Συμβολὴ εἰς τὴν θεολογίαν τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Ενστάσεως καὶ ᾿Αποτειχίσεως
Οἱ ὅροι «ἔνστασις»
καὶ «ἐνιστάμενοι» εἶναι πατερικοί. Τοὺς ἀναφέρει λόγου χάριν ὁ μέγας ἀγωνιστὴς
τῆς ᾿Ορθοδοξίας ῞Οσιος Θεόδωρος Στουδίτης.
Πᾶς δὲ «ὁ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας ἐνιστάμενος» 1 εἶναι
ἀγωνιστὴς τοῦ καλοῦ ἀγῶνος «τῆς ὀρθοδόξου καὶ θεαρέστου ἐνστάσεως» 2 .
Διὰ τοῦτο λογίζεται
καὶ ὁμολογητὴς τῆς ᾿Ορθοδόξου Πίστεως, «ὁμολογητὴς γὰρ πᾶς ὁ ἐνιστάμενος» 3 κατὰ
τῆς αἱρέσεως καὶ ὑπὲρ τῆς ᾿Ορθοδοξίας.
῾Επομένως καὶ ἄξιος
«τιμῆς» ᾿Ορθοδόξου, κατὰ τὸν ῾Ιερὸν Κανόνα ΙΕʹ τῆς ῾Αγίας ΑΒʹ Συνόδου, τοῦ ὁποίου
τὴν ἔγκυρον ἑρμηνείαν ὑπὸ τοῦ ᾿Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας παραθέτομεν ἀκολούθως.
῾Ερμηνεία
εἰς τὸν ΙΕʹ ῾Ιερὸν
Κανόνα
τῆς Πρωτοδευτέρας ῾Αγίας
Συνόδου 4
ὑπὸ ἀοιδίμου ᾿Επισκόπου
Νικοδήμου Μίλας
ΟΚΑΝΩΝ οὗτος εἶναι συμπλήρωμα τοῦ ΙΓʹ καὶ τοῦ ΙΔʹ Κανόνος τῆς
παρούσης Συνόδου, ἐπιτάσσει δέ, ἵνα, ἐφ᾿ ὅσον πρέπει νὰ ὑφίσταται ἡ σχέσις ἐκείνη (σχέσις ὑποταγῆς
δηλονότι καὶ πειθαρχίας) τοῦ μὲν Πρεσβυτέρου πρὸς τὸν ᾿Επίσκοπον, τοῦ
δ᾿ ᾿Επισκόπου πρὸς τὸν Μητροπολίτην, πολλῷ μᾶλλον δέον ὅπως ὑ- πάρχῃ ἡ τοιαύτη
σχέσις πρὸς τὸν Πατριάρχην, εἰς ὃν τὴν κανονι- κὴν ὑπακο ν χρεωστοῦσιν ἅπαντες:
οἱ Μητροπολῖται, οἱ ᾿Επίσκοποι, οἱ Πρεσβύτεροί τε καὶ οἱ λοιποὶ Κληρικοὶ τοῦ
περὶ οὗ πρόκειται Πατριαρχείου.
Καθορίσας ταῦτα περὶ τῆς πρὸς τὸν Πατριάρχην ὑπακοῆς, ὁ Κανὼν
ποιεῖται γενικὴν παρατήρησιν καὶ ἐπὶ τῶν τριῶν (ΙΓʹ-ΙΕʹ) Κανόνων, δι᾿ ἧς λέγει,
ὅτι τὰ ἐκδοθέντα προστάγμα τα ἰσχύουσι μόνον καθ᾿ ἢν περίπτωσιν ὑπεισάγονται σχίσματα
ἕνεκεν ἀναποδείκτων τινῶν παραβάσεων τοῦ Πατριάρχου, τοῦ Μητροπολίτου καὶ τοῦ ᾿Επισκόπου.
᾿Εὰν ὅμως ᾿Επίσκοπός τις ἢ Μητροπολίτης ἢ Πατριάρχης ἄρξηται νὰ διακηρύττῃ
δημοσίᾳ ἐπ᾿ ἐκκλη- σίας αἱρετικήν τινα διδαχήν, ἀντικειμένην πρὸς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν,
τότε οἱ προαναφερθέντες κέκτηνται δικαίωμα ἅμα καὶ χρέος ν᾿ ἀπο-σχοινισθῶσι πάραυτα
τοῦ ᾿Επισκό-που, Μητροπολίτου καὶ Πατριάρχου ἐκείνου, διὸ οὐ μόνον εἰς οὐδεμίαν
θέλουσιν ὑποβληθῆ κανονικὴν ποινήν, ἀλλὰ θέλουσι καὶ ἐπαινεθῆ εἰσέτι, καθ᾿ ὅσον
διὰ τούτου δὲν κατέκριναν καὶ δὲν ἐπανεστάτησαν ἐναντίον τῶν νομίμων ᾿Επισκόπων,
ἀλλ᾿ ἐναντίον ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων, οὔτε καὶ ἐγκατέστησαν
τοιουτοτρόπως σχῖσμα ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως, ἀπήλλαξαν τὴν ᾿Εκκλησίαν,
ἐν ὅσῳ ἠδυνήθησαν, τοῦ σχίσματος καὶ τῆς διαιρέσεως.
῾Ο ᾿Αρχιμανδρίτης ᾿Ιωάννης (γνωστὸς Ρῶσος Κανονολόγος), ἔχων
ὑπ᾿ ὄψιν τὰς ἱστορικὰς περιστάσεις τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Ρωσίας, παρατηρεῖ ἐν τῇ ἑαυτοῦ
ἑρμηνεία τοῦ παρόντος Κανόνος πάντῃ ὀρθῶς καὶ ὑπὸ τὴν αὐστηρὰν ἔννοιαν τῆς
Κανονικῆς ἐπιστήμης, ὅτι ὁ λόγῳ αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ οἰκείου ᾿Επισκόπου ἀποσχιζό-
μενος Πρεσβύτερος δὲν θὰ εἶναι ἔνοχος, ἀλλ᾿ ἀξιέπαινος, πλὴν ὅμως μόνον τότε, ἂν
ὁ εἰρημένος ᾿Επίσκοπος ἄρξηται κηρύσσων διδασκαλίαν ἀναφανδὸν ἀντιβαίνουσαν πρὸς
τὴν διδαχὴν τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας καὶ ἐπισήμως καταδικασθεῖσαν ὑπὸ τῆς ᾿Εκκλη-σίας
5 , καὶ ἄν ταύτην τὴν ψευδῆ διδασκαλίαν παῤῥησίᾳ καὶ δημοσίᾳ ἐπ᾿ ἐκκλησίας
διακηρύττῃ, προτιθέμενος ἀποφασιστικῶς νὰ καταρ- ρίψῃ τὴν ᾿Ορθόδοξον διδασκαλίαν
καὶ νὰ στερεώσῃ τὴν αἵρεσιν· εἰδ᾿ ἄλλως, (ἐὰν δηλαδὴ ᾿Επίσκοπός τις ἐξενέγκῃ
ποιάν τινα ἰδιάζουσαν ἐπὶ ζητημάτων πίστεως καὶ ἤθους γνώμην αὐτοῦ, δυναμένην μὲν
νὰ φανῇ τινι ὡς μ ὀρθή, μ οὖσαν ὅμως ἰδιαιτέρως σπουδαίαν καὶ ἐπανορθουμένην
εὐχερῶς, τοῦ ἐν λόγῳ ᾿Επισκόπου μήπω ἐπὶ ἐσκεμμένῃ ἀνορθοδοξίᾳ ἐνοχοποιουμένου,
ἢ ἐὰν πάλιν ὁ διαλη-φθεὶς ᾿Επίσκοπος ἐξενέγκῃ ἐσφαλμένην τινὰ διδασκαλίαν αὐτοῦ
ἐν στενωτέρῳ κύκλῳ ὡρισμένων προσώπων, ὥστε εἶναι ἐφικτὸν νὰ διορθωθῇ ἡ ἐν
προκειμένῳ διδασκαλία ἐντὸς τοῦ στενωτέρου τού- του κύκλου, τῆς εἰρήνης τῆς ᾿Εκκλησίας
μ ἀθετουμένης), ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει οὐδεὶς Πρεσβύτερος κέκτηται τὸ δικαίωμα
τοῦ ἀποχω- ᾿Εκ τοῦ ῾Ιεροῦ Πηδαλίου. Τὸ κείμενον τοῦ ῾Ιεροῦ Κανόνος ΙΕʹ τῆς ΑΒʹ
μετὰ τῆς ῾Ερμηνείας τοῦ ῾Οσίου Νικοδήμου τοῦ ῾Αγιορείτου. – 4 – ρίζεσθαι αὐθαιρέτως
τοῦ οἰκείου ᾿Επισκόπου καὶ τοῦ δημιουργεῖν σχῖσμα· ἄλλως θὰ ὑπόκειται εἰς τὴν ἐν
ἀναφορᾷ πρὸς ταῦτα ὑπὸ τοῦ ΛΑʹ ᾿Αποστολικοῦ Κανόνος προδιαγραφομένην ἐντολήν.
(Σχετικοὶ Κανόνες:
ΛΑʹ ᾿Αποστολικός· ΣΤʹ τῆς Οἰκουμενικῆς Βʹ· Γʹ τῆς Οἰκουμενικῆς Γʹ· ΙΗʹ τῆς Οἰκουμενικῆς
Δʹ· ΛΑʹ καὶ ΛΔʹ τῆς ἐν Τρούλλῳ· ΣΤʹ τῆς ἐν Γάγγρᾳ· ΙΔʹ τῆς ἐν Σαρδικῇ· Εʹ τῆς ἐν
᾿Αντιοχείᾳ· Ιʹ, ΙΑʹ καὶ ΞΒʹ τῆς ἐν Καρχηδόνι· ΙΓʹ καὶ ΙΔʹ τῆς Πρωτοδευτέρας)».
1. ῾Οσίου Θεοδώρου Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1064.
2. ῾Οσίου Θεοδώρου
Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1045.
3. ῾Οσίου Θεοδώρου
Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1177.
4. Περιοδ. «᾿Ορθόδοξος
῎Ενστασις καὶ Μαρτυρία», ἀριθ. 3/᾿Απρίλιος-᾿Ιούνιος 1986, σελ. 73-74. Βλ. ᾿Επισκόπου
Νικοδήμου Μίλας, Οἱ Κανόνες τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας μεθ᾿ ἑρμηνείας, τ. II,
Novi Sad, σελ. 290-291. ῾Υπογραμμίσεις ἡμέτεραι. Μετάφρασις ἐκ τῆς Σερβικῆς ὑπὸ
῾Ιερομονάχου Εἰρηναίου Μπούλοβιτς (14/27.10.1981).
5. «Καὶ ἐπισήμως καταδικασθεῖσαν ὑπὸ τῆς ᾿Εκκλησίας».
• Σχόλιον:
῾Η ἄποψις αὐτή, ταπεινῶς φρονοῦμεν, δὲν εἶναι ἀκριβής·
διότι ἡ ἐπαινουμένη ἀποτείχισις δὲν πραγματοποιεῖται μόνον ὅταν κηρύσσεται ἐπισήμως
προκαταδικασθεῖσα ἤδη αἵρεσις, ἀλλὰ γενικῶς ἡ οἱαδήποτε αἵρεσις, εἴτε παλαιὰ εἴτε
καινοφανής.
Τὸ ρῆμα καταγιγνώσκω
καὶ ἡ μετοχὴ κατεγνωσμένος-η σημαίνουν βεβαίως καὶ καταδικάζω καὶ καταδικασμένος-η,
ἀλλὰ εἰς τὴν προκειμένην περίπτωσιν τοῦ ῾Ιεροῦ Κανόνος ΙΕʹ τῆς Πρωτοδευτέρας ἔχουν
ἄλλην σημασίαν, ὡς τοῦτο προκύπτει ἀπὸ τὴν γραμματικήν, συντακτικήν, βιβλικὴν
καὶ ἑρμηνευτικὴν παράδοσιν τῶν ῾Ιερῶν Κανόνων, ἀλλὰ καὶ τὴν διαχρονικὴν πρᾶξιν
τῆς ᾿Εκκλησίας.
Πλέον συγκεκριμένως,
τὸ μὲν ρῆμα καταγιγνώσκω σημαίνει ἐπίσης ἀποδίδω τι ὡς κατηγορίαν εἴς τινα,
κατηγορῶ τινὰ διά τι (καταγιγνώσκω τινὸς ἀνανδρίαν), ἢ δὲ μετοχὴ κατεγνωσμένος-η
σημαίνει τὸ νὰ εἶναί τις ἀξιόμεμπτος καὶ ἀξιοκατάκριτος.
Παραδείγματα:
• «ὅτι κατεγνωσμένος ἦν» ὁ Πέτρος (Γαλ. βʹ 11) : ἦτο ἀξιόμεμπτος
καὶ ἀξιοκατάκριτος.
• «καταγινώσκῃ ἡμῶν ἡ
καρδία», «μὴ καταγινώσκῃ ἡμῶν» (Αʹ ᾿Ιωάν. γʹ 20, 21) : ἡ συνείδησις κατηγορεῖ ἡμᾶς
διὰ τὴν διαγωγήν μας.
• «ἐπικινδύνως γινόμενα
ἤτοι κατεγνωσμένως» (Μ. Βασιλείου, PG τ. 31, στλ. 1601Α) : ἀξιομέμπτως καὶ ἀξιοκατακρίτως.
• «μηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ ᾿Επισκόπου» (ΛΑʹ ᾿Αποστολικός).
• «ἐπὶ ἐγκλήμασί τισι τοῦ οἰκείου κατεγνωκὼς ᾿Επισκόπου»
(ΙΓʹ τῆς Πρωτοδευ- τέρας).
• «Σημείωσαι τὸν παρόντα ᾿Αποστολικὸν Κανόνα διοριζόμενον ἀκινδύνως
ἀποσχίζειν τοὺς κληρικοὺς ἀπὸ τῶν ᾿Επισκόπων αὐτῶν, καταγινώσκοντας τούτων ὡς ἀσεβούντων»
(Θεοδώρου Βαλσαμῶνος, PG τ. 137, στλ. 97C).
• Οἱ εὐσεβεῖς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κλῆρος καὶ λαός, ἀπετειχίσθησαν
ἐκ τοῦ πατριάρχου Νεστορίου πρὸ συνοδικῆς κρίσεως, ἐπειδὴ οὗτος ἐκήρυττε
καινοφανῆ καὶ κατεγνωσμένην-ἀξιοκατάκριτον αἵρεσιν, δηλαδὴ «ψευδεπισκόπου καὶ ψευδοδιδασκάλου
κατέγνωσαν».