Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν (Μάρκ. 8,34 – 9,1)
Του Μητρ. Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως
- «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10,32)
«Ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων» (Μᾶρκ. 8,38)
ΣΤΙΣ 14 Σεπτεμβρίου, ἀγαπητοί μου, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑώρτασε τὴν Ὕψωσι τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ λέγεται «Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν» καὶ ἔχει τὰ μεθέορτα τῆς μεγάλης αὐτῆς ἑορτῆς. Ὅλα σήμερα εἶνε σχετικὰ μὲ τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου.
Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο. Τί μᾶς λέει; Ὁ Κύριος τονίζει τρία πράγματα. Τὸ πρῶτο εἶνε ἡ ἐλευθερία, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἐλεύθερος νὰ διαλέξῃ τὸ δρόμο του. Τὸ δεύτερο εἶνε ἡ ἀξία τῆς ψυχῆς, ὅτι δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο τίποτα πολυτιμότερο ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Καὶ τὸ τρίτο εἶνε ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως, ὅτι ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστό, παραδέχονται δηλαδὴ ὅτι δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας φιλόσοφος ἢ κοινωνικὸς ἐπαναστάτης ἢ ἡγέτης, ἀλλὰ εἶνε ὁ Θεός, αὐτοὶ πρέπει νὰ εἶνε τολμηροὶ καὶ θαρραλέοι καὶ ἔχουν χρέος νὰ κηρύττουν παντοῦ τὴν πίστι τους. Μὲ ὁμολογεῖς; λέει ὁ Χριστός· θὰ σὲ ὁμολογήσω κ᾽ ἐγὼ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων. Μὲ ἀρνεῖσαι; θὰ σὲ ἀρνηθῶ κ᾽ ἐγώ. Ἡ ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως εἶνε ἱερὸ καθῆκον κάθε Χριστιανοῦ.
Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο. Τί μᾶς λέει; Ὁ Κύριος τονίζει τρία πράγματα. Τὸ πρῶτο εἶνε ἡ ἐλευθερία, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἐλεύθερος νὰ διαλέξῃ τὸ δρόμο του. Τὸ δεύτερο εἶνε ἡ ἀξία τῆς ψυχῆς, ὅτι δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο τίποτα πολυτιμότερο ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Καὶ τὸ τρίτο εἶνε ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως, ὅτι ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστό, παραδέχονται δηλαδὴ ὅτι δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας φιλόσοφος ἢ κοινωνικὸς ἐπαναστάτης ἢ ἡγέτης, ἀλλὰ εἶνε ὁ Θεός, αὐτοὶ πρέπει νὰ εἶνε τολμηροὶ καὶ θαρραλέοι καὶ ἔχουν χρέος νὰ κηρύττουν παντοῦ τὴν πίστι τους. Μὲ ὁμολογεῖς; λέει ὁ Χριστός· θὰ σὲ ὁμολογήσω κ᾽ ἐγὼ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων. Μὲ ἀρνεῖσαι; θὰ σὲ ἀρνηθῶ κ᾽ ἐγώ. Ἡ ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως εἶνε ἱερὸ καθῆκον κάθε Χριστιανοῦ.
* * *
Γεννᾶται τώρα τὸ ἐρώτημα· πῶς, μὲ ποιό τρόπο, νὰ ὁμολογοῦμε τὸ Χριστό; Μπορεῖ, ἀγαπητοί μου, καὶ ὁ πιὸ ἁπλὸς Χριστιανὸς νὰ ὁμολογῇ τὸ Χριστό. Πῶς;
⃝ Πρῶτα – πρῶτα μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Μόλις κάνῃς τὸ σταυρό σου, ἀμέσως φανερώνεις τί πιστεύεις, ξεχωρίζεις ἀπ᾽ ὅλες τὶς θρησκεῖες καὶ ἰδεολογίες τοῦ κόσμου. Γιατὶ ἔχουν κι αὐτὲς τὰ σύμβολά τους· οἱ ἑβραῖοι ἔχουν τὸ ἄστρο τοῦ Δαυῒδ καὶ τὴν ἑπτάφωτη λυχνία, οἱ μασόνοι τὸ τρίγωνο ἢ τὶς τρεῖς τελεῖες, οἱ μαρξισταὶ τὸ σφυροδρέπανο ἢ τὴν ὑψωμένη γροθιά, οἱ μωαμεθανοὶ τὸ μισοφέγγαρο. Κ᾽ ἐμεῖς τὰ παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ βαπτισθήκαμε στὴν ἱερὰ κολυμβήθρα, ἔχουμε σημεῖο καὶ σύμβολο ὑπέρτερο ἀπὸ κάθε ἄλλο τὸν τίμιο σταυρό. Μόλις κάνῃς τὸ σταυρό σου, ὁμολογεῖς ὅτι εἶσαι ὀρθόδοξος Χριστιανός.
Πρέπει ὅμως τὸ σταυρὸ νὰ τὸν κάνουμε κανονικά, ὄχι ὅπως μερικοὶ μοντέρνοι καὶ συχνὰ οἱ ἐπίσημοι στὶς δοξολογίες, ποὺ νομίζεις πὼς παίζουν βιολί. Ὄχι! αὐτὸ εἶνε ἐμπαιγμός. Εἶσαι Χριστιανός; κάνε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ κανονικά. Ὁ δὲ κανονικὸς σταυρός, ὅπως τὸν δίδαξε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς καὶ οἱ ἀγράμματες γιαγιάδες μας, εἶνε· ἑνώνουμε τὰ τρία μας δάχτυλα (οἱ φράγκοι ἔχουν τὰ πέντε, ἐμεῖς τὰ τρία), καὶ ἐννοοῦμε· Ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον! Φέρνουμε τὸ χέρι στὸ μέτωπο, καὶ ἐννοοῦμε· Χριστέ, ἤσουν στὰ οὐράνια, πάνω ἀπ᾽ τὰ ἄστρα. Μετὰ τὸ φέρνουμε κάτω, καὶ ἐννοοῦμε· Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Χριστέ, ποὺ κατέβηκες στὴ γῆ καὶ πῆρες σάρκα ἀπὸ τὰ ἁγνὰ αἵματα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Κατόπιν φέρνουμε τὸ χέρι δεξιὰ στὸν ὦμο, καὶ ἐννοοῦμε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Τέλος τὸ φέρνουμε ἀριστερά, καὶ ἐννοοῦμε· Μὴ μὲ βάλῃς στὴν κόλασι, Κύριε. Αὐτὸς εἶνε ὁ σταυρός. Ὅταν τὸν κάνῃς κανονικά, μὲ πίστι, μὲ ἀγάπη, μὲ φόβο Θεοῦ καὶ μὲ χέρι καθαρό, κάνει θαύματα.
Τὸ 1912 ἡ πατρίδα μας εἶχε πόλεμο μὲ τοὺς Τούρκους. Μικρὲς ἦταν οἱ δυνάμεις μας, οὐσιαστικὰ εἴχαμε ἕνα καράβι, τὸν «Ἀβέρωφ», ἐνῷ ἐκεῖνοι εἶχαν ὑπεροπλία. Ἀλλὰ πάνω στὸ καράβι ἦταν Χριστιανοὶ λέοντες, μὲ κυβερνήτη τὸν ὑπέροχο Παῦλο Κουντουριώτη, τέκνο ἐνδόξου γενεᾶς. Αὐτὸς εἶχε πάνω του τίμιο ξύλο. Ἔβγαλε λοιπὸν τὸ σταυρὸ ἀπὸ τὸ στῆθος του, τὸν ἔβαλε πάνω στὴ γέφυρα τοῦ πλοίου, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ μὲ τὸ ἕνα αὐτὸ καράβι «μάντρωσε» στὰ στενὰ τοῦ Ἑλλησπόντου ὁλόκληρη τὴν τουρκικὴ ἀρμάδα.
Γι᾽ αὐτὸ μὴ ντρέπεσαι κ᾽ ἐσὺ νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου, εἴτε στὸ τραπέζι, εἴτε σὲ αὐτοκίνητο, ἀεροπλάνο ἢ τραῖνο. Ὁμολογεῖς ἔτσι Χριστό. Κι ὅταν κλείσῃς τὰ μάτια, ἕνας σταυρὸς στὸν τάφο σου θὰ δηλώνῃ ὅτι εἶσαι ὀρθόδοξος.
⃝ Πῶς ἀλλιῶς ὁμολογοῦμε τὴν πίστι μας; Μὲ τὴ γλῶσσα. Γι᾽ αὐτὸ τὴν ἔδωσε ὁ Θεός. Βρέθηκες μεταξὺ ἀπίστων; Ἄνοιξε τὸ στόμα σου καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστι στὸν Κύριο. Ἄκουσες βλαστήμια; Ὀφείλεις νὰ διαμαρτυρηθῇς, ὅπως ἂν ὕβριζαν τὸν πατέρα ἢ τὴ μητέρα ἢ τὴ σύζυγό σου. Μία νεαρὴ γυναίκα ἦρθε καὶ μοῦ ζητοῦσε νὰ τῆς δώσω διαζύγιο, διότι στὸ καφενεῖο τοῦ χωριοῦ, ἐνώπιον τοῦ συζύγου της, κάποιοι τὴν κατηγοροῦσαν κι αὐτὸς δὲν εἶπε λέξι. Ἄντρα, ποὺ δὲν ὑπερασπίζεται τὸ ὄνομά μου, δὲν τὸν θέλω! ἔλεγε. Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο. Πόσο μᾶλλον ὅταν ὑβρίζωνται τὰ θεῖα;
Φταῖνε αὐτοὶ ποὺ βλαστημοῦν, ἀλλὰ φταῖνε κι αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἀκοῦνε καὶ δὲ διαμαρτύρονται. Ἂν εἶσαι Χριστιανός, δὲν θὰ σιωπήσῃς. Μίλησε, συμβούλεψε, ἐπίπληξε. Τί εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς· «Ἂν κάποιος ὑβρίσῃ τὴ μάνα ἢ τὸν πατέρα μου, τὸν συγχωρῶ· ἂν βλαστημήσῃ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγιά μου, δὲν ἔχω μάτια νὰ τὸν δῶ» (ἡμ. ἔργ. σ. 199). Τὸ ὄνομα τῆς μάνας μας, τοῦ πατέρα μας, τῶν ἀρχόντων μας εἶνε μεγάλο καὶ ὑψηλό, καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας δὲν εἶνε; Γι᾽ αὐτὸ νὰ ὑπερασπίζεσαι τὰ ὅσια καὶ ἱερὰ ἀποστομώνοντας τοὺς βλασφήμους. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει· Ὅταν ἀκοῦς βλάσφημο, συμβούλευσέ τον μία, δύο, τρεῖς φορές· κι ἂν δὲν ἀκούῃ, ἀφοῦ ἔχεις χέρι, χτύπα τον. Χέρι, ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο, θ᾽ ἁγιάσῃ. Ξέρω ἕνα χωριὸ στὴ Θρᾴκη, ποὺ ἐνῷ προηγουμένως ὅλοι βλαστημοῦσαν, τώρα δὲ βλαστημάει κανένας. Πῶς ἔγινε αὐτό; Πῆγε ἐκεῖ ἕνας πρόσφυγας ἀγράμματος ἀλλὰ μὲ πίστι βαθειὰ στὸ Θεό. Κι ὅταν κάποιος βλαστημοῦσε, πήγαινε στὸ σπίτι, τὸν συμβούλευε, ἔκλαιγε, παρακαλοῦσε, ἀπειλοῦσε. Ἔτσι, ἕνας αὐτός, ἔσβησε τὴ βλαστήμια.
⃝ Ὁμολόγησε λοιπὸν τὴν πίστι μὲ τὸ σταυρό σου καὶ μὲ τὴ γλῶσσα σου. Ὁμολόγησε ἀκόμη – πῶς; Μὲ τὰ ἔργα σου, μὲ τὴ χριστιανικὴ ζωή σου. Ὅταν ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶνε σύμφωνη μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, λάμπει καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴν πίστι του. Ἀντιθέτως, ὅταν ἕνας λεγόμενος Χριστιανὸς δὲν ἔχῃ εὐσπλαχνία καὶ ἔλεος, ἁρπάζῃ καὶ κλέβῃ, δὲν σέβεται τὴν τιμὴ τοῦ ἄλλου, τρέχῃ στὰ δικαστήρια καὶ παλαμίζῃ τὸ Εὐαγγέλιο, διαπληκτίζεται μὲ τὴ γυναῖκα του καὶ παίρνῃ διαζύγιο, δὲν πατάῃ στὴν ἐκκλησία, δὲν ἐξομολογῆται καὶ δὲν κοινωνῇ, τότε ἡ ζωή του ἀποτελεῖ βλασφημία· δίνει ἀφορμὴ στοὺς ἄλλους νὰ κατηγοροῦν τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ.
⃝ Νὰ ὁμολογοῦμε λοιπὸν τὸ Χριστὸ μὲ τὸ σταυρό, μὲ τὴ γλῶσσα, μὲ τὰ ἔργα· νὰ τὸν ὁμολογοῦμε τέλος ―ἐδῶ εἶνε τὸ δύσκολο― καὶ μὲ τὸ αἷμα μας. Δὲν εἶμαι προφήτης οὔτε υἱὸς προφήτου· ἁμαρτωλὸς εἶμαι κι ἀνάξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας. Πιστεύω ὅμως στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὴν Ἀποκάλυψι, ποὺ λένε ὅτι ἔρχονται φοβερὲς ἡμέρες. Θὰ μᾶς κοσκινίσῃ ὁ Θεός. Θὰ γίνῃ διωγμὸς τρομερὸς ἐναντίον τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, καὶ τότε θὰ δοῦμε πόσοι θὰ εἶνε Χριστιανοί. Νὰ ὁμολογοῦμε ὄχι μόνο μὲ τὸ χέρι, μὲ τὴ γλῶσσα καὶ μὲ τὸν βίο μας· μακάρι ἀκόμα καὶ τὴ ζωή μας ν᾽ ἀξιωθοῦμε νὰ δώσουμε γιὰ τὸ Χριστό. Ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, «Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, ὅπως ἐσὺ ἔδωσες τὸ αἷμα σου γιὰ μένα, ἀξίωσέ με νὰ δώσω κ᾽ ἐγὼ τὸ αἷμα μου γιὰ σένα» (ἡμ. ἔργ. σ. …). Συνέλαβαν κάποιο Χριστιανό, ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὸν Κύριο, καὶ τοῦ ἔκοψαν τὴ γλῶσσα. Τότε ἐκεῖνος πῆρε μὲ τὸ δάχτυλό του αἷμα ἀπὸ τὸ αἱμόφυρτο στόμα του καὶ μ᾽ αὐτὸ ἔγραψε στὸν τοῖχο· «Πιστεύω στὸ Χριστό». Τέτοια πίστι νὰ ἔχουμε κ᾽ ἐμεῖς.
⃝ Πρῶτα – πρῶτα μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Μόλις κάνῃς τὸ σταυρό σου, ἀμέσως φανερώνεις τί πιστεύεις, ξεχωρίζεις ἀπ᾽ ὅλες τὶς θρησκεῖες καὶ ἰδεολογίες τοῦ κόσμου. Γιατὶ ἔχουν κι αὐτὲς τὰ σύμβολά τους· οἱ ἑβραῖοι ἔχουν τὸ ἄστρο τοῦ Δαυῒδ καὶ τὴν ἑπτάφωτη λυχνία, οἱ μασόνοι τὸ τρίγωνο ἢ τὶς τρεῖς τελεῖες, οἱ μαρξισταὶ τὸ σφυροδρέπανο ἢ τὴν ὑψωμένη γροθιά, οἱ μωαμεθανοὶ τὸ μισοφέγγαρο. Κ᾽ ἐμεῖς τὰ παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ βαπτισθήκαμε στὴν ἱερὰ κολυμβήθρα, ἔχουμε σημεῖο καὶ σύμβολο ὑπέρτερο ἀπὸ κάθε ἄλλο τὸν τίμιο σταυρό. Μόλις κάνῃς τὸ σταυρό σου, ὁμολογεῖς ὅτι εἶσαι ὀρθόδοξος Χριστιανός.
Πρέπει ὅμως τὸ σταυρὸ νὰ τὸν κάνουμε κανονικά, ὄχι ὅπως μερικοὶ μοντέρνοι καὶ συχνὰ οἱ ἐπίσημοι στὶς δοξολογίες, ποὺ νομίζεις πὼς παίζουν βιολί. Ὄχι! αὐτὸ εἶνε ἐμπαιγμός. Εἶσαι Χριστιανός; κάνε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ κανονικά. Ὁ δὲ κανονικὸς σταυρός, ὅπως τὸν δίδαξε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς καὶ οἱ ἀγράμματες γιαγιάδες μας, εἶνε· ἑνώνουμε τὰ τρία μας δάχτυλα (οἱ φράγκοι ἔχουν τὰ πέντε, ἐμεῖς τὰ τρία), καὶ ἐννοοῦμε· Ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον! Φέρνουμε τὸ χέρι στὸ μέτωπο, καὶ ἐννοοῦμε· Χριστέ, ἤσουν στὰ οὐράνια, πάνω ἀπ᾽ τὰ ἄστρα. Μετὰ τὸ φέρνουμε κάτω, καὶ ἐννοοῦμε· Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Χριστέ, ποὺ κατέβηκες στὴ γῆ καὶ πῆρες σάρκα ἀπὸ τὰ ἁγνὰ αἵματα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Κατόπιν φέρνουμε τὸ χέρι δεξιὰ στὸν ὦμο, καὶ ἐννοοῦμε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42). Τέλος τὸ φέρνουμε ἀριστερά, καὶ ἐννοοῦμε· Μὴ μὲ βάλῃς στὴν κόλασι, Κύριε. Αὐτὸς εἶνε ὁ σταυρός. Ὅταν τὸν κάνῃς κανονικά, μὲ πίστι, μὲ ἀγάπη, μὲ φόβο Θεοῦ καὶ μὲ χέρι καθαρό, κάνει θαύματα.
Τὸ 1912 ἡ πατρίδα μας εἶχε πόλεμο μὲ τοὺς Τούρκους. Μικρὲς ἦταν οἱ δυνάμεις μας, οὐσιαστικὰ εἴχαμε ἕνα καράβι, τὸν «Ἀβέρωφ», ἐνῷ ἐκεῖνοι εἶχαν ὑπεροπλία. Ἀλλὰ πάνω στὸ καράβι ἦταν Χριστιανοὶ λέοντες, μὲ κυβερνήτη τὸν ὑπέροχο Παῦλο Κουντουριώτη, τέκνο ἐνδόξου γενεᾶς. Αὐτὸς εἶχε πάνω του τίμιο ξύλο. Ἔβγαλε λοιπὸν τὸ σταυρὸ ἀπὸ τὸ στῆθος του, τὸν ἔβαλε πάνω στὴ γέφυρα τοῦ πλοίου, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ μὲ τὸ ἕνα αὐτὸ καράβι «μάντρωσε» στὰ στενὰ τοῦ Ἑλλησπόντου ὁλόκληρη τὴν τουρκικὴ ἀρμάδα.
Γι᾽ αὐτὸ μὴ ντρέπεσαι κ᾽ ἐσὺ νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου, εἴτε στὸ τραπέζι, εἴτε σὲ αὐτοκίνητο, ἀεροπλάνο ἢ τραῖνο. Ὁμολογεῖς ἔτσι Χριστό. Κι ὅταν κλείσῃς τὰ μάτια, ἕνας σταυρὸς στὸν τάφο σου θὰ δηλώνῃ ὅτι εἶσαι ὀρθόδοξος.
⃝ Πῶς ἀλλιῶς ὁμολογοῦμε τὴν πίστι μας; Μὲ τὴ γλῶσσα. Γι᾽ αὐτὸ τὴν ἔδωσε ὁ Θεός. Βρέθηκες μεταξὺ ἀπίστων; Ἄνοιξε τὸ στόμα σου καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστι στὸν Κύριο. Ἄκουσες βλαστήμια; Ὀφείλεις νὰ διαμαρτυρηθῇς, ὅπως ἂν ὕβριζαν τὸν πατέρα ἢ τὴ μητέρα ἢ τὴ σύζυγό σου. Μία νεαρὴ γυναίκα ἦρθε καὶ μοῦ ζητοῦσε νὰ τῆς δώσω διαζύγιο, διότι στὸ καφενεῖο τοῦ χωριοῦ, ἐνώπιον τοῦ συζύγου της, κάποιοι τὴν κατηγοροῦσαν κι αὐτὸς δὲν εἶπε λέξι. Ἄντρα, ποὺ δὲν ὑπερασπίζεται τὸ ὄνομά μου, δὲν τὸν θέλω! ἔλεγε. Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο. Πόσο μᾶλλον ὅταν ὑβρίζωνται τὰ θεῖα;
Φταῖνε αὐτοὶ ποὺ βλαστημοῦν, ἀλλὰ φταῖνε κι αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἀκοῦνε καὶ δὲ διαμαρτύρονται. Ἂν εἶσαι Χριστιανός, δὲν θὰ σιωπήσῃς. Μίλησε, συμβούλεψε, ἐπίπληξε. Τί εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς· «Ἂν κάποιος ὑβρίσῃ τὴ μάνα ἢ τὸν πατέρα μου, τὸν συγχωρῶ· ἂν βλαστημήσῃ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγιά μου, δὲν ἔχω μάτια νὰ τὸν δῶ» (ἡμ. ἔργ. σ. 199). Τὸ ὄνομα τῆς μάνας μας, τοῦ πατέρα μας, τῶν ἀρχόντων μας εἶνε μεγάλο καὶ ὑψηλό, καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας δὲν εἶνε; Γι᾽ αὐτὸ νὰ ὑπερασπίζεσαι τὰ ὅσια καὶ ἱερὰ ἀποστομώνοντας τοὺς βλασφήμους. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει· Ὅταν ἀκοῦς βλάσφημο, συμβούλευσέ τον μία, δύο, τρεῖς φορές· κι ἂν δὲν ἀκούῃ, ἀφοῦ ἔχεις χέρι, χτύπα τον. Χέρι, ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο, θ᾽ ἁγιάσῃ. Ξέρω ἕνα χωριὸ στὴ Θρᾴκη, ποὺ ἐνῷ προηγουμένως ὅλοι βλαστημοῦσαν, τώρα δὲ βλαστημάει κανένας. Πῶς ἔγινε αὐτό; Πῆγε ἐκεῖ ἕνας πρόσφυγας ἀγράμματος ἀλλὰ μὲ πίστι βαθειὰ στὸ Θεό. Κι ὅταν κάποιος βλαστημοῦσε, πήγαινε στὸ σπίτι, τὸν συμβούλευε, ἔκλαιγε, παρακαλοῦσε, ἀπειλοῦσε. Ἔτσι, ἕνας αὐτός, ἔσβησε τὴ βλαστήμια.
⃝ Ὁμολόγησε λοιπὸν τὴν πίστι μὲ τὸ σταυρό σου καὶ μὲ τὴ γλῶσσα σου. Ὁμολόγησε ἀκόμη – πῶς; Μὲ τὰ ἔργα σου, μὲ τὴ χριστιανικὴ ζωή σου. Ὅταν ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶνε σύμφωνη μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, λάμπει καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴν πίστι του. Ἀντιθέτως, ὅταν ἕνας λεγόμενος Χριστιανὸς δὲν ἔχῃ εὐσπλαχνία καὶ ἔλεος, ἁρπάζῃ καὶ κλέβῃ, δὲν σέβεται τὴν τιμὴ τοῦ ἄλλου, τρέχῃ στὰ δικαστήρια καὶ παλαμίζῃ τὸ Εὐαγγέλιο, διαπληκτίζεται μὲ τὴ γυναῖκα του καὶ παίρνῃ διαζύγιο, δὲν πατάῃ στὴν ἐκκλησία, δὲν ἐξομολογῆται καὶ δὲν κοινωνῇ, τότε ἡ ζωή του ἀποτελεῖ βλασφημία· δίνει ἀφορμὴ στοὺς ἄλλους νὰ κατηγοροῦν τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ.
⃝ Νὰ ὁμολογοῦμε λοιπὸν τὸ Χριστὸ μὲ τὸ σταυρό, μὲ τὴ γλῶσσα, μὲ τὰ ἔργα· νὰ τὸν ὁμολογοῦμε τέλος ―ἐδῶ εἶνε τὸ δύσκολο― καὶ μὲ τὸ αἷμα μας. Δὲν εἶμαι προφήτης οὔτε υἱὸς προφήτου· ἁμαρτωλὸς εἶμαι κι ἀνάξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας. Πιστεύω ὅμως στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὴν Ἀποκάλυψι, ποὺ λένε ὅτι ἔρχονται φοβερὲς ἡμέρες. Θὰ μᾶς κοσκινίσῃ ὁ Θεός. Θὰ γίνῃ διωγμὸς τρομερὸς ἐναντίον τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, καὶ τότε θὰ δοῦμε πόσοι θὰ εἶνε Χριστιανοί. Νὰ ὁμολογοῦμε ὄχι μόνο μὲ τὸ χέρι, μὲ τὴ γλῶσσα καὶ μὲ τὸν βίο μας· μακάρι ἀκόμα καὶ τὴ ζωή μας ν᾽ ἀξιωθοῦμε νὰ δώσουμε γιὰ τὸ Χριστό. Ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, «Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, ὅπως ἐσὺ ἔδωσες τὸ αἷμα σου γιὰ μένα, ἀξίωσέ με νὰ δώσω κ᾽ ἐγὼ τὸ αἷμα μου γιὰ σένα» (ἡμ. ἔργ. σ. …). Συνέλαβαν κάποιο Χριστιανό, ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὸν Κύριο, καὶ τοῦ ἔκοψαν τὴ γλῶσσα. Τότε ἐκεῖνος πῆρε μὲ τὸ δάχτυλό του αἷμα ἀπὸ τὸ αἱμόφυρτο στόμα του καὶ μ᾽ αὐτὸ ἔγραψε στὸν τοῖχο· «Πιστεύω στὸ Χριστό». Τέτοια πίστι νὰ ἔχουμε κ᾽ ἐμεῖς.
* * *
Ἀγαπητοί μου, τελείωσα. Οἱ πρόγονοί μας, τετρακόσα χρόνια κάτω ἀπὸ τοὺς Τούρκους, κράτησαν τὴν πίστι τους καὶ πολλοὶ μαρτύρησαν ὁμολογώντας τὸ Χριστό. Ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε σήμερα, νὰ προσέξουμε πολύ. Νὰ κρατήσουμε τὴν πίστι τῶν πατέρων μας. Μὴ γινώμαστε κρυπτοχριστιανοί. Τί λέει τὸ Εὐαγγέλιο; «Ὅποιος μὲ ὁμολογήσῃ, θὰ τὸν ὁμολογήσω· ὅποιος μ᾽ ἀρνηθῇ, θὰ τὸν ἀρνηθῶ».
Ἡ Ὀρθοδοξία δὲ θέλει κρυπτοχριστιανούς· θέλει ὁμολογία, ὄχι κρυφτούλι σὰν τὰ μικρὰ παιδιά. Θαρραλέοι καὶ τολμηροί, νὰ ὁμολογοῦμε παντοῦ τὴν Ὀρθόδοξο πίστι. Κι ἂν ἔρθουν ἡμέρες σκληρές, διωγμοῦ καὶ αἵματος καὶ μαρτυρίου, νὰ μείνουμε ἀφωσιωμένοι στὸ Χριστό. Κι ἂν ὅλοι γονατίσουν στὸ διάβολο, ἐσὺ νὰ μὴ γονατίσῃς. Καὶ ἕνας νὰ μείνῃς, μὴ ὑποστείλῃς τὴ σημαία, ἀλλὰ νὰ λές· Πιστεύω, Κύριε.
Δὲ θὰ νικήσῃ ὁ σατανᾶς. Θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Ἡ Ὀρθοδοξία δὲ θέλει κρυπτοχριστιανούς· θέλει ὁμολογία, ὄχι κρυφτούλι σὰν τὰ μικρὰ παιδιά. Θαρραλέοι καὶ τολμηροί, νὰ ὁμολογοῦμε παντοῦ τὴν Ὀρθόδοξο πίστι. Κι ἂν ἔρθουν ἡμέρες σκληρές, διωγμοῦ καὶ αἵματος καὶ μαρτυρίου, νὰ μείνουμε ἀφωσιωμένοι στὸ Χριστό. Κι ἂν ὅλοι γονατίσουν στὸ διάβολο, ἐσὺ νὰ μὴ γονατίσῃς. Καὶ ἕνας νὰ μείνῃς, μὴ ὑποστείλῃς τὴ σημαία, ἀλλὰ νὰ λές· Πιστεύω, Κύριε.
Δὲ θὰ νικήσῃ ὁ σατανᾶς. Θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν 21-9-1980.