ΤΙ ΠΑΘΑΙΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΡΟΣΕΤΑΙΡΙΖΕΤΑΙ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ
Αρχιμ. Παΐσιος Παπαδόπουλος
Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά Φιλώτα
Ο λόγος του Θεού επειδή είναι θεόπνευστος καθώς είναι διαχρονικός πάντοτε είναι και επίκαιρος και, βέβαια, μας παρέχει πολλά διδάγματα για το πως ο Θεός ενεργεί αποδίδοντας δικαιοσύνη σε ανθρώπους που διώκονται αλλά και σε ανθρώπους που διώκουν άλλους προσεταιριζόμενοι την εξουσία εις βάρος της ευσέβειας. Υπάρχουν στην Αγία Γραφή πολλά γεγονότα που δείχνουν ότι οι πιστοί που είναι αφοσιωμένοι στο νόμο και το θέλημα του Θεού όσο και αν διώκονται στο τέλος δοξάζονται, αυτή άλλωστε είναι και η διήκούσα έννοια ως σωτηρία -από κάθε άποψη- που διατρέχει όλη την Βίβλο. Στην Παλαιά Διαθήκη είναι τρανταχτά τα περιστατικά εκείνα που περνούν το μήνυμα ότι, όταν ο άνθρωπος δεν υπολογίζει το πρόσκαιρο συμφέρον του και βάζει μπροστά την πίστη του στον αληθινό Θεό τότε έχει την εύνοια και την προστασία του Κυρίου. Γι’ αυτό τα πράγματα κατά κανόνα αλλάζουν και οι ρόλοι αντιστρέφονται!
Επειδή τώρα, στην εποχή μας μάλιστα, το να είναι κανείς Γραφικός, δηλαδή Βιβλικός, εφόσον στηρίζεται στο λόγο του Θεού και όχι σε πρόσωπα ανθρώπων που έρχονται και παρέρχονται, δεν είναι αδυναμία αλλά γνώρισμα αγιοπνευματικής σοφίας και γνώσεως που όλοι θα θέλαμε να έχουμε όσοι είμαστε στην Εκκλησία του Χριστού και όχι στο οικουμενιστικό μόρφωμα του οποίου ηγείται ο πατριάρχης, εφόσον έτσι μας χαρακτηρίζουν μας κάνει να χαιρόμαστε όλως ιδιατέρως. Θεωρούμε τιμή, και όχι όνειδος να μας ψέγουν οι οικουμενιστές και οι πιο επικίνδυνοι αυτών οι οικουμενίζοντες που βάζουν πλάτες σε κάθε εκκλησιαστική παρανομία, να είμαστε Γραφικοί έχοντας την επίγνωση ότι αγωνιζόμαστε με την Χάριν του Θεού να κρατήσουμε την πίστιν των Αγίων Πατέρων μας, οι οποίοι σαφώς είναι οι αυθεντικοί ερμηνευτές και γι’ αυτό οι γνήσιοι εκφραστές της Θείας Αποκαλύψεως όπως αυτή υπομνηματίσθηκε θεόπνευστα στα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης που συγκροτούν την Γραφή! Το θέμα είναι ότι οι οικουμενιστές δεν βιβλικοί.Όλη η πατερική θεολογία κατ’ εξοχήν είναι βιβλική θεολογία ερμηνευμένη με Χάρι Θεού και εκφράζει την θεία αποκάλυψη χωρίς διόλου να αφίσταται της Παραδόσεως εκφράζοντας τον κανόνα της πίστεως. Κάθε άγιος Πατέρας κάθε φορά που έλεγε κάτι ερμηνεύοντας τον λόγο του Θεού δεν αναιρούσε τους προηγουμένους αλλά καθώς εμβάθυνε συμπλήρωνε στην ερμηνεία ότι ο Παράκλητος έδιδε προσφέροντας στον πίνακα της πνευματικής γνώσεως και σοφίας την προσωπική του πινελιά. Το πρόβλημα λοιπόν σήμερα στους θεολόγους του καιρού μας είναι ότι δεν στηρίζονται στην Γραφή. Τί λέγει ο Απόστολος Παύλος: «πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι. σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες, καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος (Β’ Τιμ.3,16-17).
Ας δούμε από την οπτική της Γραφής τι συμβαίνει με όποιους πολεμούν εκείνους που θέλουν να κρατήσουν την αληθινή πίστη και ας πάρουν το μάθημά τους Γραφικά! Υπάρχει καταχωρημένο στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, συγκεκριμένα στο βιβλίο που επιγράφεται «Εσθήρ», ένα γεγονός που είναι πολύ παρήγορο σε όσους αγωνίζονται για την ευσέβεια. Το βιβλίο αυτό αναφέρεται στα ιστορικά χρόνια της Περσικής αυτοκρατορίας υπό του βασιλέως των περσών Ξέρξη Α΄(485-464 π.Χ) (Αρταξέρξης)[1] και έχει το όνομα μιας Ιουδαίας κοπέλας που με την εύνοια του Θεού έγινε βασίλισσα της περσικής Αυτοκρατορίας έπειτα από την νέα επιλογή του Ξέρξη επειδή όμως προνόησε ο Θεός να μην χαθεί ο τότε λαός του. Η Εσθήρ όπως είπαμε ανήκε στον Ισραήλ. Στον“νέο Ισραήλ” της Χάριτος τώρα, βέβαια, ανήκουν όλοι όσοι βρίσκονται στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας κρατώντας την ομολογία της ίδιας αμωμήτου αποκαλυφθείσης εκτυπώτερον πλέον εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού. Ας παρακολουθήσουμε την όμορφη και διαδακτική βιβλική ιστορία!
Στα Σούσα της Περσίας συναντάμε την ιουδαία αυτή κοπέλα Εσθήρ μαζί με πολλές άλλες όμορφες κοπέλες στο παλάτι του βασιλιά Ξέρξη του Α’. Το πώς βρέθηκε εκεί είναι μια άλλη προγενέστερη ιστορία. Οι Βαβυλώνιοι με το βασιλιά τους Ναβουχοδονόσορα είχαν κυριέψει πιο πριν (το 586 π. Χ.) την Ιερουσαλήμ και είχαν πάρει μαζί τους στην πατρίδα τους χιλιάδες Ιουδαίους αιχμαλώτους. Πενήντα όμως χρόνια περίπου αργότερα η Βαβυλωνία κυριεύτηκε από την Περσία που εκείνη την εποχή ήταν η πιο μεγάλη αυτοκρατορία στην Ασία. Έτσι πολλοί Ιουδαίοι βρέθηκαν να κατοικούν ή να έχουν μεταφερθεί στην περσική αυτοκρατορία. Κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας λοιπόν αυτού του Ξέρξη Α’, ένας Ιουδαίος που κατοικούσε στα Σούσα ονόματι Μαρδοχαίος είδε ένα όνειρο το οποίο είχε ορισμένη σημασία που ο ίδιος δεν γνώριζε. Παράλληλα ανακάλυψε και ανέφερε στον βασιλιά, την συνομωσία δύο ευνούχων αυλικών του βασιλέως οι οποίοι σχεδίαζαν να σκοτώσουν τον “Αρταξέρξη”. Ο βασιλιάς συνέλαβε αμέσως τους δύο συνωμότες οι οποίοι μετά από ανακρίσεις ομολόγησαν και αμέσως εκτελέστηκαν. Ο βασιλιάς έκτοτε έδωσε εξουσία στον Μαρδοχαίο να τον υπηρετεί στην βασιλική του αυλή και του έδειξε ξεχωριστή εύνοια. Κατά το τρίτο έτος της βασιλείας του ο Ξέρξης έκανε έναν ξεχωριστό εορτασμό για όλους τους ευγενείς και αξιωματούχους του στο οποίο παρευρέθηκαν και πολλοί άλλοι σημαντικοί παράγοντες της Περσίας και της Μηδίας. Για εκατόν ογδόντα ολόκληρες μέρες ο βασιλιάς έδειχνε σε όλους τα αμύθητα πλούτη του με μεγάλη περηφάνεια. Μετά την επίδειξη ακολούθησε επταήμερο συμπόσιο στον κήπο του βασιλικού παλατιού στο οποίο ήταν καλεσμένοι όλοι οι κάτοικοι της πόλης, μικροί και μεγάλοι. Το συμπόσιο είχε οργανωθεί με κάθε μεγαλοπρέπεια. Το συμπόσιο αυτό περιγράφει και ο Ηρόδοτος, ο οποίος αναφέρει ότι από το έτος 483-482 π.Χ πραγματοποιήθηκε μία συνέλευση των διοικητών των επαρχιών, η οποία συνήλθε στα Σούσα με σκοπό να προετοιμάσει τον πόλεμο εναντίον των Ελλήνων. Πέρσες και Μήδοι ενώθηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό.
Παράλληλα με το συμπόσιο αυτό διεξήχθη και ένα ακόμη συμπόσιο γυναικών το οποίο διοργάνωσε μία εκ των γυναικών του η Αστίν. Ας μην λησμονούμε ότι εκείνη την εποχή το βασιλικό χαρέμι διέθετε βασίλισσες διαφόρων τάξεων και αξίας. Την τελευταία μέρα του συμποσίου ο Ξέρξης διέταξε την Αστίν να παρουσιαστεί μπροστά του για να την δείξει στους παρισταμένους επειδή ήταν πολύ όμορφη. Όμως η Αστίν αρνήθηκε διότι η αξιοπρέπειά της ως βασίλισσα δεν της επέτρεπε να παρουσιασθεί χωρίς πέπλο και κάλυμμα ενώπιον ανθρώπων μεθυσμένων. Ο βασιλιάς οργίστηκε από την άρνηση αυτή. Ο Πλούταρχος και ο Ηρόδοτος αναφέρουν πως οι γυναίκες των βασιλέων της Περσίας παρίσταντο συχνά στα μεγάλα συμπόσια, αλλά τις απέπεμπαν όταν το γεύμα έπαιρνε τροπή προς την ακολασία. Στην προκειμένη όμως περίπτωση ο Ξέρξης κάνει το αντίθετο. Ο Λόγος του Θεού δεν μας αναφέρει την αιτία για την οποία η βασίλισσα Αστίν αρνήθηκε να πάει στη γιορτή και μένει σ’ εμάς ν’ αναρωτηθούμε αν η στάση της οφειλόταν σε ανυπακοή στο βασιλιά απλά και μόνο από πείσμα ή στην ένστασή της να τη χρησιμοποιήσει εκείνος ως μέσο επίδειξης—με όποιους τυχόν τρόπους επρόκειτο να γίνει αυτό που ίσως να μην ήταν προς τιμήν της. Αν λάβουμε υπόψη μας την πληροφορία που μας δίνει ο ιστορικός Ιώσηππος όσον αφορά τη συμπεριφορά της Αστίν, ότι δηλαδή οι περσικοί νόμοι απαγόρευαν στη γυναίκα να επιδεικνύεται σε ξένους, θα κλίνουμε μάλλον προς τη δεύτερη εξήγηση. Έπειτα, όπως συνηθιζόταν για θέματα σχετικά με τη δικαιοσύνη και το νόμο, κάλεσε ο “Ασσουήρης” τους ειδικούς γι’αυτά τα ζητήματα, τους «σοφούς» του, να τους ρωτήσει πώς έπρεπε να αντιμετωπιστεί η άρνηση της Αστίν. Όπως και να’χει όμως το θέμα, οι «σοφοί» του παλατιού με τη φωνή του Μεμουκάν απάντησαν πως η ανυπακοή της Αστίν αποτελούσε προσβολή κατά του προσώπου του βασιλιά αλλά και «κακό παράδειγμα» για όλες τις δέσποινες των αξιωματούχων, επειδή μπορεί να μιμούνταν τη βασίλισσα κάνοντας έτσι να πολλαπλασιαστεί η ανυπακοή των γυναικών, καθώς και η οργή των ευγενών, όταν θα έρχονταν αντιμέτωποι με το προβλημα της έλλειψης σεβασμού προς το πρόσωπό τους. Συμβούλεψαν λοιπόν τον Ασσουήρη να βγάλει ένα διάταγμα, το οποίο μάλιστα να είναι απρόσβλητο και να γίνει και νόμος της επικράτειας, σύμφωνα με το οποίο η Αστίν να παύεται από βασίλισσα και να μην έχει πια το δικαίωμα να ξαναπαρουσιαστεί ενώπιον του βασιλιά. Όσο για τον ίδιο το βασιλιά, του πρότειναν να δώσει τον τίτλο και την τιμή της βασίλισσας σε άλλη. Η Αστίν αποπέμφθηκε από το βασίλειο προς παραδειγματισμό όλων των γυναικών του βασιλείου οι οποίες έπρεπε να υπακούν και να σέβονται τους άνδρες τους.
Μετά την αποπομπή της Αστίν οι υπουργοί του βασιλέως πρότειναν την αντικατάστασή της με μία όμορφη νεαρή παρθένο. Ο βασιλιάς και οι ευγενείς του έμειναν πολύ ικανοποιημένοι απ’αυτή τη συμβουλή των «σοφών», η οποία έγινε αμέσως πράξη και μάλιστα το διάταγμα μεταφράστηκε στη γλώσσα όλων των λαών τους οποίους έκλεινε μέσα της η περσική αυτοκρατορία, η οποία εκείνη την εποχή ήταν πολύ μεγάλη και εκτεινόταν από τις Ινδίες ως την Αιθιοπία. Αφού η πρόταση αυτή άρεσε στον βασιλέα, έπειτα έμεινε να επιλέξει νέα σύζυγο. Έτσι διέταξε να μαζευτούν στα Σούσα απ’ όλη την επικράτεια όμορφες νεαρές κοπέλες από τις οποίες να διαλέξει ποια θα έκανε βασίλισσα στη θέση της Αστίν. Μαζεύτηκαν λοιπόν και πάλι κοπέλες στο βασίλειο, καλλωπίστηκαν και περίμεναν τον Αρταξέρξη να επιλέξει την εκλεκτή της καρδιάς του. Η Εσθήρ ήταν ορφανή από πατέρα και μητέρα και την είχε αναθρέψει ο ξάδελφός της, ο Μαροδοχαίος, σαν να ήταν θυγατέρα του. Ακολουθώντας όμως πιστά τη συμβουλή του Μαροδοχαίου η Εσθήρ δεν μαρτύρησε σε κανέναν την εθνικότητά της, ότι δηλαδή ήταν Ιουδαία και πίστευε στον Ένα, Αληθινό Θεό και όχι στα είδωλα, όπως έκανε όλος ο κόσμος της εποχής εκείνης εκτός απ’ τους Ιουδαίους. Κάποτε ήρθε και η σειρά της Εσθήρ να παρουσιαστεί ενώπιον του βασιλιά. Η ομορφιά του προσώπου και της ψυχής της ήταν τέτοια που ο Πέρσης μονάρχης την ερωτεύτηκε αμέσως και την αγάπησε πάρα πολύ, περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα. Της έβαλε λοιπόν το στέμμα στο κεφάλι της και την έκανε βασίλισσά του. Ο Ασσουήρης τώρα για να γιορτάσει τους γάμους του με την Εσθήρ έκανε ένα μεγάλο συμπόσιο, το λεγόμενο «συμπόσιο της Εσθήρ», για όλους τους ευγενείς και αξιωματούχους του, κήρυξε τη μέρα αυτή μέρα γιορτής και αργίας για όλη την επικράτεια και χάρισε δώρα με βασιλική μεγαλοπρέπεια. Η Εσθήρ και μετά τη στέψη της ως βασίλισσα δεν φανέρωσε σε κανέναν ούτε την εθνικότητά της ούτε το οικογενειακό της δέντρο, όπως ακριβώς την είχε συμβουλέψει ο Μαροδοχαίος τις οδηγίες του οποίου εξακολουθούσε να τηρεί πιστά.Τον καιρό εκείνο oι δύο αρχισωματοφύλακες του Αρταξέρξου σχεδίασαν την εξολόθρευση του βασιλέως και βέβαια αυτό υπέπεσε στην αντίληψη του Μαρδοχαίου, ο οποίος εργάζονταν στην βασιλική αυλή και αμέσως το ανήγγειλε στην Εσθήρ. Εκείνη, με τη σειρά της, το ανέφερε στο βασιλιά.
Εκείνο το διάστημα ο Αρταξέρξης έκανε βεζύρη και πρωθυπουργό του βασιλείου έναν σκληρό άνθρωπο που τον έλεγαν Αμάν,μπροστά στον οποίο διέταξε να υποκλίνονται όλοι ανεξαιρέτως. Ο Αμάν διαπίστωσε σύντομα ότι ο Μαρδοχαίος δεν τον προσκυνούσε όπως αυτός απαιτούσε, όχι από εγωισμό, αλλά από θρησκευτική προσήλωση στην Ιουδαϊκή πίστη. Ο Αμάν δεν οργίστηκε μόνο εναντίον του Μαρδοχαίου, αλλά εναντίον όλων των Ιουδαίων. Οι Ιουδαίοι δεν επιτρεπόταν από την πίστη τους στον Θεό να προσκυνήσουν κανέναν άνθρωπο. Στην Περσία όμως ο βασιλιάς ήταν αντικείμενο ειδωλολατρικής λατρείας. Ο Μαροδοχαίος όμως, που ως Ιουδαίος πίστευε ότι μόνο το Θεό πρέπει να προσκυνούν και να λατρεύουν οι άνθρωποι, αρνούνταν να προσκυνήσει τον Αμάν. Ο Αμάν τότε, ο οποίος ήταν Αμαληκίτης, δηλαδή από λαό της Χαναάν που μισούσε τους Ιουδαίους, γιατί είχαν κυριέψει το έθνος του, οργίστηκε πολύ και θέλησε να τιμωρήσει όχι μόνο το Μαροδοχαίο, πράγμα που κατά τη γνώμη του θα ήταν λίγο, αλλά και όλους τους Ιουδαίους που ζούσαν στην περσική επικράτεια. Εννοείται ότι δεν ήξερε ο Αμάν ούτε πως και η Εσθήρ ήταν Ιουδαία ούτε για την ευγνωμοσύνη που χρωστούσε ο Ξέρξης στο Μαροδοχαίο, επειδή του είχε σώσει τη ζωή.
Έτσι έφεραν κι έριξαν κλήρο εμπρός στον Αμάν για να προσδιοριστεί το πότε ακριβώς θα γινόταν η τιμωρία αυτού του «ανυπάκοου λαού» και ο κλήρος έπεσε στο μήνα Αδάρ, που είναι ο δωδέκατος μήνας του ημερολογίου. Τότε ο εχθρός των Ιουδαίων, ο Αμάν, είπε στο βασιλιά το σχέδιο που είχε να εξοντώσει ολόκληρο «εκείνο το λαό» εξηγώντας του ότι υπάρχει στο βασίλειό του ένας λαός που επιμένει να είναι ξεχωριστός απ’όλους τους άλλους: έχει διαφορετικούς νόμους και δεν συμμορφώνεται με τους νόμους της επικράτειας. Έτσι το 473 π.Χ ο Αμάν κατάφερε να πείσει τον βασιλιά να του δώσει άδεια να κατασφάξει όλο το έθνος των Ιουδαίων. Το μοναδικό πρόβλημα γι’ αυτόν ήταν ότι οι Ιουδαίοι δεν ήταν συγκεντρωμένοι σε ένα μέρος αλλά διάσπαρτοι στο αχανές βασίλειο. (εκτείνονταν από την Ινδία μέχρι την Αιθιοπία, 127 στο σύνολο χώρες!). Ζήτησε λοιπόν ο Αμάν από τον Ασσουήρη να βγάλει ένα διάταγμα για να καταστραφεί αυτός λαός και υποσχέθηκε σε αντάλλαγμα να πληρώσει στο θησαυροφυλάκιο του βασιλιά δέκα χιλιάδες ασημένια τάλαντα, αφού φυσικά ο Πέρσης μονάρχης θα έχανε εισόδημα με την καταστροφή τόσων ανθρώπων που ζούσαν στην επικράτειά του. Τότε ο Ασσουήρης έβγαλε απ’ το χέρι του το δαχτυλίδι του και το έδωσε στον Αμάν μεταβιβάζοντάς του εξουσία μ’ αυτή τη συμβολική πράξη. Έπειτα του είπε: «Κράτα τα χρήματα για τον εαυτό σου και κάνε με το λαό αυτό ό,τι νομίζεις ότι είναι καλό να γίνει».
Αμέσως μαζεύτηκαν οι γραμματείς του βασιλιά να συντάξουν το διάταγμα και να το στείλουν σε όλους τους διοικητές των διάφορων επαρχιών και τους άρχοντες όλων των λαών—μεταφρασμένο κι αυτό στην κάθε ξένη γλώσσα που μιλιόταν στο βασίλειο. Αφού λοιπόν βγήκε το διάταγμα στο όνομα του βασιλιά Ασσουήρη και σφραγίστηκε με το δαχτυλίδι του, που τώρα είχε στην κατοχή του ο Αμάν, στάλθηκε με ταχυδρόμους παντού.
Ο Μαρδοχαίος όταν πληροφορήθηκετο περιεχόμενο του διατάγματος , έσχισε τα ρούχα του και ενδύθηκε με σάκο ρίχνοντας στα μαλλιά του στάχτη ως ένδειξη πένθους. Κατόπιν έστειλε άνθρωπο στα ανάκτορα για να συναντήσει την Εσθήρ, την οποία αυτός όπως αναφέραμε ανάθρεψε, ώστε να την πείσει να χρησιμοποιήσει την βασιλική της ιδιότητα και να προσπαθήσει να αλλάξει τη γνώμη του βασιλιά υπέρ των ιουδαίων. Η βασίλισσα όμως Εσθήρ στην αρχή δεν πίστεψε ότι έχει τόση δύναμη ώστε να καταφέρει να αλλάξει τη γνώμη του βασιλέως. Εκείνη την εποχή κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει στον βασιλικό θρόνο αν δεν τον καλούσε ο ίδιος ο βασιλιάς. Η Εσθήρ όμως εκείνη την περίοδο είχε να προσκληθεί υπό του βασιλέως τριάντα ολόκληρες μέρες. Πώς λοιπόν θα μπορούσε η Εσθήρ να πετύχει τόσο παράδοξη χάρη;
Ο Μαρδοχαίος όμως συνέχισε να πιέζει την Εσθήρ υπενθυμίζοντάς της ότι και εκείνη ήταν Ιουδαία, και ότι κι αν ακόμη γλίτωνε από το φονικό διάταγμα, ο Θεός θα την εξολόθρευε δι’ άλλου τρόπου. Ο Μαρδοχαίος διέβλεπε ότι η απότομη και θαυμαστή ανύψωσή της στον βασιλικό θρόνο ήταν στο σχέδιο του Θεού για την σωτηρία του Ιουδαϊκού λαού.
Η Εσθήρ εν τέλει, συναισθανόμενη την ευθύνη που είχε απέναντι στον λαό της, αποφάσισε να προχωρήσει στο ρίσκο της συναντήσεώς της με τον βασιλέα αφού προηγουμένως κάλεσε τον εαυτό της και όλο τον ιουδαϊκό λαό σε νηστεία από τροφή και από νερό για τρεις μέρες κάνοντας παράλληλα προσευχή στον Θεό. Είναι εκπληκτικής ωραιότητας η προσευχή της Εσθήρ και αξίζει να την αναφέρουμε: «Και αυτή η βασίλισσα Εσθήρ, κυριευμένη από την αγωνίαν του θανάτου, κατέφυγε δια της προσευχής προς τον Κυριον. Αφήρεσε τα λαμπρά της ενδύματα, εφόρεσεν άλλα δηλωτικά της στενοχωρίας και του πένθους. Αντί δε από τα πανάκριβα αρώματά της, εγέμισε το κεφάλι και το σώμα της από στάκτην και κοπρίαν, εσκληραγώγησε πάρα πολύ το σώμα της και με τας μαδημένος τρίχας της κεφαλής της εκαλύφθη εκεί, που άλλοτε υπήρχον τα κοσμήματα της χαράς της. Και παρεκάλει Κυριον τον Θεόν με θέρμην και είπε: “Κυριέ μου, συ είσαι ο μόνος και αληθινός βασιλεύς μας. Βοήθησε εμέ την μόνην, η οποία δεν έχω στον κόσμον αυτόν άλλον βοηθόν, ει μη μόνον σέ, διότι ο κίνδυνος του θανάτου ευρίσκεται μτροστά μου Εγώ από της γεννήσεώς μου και εντεύθεν ήκουον από ανθρώπους της φυλής μου, ότι συ, Κυριε, επήρες τον ισραηλιτικόν λαόν από όλα τα έθνη και εδιάλεξες τους πατέρας ημών από τους προπάτοράς των, δια να είναι αιωνία ιδική σου κληρονομία. Εξεπλήρωσες όλα όσα είχες υποσχεθή εις αυτούς. Και τώρα, Κυριε, ομολογούμεν ότι ημαρτήσαμεν ενώπιόν σου, δια τούτο και επέτρεψες να παραδοθώμεν εις τας χείρας των εχθρών μας, επειδή ελατρεύσαμεν τους θεούς αυτών, αντί σου του αληθινού Θεού. Δικαιος είσαι, Κυριε. Αλλ’ ιδού, Κυριε, ότι αυτοί οι εχθροί μας δεν έμειναν ικανοποιημένοι από τας πικρίας της σκλαβιάς μας, αλλά άπλωσαν τα χέρια των και ωρκίσθησαν εις τα είδωλά των να εξαφανίσουν κάθε εντολήν, που εβγήκεν από το στόμα σου, να καταστρέψουν την κληρονομίαν σου, και έτσι να βουλώσουν τα στόματα εκείνων, οι οποίοι σε δοξολογούν, και να σβήσουν την μεγαλοπρέπειαν του ναού σου και του αγίου σου θυσιαστηρίου. Ακόμη δε ωρκίσθησαν να ανοίξουν τα στόματα των ειδωλολατρών, δια να επαινούν τα μάταια είδωλά των και να καταστήσουν αξίους θαυμασμού και λατρείας στον αιώνα βασιλείς σαρκίνους. Μη παραδώσης, Κυριε, το σκήπτρον σου εις ανθρώπους αναξίους και μηδαμινούς, και μη επιτρέψης να γίνωμεν καταγέλαστοι με την καταστροφήν μας, αλλά συ με την παντοδυναμίαν σου μετάβαλε την βουλήν των εναντίον αυτών των ιδίων και τιμώρησε κατά τρόπον παραδειγματικόν εκείνον, που πρώτος ήρχισε τον εξοντωτικόν εναντίον μας διωγμό Μνήσθητί μας, Κυριε, κάμε ώστε να σε γνωρίσωμεν και να σε αισθανθώμεν στον καιρόν αυτόν της θλίψεώς μας. Δώσε και εις εμέ θάρρος, συ, ο βασιλεύς των Θεών και κύριος πάσης εξουσίας. Λογον σοφόν και πειστικόν βάλε στο στόμα μου ενώπιον του λέοντος, του βασιλέως. Μετάβαλε την καρδίαν αυτού, ώστε να μισήση εκείνον, ο οποίος μας πολεμεί, και να διατάξη την εκτέλεσιν αυτού και των ομοφρόνων του. Ημάς δε γλύτωσέ μας με την παντοδύναμον δεξιάν σου. Βοήθησε εμέ, η οποία είμαι μόνη και δεν έχω κανένα άλλον παρά μόνον σέ, Κυριε. Είσαι παντογνώστης και γνωρίζεις ότι εγώ εμίσησα την δόξαν των παρανόμων ανδρών και αποστρέφομαι με αηδίαν την κλίνην των απεριτμήτων και παντός αλλοεθνούς. Συ είσαι παντογνώστης και γνωρίζεις πολύ καλά την ανάγκην, υπό την οποίαν ευρίσκομαι, και ότι αποστρέφομαι με αηδίαν τα σημεία αυτά της δόξης μου και το διάδημα, το οποίον υπάρχει επάνω εις την κεφαλήν μου, όταν αναγκάζωμαι να εμφανίζωμαι δημοσία. Το αηδιάζω σαν ράκος γυναικείων καταμηνίων. Και κατά τας ημέρας της ησυχίας μου, που είμαι μόνη, δεν το φορώ. Γνωρίζεις ότι η δούλη σου δεν έφαγε ποτέ από την τράπεζαν του Αμάν και δεν ετίμησε το συμπόσιον του βασιλέως, ούτε έπιε ποτέ οίνον από τας σπονδάς του. Η δούλη σου ποτέ δεν εγνώρισε χαράν και ευφροσύνην από την ημέραν, που ήλλαξε την στολήν της, όταν έγινε βασίλισσα, μέχρις αυτής της στιγμής. Παρά μόνον χαίρω εις σέ, Κυριε, Θεέ του Αβραάμ. Συ ο Θεός ο έχων ακατανίκητον δύναμιν και κυριαρχών επάνω εις όλους, άκουσε την φωνήν ημών των απηλπισμένων δούλων σου και γλύτωσέ μας από τα χέρια των πονηρών ανθρώπων. Απάλλαξε δε και εμέ από τον φόβον, που με συνέχει”.
Η Εσθήρ κατόπιν αφού τέλειωσαν οι μέρες της νηστείας και της προσευχής παρέλαβε τις δύο δούλες της και μετέβη προς τον θρόνο του βασιλέως απρόσκλητη. Η όψη του βασιλέως ήταν επιβλητική. Καθόταν στον θρόνο του στολισμένος με κοσμήματα και πολύτιμους λίθους. Όταν είδε την Εσθήρ να πλησιάζει προς τον θρόνο του την κοίταξε γεμάτος οργή διότι η Εσθήρ δεν είχε ζητήσει άδεια για ακρόαση. Η οργή όμως του βασιλέως πολύ σύντομα μετεβλήθη σε συμπάθεια όταν η Εσθήρ λιποθύμησε μπροστά στα πόδια του. Τότε εκείνος αναπήδησε από τον θρόνο του ανήσυχος. Την κράτησε δε στην αγκαλιά του και της είπε: -Τι συμβαίνει Εσθήρ; Εγώ είμαι αδελφός σου, έχε θάρρος. Δεν πρόκειται να πεθάνεις διότι πάσα διαταγή μου είναι δική σου διαταγή και η δική σου διαταγή είναι δική μου. Πλησίασε! Ποιό είναι το αίτημά σου; Θα σου δώσω μέχρι και το ήμισυ της βασιλείας μου, θα είναι δικό σου” Η Εσθήρ απήντησε· “η σημερινή ημέρα είναι δι’ εμέ επίσημος ημέρα. Εάν, λοιπόν, φαίνεται αρεστόν στον βασιλέα, ας έλθη, μαζί δε με αυτόν και ο Αμάν, εις την τράπεζαν, την οποίαν εγώ σήμερον θα παραθέσω”. Ο βασιλεύς έστειλεν ανθρώπους και είπε· “σπεύσατε αμέσως προς τον Αμάν και ειδοποιήσατέ τον να εκτελέσωμεν την παράκλησιν αυτήν της Εσθήρ”. Ηλθον λοιπόν και οι δύο, ο βασιλεύς και ο Αμάν, στο συμπόσιον, το οποίον παρέθεσεν η Εσθήρ. Κατά την διάρκειαν του συμποσίου τούτου, ο βασιλεύς ηρώτησε την Εσθήρ· “βασίλισσα Εσθήρ, τι θέλεις; Οσα μου ζητήσεις, θα γίνουν”. Εκείνη του είπε· “θέλετε να μάθετε τα αίτημά μου και την απαίτησίν μου; Εάν έχω εύρει χάριν ενώπιον του βασιλέως, ας έλθη ο βασιλεύς και ο Αμάν ακόμη αύριον στο συμπόσιον, το οποίον εγώ θα παραθέσω προς τιμήν των και αύριον θα ανακοινώσω τα αιτήματά μου”. Ο Αμάν εβγήκεν από το βασιλικόν ανάκτορον γεμάτος χαρά ευφραινόμενος. Οταν όμως κατά την έξοδόν του είδε τον Ιουδαίον Μαρδοχαίον εις την βασιλικήν αυλήν, κατελήφθη από μεγάλην οργήν. Εισήλθεν εις την οικίαν του, εκάλεσε τους φίλους του και την σύζυγόν του Ζωσάραν, και ανέφερεν αλαζονικώς εις αυτούς τον πλούτον και την δόξαν, με την οποίαν ο βασιλεύς τον είχε τιμήσει, διότι τον κατέστησε πρώτον μεταξύ όλων των άλλων, αρχηγόν εις όλην την βασιλείαν του. Και έπειτα προσέθεσεν ο Αμάν· “και η βασίλισσα δεν εκάλεσε άλλον μαζί με τον βασιλέα, παρά μόνον εμέ. Με εκάλεσε δε και πάλιν δια το συμπόσιον της αυριανής ημέρας. Εκείνο όμως το οποίο δεν μου αρέσει, αλλά με καταστενοχωρεί, είναι το να βλέπω στην βασιλική αυλή τον Μαρδοχαίο, τον Ιουδαίο”. Η γυναίκα του η Ζωσάρα και οι φίλοι του του είπαν τότε· “δώσε διαταγήν να κοπή ένα ξύλον πενήντα εβραϊκών πήχεων. Λιαν δε πρωϊ ειπέ στον βασιλέα να δώση διαταγήν να κρεμασθή ο Μαρδοχαίος επάνω εις αυτό το ξύλον. Συ δε έπειτα πήγαινε στο συμπόσιο μαζί με τον βασιλέα, δια να ευφρανθής με αυτόν”. Η συμβουλή αυτή άρεσε στον Αμάν, έδωσε διαταγήν και ετοιμάσθηκε το ξύλον.
Ο Κύριος όμως απομάκρυνε τον ύπνο από τον βασιλιά. Ο βασιλιάς διέταξε τον υπηρέτη του να του διαβάσει από το βιβλίο «Χρονικόν». Ο υπηρέτης άνοιξε το βιβλίο και βρήκε το χωρίο εκείνο που είχε γραφεί για τον Μαρδοχαίο, ότι δηλαδή αυτός κατήγγειλε στον βασιλιά τους δύο αυλικούς του οι οποίοι είχαν σκοπό να τον θανατώσουν. Ο βασιλιάς ρώτησε τον αυλικό του: -Ποιό αξίωμα, ή ποιά ηθική αμοιβή δώσαμε στον Μαρδοχαίο; Και οι υπηρέτες απάντησαν: -Καμία. Την ίδια στιγμή ο Αμάν παρουσιάστηκε στον βασιλιά με σκοπό να του ζητήσει να κρεμάσει τον Μαρδοχαίο στο ξύλο το οποίο αυτός είχε ετοιμάσει. Ο βασιλιάς παίρνοντας τον λόγο ρώτησε τον Αμάν: -Τι πρέπει να κάνω στον άνθρωπο τον οποίο εγώ θέλω να τιμήσω; Ο Αμάν πίστεψε πως αυτά τα λόγια ο βασιλιάς τα έλεγε για εκείνον και έτσι του απάντησε: -για τον άνθρωπον, τον οποίο ο βασιλεύς θέλει να δοξάσει ας φέρουν οι δούλοι του μίαν μεγαλοπρεπή από βύσσον στολήν, την οποίαν ενδύεται ο ίδιος ο βασιλεύς, και ίππον, επάνω στον οποίον ιππεύει ο βασιλεύς. Αυτά δε ας δοθούν εις ένα από τους πλέον ενδόξους φίλους του βασιλέως, δια να στολίση εκείνος τον άνθρωπον αυτόν, τον οποίον ο βασιλεύς αγαπά. Εν συνεχεία δε ας τον βοηθήση να ιππεύση επάνω εις ταν βασιλικόν ίππον και θα περιφέρη αυτόν εις την πλατείαν της πόλεως και θα διαλαλή και θα λέγη· Ετσι θα γίνεται εις κάθε άνθρωπον, τον οποίον ο βασιλεύς δοξάζει”. Απήντησεν ο βασιλεύς στον Αμάν· “καλά είπες· έτσι εσύ τώρα θα πράξης προς τιμήν του Μαρδοχαίου, του Ιουδαίου, του δούλου μου, ο οποίος υπηρετεί εις την αυλήν μου, μη τυχόν και παραμελήσης κάτι από όλα εκείνα τα οποία είπες!” Ο Αμάν κατεντροπιασμένος και καταστενοχωρημένος επήρε την βασιλικήν στολήν και τον βασιλικόν ίππον, εστόλισε τον Μαρδοχαίον, τον εβοήθησε να αναβή στον ίππον και επέρασε δια μέσου της πλατείας της πόλεως και διαλαλούσε λέγων· “έτσι θα γίνεται εις κάθε άνθρωπον, τον οποίον ο βασιλεύς θέλει να δοξάση”. Ο Μαρδοχαίος, ύστερα από την τελετήν αυτήν της δόξης του, επέστρεψεν εις την αυλήν, ο δε Αμάν καταστενοχωρημένος και καταπικραμμένος επέστρεψεν στο σπίτι του Ο Αμάν διηγήθη εις την σύζυγόν του την Ζωσάραν και τους φίλους του όλα όσα του συνέβησαν. Οι φίλοι του και η σύζυγός του του είπαν· “εάν ο Μαρδοχαίος κατάγεται από την φυλήν των Ιουδαίων, έχεις δε ήδη αρχίσει να εξευτελίζεσαι ενώπιόν του, δεν θα κατορθώσης να τον πολεμήσης, αλλά οριστικώς και βεβαίως θα πέσης και θα ταπεινωθής ενώπιόν του, διότι μαζί του είναι ο αληθινός, ο αιώνιος Θεός”. Τη στιγμή εκείνη μπήκαν στο σπίτι του Αμάν οι ευνούχοι του βασιλέως και τον ειδοποίησαν να σπέυσει στο συμπόσιο το οποίο είχε ετοιμάσει η Εσθήρ.Πήγαν λοιπόν ο βασιλιάς και ο Αμάν στο γεύμα. Τη δεύτερη μέρα, εκεί που έπιναν, της είπε πάλι ο βασιλιάς: «Πες μου λοιπόν τώρα, βασίλισσα Εσθήρ, την επιθυμία σου κι εγώ θα σου την εκτελέσω. Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις, μέχρι και το μισό μου βασίλειο!». Η Εσθήρ αποκρίθηκε: «Αν έχω κερδίσει την εύνοιά σου, βασιλιά μου, και αν μου επιτρέπεις να πω το αίτημά μου, σε ικετεύω να χαρίσεις τη ζωή σ’ εμένα και στο λαό μου. Εγώ και ο λαός μου έχουμε πουληθεί στον εξολοθρεμό. Αν είχαμε πουληθεί απλώς ως δούλοι, δε θα έθετα θέμα, γιατί η δυστυχία δεν αξίζει ν’ απασχολεί το βασιλιά. Αλλά είμαστε εδώ για να μας δολοφονήσουν, να μας εξαφανίσουν».Τότε ο βασιλιάς Ξέρξης στράφηκε στη βασίλισσα Εσθήρ και τη ρώτησε: «Ποιος είναι αυτός που τόλμησε κάτι τέτοιο; Πού είναι αυτός που σχεδίασε αυτά τα πράγματα;» Η Εσθήρ απάντησε: «Ο άσπονδος εχθρός μας, είναι αυτός εδώ ο απάνθρωπος Αμάν!» Τότε ο Αμάν ταράχτηκε μπροστά στο βασιλιά και στη βασίλισσα. Ο βασιλιάς σηκώθηκε από το τραπέζι και βγήκε οργισμένος στον κήπο του παλατιού. Ο Αμάν είχε παραμείνει όρθιος για να παρακαλέσει για τη ζωή του τη βασίλισσα Εσθήρ, γιατί κατάλαβε ότι κάτι κακό θα αποφάσιζε εναντίον του ο βασιλιάς. Όταν γύρισε ο βασιλιάς από τον κήπο του παλατιού στην αίθουσα του συμποσίου, βρήκε τον Αμάν να είναι πεσμένος πάνω στο ανάκλιντρο της Εσθήρ. Τότε φώναξε με αγανάκτηση: «Πάει να βιάσει ακόμα και τη βασίλισσα μπροστά μου μέσα στο σπίτι μου!» Πριν καλά καλά πει ο βασιλιάς αυτά τα λόγια, ήρθαν οι υπηρέτες και σκέπασαν το πρόσωπο του Αμάν. Ο Αρβονά, ένας από τους ευνούχους, είπε στο βασιλιά: «Στο σπίτι του Αμάν βρίσκεται ένα ικρίωμα πενήντα πήχεις ύψος· το έχει ετοιμάσει για το Μαρδοχαίο, που έσωσε τη ζωή του βασιλιά». Τότε ο βασιλιάς πρόσταξε: «Κρεμάστε τον σ’ αυτό!»
Έτσι κρέμασαν τον Αμάν στο ικρίωμα που είχε ετοιμάσει ο ίδιος για το Μαρδοχαίο. Μετά απ’ αυτό έπαψε η οργή του βασιλιά. Ο Ασσουήρης δεν έδωσε διαταγή για ανάκληση του διατάγματος του Αμάν, ίσως γιατί αυτό δεν μπορούσε να γίνει στην περσική νομοθεσία, αλλά εξουσιοδότησε την Εσθήρ και το Μαροδοχαίο να συντάξουν στο όνομα του βασιλιά ένα καινούργιο διάταγμα, με όποιο περιεχόμενο νόμιζαν αυτοί, το οποίο να ανατρέπει το προηγούμενο και, αφού το σφραγίσουν με το βασιλικό δαχτυλίδι, να το στείλουν και στις εκατόν είκοσι επτά επαρχίες της Περσίας. Αυτό και έγινε. Οι γραμματείς μετέφρασαν και το καινούργιο διάταγμα, όπως ακριβώς είχε γίνει και με το προηγούμενο, σε όλες τις γλώσσες που μιλιόνταν στην επικράτεια και το έστειλαν παντού με ταχυδρόμους που ίππευαν γοργοπόδαρα ζώα και εκτελούσαν πιστά την εντολή του βασιλιά να σταλεί το καινούργιο διάταγμα κατεπειγόντως.
Σύμφωνα με το καινούργιο διάταγμα, επιτρεπόταν στους Ιουδαίους την ημέρα εκείνη, που το προηγούμενο διάταγμα όριζε να είναι η μέρα της εξόντωσής τους (τη δέκατη τρίτη μέρα του μήνα Αδάρ, δηλαδή του δωδέκατου μήνα του έτους), να υπερασπιστούν τον εαυτό τους δυναμικά και να σκοτώσουν και αφανίσουν αδιακρίτως όλους όσους τους επιτίθενται, ακόμα και να πάρουν την περιουσία τους λάφυρο. Αυτά έλεγε το δεύτερο διάταγμα που εκδόθηκε στα Σούσα από το βασιλιά Ασσουήρη αλλά που στην ουσία ήταν έργο της Εσθήρ και του ξαδέλφου της Μαροδοχαίου.
Οι Ιουδαίοι τελικά εκδικήθηκαν τους εχθρούς τους φονεύοντας εξ αυτών πεντακόσιους άνδρες μέσα στην πόλη των Σουσών και πλήθη αυτών στις επαρχίες. Εν κατακλείδι η Εσθήρ ζήτησε ως επισφράγισμα να κρεμαστούν και οι δέκα υιοί του Αμάν όπερ και εγένετο. Έτσι συμβαίνει σε όσους σχεδιάζουν την όποια εξόντωση των πιστών ανθρώπων του Κυρίου, τελικά την παθαίνουν οι ίδιοι. Εν τέλει ο Μαρδοχαίος κατανόησε το όνειρο που είχε δει από καιρό διότι ενεθυμήθην το όνειρον εκείνο, που είδα σχετικώς με τα γεγονότα αυτά. Τίποτε δεν εξέπεσεν από εκείνα. Αν αυτά συνέβησαν στον Ισραήλ τώρα στον νέο Ισραήλ της Χάρτος, την Εκκλησία του Χριστού θα αφήσει ο Θεός να υπερισχύσουν οι αιρετικοί; Δεν θα μπορέσουν το θέμα είναι που βρίσκεται κανείς όταν δίδεται η μάχη. Γιατί απ’ αυτό θα κριθεί! Μήπως όμως μετα θα είναι αργά; Πάντως αν επαληθευθεί η προφητεία ότι οι κακοί πολιτικοί μας θα φύγουν με τα ελικόπτερα δεν νομίζω ότι οι προδότες της Ορθόδοξης Πίστεως μητροπολίτες μας θα διαφύγουν με διαφορετικό τρόπο!!!