Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος: Ευσεβιστικές τάσεις




ΕΥΣΕΒΙΣΤΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ
Π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ 
ΔΡ. ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΔΡ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

  • α) Ο ευσεβισμός
  • β) Ο μεθοδισμός ως ευσεβιστική κίνηση
  • γ) Διάφορες ευσεβιστικές και μεθοδιστικές κοινότητες
    • 1) Εκκλησία του Θεού / Anderson
    • 2) Εκκλησία του Ναζωραίου 
    • 3) Χριστιανοί 
    • 4. Ανώνυμοι Χριστιανοί  
    • 5. Άλλες  ομάδες 
     
  • δ) Θέσεις της Ορθοδοξίας
Η λεπτομερής εξέταση των κινημάτων του ευσεβισμού και του μεθοδισμού δεν είναι δυνατό να γίνει στα πλαίσια αυτού του βιβλίου. Όμως η γνώση τους δημιουργεί την απαραίτητη υποδομή για τη μελέτη πολλών αιρετικών ομάδων που αναπτύχθησαν κατά τον ΙΘ' και τον Κ' αιώνα. Γι’ αυτό και μία σύντομη ανασκόπηση των τάσεων αυτών κρίνεται απαραίτητη.

α) Ο ευσεβισμός

Ο ευσεβισμός (Pietismus) είναι θρησκευτική τάση που εμφανίσθηκε
στους κόλπους των παλαιοτέρων προτεσταντικών εκκλησιών κατά τον ΙΖ' αιώνα με στόχο την Praxis Pietatis, την άσκηση της ευσεβείας σαν αντίδραση στην «ακινησία», που χαρακτήριζε τις παραδοσιακές εκκλησίες της μεταρρύθμισης. 
Τονιζόταν η πίστη στην αγία Γραφή, η συναίσθηση πως ο άνθρωπος είναι ένοχος απέναντι του Θεού, η αναγκαιότητα της μεταστροφής και του αγιασμού. Η κίνηση δεν είχε σκοπό τη δημιουργία ξεχωριστών εκκλησιαστικών κοινοτήτων, αλλά την αναγέννηση της εκκλησιαστικής ζωής. 
Η κίνηση του ευσεβισμού υπογράμμιζε την άμεση εμπειρία του Θεού στην ψυχή του ανθρώπου, σαν «μαρτυρία» του Αγίου Πνεύματος και τη σημασία της μεταστροφής και της χριστιανικής τελειότητας. Αυτή η «εμπειρία της αγιότητας» στη νέα αμερικάνικη κίνηση, λογιζόταν «ιδιαίτερη χάρη». 
Οι αρχηγοί της αμερικανικής «κίνησης αγιότητας» Charles G. Finney († 1875),  Asa Mahan († 1889) και W.E. Boardman († 1886) υποστήριξαν πως είναι δυνατή μια «ανώτερη χριστιανική ζωή» υπό την προϋπόθεση πως ο Θεός θα δωρίσει την «εμπειρία της αγιότητας». Αυτό θεωρήθηκε σαν «πλήρωμα του Αγίου Πνεύματος», σαν προσωπική παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στον πιστό, σαν ιδιαίτερη χάρη. 
Αυτή η εμπειρία του Αγίου Πνεύματος συνοδεύεται και εκδηλώνεται με θαυμαστά φαινόμενα, μεταξύ αυτών και η γλωσσολαλιά.

β) Ο μεθοδισμός ως ευσεβιστική κίνηση

Η μεθοδιστική κίνηση ήταν καρπός του ευσεβισμού στην Αγγλία κατά τον ΙΗ' αιώνα. Ιδρυτές του ήσαν ο Charles Wesley (1707-1788), ο αδελφός του John Wesley (1703-1791) και ο George Whitefield (1714-1770). 
Η κίνηση άρχισε στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης όπου σχηματίστηκε κύκλος φοιτητών με κύρια προσωπικότητα τον Ιωάννη Ουέσλεϋ, κληρικό της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Σκοπός της ομάδας ήταν η καλλιέργεια της προσωπικής ευσεβείας, η οποία συνδυαζόταν με κοινωνική δραστηριότητα. Επειδή εφάρμοζε με συνέπεια τις αρχές της, η ομάδα ονομάστηκε «άγιο εντευκτήριο» και τα μέλη της πήραν το όνομα «μεθοδιστές». 
Οι κήρυκες της κίνησης ήσαν λαϊκοί. Σχηματίσθηκαν μικρές ομάδες, οι λεγόμενες «τάξεις», για τη μελέτη της αγίας Γραφής, οι «κατ' οίκον» συναθροίσεις. Οι υπεύθυνοι συναθροίζονταν σε ιδιαίτερες εβδομαδιαίες συνάξεις («Ινστιτούτο των τάξεων») και σε ετήσια συνέδρια, για να εκπαιδευτούν. 
Την κίνηση έφερε στην Ελλάδα ο Παύλος Παπαδόπουλος, μεθοδιστής πάστορας που σπούδασε στην Αμερική. Kατ’ αρχήν προσπάθησε να διαδώσει την κίνηση στον Λαγκαδά και κατά το 1951 επεξέτεινε τη δραστηριότητα του στην Αθήνα, όπου σχηματίσθηκε ομάδα με την ονομασία «Ανατολική Αποστολική Εκκλησία». Το 1955 ιδρύθηκε το σωματείο «Αδελφότης των Μελών της Ευαγγελικής Ανατολικής Αποστολικής Εκκλησίας». Τακτικά μέλη του σωματείου μπορούσαν να γίνουν μόνο όσοι ακολουθούσαν τις «δοξασίες της Ευαγγελικής Μεθοδιστικής Εκκλησίας» (άρθρο 4). 
Η κίνηση τονίζει την εμπειρία. Αυτό που για την Εκκλησία είναι η παράδοση, για τον καθένα είναι η προσωπική εμπειρία, η οποία του αποκαλύπτει την Γραφική αλήθεια. Όμως ακολουθεί μια κριτική ανάλυση διά του λογικού. 
Η δικαίωση πραγματοποιείται με την πίστη. Διακρίνεται η μεταστροφή από την αναγέννηση. Όμως η κίνηση διδάσκει μία κατάσταση, η οποία φθάνει ήδη σ' αυτή τη ζωή στην «χριστιανική τελειότητα» που ξεπερνά τον αγώνα μεταξύ πνεύματος και σάρκας. Η αγιότητα αποτελεί ιδιαίτερη κατάσταση, η οποία γίνεται αντιληπτή σαν προσωπική εμπειρία. 
Έτσι η αγιότητα των μεθοδιστών δεν εκλαμβάνεται σαν διαδικασία που διαρκεί σ' όλη τη ζωή του ανθρώπου, αλλά σαν «εφ' άπαξ» πληροφορία συγχώρησης των αμαρτιών, που είναι χρονικά προσδιορισμένη. Τονίζεται δηλαδή η υποκειμενική ψυχολογική πλευρά. Το συναίσθημα και η εμπειρία είναι εκείνα που δίνουν τη διαβεβαίωση μιας νέας πραγματικότητας της ζωής, η οποία ενεργείται από τον Θεό. Όμως σ' αυτό το σημείο δεν υπάρχει απόλυτη ενότητα στις διάφορες κοινότητες.

γ) Διάφορες ευσεβιστικές και μεθοδιστικές κοινότητες

Σ' αυτόν τον πνευματικό χώρο μπορούμε να κατατάξουμε την κίνηση των «Βοημών Αδελφών» και το «Στρατό Σωτηρίας». Όμως η διαπραγμάτευση των ομάδων αυτών ξεπερνά τα πλαίσια αυτού του βιβλίου. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε σε μερικές μόνο εκκλησίες, που εκπροσωπούνται στη χώρα μας ή μεταξύ του Ελληνισμού της διασποράς.


1) Εκκλησία του Θεού / Anderson

Η ομάδα αυτή ιδρύθηκε το 1880 από τον Daniel S Werner (1842-1895). Ήταν πάστορας της Church of God in North America (General Eldership), μιας σχισματικής ομάδας της «Γερμανικής Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας>. που ιδρύθηκε στις ΗΠΑ από Ελβετούς, Ολλανδούς και Γερμανούς μετανάστες και απετέλεσε τον πρόδρομο της σημερινής Evangelical and Reformed Church. 
Η «Εκκλησία του Θεού στη Βόρειο Αμερική» είχε την αυτοσυνειδησία της μόνης αληθινής εκκλησίας. Απέρριπτε το νηπιοβαππσμό, τηρούσε τον «νιπτήρα» πριν από την ευχαριστία και απαιτούσε να ονομάζονται τα βιβλικά πράγματα με βιβλικά ονόματα. Ο Daniel Werner διαφώνησε μ' αυτή τη θέση και ζητούσε τρόπο για την ενότητα των διαιρεμένων προτεσταντικών ομάδων. Ο δικός του δρόμος ήταν η ένωση όλων των «αναγεννημένων» χριστιανών σε μια άδελφότητα χωρίς ομολογιακά σύνορα. 
Η κατεύθυνση αυτή ενισχύθηκε από την «κίνηση της αγιότητας». Βασική άποψη ήταν πώς η «αγιότητα» είναι πρόσθετη χάρη του Θεού και δεν ταυτίζεται με τη δικαίωση. 
Οι απόψεις του Werner τον έφεραν σε αντίθεση με την εκκλησία του, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την αποκοπή του. Το 1880 ίδρυσε την «Εκκλησία του Θεού», το κέντρο της οποίας μεταφέρθηκε στο Anderson/Ιnd. Για να ξεχωρίζει από τις άλλες αμερικάνικες «Εκκλησίες του Θεού», ονομάσθηκε «Εκκλησία του Θεού / Anderson». 
Η κίνηση διαδόθηκε και στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα την έφερε ο Νικόλαος Ζαζάνης, που ήλθε από το Κάιρο και κήρυττε στην «Ελευθέρα Ευαγγελική Εκκλησία». Το 1947 σχημάτισε ιδιαίτερη ομάδα και το 1956 το σωματείο με την ονομασία «Εκκλησία του Θεού (Ευαγγελική) Αθηνών» (Ζαΐμη 17). Στο Ιδρυτικό Πρακτικό του σωματείου αναφέρεται πως η σύστασή του κατέστη αναγκαία «εκ του γεγονότος ότι καίτοι η "Εκκλησία του Θεού (Ευαγγελική) Αθηνών" ήτο γνωστή και ελειτούργει νομίμως... εν τούτοις δεν είχεν αύτη νομικήν προσωπικότητα». 
Κατά την ιδρυτική συνέλευση εγκρίθηκε το καταστατικό και ορίσθηκε πενταμελής επιτροπή, που απετελείτο από τους: 1) Νικόλαο Ζαζάνη, 2) Στυλιανό Χαραλαμπάκη, 3) Ιάσωνα Ναΐδη, 4) Μανούσο Μανούσακα και 5) Παναγιώτη Νταβάρα. Σύμφωνα με το άρθρο 24 του καταστατικού, η ομάδα αυτή ανήκει στην «Ιεραποστολή της Εκκλησίας του Θεού» (Missionary Board of the Church of God/Anderson). Σημερινός ποιμένας της είναι ο Παναγιώτης Μενδρινός. 
Για την κοινότητα αυτή η μόνη πηγή πίστης είναι η αγία Γραφή. Γίνεται δεκτό το βάπτισμα των πιστών και η ευχαριστία, όχι όμως σαν μυστήρια αλλά σαν εντολές. Επίσης είναι σε χρήση ο «νιπτήρ» και η καταβολή της «δεκάτης», στην οποία δίνεται ιδιαίτερη σημασία. 
Η ομάδα αυτή τονίζει τη μεταστροφή, την προσωπική αποδοχή της σωτηρίας, την αναγέννηση και τον αγιασμό σαν λήψη του Αγίου Πνεύματος, και την ολοκληρωτική σωτηρία. 
Κύριο μέλημα είναι η ένταξη όλων των «γνησίων χρισπανών» στην «Εκκλησία του Θεού» χωρίς οργανωτικές δομές, επειδή το Άγιο Πνεύμα πρέπει να καθορίζει τα πάντα χωρίς να δεσμεύεται.
Γι' αυτό και δεν υπάρχουν κατάλογοι μελών. Το να ανήκει κανείς στην αληθινή ποίμνη είναι υπόθεση προσωπικής μεταστροφής και προσωπικής εμπειρίας, λέγει η ομάδα αυτή.
Κατά την ορθόδοξη αντίληψη η αγιότητα των αγίων δεν εξαρτάται από την προσωπική τους τελειότητα, αλλά από τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας και αναξιότητάς τους, γιατί το ταπεινό φρόνημα προσελκύει τη χάρη του Θεού, που αγιάζει τον άνθρωπο. Γι' αυτό και η ταπείνωση λογίζεται μεγίστη αρετή (Α' Ιω. δ' 6. Α' Πέτρ. ε' 5). 
Η κίνηση απορρίπτει τις οργανωτικές δομές, πράγμα που δεν συμφωνεί με την πρωτοχριστιανική Εκκλησία (βλ. σελ. 59-61 και 63-108). Όμως και η ίδια αναγκάσθηκε να δημιουργήσει διοικητικά όργανα. Οι αυτόνομες κοινότητες συνέρχονται σε μια ετήσια Γενική Συνέλευση και εκλέγουν το κοινοτικό συμβούλιο. Υπάρχουν ακόμη και ανώτατα εκκλησιαστικά όργανα, είναι το General Assembly και το Εxecutive Council. 
Παρ' όλο που η ομάδα αυτή δίνει την εντύπωση πως είναι «ανοικτή» στις άλλες χριστιανικές ομολογίες, ουσιαστικά καλλιεργεί τη συναίσθηση πως η αληθινή εκκλησία του Θεού φανερώνεται μόνο μέσα στα δικά της σύνορα.

2) Εκκλησία του Ναζωραίου 
Μια άλλη κίνηση που υπογραμμίζει την «αγιότητα» είναι η λεγόμενη Church of the Nazarene. Η ομάδα αυτή αποσπάσθηκε το 1895 από την «Επισκοπική Μεθοδιστική Εκκλησία» του Los Angeles με πρωταγωνιστή τον «επισκοπεύοντα» Dr. Phineas F. Breese. 
Κατά την αντίληψη της κίνησης η διδαχή περί αγιότητας είχε παραμεληθεί στους μεθοδιστές. Το 1908 ενώθηκε με άλλες ομάδες, που για παρόμοιους λόγους είχαν αποσχισθεί από την κίνηση των μεθοδιστών. 
Το 1958 ιεραπόστολοι της κίνησης έφθασαν στη Γερμανία και ίδρυσαν (1960) το πρώτο παράρτημα. Το 1966 ιδρύθηκε στο Büsingen, πλησίον του Schaffhausen το European Nazarene Bible College. Το 1977 έφθασε στην Ελβετία και εργάζεται για να επεκταθεί και σε άλλες χώρες.
Την ανώτατη διοίκηση ασκεί το «Παγκόσμιο Εκκλησιαστικό Συνέδριο», που συγκροτείται από εκπροσώπους των περιφερειακών εκκλησιαστικών συνεδρίων, τα οποία συγκαλούνται κάθε χρόνο και ορίζει έξι «Γενικούς Επισκοπεύοντες. Στις κοινότητες διακονούν ποιμένες και κήρυκες, που διορίζονται από το ετήσιο εκκλησιαστικό συνέδριο. 
Η κίνηση διακρίνει τον αγιασμό από τη δικαίωση και τον θεωρεί δεύτερη χάρη. Το Άγιο Πνεύμα απαλλάσσει τον άνθρωπο από τη διεφθαρμένη φύση του, εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος και του προσφέρει την τελειότητα της καρδιάς. 
Στους κανονισμούς της Εκκλησίας του Ναζωραίου αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Πιστεύουμε πως ο ολοκληρωτικός αγιασμός είναι η πράξη εκείνη του Θεού που συντελείται μετά την αναγέννηση, με την οποία οι πιστοί ελευθερώνονται από την προπατορική αμαρτία ή τη φθορά και μεταφέρονται στην κατάσταση ολοκληρωτικής παράδοσης στον Θεό και στην αγία υποταγή, στην πλήρη αγάπη. Δημιουργείται με το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος και περιλαμβάνει τον καθαρισμό της καρδιάς από την αμαρτία και την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, που παραμένει εσωτερικά, που οπλίζει τους πιστούς για τη ζωή και τη διακονία» (Kirchenordnung der Kirche des Nazareners, σελ. 9). 
Στο Δελτίο της ελληνικής κοινότητας Fitzroy/Μελβούρνης αναφέρεται πως ο χριστιανός «είναι τέλειος με την έννοια (ότι) ενεδυναμώθη ώστε να φθάσει εις την πείρα της τελείας παραχωρήσεως εις το τέλειον θέλημα του Θεού και τελεία ειρήνη εις αυτό το θέλημα. Τελεία αγάπη διά τον Θεόν και διά όλους τους ανθρώπους. Τέλειος εσωτερικός καθαρισμός από τη ρίζα της αμαρτίας που τον έκανε αδύναμον και δίγνωμον» (Η αγγελία 14/1972, σ. 4). 
Η ομάδα αυτή δεν έχει καθορίσει την ηλικία του βαπτίσματος. Απαγορεύει τις διασκεδάσεις, το αλκοόλ και επιβάλλει την καταβολή της «δεκάτης». Διατηρεί επίσης ιεραποστολικά νοσοκομεία. Κηρύττει την θεραπεία των ασθενών μέσω της πίστης, όμως δεν αποκλείει την ιατρική βοήθεια σε περίπτωση ασθενείας.

3) Χριστιανοί 
Η κίνηση παρουσιάσθηκε στην Αγγλία και στην Ιρλανδία κατά τις αρχές του ΙΘ' αιώνα. Από εκεί μεταφυτεύθηκε στην Αμερική, με εξέχουσα προσωπικότητα τον G. Walker  († 1983). 
Η ομάδα αυτή οικοδομείται πάνω στη διδαχή περί «δούλου», δηλαδή του αξιώματος που προσδιορίζει την ανώτατη ιεραρχική εξουσία. Για την ομάδα αυτή πρώτος «δούλος» ήταν ο Ιωάννης. Ο Χριστός εξέλεξε τους αποστόλους και τους απέστειλε «ανά δύο» για να οργανώσουν «κατ' οίκον εκκλησίες». Ο απόστολος Πέτρος διαδέχθηκε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή στο αξίωμα του «δούλου». Το αξίωμα αυτό μεταβιβάστηκε υστέρα στον απόστολο Παύλο. 
Στις αρχές του περασμένου αιώνα «δούλος» ήταν ο G. Walker. Στη δική μας εποχή από τους πιο γνωστούς «δούλους» ή «υπεύθυνους αποστόλους» είναι οι Otto Kimich και Werner Leohardt στη Γερμανία, ο Normann Herderson στην Αγγλία και οι Andrew Ambermathy και Armond στις ΗΠΑ.
Την κίνηση έφερε στην Ελλάδα στην αρχές του αιώνα μας ο Ιωάννης Μιχελέτος, Έλληνοαμερικανός κρητικής καταγωγής. Κατηχήθηκε από τις «αποστόλους» της κίνησης Rube Long και Anna McBright και εντάχθηκε σε αμερικάνικη «κατ' οίκον εκκλησία». Εχρίσθη «απόστολος» και πήρε εντολή να μεταβεί στον Καναδά, από όπου, γύρω στο 1920, απεστάλη στην Ελλάδα. Όμως επειδή οι «απόστολοι» μεταβαίνουν πάντοτε στο έργο «ανά δύο», έκανε εικονικό γάμο με την Anna McBright και έφθασε μαζί με αυτήν στην Κρήτη. Στη χώρα μας ήλθε αργότερα και ο Θεοφάνης Καβουνάκης, «απόστολος» από την Αυστραλία και οι Νεοζηλανδοί «απόστολοι» Willi Phin και Fred Quick. 
Η πρώτη «κατ' οίκον εκκλησία» σχηματίσθηκε το 1928 στο Ρέθυμνο, με «επίσκοπο» τον Ιω. Μαραγκουδάκη (σήμερα: Θεόδ. Ντινιόζος). Ακολούθησε η ίδρυση και άλλων, στα Χανιά (Νικ. Μαραγκουδάκης, Δ. Περιστερίδης, Γ. Πηρουχάκης, Κίμων Βαρδάκης κ.ά.), στο Ηράκλειο (Ελευθέριος Καζάκης), στο Βύρωνα (Κανάρη 22, Λυκούργος Ρήγος), στο Παγκράτι (Αλκέτου 54, Ευστ. Μανέτας) και σε άλλα μέρη των Αθηνών. Υπάρχουν ακόμη ομάδες στην Πάτρα (Σπ. Αρμάου), στη Θεσσαλονίκη (Δημ. Καβαλιεράκης), στη Βέρροια (Ευστρ. Ναμίδης), στην Καλαμάτα (Τιμ. Ποινιωτάκης), στη Συκέα Δωρίδος (Χρ. Κελαϊδώνης) και στα Μανετέικα Αχαΐας. 
Μετά το θάνατο του Μιχελέτου (1966), νέος «δούλος» ορίσθηκε ο Αντώνιος Κουτσουρέρης.
Η ομάδα αυτή απορρίπτει τον όρο «ομοούσιος» και κηρύττει πως τα τρία θεία Πρόσωπα είναι «του αυτού πνεύματος». Όμως ο Πατέρας έχει μεγαλύτερη εξουσία και ο Υιός υποτάσσεται σ' αυτόν. 
Όλες οι οργανωμένες εκκλησίες αποτελούν την πόρνη Βαβυλώνα. Η αληθινή εκκλησία αποτελείται από τις «κατ' οίκον εκκλησίες». Η καθεμία από αυτές έχει έναν «επίσκοπο», που διαθέτει το σπίτι του για τις συναθροίσεις και διορίζεται από τον «δούλο». Ο «δούλος» χρίει επίσης και τους «διακόνους» για κάθε «κατ' οίκον εκκλησία». 
Απαραίτητη για τη σωτηρία είναι η πίστη, η μετάνοια και η ζήτηση της αναγέννησης. Το βάπτισμα αποτελεί υπακοή στην εντολή του Χριστού και μαρτυρία της αναγέννησης. Ο νηπιοβαπτισμός απορρίπτεται, όσοι προσχωρούν στην κίνηση αναβαπτίζονται. Κηρύττεται επίσης το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος σαν ιδιαίτερη εμπειρία. Η εσχατολογία της κίνησης είναι χιλιαστική. Ο απόστολός της Paul Shluep, ανέφερε το 1983 στις «συνόδους Κρήτης-Αθηνών» πως ο Χριστός θα έλθει να παραλάβει «την εκκλησία νύμφη με τους πρώτους αναστηθέντας». Μετά θα γίνει η «μεγάλη θλίψη», θα δεθεί ο Σατανάς, θα αναστηθούν όσοι εφονεύθησαν σ' αυτή και θα έλθει για τρίτη φορά ο Χριστός να βασιλεύσει χίλια χρόνια με τους «εκλεκτούς», τότε ο Ισραήλ θα επιστρέψει. 
Όμως η διδαχή αυτή δεν είναι σταθερή. Κατά μία άλλη άποψη η «αρπαγή» θα γίνει μετά τα χίλια χρόνια. Έτσι και η «μεγάλη θλίψη» μετατίθεται. Στο τέλος της χιλιετίας θα γίνει η ανάσταση των αδίκων και η γενική κρίση. Θα δημιουργηθεί η «νέα γη», όπου ο Χριστός θα βασιλεύσει με προσωπικό επιτελείο 144.000 Εβραίους. Η κίνηση λοιπόν έχει σιωνιστικές τάσεις.


4. Ανώνυμοι Χριστιανοί 
Η κίνηση ιδρύθηκε κατά το έτος 1900 στην Ιρλανδία από τον William Irvine. Χρησιμοποιούνται επίσης τα ονόματα «Μαθητές του Χριστού», «Χριστιανοί», «Αληθινοί Χριστιανοί», «Φίλοι», «Ανά Δύο» (Two-By-Two), «Κήρυκες του δρόμου» (Go-Preachers), «Περιπλανώμενοι Κήρυκες» (Tramp-Preachers). 
Κατά  το 1903 δημιουργήθηκαν οι πρώτοι κύκλοι στις ΗΠΑ, από όπου η κίνηση διαδόθηκε στη Γερμανία και στην Ελβετία. 
Οι συναθροίσεις γίνονται σε σπίτια και διευθύνονται από «αγγελιοφόρους του ευαγγελίου», που αποτελούν και το σύνδεσμο ανάμεσα στις διάφορες συναθροίσεις. Οι «κατ’ οίκον συναθροίσεις» υπάγονται σε μεγαλύτερες ενότητες, που επισκοπεύονται από τους «πρεσβυτέρους αδελφούς». 
Οι «ανώνυμοι» χριστιανοί, με αναφορά στο Α' Κορ. α' 10-15 αρνούνται κάθε όνομα. Κηρύττουν «την οδό του Ιησού», την αναγέννηση και τον αγιασμό. Απορρίπτουν το νηπιοβαπτισμό και την Εκκλησία. Εκτός από τη Γραφή δεν αναγνωρίζουν καμία άλλη αυθεντία. Στη χώρα μας δεν είναι γνωστό κατά πόσον εκπροσωπείται η κίνηση αυτή και από ποιους.

5. Άλλες  ομάδες 
Υπάρχουν ακόμη και άλλες ομάδες ευσεβιστικής προέλευσης, που δρουν στο χώρο της Δ. Ευρώπης και είναι  άγνωστο εάν και κατά πόσο έφθασαν ακόμη στη χώρα μας.
1.    Η «Νορβηγική Κίνηση» η οι «Σμιθιανοί». Ο Νορβηγός Oscar Smith (1871-1943), που ήταν σύντροφος του πεντηκοσπανού κήρυκα Τ.Β. Barrat, διαφώνησε στη διδαχή σχετικά με την «αγιότητα» και συγκρότησε δική του ομάδα (1910). Η κίνηση διαδόθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η κίνηση αυτή απορρίπτει την εκκλησία σαν γήινη οργάνωση. Οι κοινότητες είναι αυτόνομες. Οι οπαδοί θεωρούν τους εαυτούς τους σαν τους αληθινούς μαθητές του Χριστού, διαχωρισμένους από τον κόσμο.
2.    Ο «Ευαγγελικός Σύνδεσμος Αδελφών» ιδρύθηκε στην Ελβετία από τον Fritz Berger (1868-1950). Τονίζεται ησημασία της μεταστροφής και της αγιότητας. Ο χριστιανός που είναι ενωμένος με τον Χριστό είναι ελεύθερος από αμαρτία. Υπογραμμίζεται ο χωρισμός από τον κόσμο. Η κίνηση διαδόθηκε το 1936 στη Γερμανία και ανέπτυξε ιεραποστολική δραστηριότητα και σε άλλες χώρες. Οι κοινότητες είναι σήμερα οργανωμένες αυτόνομα, υπό τη διεύθυνση των «Συμβουλίων Αδελφών». 
3.    Η «Ένωση Ελευθέρων Ιεραποστολικών Κοινοτήτων» (1967) προέκυψε από τη διάσπαση του «Ευαγγελικού Συνδέσμου Αδελφών». Ιδρυτής είναι ο Peter Zürcher (Ζυρίχη), ο οποίος θέλησε να ακολουθήσει πιο φιλελεύθερη στάση απέναντι σε άλλες κοινότητες που είναι «πιστές στη Βίβλο» και απέναντι στον κόσμο. Η νέα ομάδα ήθελε τις τοπικές κοινότητες περισσότερο αυτόνομες στην εκλογή των εκπροσώπων για το υπερκοινοτικό «Συμβούλιο Αδελφών». 
4.    Οι «Στρατιώτες του Σταυρού του Χριστού» δημιουργήθηκαν στην Κούβα από τον Ernest William Sellers και μεταφυτεύθηκαν στις ΗΠΑ μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Castro, θέλουν να διαδώσουν τη διδαχή του Χριστού και να ιδρύσουν ιεραποστολές και νέες εκκλησίες. Αποκλείουν το νηπιοβαπτισμό, τελούν «κλειστή» ευχαριστία, τηρούν το Σάββατο, απορρίπτουν το αλκοόλ, τον καπνό, τον καφέ και την ιατρική περίθαλψη, καθώς και την επαφή με άλλες κοινότητες. Τα λευκά ενδύματα αποσκοπούν στο να φανερώσουν την αγιότητα των μελών.

δ) Θέσεις της Ορθοδοξίας

Στα προηγούμενα κεφάλαια μιλήσαμε για τις γενικώτερες προτεσταντικές δοξασίες και τις θέσεις της Ορθοδοξίας. Κάναμε ακόμη λόγο για τις οργανωτικές δομές της πρώτης Εκκλησίας και για το ότι δεν είναι δυνατόν να επιστρέψουμε στην εποχή, κατά την οποία η Εκκλησία βρισκόταν στα πρώτα της βήματα (βλ. σελ. 59-63.108). Έξαλλου η Εκκλησία της εποχής των αποστόλων δεν ήταν εκκλησία των «καθαρών» (βλ. σελ. 109). Ήταν ο νέος λαός του Θεού, που βαδίζει προς τη «γη της επαγγελίας», μέσα από προσωπικές ιώσεις και ανορθώσεις, κάτω από την προστατευτική χάρη του Πατέρα. Το ίδιο συνέβαινε και στον αρχαίο Ισραήλ• δεν ήταν ο «καθαρός λαός», αλλά ο αμαρτωλός, ο αποστάτης, που όμως δεν έπαυσε σ' όλη τη διαδρομή του προς τη «γη της επαγγελίας» να είναι ο λαός του Θεού. Ακόμη και στο γενεαλογικό δένδρο του Ιησού Χριστού βλέπουμε και πρόσωπα αμαρτωλά! 
Άλλωστε υπογραμμίσαμε πως η αγιότητα των αγίων δεν είναι αποτέλεσμα διαδικασίας «αυτοτελείωσης», αλλά καρπός της χάρης του Θεού, η οποία δίδεται στους ταπεινούς  Οι άγιοι δεν έχουν δική τους αγιότητα, αλλά αντικατοπτρίζουν το φως του Κυρίου, γίνονται μέτοχοι της χάρης και της αγιότητας του Χριστού, δεν είναι άγιοι με τις δικές τους προσπάθειες 

Οι πνευματικές εμπειρίες 
Οι ομάδες στις οποίες αναφερθήκαμε υπογραμμίζουν την προσωπική πνευματική εμπειρία. Το ίδιο κάνουν και άλλες ομάδες, πεντηκοστιανές, χαρισματικές, νεοπεντηκοστιανές, «υπερδογματικές», ακόμη και οι «φωτισμένες», οι άνθρωποι της «Χριστιανικής Οργάνωσης Ειρήνης» (ΧΟΕ), όσοι υπογραμμίζουν το λεγόμενο «δυναμικό ευαγγελισμό» (Power Evangelism) κ. ά. Γι' αυτές θα μιλήσουμε στα επόμενα κεφάλαια. Όμως κρίνουμε σκόπιμο να αναλύσουμε σ' αυτό το σημείο το θέμα της πνευματικής εμπειρίας σε γενικώτερα πλαίσια. 
Σύμφωνα με την αγία Γραφή στο κέντρο της χριστιανικής ομολογίας τίθεται η πίστη στον Ένα Κύριο (Δευτερ. στ' 4). Σ' αυτό το σημείο η Γραφή παρουσιάζει ενότητα. 
Ο Φίλιππος μετράει τη γνησιότητα της εμπειρίας του με βάση τη διδαχή των προφητών το ίδιο κάνει και ο Ναθαναήλ (Ιω. α' 45-46). Η ομολογία πίστης στο πρόσωπο του Χριστού διαφοροποιεί την Εκκλησία από τη συναγωγή, όποιος επέμενε σ' αυτή την ομολογία εκηρύσσετο αποσυνάγωγος (Ιω. β' 22. ιβ' 42). 
Στην αγία Γραφή δεν προσδιορίζει η εμπειρία την πίστη, αλλά η πίστη, ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος (Ρωμ. ι' 9), κατοχυρώνει τη γνησιότητα της εμπειρίας που αποκτάται σε ενότητα με την ομολογία και τη ζωή της Εκκλησίας. 
Ο απόστολος Παύλος δεν στηρίζεται στην προσωπική του εμπειρία, την παρασιωπά (Γαλ. β' 3-9). Μόνο ο Λουκάς κάνει λόγο για την εμπειρία του Παύλου και τούτο για να υπογραμμίσει τη σχέση του με τον Χριστό, η οποία μόνη έχει αποφασιστική σημασία. Η μεταστροφή του Παύλου είναι έργο του Θεού· γι' αυτό και γίνεται λόγος, όχι για την εμπειρία, αλλά για το περιεχόμενο της πίστης. 
Ο ίδιος ο απόστολος Παύλος υπογραμμίζει πως παρέδωσε το ευαγγέλιο που παρέλαβε, ότι ο Χριστός απέθανε για τις αμαρτίες μας, ετάφη και ανέστη, και παρακινεί τους Κορινθίους να φυλάττουν αυτό το ευαγγέλιο. Σαν απόδειξη δεν φέρει προσωπικές πνευματικές εμπειρίες, αλλά τις εμπειρίες άλλων, δηλαδή της Εκκλησίας, του αποστόλου Πέτρου, των δώδεκα, των πεντακοσίων, του Ιακώβου και των λοιπών αποστόλων. Τελευταία αναφέρει και τη δική του εμπειρία, που όμως της δίνει δευτερεύουσα σημασία, για να καταλήξει πως και αυτός και εκείνοι, «ούτω κηρύττομε και ούτως επιστεύσατε» (Α' Κορ. ιε' 1-11). 
Η πίστη λοιπόν δεν προσδιορίζεται από την προσωπική εμπειρία, αλλά παραδίδεται και παραλαμβάνεται μέσα στην Εκκλησία (Α' Τιμ. στ' 20. Β' Τιμ. α' 14. β' 2. Ιούδα 3). Tο περιεχόμενο της πίστης είναι το μέτρο για τη γνησιότητα της εμπειρίας. Ο απόστολος Θωμάς ήθελε να έχει την εμπειρία του θαύματος, το «σημείο», που ζητούσαν οι Ιουδαίοι (Α' Κορ. α' 22), όμως αυτός ο τρόπος πίστης υπερνικάται από τον Χριστό· μακάριοι, λέγει είναι όσοι δεν είδαν και επίστευσαν (Ιω. κ' 28). 
Οι απόστολοι είχαν αναμφίβολα την ημέρα της πεντηκοστής μοναδική εμπειρία (Πράξ. β' 2). Όμως για τις τρεις χιλιάδες που πίστεψαν στο κήρυγμα του Πέτρου αναφέρεται πως διέμεναν «εν τη διδαχή των αποστόλων, και εν τη κοινωνία, και εν τη κλάσει του άρτου και εν ταις προσευχαίς» (Πράξ. β' 41).
Η διδαχή δηλαδή δεν ήταν αποτέλεσμα της προσωπικής εμπειρίας του καθενός, αλλά προκαθορισμένο μέγεθος, εναρμονισμένη με τη ζωή της Εκκλησίας. Ο καθένας εκαλείτο να δεχθεί αυτή τη διδαχή σαν κάτι το δεσμευτικό και να οικοδομήσει την προσωπική του εμπειρία πάνω σ' αυτή τη διδαχή. Έτσι μπορούσε να είναι βέβαιος και για τη γνησιότητα της εμπειρίας του. 
Τούτο γιατί δεν είναι όλες οι εμπειρίες γνήσιες, προερχόμενες από το πνεύμα της αληθείας (βλ. Έξοδ. ζ' 10-11. 20-22. η' 7.3 κ.ά.). Η αγία Γραφή μάς βεβαιώνει πως όποιος παραβαίνει και δεν μένει πιστός στη διδαχή του Χριστού «Θεόν ουκ έχει... ει τις έρχεται προς υμάς, και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις την οικίαν» (Β' Ίω. 9). 
Η γνησιότητα ενός χριστιανού και ενός κήρυκα του ευαγγελίου δεν είναι πνευματικές του εμπειρίες, αλλά η διδαχή του Χριστού. Ο ίδιος ο Κύριος μας βεβαιώνει πως «πνευματικές εμπειρίες» θα προβάλλονται και από ψευδόχριστους και ψευδοπροφήτες με αποτέλεσμα να φέρουν σύγχυση, και να πλανούν ακόμη και «εκλεκτούς» (Ματθ. κδ' 24-25. Β' Κορ. ια' 13-15. Αποκ ιγ' 12-18. ιστ' 14. ιθ' 20). Γι' αυτό και ο απόστολος Ιωάννης συνιστά: «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ Θεού εστιν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον» (Α' Ιω. δ' 1). 
Αν κανείς βασισθεί στις προσωπικές του εμπειρίες, είναι εύκολο να πλανηθεί. Αν λόγου χάρη χαρακτηρίσει κανείς το φαινόμενο της γλωσσολαλιάς σαν γνήσια πνευμαηκή εμπειρία και την θέσει στο κέντρο της πνευματικής ζωής, αξιολογώντας την σαν εξωτερικό «σημείο» για το «βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος», είναι σίγουρο πως θα οδηγηθεί στην πλάνη. Θα θεωρήσει το φαινόμενο αυτό «απόδειξη» μιας «νέας πεντηκοστής» και την ομάδα που προβάλλει τέτοιες εμπειρίες σαν την «εκκλησία των εσχάτων καιρών», σαν την «νύμφη», που θα παραλάβει ο Κύριος. Τότε γι' αυτόν η Ορθόδοξη Εκκλησία, γίνεται «κατ' όνομα εκκλησία», ή και «πόρνη Βαβυλώνα», από την οποία πρέπει «τα παιδιά του Θεού» να εξέλθουν! 
Ο ορθόδοξος χριστιανός δεν διατρέχει τέτοιο κίνδυνο, γιατί υποτάσσει την προσωπική του εμπειρία σε μία αυθεντία, που είναι έξω από αυτόν, δηλαδή στην αυθεντία του θελήματος του Θεού (Πράξ. ε' 29), η εμπειρία του τότε δεν είναι υποκειμενική, δεν προσδιορίζεται από φυσικές καταστάσεις, δεν είναι αποτέλεσμα δαιμονικής επίδρασης. Στόχος του κάθε πιστού μέσα στην Εκκλησία δεν είναι η εμπειρία, είτε «γλωσσολαλιά» λέγεται αυτή, είτε «προφητεία», «δυνάμεις», «χαρίσματα ιαμάτων» ή οτιδήποτε άλλο (Α' Κορ. ιβ' 29), αλλά η «καθ' υπερβολήν οδός», η αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής» και είναι μεγαλύτερη από την πίστη και από την ελπίδα (Α' Κορ. ιβ' 31. ιγ' 13). 
Αυτή η αγάπη αναφέρεται ταυτόχρονα στον Θεό και στον πλησίον και δεν μπορεί να απομονωθεί από τις άλλες εντολές (Μάρκ. κβ' 37-40. Γαλ. ε' 14. Α' Ιω. δ' 16-21), «εάν αγαπάτε με, τας έντολάς τας εμάς τηρήσατε και εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ' υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, ο ο κόσμος ου δύναται λαβείν» (Ιω. ιδ' 15-17). 
Όποιος δεν τηρεί τις εντολές του Κυρίου δεν λαμβάνει το Πνεύμα το Άγιο, ούτε έχει γνήσιες πνευματικές εμπειρίες, που είναι καρποί του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. ε' 22). Η υπακοή στη διδαχή των αποστόλων, δηλαδή η τήρηση των εντολών του Θεού, είναι γνώρισμα της αληθινής θεογνωσίας, «ο γινώσκων τον Θεόν ακούει ημών, ος ουκ έστιν εκ του Θεού ουκ ακούει ημών. Εκ τούτου γινώσκομεν το πνεύμα της αληθείας και το πνεύμα της πλάνης» (Α' Ιω. δ' 6). 
Η απολυτοποίηση της προσωπικής εμπειρίας μπορεί να αποβεί καταστροφική για το άτομο. Τούτο γιατί οι εμπειρίες μπορούν να μεθοδευθούν και να κατασκευασθούν, με σκοπό να υποτάξουν τα άτομα και να τα κάνουν εξηρτημένα από τα κέντρα αποφάσεων των διαφόρων ομάδων, που επικαλούνται «εμπειρίες», για να «αποδείξουν» πως έχουν θεία εξουσιοδότηση.
Τούτο βλέπουμε σε πολλές προτεσταντικές  ομάδες. Η ηγεσία τους αυτοπροβάλλεται σαν απόλυτη εξουσία, σαν εκπρόσωπος του Θεού πάνω στη γη και απαιτεί απόλυτη υποταγή• ανταρσία εναντίον της λογίζεται ανταρσία εναντίον του Θεού. 
Ο κίνδυνος αυτός δεν υπάρχει στην Ορθόδοξη Εκκλησία γιατί η πνευματική εμπειρία δεν απολυτοποιείται. Ακόμη και στην περίπτωση προσωπικών πνευματικών εμπειριών, αυτές, ουσιαστικά, δεν είναι ατομικές εμπειρίες, αποκομμένες από την πίστη, τη λατρεία και τη ζωή της Εκκλησίας. Εξάλλου, στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι η εμπειρία που προσδιορίζει το περιεχόμενο της πίστης και τον τρόπο της ζωής, αλλά η πίστη της Εκκλησίας και η ζωή σε ενότητα «μετά πάντων των αγίων», αυτή είναι που «μετράει» και τη γνησιότητα μιας πνευματικής εμπειρίας. (Περισσότερα για το θέμα των πνευματικών εμπειριών βλ. Α. Αλεβιζοπούλου, «Πνευματικές εμπειρίες στην αναζήτηση νοήματος ζωής», εκδ. ΠΕΓ, Αθήνα 1989. Του ίδιου, «Αποκρυφισμός, Γκουρουϊσμός, Νέα Εποχή», Πρέβεζα 1990, σ. 287-291).

Βιβλιογραφία:
Der Methodismus, hrsg.: Ernst Sommer, Die Kirchen der Welt, VI, Stuttgart 1968.
— Η αγγελία (περιοδικό). - Kirchenordnung der Kirche des Nazareners.

Π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ 
ΔΡ. ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΔΡ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ