«Ουδένα κατέκριναν... Ου γάρ εσκόπουν τά των άλλων, αλλ’ εσκόπων ὅπως μή εκπέσωσι της ευσεβείας»
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐνώπιον τοῦ αἱρετικοῦ-μονοθελήτη αὐτοκράτορος |
Τὸ παρακάτω κείμενο –κάρφος στὰ μάτια ἐκείνων τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν ποὺ κοινωνοῦν μὲ τὴν αἵρεση– ἔχει ἀπὸ πολλοὺς ἀναδημοσιευθεῖ, ἀλλὰ εἶναι τόσο ἐπίκαιρο στὶς μέρες μας καὶ κάθε φορὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ κι ἄλλες πλευρές, ποὺ προφυλάσσουν τοὺς ἀγωνιζόμενους κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπὸ ἄστοχες κινήσεις, πληροφοροῦν γιὰ τὴ σωστή πορεία καὶ φωτίζουν τὸ δρόμο τῶν λίγων πιστῶν, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ὁδὸ τῶν Ἁγίων σὲ καιροὺς ζοφεροὺς συγχύσεως καὶ σκληροκαρδίας.
Δυστυχῶς στὶς μέρες μας –μέρες σκοτισμοῦ ἐξ αἰτίας τοῦ μολυσμοῦ ἐκ τῆς Παναιρέσεως– ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ κηρύττουν ΚΑΚΟΔΟΞΑ καὶ ΑΝΑΙΣΧΥΝΤΑ ὅτι εἶναιδυνητικὴ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς παναιρετικοὺς Οἰκουμενιστές, δηλ. ἡ ἀποτείχιση. Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ κάποιοι ἄλλοι ποὺ δὲν ἀρκοῦνται στὴν ἀπομάκρυνση ἐκ τῶν αἱρετικῶν διὰ τῆς ἀποτειχίσεως, ἀλλὰ θέλουν νὰ λύσουν ΜΟΝΟΜΙΑΣ καὶ ὅλα τὰ προβλήματα ποὺ ἔχει συσσωρεύσει ἡ Παναίρεση (ὅπως τὸ Πλαιοημερολογιτικό) ἢ καὶ ἀποφαίνονται ὅτι: δὲν ὑπάρχουν μυστήρια στοὺς μὴ καταδικασθέντας ἀκόμα ἀπὸ Σύνοδο Οἰκουμενιστὲς καὶ σὲ ὅσους κοινωνοῦν μαζί τους.
Ὅλοι μας, λοιπόν, ἂς ξαναδοῦμε τὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Μαξίμου, γιὰ νὰ ἐξετάσουμε ἂν ὁ Ἅγιος θίγει στὶς συζητήσεις του μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Μονοθελῆτες τῆς ἐποχῆς του ἄλλα θέματα, πέραν τῆς αἱρέσεως, ὅπως τὸ θέμα τῶν Μυστηρίων. Εἶναι σίγουρο πὼς θὰ διαπιστώσουμε, πὼς ἀρκεῖται στὸ θέμα τῆς αἱρέσεως, καὶ δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὸ ἔγκυρο ἢ μὴ τῶν μυστηρίων ἢ μὲ τὸ ἂν θὰ σωθοῦν ὅσοι συμμετέχουν στὴν αἵρεση, ἀφήνοντας αὐτὸ τὸ θέμα στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Εἶπε: «Οὐδένα κατέκριναν οἱ τρεῖς παῖδες μή προσκυνήσαντες τῇ εἰκόνι, πάντων ἀνθρώπων προσκυνούντων. Οὐ γάρ ἐσκόπουν τά τῶν ἄλλων, ἀλλ’ ἐσκόπων ὅπως ἄν αὐτοί μή ἐκπέσωσι τῆς ἀληθοῦς εὐσεβείας».
Ὅταν ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐρωτᾶται, λοιπόν, τί πιστεύει, αὐτὸς μόνος θὰ σωθεῖ μὲ τὴν διακοπὴ τῆς κοινωνίας ἀπὸ τοὺς τέσσερις Πατριάρχες, καὶ ἀντίθετα, δὲν θὰ σωθοῦν καὶ θὰ καταδικαστοῦν οἱ Πατριάρχες (καὶ φυσικὰ οἱ ἑκατοντάδες χιλιάδες τῶν ἱερωμένων καὶ λαϊκῶν, οἱ ὁποῖοι κοινωνοῦσαν μαζί τους), ὁ Ἅγιος δὲν πῆρε θέση, δὲν ἔκρινε τὴν ὥρα πρόσφορη –αὐτὸς ὁ μεγάλος θεολόγος– νὰ θεολογήσει γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ νὰ περιπλέξει τὴ συζήτηση, δὲν ἔθιξε τὸ θέμα (χάριν τάχα τῆς ἀληθείας και τῆς ἐνημερώσεως τοῦ λαοῦ), ἀλλὰ τὸ ἄφησε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Καλὸ εἶναι νὰ μιμηθοῦν τὸν ἅγιο Μάξιμο κάποιοι εὐαίσθητοι σὲ θέματα Πίστεως. Τὸ πρῶτο καὶ κύριο εἶναι νὰ καταπολεμηθεῖἡ αἵρεση, νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ πιστοὶ τὴνσωτηριολογικὴ διάσταση τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἡ ὁποία ταυτόχρονα ἀποτελεῖ καὶ σοβαρὸ πλῆγμα κατὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν καί, βέβαια, τὰ ἄλλα θέματα ποὺ προκύπτουν, πρέπει νὰ ἀντιμετωπισθοῦν μὲ νηφαλιότητα, ἀλλ' ὄχι μεμονωμένα, ἀλλὰ συλλογικά-Συνοδικά.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής
καὶ ἡ Διακοπὴ Μνημοσύνου
Τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
Αναφερόμενοι στή συνέχεια στήν διαχρονική ἐφαρμογή τοῦ 15ου ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου θά παρουσιάσωμε τόν ἅγ. Μάξιμο τόν ὁμολογητή, σύμφωνο ἀπόλυτα καί αὐτόν μέ τόν ἐν λόγῳ Κανόνα.
Εἶναι ἄξιον προσοχῆς καί πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι ὅλη σχεδόν ἡ ζωή τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ ἦτο ἕνας συνεχής ἀγώνας ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ καί μία διαρκής ἀποτείχισις ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους τῆς ἐποχῆς του. Ἀπέθανε δέ στήν ἐξορία ἀπό τίς κακουχίες καί τά μαρτύρια, ἐνῶ τοῦ εἶχαν κόψει τό δεξί χέρι καί τήν θεολόγον γλῶσσαν καί ἐνῶ τόν εἶχαν καθαιρέσει καί ἀναθεματίσειλόγῳ τῆς ἀδιαλλαξίας του νά μή δεχθῆ νά ὑπογράψη τόν λεγόμενον «Τύπον», ὁ ὁποῖος ἦτο μία ἔκθεσις πίστεως ποὺ εὐνοοῦσε καί ὑπέθαλπε τήν αἵρεσι τοῦ Μονοθελητισμοῦ.
Ἡ ἀποτείχισις τοῦ ὁσίου καί τό ὅτι δέν ἤθελε καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Πατριάρχη καί τή Σύνοδο ἦτο κάτι πού ἐξόργιζε το ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς ἄρχοντες, διότι μέ τήν στάσι του αὐτή παρέσυρε πολλούς νά τόν μιμηθοῦν καί νά μήν ὑποταχθοῦν στήν αἵρεσι καί τοιουτοτρόπως ἐγίνετο ὁδηγός τῶν Ὀρθοδόξων ἐν λόγοις καί ἔργοις. Αὐτό εἰπώθηκε καθαρά ἀπό τούς ἄρχοντες στή συζήτησί των μέ τόν ὅσιο προσπαθώντας νά τόν πείσουν νά ἀλλάξη γνώμη:
«Ὁ δέ κῦρις Σέργιος εἶπεν αὐτῷ ὅτι πολλάκις ἦλθον εἰς τό κελλίον σου εἰς Βέββας καί ἠκροασάμην τῆς διδασκαλίας σου, καί ὁ Χριστός ἔχει βοηθῆσαί σοι καί μή ἀγωνιάσῃς. Εἰς ἕν δέ μόνον λυπεῖς πάντας, ὅτι πολλούς ποιεῖς χωρισθῆναι τῆς κοινωνίας τῆς ἐνταῦθα Ἐκκλησίας.
»Ἔστι τις ὁ λέγων, εἶπεν ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὅτι εἶπον, μή κοινωνήσῃ τῇἘκκλησίᾳ τῶν Βυζαντίων;
»Ἀπεκρίθη ὁ κῦρις Σέργιος· αὐτό τοῦτο, τό σε μή κοινωνεῖν, μεγάλη πρός πάντας ἐστί φωνή, μή κοινωνῆσαι.
»Καί εἶπεν ὁ τοῦ Θεοῦ δοῦλος· Οὐδέν βιαιότερον συνειδότος κατηγοροῦντος, καί οὐδέν τούτου συνηγοροῦντος παρρησιαστικώτερον» (ΕΠΕ Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν 15Γ, 96).
Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι μόνη ἡ ἀποτείχισις τοῦ ὁσίου ἦτο παράδειγμα πρός μίμησι καί χαλινός τῆς αἱρέσεως, παρ’ ὅτι ὁ ἴδιος, ὅπως
ἀναφέρει, δέν τό ἔλεγε μέ τά λόγια. Σέ ἄλλη συζήτησι προσπαθώντας οἱ ἄρχοντες νά τόν μεταπείσουν κάνουν μέ τόν ὅσιο τήν ἑξῆς συζήτησι:
«Τότε λέγει πρός αὐτόν ὁ ἔπαρχος· Κοινωνεῖς τῇ Ἐκκλησίᾳ τῶν ὧδε, ἤ οὐ κοινωνεῖς;
»Ἀπεκρίθη καί εἶπεν· Οὐ κοινωνῶ.
»Λέγει αὐτῷ· Διά τί;
»Ἀπεκρίθη· Ὅτι ἔξω ἔβαλε τάς συνόδους.
»Καί εἶπεν· Ἐάν ἔξω ἔβαλε τάς συνόδους, πῶς εἰς τά
δίπτυχα ἀναφέρονται;
»Καί λέγει· Καί τίς ὄνησις ὀνομάτων, τῶν δογμάτων
ἐκβεβλημένων;
»Καί δύνασαι, ἔφη, τοῦτο δεῖξαι;
»Καί εἶπεν· Ἐάν λάβω ἄδεια καί κελεύετε, δειχθῆναι ἔχω τοῦτο πάνυ εὐχερῶς.
»Καί σιωπησάντων αὐτῶν, λέγει αὐτῷ ὁ σακελλάριος· Διατί ἀγαπᾷς τούς Ρωμαίους, καί τούς Γραικούς μισεῖς;
»Ἀποκριθείς ὁ τοῦ Θεοῦ δοῦλος, εἶπε· Παραγγελίαν ἔχομεν, τοῦ μή μισῆσαί τινα. Ἀγαπῶ τούς Ρωμαίους ὡς ὁμοπίστους, τούς δέ Γραικούς ὡς ὁμογλώσσους.
»Καί πάλιν λέγει αὐτῷ ὁ σακελλάριος· Πόσων ἐτῶν λέγεις ἑαυτόν;
»Ἀπεκρίθη: Ἑβδομήκοντα πέντε» (Φιλοκαλία 15Γ, 102).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἐξηγεῖ μέ παρρησία γιατί δέν ἔχει ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀλλά μέ τῆς Ρώμης. Ὁ λόγος λοιπόν ἦτο ὅτι εἶχε ἐκκλησιαστική κοινωνίαμέ ὅσους διατηροῦσαν τήν ὀρθόδοξο πίστι. Ἡ ἀποτείχισις αὐτή τοῦ ὁσίου ἐγίνετο πρό συνοδικῆς κρίσεως, δηλαδή πρίν καταδικασθοῦν οἱ αἱρετικοί Πατριάρχες καί Ἐπίσκοποι ἀπό Σύνοδο.
Οἱ συζητήσεις αὐτές μέ τούς αἱρετικούς πού προαναφέραμε ἐγίνοντο εἰς τά ἀνάκτορα εἰς τά ὁποῖα μετέφερον κάθε τόσο τόν ὅσιο ἀπό τήν φυλακή, μετά δηλαδή τήν πρώτη ἐπάνοδό του ἀπό τήν ἐξορία. Ἀπό τήν ἐξορία τόν μετέφεραν διά νά ἰδοῦν ἄν ἐπείσθη νά ὑπακούση στίς βασιλικές καί πατριαρχικές ἐντολές. Θά μεταφέρωμε μία ἀκόμη πολύ χαρακτηριστική συζήτησι τοῦ ὁσίου ἀπό αὐτήν τήν περίοδο, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθῆ «ὡς δρόσος Ἀερμών» γιά τίς ἡμέρες μας, ἄν βεβαίως εἴχαμε κάτι ἐλάχιστο ἀπό τό φρόνημα τοῦ ἁγίου:
«Kαί τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ περί τήν αὐτήν ἀφήν τοῦ λύχνου, Τρώϊλος ὁ πατρίκιος καί Σέργιος ὁ Εὐκρατᾶς, ὁ ἐπί τῆς τραπέζης τῆς βασιλικῆς, παρεγένοντο πρός τόν δοῦλον Θεοῦ τόν γέροντα, καί καθίσαντες ἐκέλευσαν καί αὐτόν καθίσαι, καί εἶπον πρός αὐτόν·
Εἰπέ ἡμῖν, κῦρι ἀββᾶ, τήν μεταξύ σοῦ καί Πύρρου γενομένην ἐν Ἀφρικῇ καί Ρώμῃ περί τῶν δογμάτων κίνησιν, καί ποίοις αὐτόν ἔπεισας ἀναθεματίσαι τό δόγμα τό ἴδιον, καί τῷ σῷ συνθέσθαι. Καί ἀφηγήσατο αὐτοῖς πάντα καθεξῆς, ὅσα ἡ μνήμη ἀνέσωσε.
»Καί τοῦτο εἶπεν, ὅτι Ἐγώ δόγμα ἴδιον οὐκ ἔχω, ἀλλά τό κοινόν τῆς Ἐκκλησίας τῆς καθολικῆς. Οὐ γάρ ἐκίνησα φωνήν τήν οἱανοῦν, ἵνα ἴδιόν μου λέγηται δόγμα.
»Καί μετά τήν ἀφήγησιν λέγουσιν αὐτῷ· Οὐ κοινωνεῖς τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως;
»Καί εἶπεν· Οὐ κοινωνῶ.
»Διά ποίαν οὐ κοινωνεῖς αἰτίαν; εἶπον. Ἀπεκρίθη· Ὅτι τάς ἁγίας τέσσαρας συνόδους ἐξέβαλον διά τῶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ γενομένων ἐννέα κεφαλαίων, καί διά τῆς ἐν ταύτῃ τῇ πόλει γενομένης παρά Σεργίου Ἐκθέσεως, καί διά τοῦτο προσεχῶς ἐπί τῆς ἕκτης ἰνδικτιῶνος ἐκτεθέντος Τύπου, καί ὅτι, ἅπερ ἐδογμάτισαν διά τῶν κεφαλαίων, διά τῆς Ἐκθέσεως κατέκριναν· καί ἅπερ ἐδογμάτισαν διά τῆς Ἐκθέσεως, διά τοῦ Τύπου ἠκύρωσαν, καί καθεῖλαν ἑαυτούς τοσαυτάκις. Οἱ τοίνυν ὑφ’ ἑαυτῶν κατακριθέντες καί ὑπό τῶν Ρωμαίων, καί τῆς μετά ταῦτα ἐπί τῆς ὀγδόης ἰνδικτιῶνος γενομένης συνόδου καθαιρεθέντες, ποίαν ἐπιτελέσουσι μυσταγωγίαν· ἤ ποῖον πνεῦμα τοῖς παρά τῶν τοιούτων ἐπιτελουμένοις ἐπιφοιτᾷ;
»Καί λέγουσιν αὐτῷ· Σύ μόνος σώζῃ καί πάντες ἀπόλλυνται;
»Καί εἶπεν· Οὐδένα κατέκριναν οἱ τρεῖς παῖδες μή προσκυνήσαντες τῇ εἰκόνι, πάντων ἀνθρώπων προσκυνούντων. Οὐ γάρ ἐσκόπουν τά τῶν ἄλλων, ἀλλ’ ἐσκόπων ὅπως ἄν αὐτοί μή ἐκπέσωσι τῆς ἀληθοῦς εὐσεβείας. Οὕτω καί Δανιήλ βληθείς εἰς τόν λάκκον τῶν λεόντων, οὐ κατέκρινέ τινα τῶν μή προσευξαμένων τῷ Θεῷ κατά τό θέσπισμα Δαρείου, ἀλλά τό ἴδιον ἐσκόπησε· καί εἵλετο ἀποθανεῖν καί μή παραπεσεῖν τῷ Θεῷ καί ὑπό τῆς ἰδίας μαστιγωθῆναι συνειδήσεως, ἐπί τῇ παραβάσει τῶν φύσει νομίμων. Κἀμοί οὖν μή δῷ ὁ Θεός κατακρῖναι τινα, ἤ εἰπεῖν, ὅτι ἐγώ μόνος σώζομαι. Αἱροῦμαι δέ ἀποθανεῖν, ἤ θρόησιν ἔχειν κατά τό συνειδός ὅτι περί τήν εἰς Θεόν πίστιν παρεσφάλην καθ’ οἱονδήποτε τρόπον.
»Λέγουσιν αὐτῷ· Καί τί ἔχεις ποιῆσαι, τῶν Ρωμαίων ἑνουμένων τοῖς Βυζαντίοις; Ἰδού γάρ χθές ἦλθον οἱ ἀποκρισιάριοι Ρώμης, καί αὔριον τῇ Κυριακῇ κοινωνοῦσι τῷ πατριάρχῃ, καί πᾶσι δῆλον γίνεται, ὅτι σύ διέστρεφες τούς Ρωμαίους· ἀμέλει, σοῦ ἀπαρθέντος ἐκεῖθεν, συνέθεντο τοῖς ἐνταῦθα.
»Καί εἶπε πρός αὐτούς· Οἱ ἐλθόντες, οἱονδήποτε πρόκριμα τῷ θρόνῳ Ρώμης, κἄν κοινωνήσωσιν, ἐπάν οὐκ ἤγαγον πρός τόν πατριάρχην ἐπιστολήν, οὐ ποιοῦσι· καί οὐ πείθομαι πάντως ὅτι οἱ Ρωμαῖοι ἑνοῦνται τοῖς ἐνταῦθα, εἰ μή ὁμολογήσωσι τόν Κύριον ἡμῶν καί Θεόν, καθ’ ἑκατέραν τῶν ἐξ ὧν, ἐν οἷς τε καί ἅπερ ἐστίν, εἶναι φύσει θελητικόν τε καί ἐνεργητικόν τῆς ἡμῶν σωτηρίας.
»Καί λέγουσιν· Εἰ δέ συμβιβασθῶσι τοῖς ἐνταῦθα οἱ Ρωμαῖοι, τί ποιεῖς;
»Καί εἶπε· Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου, καί ἀγγέλουςἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμα τι νομοθετοῦντας» (ΕΠΕ Φιλοκαλία 15Γ, σελ. 88).
Ἐδῶ ἄξιο παρατηρήσεως εἶναι ὅτι μετά τήν ἐμμονή τοῦ ὁσίου νά μήν ἔχη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς Πατριαρχικούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, οἱ ἄρχοντες τοῦ ὑποβάλλουν τήν ἐρώτησι: «Σύ μόνος σώζῃ καί πάντες ἀπόλλυνται;». Εἶναι ὄντως πολύ ὕπουλη ἡ ἐρώτησις καί τίθεται κατά κόρον καί σήμερα. Ὁ ὅσιος ἀπαντᾶ ὅτι ἡ κρίσις δέν εἶναι ἰδική του ὑπόθεσις ἀλλά τοῦ Θεοῦ. Ἰδική του εὐθύνη εἶναι νά ἀποθάνη χάριν τῆς ἀληθοῦς πίστεως καί νά μήν προδώση. Στήν ἐρώτησι, ἐπίσης, διά τό τί θά κάνη ὁ ὅσιος ἐάν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης συμβιβασθῆ μέ τόν λεγόμενο «Τύπο» καί προσχωρήση εἰς τόν Μονοθελητισμό, ὁ ὅσιος δίδει μεγαλοπρεπῆ ἀπάντησι, χωρίς νά ἀναφέρη τίποτε ἰδικό του: «Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου, καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντας». Δηλαδή καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης μέ τήν ἀποδοχή τῆς αἱρέσεως θά εἶναι ἀναθεματισμένη καί ὁ ἴδιος φυσικά δέν θά ἔχη καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί της.
Στήν ἀναφορά μας στόν ἅγ. Μάξιμο τόν ὁμολογητή εἶναι ἀναγκαῖο νά μεταφέρωμε καί κάποιες συζητήσεις πού ἐγίνοντο ἀπό τόν ὅσιο στήν ἐξορία τῆς Βιζύης, ἀπό τούς ἀπεσταλμένους τοῦ Πατριάρχη καί τοῦ αὐτοκράτορος:
«ΘΕΟΔ. Παρακαλεῖ ὁ βασιλεύς καί ὁ Πατριάρχης δι’ ἡμῶν, μαθεῖν παρά σοῦ, διά ποίαν αἰτίαν οὐ κοινωνεῖς τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως...
ΜΑΞ. Οἱῳδήποτε τρόπῳ ἤλθατε πρός τόν δοῦλον ἡμῶν, ἐγώ χωρίς πάσης ὑποστολῆς λέγω τήν αἰτίαν δι’ ἥν οὐ κοινωνῶ τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως. Πλήν κἄν ἄλλων ἦν τό ἐρωτᾷν με διά ποίαν αἰτίαν, ὑμῶν οὐκ ἔστι, τῶν γινωσκόντων ἀσφαλῶς πλεῖον ἐμοῦ τήν αἰτίαν. Γινώσκετε τάς γενομένας καινοτομίας ἀπό τῆς ἕκτης ἐπινεμήσεως τοῦ διελθόντος κύκλου ἀρξαμένας ἀπό Ἀλεξανδρείας διά τῶν ἐκτεθέντων ἐννέα κεφαλαίων παρά Κύρου, τοῦ οὐκ οἶδα πῶς γεγονότος ἐκεῖσε προέδρου, τῶν βεβαιωθέντων ὑπό τοῦ θρόνου Κωνσταντινουπόλεως · καί τάς ἄλλας ἀλλοιώσεις, προσθήκας τε καί μειώσεις, τάς γενομένας συνοδικῶς ὑπό τῶν προεδρευσάντων τῆς τῶν Βυζαντίων Ἐκκλησίας, Σεργίου λέγω καί Πύρρου καί Παύλου, ἅτινας καινοτομίας πᾶσα γινώσκει ἡ οἰκουμένη.
Διά ταύτην τήν αἰτίαν οὐ κοινωνῶ, ὁ δοῦλος ὑμῶν, τῇ Ἐκκλησίᾳ Κωνσταντινουπόλεως. Ἀρθῶσι τά προσκόμματα τά τεθέντα ὑπό τῶν εἰρημένων ἀνδρῶν, μετ’ αὐτῶν ἐκείνων τῶν θεμένων αὐτά, καθώς εἶπεν ὁ Θεός· “Καί τούς λίθους ἐκ τῆς ὁδοῦ διαρρίψατε”, καί τήν λείαν καί τετριμμένην καί πάσης ἀκανθώδους αἱρετικῆς κακίας ἐλευθέραν ὁδόν τοῦ Εὐαγγελίου, καθάπερ καί ἦν εὑρίσκων, ὁδεύω πάσης δίχα προτροπῆς ἀνθρωπίνης. Ἕως δέ ἄν τοῖς τεθεῖσι προσκόμμασι καί τοῖς τεθεικόσιν αὐτά σεμνύνωνται οἱ πρόεδροι Κωνσταντινουπόλεως,οὐδείς ἐστιν ὁ πείθων με λόγος ἤ τρόπος κοινωνεῖν αὐτοῖς.
»ΘΕΟΔ. Τί κακόν ὁμολογοῦμεν, ἵνα χωρισθῇς τῆς κοινωνίας ἡμῶν;
»ΜΑΞ. Ὅτι, μίαν ἐνέργειαν λέγοντες θεότητος καί ἀνθρωπότητος τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, συγχέετε τόν τε τῆς θεολογίας καί τῆς οἰκονομίας λόγον. Εἰ γάρ πεισθῆναι δεῖ τοῖς ἁγίοις Πατράσι λέγουσιν, Ὧν ἡ ἐνέργεια μία, τούτων καί ἡ οὐσία μία· τετράδα ποιεῖτε τήν ἁγίαν Τριάδα, ὡς ὁμοφυοῦς τῷ Λόγῳ γενομένης τῆς αὐτοῦ σαρκός, καί ἐκστάσης τῆς πρός ἡμᾶς καί τῆς αὐτόν τεκούσης συγγενοῦς κατά φύσιν ταυτότητος» (ΕΠΕ 15Γ, 18).
Ὁ ἅγιος λοιπόν διαβεβαιώνει τούς ἀπεσταλμένους ὅτι ὁ μόνος τρόπος διά νά ἐπικοινωνήση μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκκλησιαστικῶς εἶναι ἡ ἄρσις τῶν προσκομμάτων, δηλαδή τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν. Ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει ἀναφέρει «οὐδείς ἐστίν ὁ πείθων με λόγος ἤ τρόπος κοινωνεῖν αὐτοῖς». Εἶναι ἀξιοθαύμαστη ἡ ἀκρίβεια καί ἡ ἐμμονή τοῦ ὁσίου στήν ὀρθόδοξο πίστι. Ἡ βάσις καί τό θεμέλιο εἰς τό ὁποῖο ἑνούμεθα καί ἐπικοινωνοῦμε ἐκκλησιαστικῶς δέν εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος, ἡ Σύνοδος ἤ ὁ Πατριάρχης ἀλλά ἡ ἀληθής ὀρθόδοξος πίστις.
Στή συνέχεια αὐτῆς τῆς συζητήσεως θέτουν οἱ ἀντιπρόσωποι στόν ὅσιο τόν ἑξῆς προβληματισμό: «Τό δι’ οἰκονομίαν γενόμενον μή λάβῃς ὡς κύριον δόγμα» (Φιλοκαλία ΕΠΕ15Γ, σελ. 22). Δηλαδή ἀναφέρουν ὅτι ὁ λεγόμενος «Τύπος» ἔγινε διά νά συναντηθοῦν καί ἑνωθοῦν τά ἀντιμαχόμενα μέρη, οἱ Ὀρθόδοξοι καί οἱ Μονοθελῆται καί ὡς ἐκ τούτου ἐχρησιμοποιήθη ἡ οἰκονομία, ἡ ὁποία δέν ἀναιρεῖ οὔτε ἐπηρεάζει τό δόγμα.
Ὁ ὅσιος ὅμως ἀνυποχώρητος, δέν τό δέχεται αὐτό καί διδάσκει ὅτι εἰς τά τῆς πίστεως δέν χωρεῖ συγκατάβασις καί οἰκονομία. «Καί ποῖος πιστός δέχεται οἰκονομίαν κατασιγάζουσαν φωνάς, ἅσπερ λαλεῖσθαι δι’ Ἀποστόλων καί Προφητῶν καί Διδασκάλων ὁ τῶν ὅλων Θεός ᾠκονόμησε;» (ΕΠΕ 15Γ, 24). Ἐπεκτείνει δέ τήν διδασκαλία του ἀναφέροντας τά ἑξῆς:
«Καί ἄλλο δέ σκοπήσωμεν· ὁ Θεός ἐκλεξάμενος ἐξήγειρεν Ἀποστόλους καί Προφήτας καί Διδασκάλους πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων, ὁ δέ διάβολος ψευδαποστόλους καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους κατά τῆς εὐσεβείας ἐκλεξάμενος ἐξήγειρε, ὥστε καί τόν παλαιόν πολεμηθῆναι νόμον καί τόν εὐαγγελικόν. Ψευδαποστόλους δέ καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους μόνους νοῶ τούς αἱρετικούς, ὧν οἱ λόγοι καί οἱ λογισμοί διεστραμμένοι εἰσίν. Ὥσπερ οὖν ὁ τούς ἀληθεῖς Ἀποστόλους καί Προφήτας καί Διδασκάλους δεχόμενος Θεόν δέχεται, οὕτω καί ὁ τούς ψευδαποστόλους καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους δεχόμενος τόν διάβολον δέχεται» (ΕΠΕ 15Γ, 24).
Εἶναι φοβερό τό σημεῖο αὐτό καί πρέπει νά προβληματίση κάθε ὀρθόδοξο. Ἀναφέρει ὁ ὅσιος ὅτι, ὅπως ὁ Θεός ἐξέλεξε καί ἔθεσε εἰς τήν Ἐκκλησία Ἀποστόλους, Προφήτας καί διδασκάλους, ἔτσι καί ὁ διάβολος ἐξέλεξε καί ἔθεσε «κατά τῆς εὐσεβείας ψευδαποστόλους, ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους».
Πλέον συγκεκριμένα καί μέ ἀπαράμιλλη διαύγεια ἀναφέρει, ποῖοι εἶναι αὐτοί. «Ψευδαποστόλους δέ καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους μόνους νοῶ τούς αἱρετικούς, ὧν οἱ λόγοι καί οἱ λογισμοί διεστραμμένοι εἰσί».
Ἐδῶ ὁ ἅγιος δηλώνει ὅτι οἱ αἱρετικοί ἔχουν, θά λέγαμε, μία διαβολική τέχνη καί ἱκανότητα νά παρουσιάζωνται ὡς Ἐπίσκοποι καί διδάσκαλοι τῆς ἀληθείας καί νά ἐνδύουν τήν πλάνη μέ ἔνδυμα εὐσεβείας. Καταλήγει δέ ὁ ὅσιος, ὅτι ὅποιος τούς δέχεται καί τούς ἀναγνωρίζει ὡς ἀληθινούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, δέχεται καί ἀναγνωρίζει τόν διάβολο.
Ἀναφέρομε ἐν συνεχείᾳ καί τήν ἀπόφασι καί ἐμμονή τοῦ ὁσίου νά διατηρήση τήν ἀποτείχισί του καί τήν μόνιμη διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἐφ’ ὅσον δέν ἀπεκαθίστατο ἡ ὀρθόδοξος πίστις: «Εἰ τοίνυν γυμνάζοντες τάς γενομένας καινοτομίας ἐν τοῖς ἡμετέροις χρόνοις, εἰς τοῦτο καταντούσας αὐτάς εὑρίσκομεν τό ἀκρότατον κακόν, ὁρᾶτε μήπως, εἰρήνην προφασιζόμενοι, τήν ἀποστασίαν εὑρεθῶμεν νοσήσαντες καί κηρύττοντες, ἥν πρόδρομον εἶπεν ἔσεσθαι τῆς τοῦ Ἀντιχρίστου παρουσίας ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Ταῦτα χωρίς ὑποστολῆς εἶπον ὑμῖν, δεσπόται μου, ἵνα φείσησθε ἑαυτῶν τε καί ἡμῶν.Κελεύετε ἵνα ταῦτα γεγραμμένα ἔχων ἐν τῇ βίβλῳ τῆς καρδίας, ἔλθω κοινωνήσων ἐν ᾖ ταῦτα κηρύττεται Ἐκκλησίᾳ, καί γένωμαι κοινωνός τῶν ἀληθῶς μέν τόν Θεόν, δῆθεν δέ τόν διάβολον τῷ Θεῷ συνεκβαλλόντων;Μή γένοιτόμοι παρά τοῦ Θεοῦ, τοῦ δι’ ἐμέ γενομένου χωρίς ἁμαρτίας. Καί βαλών μετάνοιαν εἶπεν· Ἐγώ, εἴ τι κελεύετε εἰς τόν δοῦλον ἡμῶν ποιῆσαι, ποιήσατε· ἐγώ τοῖς ταῦτα δεχομένοις οὐδέποτε γένωμαι συγκοινωνός» (ΕΠΕ 15Γ, 26).
Ἄν θά ἔπρεπε νά παρουσιάσωμε ὅλη τήν ἀρετή τῆς ὁμολογίας καί ἀποτειχίσεως τοῦ ὁσίου Μαξίμου, θά ἦτο ἀναγκαῖον νά καταγράψωμε ὅλες τίς συνομιλίες του μέ τούς ἀπεσταλμένους στήν ἐξορία ἤ καλύτερα νά ἀναφερθῶμε λεπτομερῶς σέ ὅλον τόν βίο του. Διότι παντοῦ ἀνακαλύπτει κανείς στοιχεῖα ὁμολογίας καί ἐκκλησιαστικῆς ἀποτειχίσεως, ἀπολύτως σύμφωνα μέ τόν 15ο ἱερό Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Θά ἦταν ἴσως μεγάλη παράλειψις ἄν δέν ἀνεφέρετο καί αὐτό τό σημεῖο τῆς συζητήσεως τοῦ ὁσίου μέ τούς ἀπεσταλμένους εἰς τήν ἐξορία τῆς Βιζύης, τό ὁποῖο ἔχει σχέσι μέ τήν μνημόνευσι εἰς τήν Θεία Λειτουργία.
Σέ μία λοιπόν ἔνστασι τοῦ Ἐπισκόπου Θεοδοσίου, ὅτι δηλαδή ἀποδέχεται ὅσα διδάσκουν οἱ Πατέρες, ὁ ὅσιος ἀνέγνωσε τά πρακτικά τῆς ἐν Χαλκηδόνι Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τά ἀναθέματα τά ὁποῖα ἐπέβαλε εἰς τούς αἱρετικούς: «Καί λαβών εὐθέως ὁ ἀββᾶς Μάξιμος τήν βίβλον τῶν πεπραγμένων τῆς ἁγίας ἀποστολικῆς συνόδου, ἔδειξε τούς ἁγίους Πατέρας τάς δύο θελήσεις καί ἐνεργείας τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν καί Θεοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διαρρήδην λέγοντας, ἥν λαβών βίβλον τῶν πεπραγμένων ἐξ αὐτοῦ Θεοδόσιος ὁ ὕπατος, ἀνέγνω καί αὐτός πάσας τάς χρήσεις τῶν Πατέρων» (Φιλοκ. ΕΠΕ 15Γ, 38).
Ὁ Ἐπίσκοπος Θεοδόσιος τότε ἀντέδρασε καί εἶπε ὅτι θά ἐδέχετο τήν Σύνοδο αὐτή ἄν δέν ἀνέφερε ἀναθέματα σέ συγκεκριμένα πρόσωπα. Αὐτό τό ἀνέφερε διότι οἱ Μονοθεληταί τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐμνημόνευον τούς αἱρετικούς στή Θεία Λειτουργία, ἐφ’ ὅσον δέν ἀπεδέχοντο τήν ἐν Χαλκηδόνι Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.
«Καί τότε ἀποκριθείς Θεοδόσιος ἐπίσκοπος εἶπεν· ΘΕΟΔ. Ὁ Θεός οἶδεν, εἰ μή προσωπικῶς τά ἀναθέματα ἔθηκεν ἡ σύνοδος αὕτη, πλεῖον παντός ἀνθρώπου ἐδεχόμην αὐτήν· ἀλλ’ ἵνα μή χρονοτριβῶμεν ἐνταῦθα, εἴ τι εἶπαν οἱ Πατέρες, λέγω, καί ἐγγράφως εὐθέως ποιῶ, δύο φύσεις, καί δύο θελήματα καί δύο ἐνεργείας· καί εἴσελθε μεθ’ ἡμῶν κοινωνήσων, καί γενέσθω ἕνωσις» (ΕΠΕ 15Γ, 38). Τελικῶς, ὅπως βλέπομε, ὁ Ἐπίσκοπος Θεοδόσιος ἀποδέχεται τό ὀρθόδοξο δόγμα ἐγγράφως περί τῶν ἐν Χριστῷ δύο φύσεων καί θελήσεων καί ἐνεργειῶν καί προτείνει ὡς ἀντιπρόσωπος νά κοινωνήση ἐκκλησιαστικά ὁ ὅσιος μέ αὐτούς καί νά γίνη ἡ ἕνωσις.
Ὁ ὅσιος ὅμως δέν ἀποδέχεται αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, ἀναφέροντας τά ἑξῆς:
«ΜΑΞ. Δέσποτα, ἐγώ οὐ τολμῶ δέξασθαι συγκατάθεσιν παρ’ ἡμῶν ἔγγραφον περί τοιούτου πράγματος, ψιλός ὑπάρχων μοναχός· ἀλλ’ ἐάν κατένυξεν ὑμᾶς ὁ Θεός, τάς τῶν ἁγίων Πατέρων δέξασθαι φωνάς, καθώς ἀπαιτεῖ ὁ Κανών, πρός τόν Ρώμης περί τούτου ἐγγράφως ἀποστείλατε, ἤγουν ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης καί ἡ κατ’ αὐτόν σύνοδος. Ἐγώ γάρ οὐδέ τούτων γενομένων κοινωνῶ, ἀναφερομένων τῶν ἀναθεματισθέντων ἐπί τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς. Φοβοῦμαι γάρ τό κατάκριμα τοῦ ἀναθέματος» (ΕΠΕ, 15Γ, 40).
Ὁ λόγος λοιπόν πού δέν δέχεται τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία εἶναι, ὅπως ἀναφέρει: «Ἐγώ γάρ οὐδέ τούτων γενομένων κοινωνῶ, ἀναφερομένων τῶν ἀναθεματισθέντων ἐπί τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς». Δηλαδή καί μόνη ἡ μνημόνευσις στή Θεία Λειτουργία κάποιων αἱρετικῶν, κεκοιμημένων ἤδη πρό πολλοῦ, ἦτο αἰτία διά τόν ὅσιο ἀποτειχίσεως καί ἀκοινωνησίας. Τί θά λέγαμε ἄραγε διά τήν μνημόνευσι τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, ἐφ’ ὅσον αὐτός εἶναι αἱρετικός, ἡ ὁποία σαφῶς ἔχει ξεχωριστή θέσι στίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια; Ἐν κατακλεῖδι ὁ ὅσιος τούς παραπέμπει στήν Ρώμη, ἡ ὁποία εἰς τό θέμα αὐτό εἶχε διατηρήσει ὀρθόδοξον στάσι, προκειμένου δι’ ἕνα τόσο σοβαρό θέμα πίστεως, νά γίνη δημοσία καί συνοδική ἀποκατάστασις:
«ΜΑΞ. Ὑπάγετε, ψηλαφήσατε ἐάν τι τοιοῦτον γέγονέ ποτε, καί μετά θάνατον ἀπελύθη τις τοῦ περί τήν πίστιν ἐγκλήματος καί τοῦ ἐξενεχθέντος κατ’ αὐτοῦ κατακρίματος, καί καταδέξηται ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης μιμήσασθαι τοῦ Θεοῦ τήν συγκατάβασιν, καί ποιήσωσιν, ὁ μέν κέλευσιν παρακλητικήν, ὁ δέ συνοδικήν δέησιν πρός τόν πάπαν Ρώμης, καί πάντως, εἴπερ εὑρεθείη τρόπος ἐκκλησιαστικός τοῦτο ἐπιτρέπων διά τήν ὀρθήν ὁμολογίαν τῆς πίστεως, συμβιβάζεται ὑμῖν περί τούτου» (ΕΠΕ 15Γ, 40). Ἐδῶ ὁ ὅσιος μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρει ὅτι οὔτε ὁ θάνατος κάποιου αἱρετικοῦ ἐμποδίζει νά καταδικασθῆ αὐτός διά τά ἐγκλήματα πού διέπραξε εἰς τήν πίστι, ὅσο ζοῦσε.
Θά ἀναφέρωμε ἕνα ἀκόμη περιστατικό ἀπό τά πραχθέντα εἰς τήν ἐξορία τοῦ ἁγίου εἰς τήν Βιζύη διά νά ἰδοῦμε, ἀφ’ ἑνός μέν τόν δόλο τῶν αἱρετικῶν, ἀφ’ ἑτέρου τήν παρρησία καί ἀκρίβεια τοῦ ὁσίου εἰς τά θέματα τῆς πίστεως:
«Τότε Ἐπιφάνιος ὁ πατρίκιος εἶπε·
»ΕΠΙΦ. Τοῦτό σοι δηλοῖ δι’ ἡμῶν ὁ βασιλεύς, λέγων· Ἐπειδή πᾶσα ἡ Δύσις καί οἱ ἐν τῇ Ἀνατολῇ διαστρέφοντες εἰς σέ θεωροῦσι, καί ἅπαντες διά σέ στασιάζουσι, μή θέλοντες συμβιβασθῆναι ἡμῖν διά τήν πίστιν, κατανύξοι σε ὁ Θεός κοινωνῆσαι ἡμῖν ἐπί τῷ παρ’ ἡμῖν ἐκτεθέντι Τύπῳ, καί ἐξερχόμεθα ἡμεῖς δι’ ἑαυτῶν εἰς τήν Χαλκῆν, καί ἀσπαζόμεθά σε καί ὑποτιθέμεθα ὑμῖν τήν χεῖρα ἡμῶν, καί μετά πάσης τιμῆς καί δόξης εἰσάγομεν ὑμᾶς εἰς τήν μεγάλην Ἐκκλησίαν, καί μεθ’ ἑαυτῶν ἱστῶμεν ἐν ᾧ κατά συνήθειαν οἱ βασιλεῖς ἵστανται, καί ποιοῦμεν ἅμα τήν σύναξιν, καί κοινωνοῦμεν ἅμα τῶν ἀχράντων καί ζωοποιῶν μυστηρίων τοῦ ζωοποιοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καί ἀνακηρύττομέν σε Πατέρα ἡμῶν, καί γίνεται χαρά οὐ μόνον τῇ φιλοχρίστῳ καί βασιλίδι ἡμῶν πόλει, ἀλλά καί πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ. Οἴδαμεν γάρ ἀσφαλῶς, ὅτι σοῦ κοινωνοῦντος τῷ ἁγίῳ τῶν ἐνταῦθα θρόνῳ, πάντες ἑνοῦνται ἡμῖν οἱ διά σέ καί τήν σήν διδασκαλίαν ἀποσχίσαντες τῆς κοινωνίας ἡμῶν» (Φιλοκ. ΕΠΕ 15Γ, 52).
Ἐδῶ οἱ ἀπεσταλμένοι κληρικοί καί ἄρχοντες ὑπόσχονται δόξες καί τιμές στόν ὅσιο ἐάν ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά μέ βάσι τόν ἐκτεθέντα «Τύπο». Τοῦ ἀναφέρουν ὅτι θά ἐξέλθουν ἐν πομπῇ εἰς τήν μεγάλη Ἐκκλησία (τήν ἁγ. Σοφία), θά τόν βάλουν νά σταθῆ ἐκεῖ ὅπου στέκονται οἱ βασιλεῖς, θά τόν ἀνακηρύξουν πατέρα των κλπ. Χαρακτηριστικό εἶναι τό σημεῖο πού ἀναφέρει ὁ Πατρίκιος Ἐπιφάνιος ὅτι: «Οἴδαμεν γάρ ἀσφαλῶς, ὅτι σοῦ κοινωνοῦντος τῷ ἁγίῳ τῶν ἐνταῦθα θρόνῳ, πάντες ἑνοῦνται ἡμῖν οἱ διά σέ καί τήν σήν διδασκαλίαν ἀποσχίσαντες τῆς κοινωνίας ἡμῶν». Αὐτή εἶναι ἀκριβῶς ἡ διαχρονική μέθοδος ἐξαπατήσεως καί ὑποταγῆς τῶν Ὀρθοδόξων ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν.
Δηλαδή μέ οἱονδήποτε τρόπο νά ὑποτάξουν τούς ἀρχηγούς καί πρωτοστάτας τῆς ὁμολογίας, ὥστε μή ὑπαρχόντων αὐτῶν, νά ὑποταχθοῦν καί οἱ ὑπόλοιποι ἀντιδρῶντες καί ἀνησυχοῦντες.
Σέ ὅλα αὐτά ὁ μέγας Μάξιμος μεταξύ τῶν ἄλλων ἀπεκρίθη: «Ὄντως πᾶσα ἡ δύναμις τῶν οὐρανῶν τοῦτο οὐ πείθει με ποιῆσαι. Τί γάρ ἀπολογήσομαι, οὐ λέγω τῷ Θεῷ, ἀλλά τῷ ἐμῷ συνειδότι, ὅτι διά δόξαν ἀνθρώπων, τῷ κατ’ αὐτήν λόγῳ μηδεμίαν ἔχουσαν ὕπαρξιν, τήν σώζουσαν τούς στέργοντας αὐτήν πίστιν ἐξωμοσάμην;» (ΕΠΕ 15Γ, 54).
Δέν ἀποδέχεται, ἀναφέρει, τήν πρότασί του περί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί δέν πείθεται πρός τοῦτο, ἔστω καί ἄν ὅλη ἡ δύναμις τῶν οὐρανῶν συνεργήση. Ἡ ἀπολογία του, προσθέτει, δέν ἔχει νά κάνη μόνο μέ τόν Θεό, ἀλλά καί μέ τήν συνείδησί του, τή στιγμή πού διά δόξα ἀνθρώπινη ἀπαρνήθηκε τήν «σώζουσα πίστι». Τά ἑπόμενα αὐτῆς τῆς ὁμολογιακῆς ἀπαντήσεως δύναται εὔκολα ὁ οἱοσδήποτε νά κατανοήση.
«Καί ἐπί τῷ λόγῳ τούτῳ ἀναστάντες, θυμοῦ στρατηγήσαντος πᾶσιν αὐτοῖς, τιλμοῖς καί ὠθισμοῖς καί σφαιρισμοῖς παρέλυσαν αὐτόν, ἀπό κεφαλῆς ἕως ὀνύχων κατακλύσαντες αὐτόν πτύσμασιν, ὧνπερ, μέχρις ἄν ἐπλύνθησαν ἅπερ ἐβέβλητο ἱμάτια, διεπνέετο ὁ βρόμος» (ΕΠΕ 15Γ, 54). Τόν ἐκτύπησαν λοιπόν μέχρι πού παρέλυσε καί τόν κατέπτυσαν καί ἀπέδειξαν μέ αὐτόν τόν τρόπο ὅτι ἡ τιμή, πού τοῦ ὑπέσχοντο πρίν, ἦτο ἐπίπλαστος καί εἶχε συγκεκριμένο σκοπό.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐνεργοῦν πάντοτε οἱ αἱρετικοί.
Πρέπει, πρίν κλείσομε τήν παρουσίασι τῆς ὁμολογίας καί ἀποτειχίσεως τοῦ ὁσίου Μαξίμου, νά ἀναφέρωμε καί τό γεγονός τῆς ἀπολογίας του στήν Κωνσταντινούπολι μετά τήν ἐπάνοδο ἐκ τῆς πρώτης ἐξορίας του. Αὐτό τό περιγράφει ὁ ἴδιος σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ἀναστάσιο:
«Χθές ὀκτωκαιδεκάτῃ τοῦ μηνός, ἥτις ἦν ἡ ἁγία Πεντηκοστή, ὁ πατριάρχης ἐδήλωσέ μοι λέγων· Ποίας Ἐκκλησίας εἶ; Βυζαντίου; Ρώμης; Ἀντιοχείας; Ἀλεξανδρείας; Ἱεροσολύμων; Ἰδού πᾶσαι μετά τῶν ὑπ’ αὐτάς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν. Εἰ τοίνυν εἶ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνώθητι, μήπως, ξένην ὁδόν τῷ βίῳ καινοτομῶν, πάθῃς ὅπερ οὐ προσδοκᾷς.
»Πρός οὕς εἶπον· Καθολικήν Ἐκκλησίαν, τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁμολογίαν, Πέτρον μακαρίσας ἐφ’ οἷς αὐτόν καλῶς ὡμολόγησεν, ὁ τῶν ὅλων εἶναι Θεός ἀπεφήνατο. Πλήν μάθω τήν ὁμολογίαν, ἐφ’ ἥν πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν γέγονεν ἡ ἕνωσις, καί τοῦ γενομένου καλῶς, οὐκ ἀλλοτριοῦμαι» (Φιλοκαλία, ΕΠΕ 15Β, 450).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ὀνομάζει «Καθολική Ἐκκλησία τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁμολογίαν». Συνεπῶς ὅποιος δέν ἔχει αὐτήν τήν ὁμολογία δέν δύναται νά ἀνήκη εἰς τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν.
Ἐδῶ χαρακτηριστικά ἀναφέρουν εἰς τόν ὅσιο τήν ἕνωσι ὅλων τῶν Πατριαρχείων καί τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά ὄχι μέ βάσι τήν ὀρθόδοξον πίστι. Ὁ ὅσιος προτιμᾶ ἀπερίφραστα τήν ὀρθόδοξον πίστι καί ὄχι τήν ἐκκλησιαστική ἕνωσι ἄνευ αὐτῆς τῆς πίστεως.
Εἶναι πολύ σημαντική αὐτή ἡ θέσις τοῦ ὁσίου καί δεικνύει ὅτι ἡ μόνη ἀληθής ἕνωσις συντελεῖται ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ πίστει. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι τεχνάσματα τοῦ διαβόλου. Τελικῶς οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πατριάρχου τοῦ λέγουν:
«Οὐκοῦν ἄκουσον, ἔφησαν· Ἔδοξε τῷ δεσπότῃ καί τῷ πατριάρχῃ, διά πραικέπτου τοῦ πάππα Ρώμης, ἀναθεματισθῆναί σε μή πειθόμενον, καί τόν ὁριζόμενον αὐτοῖς ἀπενέγκασθαι θάνατον. Τό τῷ Θεῷ πρό παντός αἰῶνος ὁρισθέν ἐν ἐμοί δέξοιτο πέρας, φέρον αὐτῷ δόξαν πρό παντός ἐγνωσμένην αἰῶνος, αὐτοῖς τοῦτο ἀκούσας ἀπεκρινάμην» (ΕΠΕ 15Β, 452).
Ὁ ὅσιος λοιπόν, ἀνυποχώρητος στίς θέσεις του, προτιμᾶ τόν ἀναθεματισμό καί τόν μαρτυρικό θάνατο, παρά νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά μέ ὅλα τά Πατριαρχεῖα τά ὁποῖα δέν εἶχαν ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἡ ἀποτείχισις λοιπόν ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν ὅσιο ὡς ὁδός σωτηρίας, ἐφ’ ὅσον αὐτή μόνη διεσφάλιζε τήν ἀληθινή πίστι ἀνόθευτον ἀπό τήν ἐπικοινωνία μέ τήν αἵρεσι.
Πρίν κλείσουμε τήν μικρή ἀναφορά μας εἰς τόν Μέγα ὁμολογητή ὅσιο Μάξιμο, πρέπει νά ἀναφερθοῦμε καί σέ κάποια ἔνστασιὁρισμένων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀποδέκτες τῆς θεωρίας ὅτι, διά θέματα τῆς πίστεως, πρέπει ἡ Σύνοδος πρωτίστως νά καταδικάση κάποιον Ἐπίσκοπο ὡς αἱρετικό καί κατόπιν νά διακόψωμε τήν μνηνόνευσί του καί τρόπον τινά νά ἀποτειχισθοῦμε ἀπό αὐτόν.
Ἴσως αὐτοί θεωροῦν καί ἐξετάζουν τό θέμα νομικῶς καί ὄχι πνευματικῶς. Κρίνοντας νομικῶς σημαίνει ὅτι πρέπει τό ἁρμόδιο θεσμικό ὄργανο νά ἐπιληφθῆ τοῦ θέματος καί νά ἀποφασίση περί τοῦ πρακτέου. Πνευματικῶς σημαίνει ὅτι, ἡ ἐπικοινωνία μέ τήν αἵρεσι, μολύνει τούς ἔχοντας ὑγιές φρόνημα καί τούς συγκαταριθμεῖ μέ τούς αἱρετικούς.
Δι’ αὐτό οἱ Πατέρες ὅλα τά ἄλλα θέματα τά ἀνέθεσαν νά τά ρυθμίζη ἡ ὀρθοδοξοῦσα καί ὀρθοτομοῦσα τόν λόγον τῆς ἀληθείας Σύνοδος, ἐπειδή ἀκριβῶς εἰς αὐτά δέν ὑφίσταται μολυσμός καί συμμετοχή τῶν πιστῶν. Διά τά θέματα ὅμως τῆς πίστεως ἐθεωρήθη ἀνέκαθεν ὑπεύθυνος ἕκαστος πιστός, εἰς τρόπον ὥστε, μέ τήν ὑπαγωγή στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο ἤ τήν ἀποτείχισί του, νά ὁμολογῆ τήν πίστι του, νάπολεμᾶ τήν αἵρεσι ἤ νά τήν ἀνέχεται καί ὑποθάλπη καί γενικῶς νά τοποθετῆται αὐτοβούλως καί νά συντάσσεται μέ τήν Ὀρθοδοξία ἤ τήν αἵρεσι.
Διά νά καταδείξουν, λοιπόν, σύμφωνο τόν ὅσιο Μάξιμο μέ αὐτήν τή νομική θεώρησι, ἐπικαλοῦνται τό ἐπιχείρημα, ὅτι ὁ ὅσιος δέν διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία καί δέν ἀποτειχίσθηκε ἀπό τόν αἱρετικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, πρίν συγκληθῆ στήν Ρώμη Σύνοδος, ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν Μονοθελητισμό. Δηλαδή πρίν τήν Σύνοδο τῆς Ρώμης ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μέ τούς αἱρετικούς καί μετά ἀποτειχίσθηκε. Αὐτό βεβαίως δέν εὐσταθεῖ διά τούς ἑξῆς λόγους:
α) Στίς συζητήσεις μέ τούς ἀντιπροσώπους τοῦ αὐτοκράτορος καί τοῦ Πατριάρχου, στήν ἐξορία καί στήν Κωνσταντινούπολι, οὐδόλως ἀνέφερε ὁ ὅσιος τήν Σύνοδο τῆς Ρώμης, ἀλλά πάντοτε προέβαλε τό ὀρθόδοξο δόγμα σέ ἀντιπαράθεσι μέ τήν αἵρεσι τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Ἔλεγε δηλαδή ὅτι, δέν ὑπέγραφε τόν «Τύπον», διά τίς αἱρέσεις πού περιεῖχε καί ὄχι ἐπειδή δέν συμφωνοῦσε πρός αὐτόν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Οἱ ἀναφορές τοῦ ὁσίου ἐγίνοντο πάντοτε εἰς τήν αἵρεσι καί ὄχι εἰς τήν καταδίκη των ἀπό τήν Ρώμη.
β) Ὅταν τοῦ ἀνέφεραν οἱ ἀπεσταλμένοι ὅτι ὅλα τά Πατριαρχεῖα συμφώνησαν,ἀκόμη καί ἡ Ρώμη, ὁ ὅσιος πάλι δέν ἐδέχθη νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά, ἀλλά προτίμησε νά ὑπερασπισθῆ τήν Ὀρθοδοξία καί τήν ἀλήθεια, ἔστω καί μόνος του.
Αὐτό εἶναι τρανή ἀπόδειξις, ὅτι δέν ἐνδιαφέρετο διά τίς Συνόδους καί τήν συμφωνία τῶν Πατριαρχῶν, ἀλλά τοποθετοῦσε ἀνεπιφύλακτα τόν ἑαυτόν του μέ τήν ἀληθινή πίστι καί τήν Ὀρθοδοξία.
γ) Ὁ ὅσιος δέν ἐδέχθη νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά μέ τούς ἐκπροσώπους τοῦ Πατριάρχη, ἔστω καί ὅταν τοῦ ἀνέφεραν ὅτι συμφωνοῦν μαζί του στό ὀρθόδοξο δόγμα περί δύο θελήσεων καί ἐνεργειῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ λόγος ἦτο ὅτι ἐμνημόνευον τούς αἱρετικούς Μονοφυσίτας στή Θεία Λειτουργία. Καί ἀπό αὐτό συμπεραίνομε ὅτι ὁ ὅσιος εἶχε προσωπικά κριτήρια καί ἐφ’ ὅσον ἔκρινε ὅτι ὑπῆρχε πρόβλημα πίστεως στόν Πατριάρχη, δέν ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μαζί του.
δ) Τέλος, σέ μία τῶν συζητήσεων μετά τῶν ἀντιπροσώπων, τοῦ ἀνέφερον αὐτοί ὑποθετικῶς τά ἑξῆς: «Καί λέγουσιν (οἱ ἀπεσταλμένοι). Εἰ δέ συμβιβασθῶσι τοῖς ἐνταῦθα οἱ Ρωμαῖοι, τί ποιεῖς; Καί εἶπε (ὁ ὅσιος). Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντας» (τό Ἅγιον Πνεῦμα δηλαδή ἀναθεματίζει, ὅσους νομοθετοῦν ἀντίθετα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας).
Ἀπό ὅλα αὐτά καταδεικνύεται ὅτι τόν ὅσιο δέν τόν ἐνδιέφερε τί θά πράξη ἡ Ρώμη ἤ καί ὅλοι οἱ Πατριάρχες, ἀλλά ἐδήλωνε ἀπερίφραστα καί μετά παρρησίας ὅτι, θά ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μετ’ αὐτῶν, μόνον καί ἐφ’ ὅσον ὁμολογοῦσαν διά λόγων καί ἔργων τήν ἀληθινή πίστι. Ἀκόμη καί ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό νά τοῦ ἔλεγε κάτι ἀντίθετο δέν θά ἐπείθετο.