρετικν, μολονότι ἐκενοι φέρονται ἐριστικς πρός αὐτούς. Σαφῶς, ὅμως, θεωροῦν τή φιλία καί τή συναναστροφή μέ τούς αἱρετικούς ς «βλάβη» καί «ἀπώλεια» ψυχῆς[30]. Ἡ συζήτηση μέ τούς αἱρετικούς μπορεῖ καί πρέπει νά γίνεται μόνον στό πλαίσιο τῆς σύστασης τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «αἱρετικόν νθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς τι ξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει, ὤν αὐτοκατάκριτος»[31]. Ἡ συνομιλία φείλει νά περιορίζεται «μόνον ἄχρι νουθεσίας τῆς πρός εσέβειαν μεταβολῆς», κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο[32].
Κινούμενος μέσα στό ἴδιο πνεῦμα τῆς γιογραφικς καί πατερικῆςπρακτικῆς, ὁ μεγάλος θεολόγος τῆς θεοπτίας τοῦ ἀκτίστου φωτός, ἅγιοςΓρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, θέτει ὡς προϋπόθεση ἑνός θεολογικοῦ διαλόγου μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς τήν ἀφαίρεση τοῦ Filioque πό τό Σύμβολο τῆςΠίστεως[33]. Ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἔτσι καί οἱ ἅγιοί του πάντοτε ζητοῦν τή γνήσια πίστη ὡς ντελς παραίτητη προϋπόθεση γιά τή θεραπεία καί τή σωτηρία. Εἶναι διαίτερα χαρακτηριστική ἡ προϋπόθεση, πού θέτει ὁ Μ. Ἀθανάσιος γιά τό διάλογο μέ τούς αἱρετικούς. Δέν μπορεῖ, λέει, νά γίνεται λόγος γιά κανένα ἄλλο πράγμα μέ αὐτούς, πρίν ἐξετασθεῖ τό θέμα τῆςπίστεως. Πρῶτα πρέπει νά προηγηθεῖ ἡ συμφωνία στήν πίστη. Τήν ἐκκλησιαστική αὐτή μέθοδο τήν θεμελιώνει στή μέθοδο τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποος δέν θεράπευε τούς πάσχοντες, πρίν ἐκδηλώσουν τήν πίστη τους σ’ Αὐτόν[34].
Ἡ Ὀρθοδοξία -ὡς φρόνημα καί βίωμα τῆς πίστεως- ἀναδεικνύεται, κατεξοχήν, κατά τήν ἐποχή τῆς μφανίσεως τῶν αἱρέσεων. Ὅμως καί σήμερα, χαρισματικές μορφές τῆς ρθοδοξίας γίνονται σημεῖα ναφορς, γιά ἕνανσταθερό προσανατολισμό ὀρθς πίστεως καί ἁγιοπνευματικς ζωῆς, μέσα στή σύγχυση πού δημιουργοῦν οἱ ποικίλες ἑρμηνεες τοῦ περιεχομένου τῆςπίστεως, εἰδικότερα στό πλαίσιο τοῦ διεξαγομένου διαλόγου τῶν ρθοδόξωνμέ τούς ἑτεροδόξους.
Ἡ Ὀρθοδοξία κφράστηκε πάντοτε αὐθεντικά πό τούς ἁγίους, ἀπό τούς θεσμικούς καί τούς χαρισματικούς φορεῖς τῆς γιοπνευματικς ζωῆς της. Μποροῦμε γι’ αὐτό νά εἴμαστε σφαλες καί αἰσιόδοξοι τι δέν κινδυνεύουμε, μόνον ἐφόσον τούς ἀκολουθομε, ἐφόσον εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς γίοιςΠατράσι».





[1] Ἰω. 17,3
[2] Βλ. Κατηχήσεις 4, P.G. 33, 456B
[3] Βλ. P.G. 60,745
[4] Βλ. P.G. 59, 443
[5] P.G. 90, 165A
[6] Βλ. Ἁγίου Μάρκου τοῦ ἐρημίτηP.G. 65, 1001AB
[7] Βλ. Ἁγίου ΜακαρίουP.G. 34, 904B
[8] P.G. 31, 920A
[9] P.G. 88, 996B
[10] Βλ. Μ. ἈθανασίουP.G. 26, 1076C καί P.G. 25, 221-225
[11] P.G. 53,31 καί P.G. 59, 369
[12] P.G. 59, 77
[13] Μθ. 6, 21
[14] Βλ. P.G. 51, 280
[15] Βλ. P.G. 55,50 καί P.G. 62, 93
[16] Βλ. P.G. 61, 70 καί P.G. 57, 243-244
[17] Βλ. Ε.Π.Ε. 18, 222-224
[18] P.G. 59, 63 καί Παροιμ. 22,28: «Μή μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες σου»
[19] P.G. 64, 500C
[20] P.G. 59, 59-61
[21] Βλ. σχετικά Α΄Τιμ. 4,1
[22] P.G. 26, 960Β
[23] Βλ. P.G. 25, 541C-544C
[24] Βλ. P.G. 26, 25Β καί 941Α
[25] P.G. 79, 1237C
[26] Βλ. P.G. 87, 2925Β
[27] Βλ. P.G. 35, 1112Α
[28] Βλ. Ἐπιστολή 243, P.G. 32, 908C
[29] Βλ. Μ. ἈθανασίουP.G. 26, 937C
[30] Βλ. Μ. ἈθανασίουP.G. 26, 940C
[31] Τίτ. 3,10
[32] Βλ. P.G. 26, 940Β
[33] Βλ. Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, 4, 27-31. Π. Χρήστου, τόμ. Α΄, σ. 31
[34] Βλ. Μ. Ἀθανασίου, Περί τῶν γεγενημένων παρ’ Ἀρειανῶν 36, Β.Ε.Π., 31, 260-261
meteoronlithopolis.gr