Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΕΚ ΤΗΣ ΠΕΡΓΑΜΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για περγαμου ζηζιουλας

ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΕΚ ΤΗΣ ΠΕΡΓΑΜΟΥ

Μοναχὸς Παΐσιος Καρεώτης Καθηγητὴς Ἀθωνιάδος Σχολῆς

 Ἡ σύγκλησις καὶ ὁ τρόπος διεξαγωγῆς τῆς συνόδου στὴν Κρήτη τὸν Ἰούνιον τοῦ 2016, ἔχουσα τὴν ἀπαίτησι γιὰ πανορθόδοξον κῦρος καὶ γιὰ ἐπιβολὴ τῶν ἀποφάσεών της, γίνεται πρόκλησις καὶ θρασύτης, πρὸς ὅσους εἶναι ζωντανὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ ἀποφάσεις αὐτῆς τῆς συνόδου, εἶναι ἕνα καρκίνωμα στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τώρα πονάει λίγο καὶ ἀργότερα περισσότερο καὶ ἀφόρητα [1] .
 Τὸ καρκίνωμα αὐτὸ ποὺ ἐμφανίσθηκε μὲ τὴν σύνοδο τῆς Κρήτης ἔχει βαθειὲς ρίζες καὶ μεγάλη προϊστορία, ποὺ δυστυχῶς ἐλάχιστοι τοὺς δίνουν προσοχὴ καὶ σημασία. Πολὺ καιρὸ τώρα μᾶς θρέφουν λίγο-λίγο μὲ μικρές-μικρὲς δόσεις παπικῆς θεολογίας. Μέσα ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις αὐτῆς τῆς συνόδου, παρουσιάζεται μία νέα ἐκκλησιολογικὴ συνείδησις περὶ συνοδικότητος. Χρησιμοποίησαν ὅρους, ἔννοιες καὶ θεολογικὲς ἐκφράσεις τῆς παπικῆς ἐκκλησιολογίας καὶ ξένες τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως. Γιὰ παράδειγμα, «Ἡ Ἐκκλησία δὲν ζῆ διὰ τὸν ἑαυτόν της» (Ἐγκύκλιος), «Ἡ Ἐκκλησία ὡς εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος» (Ἐγκύκλιος), «Ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ καθ᾽ ἑαυτὴν εἶναι Σύνοδος» (Ἐγκύκλιος). Ἂν κανεὶς ἀναζητήσῃ τὶς ρίζες καὶ τὶς πηγὲς αὐτῶν τῶν νέων ὅρων καὶ ἐκφράσεων, θὰ τὶς εὕρη ὅλες αὐτούσιες στὶς παπικὲς ἐγκυκλίους καὶ τὰ διατάγματα μετὰ τὴν Β´ Βατικανὴ σύνοδο.
Σὲ ὅλες τὶς διακηρύξεις καὶ ἀποφάσεις τῶν διμερῶν ἐπιτροπῶν, ποὺ ἔχουν πραγματοποιηθῆ μεταξὺ παπικῶν καὶ ὀρθοδόξων, ὑπάρχει κατὰ κόρον αὐτὴ ἡ ὁρολογία καὶ ἐννοιολόγησις τῆς νέας παπικῆς ἐκκλησιολογίας. Στὴν παπικὴ ἐγκύκλιο «UT UNUM SINT» (1995) στὴν παράγραφο § 80, ἐκφράζεται ἡ ἐντολή – ἐπιθυμία αὐτὲς οἱ κοινὲς ἀποφάσεις «νὰ γίνουν κοινὴ κληρονομιά, γιὰ νὰ ἐνισχυθοῦν οἱ δεσμοὶ τῆς κοινωνίας». Ἕνας σημα- ντικὸς σταθμὸς αὐτῆς τῆς «κοινῆς κληρονομιᾶς» εἶναι τὸ κείμενο τῆς Ραβέννας (2007). Στὸ συμπεφωνημένο καὶ ἐπικυρωμένο αὐτὸ κείμενο, ἀναφέρεται στὴν § 3 «στὴν βάσι τῶν κοινῶν διαβεβαιώσεων τῆς πίστεώς μας, προχωροῦμε...». Στὴν δὲ § 39 ἀναγνωρίζεται πλήρως ἡ ἐκκλησιαστικότητα τοῦ «θρόνου» τῆς Ρώμης. Φορέας, ἐκφραστής, συντονιστὴς καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῆς τῆς «κοινῆς» κληρονομιᾶς μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι «ὁ μέγας θεολόγος» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας.

 Ἡ πορεία τῆς σκέψεώς του μέσα ἀπὸ τὰ κείμενά του εἶναι ἐνδεικτική, ὅτι πράγματι ἔχει ἐργασθῆ ἄοκνα πάνω στὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων, μὲ τὴν μέθοδο «κοπτικῆς-ραπτικῆς», γιὰ νὰ ἐπενδύσῃ δῆθεν ὀρθόδοξα ὅλο τὸ θεολογικό του κατασκεύασμα, ποὺ ἔχει ἀκραιφνῶς ὡς περιεχόμενο αὐτὴ τὴν νέαν παπικὴ ἐκκλησιολογία. Εἶναι βαθὺς γνώστης καὶ ἀκόλουθος ὅλων τῶν Γερμανογάλλων θεολόγων καὶ ἐκφραστῶν αὐτοῦ τοῦ νέου κινήματος τῆς «Nouvelle Theologie» μέσα στὸν παπισμό. Δηλαδὴ Yv. Congar, Dom. Chenu, Hen. Lubac, K. Rahner, H. Balthasar, J. Danielu, H. Küng, J. Ratzingen, κ.λπ. Ἡ θεολογία ὅλων αὐτῶν σφραγίσθηκε μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς Β´ Βατικανῆς συνόδου καὶ κυρίως μὲ τὸ δογματικοῦ χαρακτήρα Σύνταγμα περὶ Ἐκκλησίας, Lumen Gentium. Τὴν θεολογικὴ γραμμὴ αὐτῆς τῆς διατάξεως ἀκολουθοῦν ὅλες οἱ μετέπειτα παπικὲς ἐγκύκλιοι καὶ διασαφηνίσεις τῆς ἐπιτροπῆς περὶ πίστεως. Οἱ μὲν παπικοὶ στὶς θέσεις τους εἶναι συνεπεῖς καὶ ξεκάθαροι μέσα στὸ αἱρετικὸ θεολογικὸ σύστημα σκέψεώς τους. Ὁ δὲ Ζηζιούλας (στὸ ἑξῆς Ζ.) μεθοδικά, ἀλλὰ μὲ ἀσάφειες καὶ διγλωσσίες, κάνοντας κακοποιήσεις τῶν πατερικῶν κειμένων –θὰ τὰ δοῦμε στὴν κριτικὴ τοῦ κειμένου του– θέλει νὰ ὁδηγήσῃ τὴν Ὀρθόδοξη κρυστάλλινη θεολογία, λίγο-λίγο, σὲ νέα ἐννοιολόγησι τῶν παραδοσιακῶν ὅρων καὶ λέξεων, μὲ παπικὸ περιεχόμενο.
Διαλέξαμε τὸ κείμενό του «Conciliarity and Primacy», τὸ ὁποῖο ἔχει δημοσιεύσει στὸ ἐπίσημο περιοδικὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «Θεολογία» τὸ ἔτος 2015. Πρὶν εἶχε δημοσιεύσει στὸ ἴδιο περιοδικὸ τὸ κείμενο «Συνοδικὸς Θεσμός» (Θεολογία 2/2009). Κάναμε αὐτὴ τὴν ἐπιλογή, διότι ἐπάνω στὴν νέα ἔννοια περὶ συνοδικότητος ποὺ θέλει νὰ θεμελιώσῃ, θέλει στὴ συνέχεια νὰ κτίσῃ ὁλόκληρο θεολογικὸ κατασκεύασμα περὶ πρωτείου, ὡς δῆθεν ὀρθόδοξο. Ἐκμεταλλευόμενος τὴν θεολογικὴ πτωχεία τῶν περισσοτέρων ποιμένων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας –ἐφάνηκε αὐτό, δυστυχῶς, στὴν σύνοδο τῆς Κρήτης–, ἤδη ἔχει καταφέρει νὰ περάσῃ ὡς ὀρθόδοξες θέσεις, ἀκραιφνεῖς παπικὲς θεωρίες ἐκκλησιολογικοῦ καὶ κυρίως τριαδολογικοῦ περιεχομένου.
Τὸ κείμενο Conciliarity and Primacy κινεῖται στὰ πλαίσια τῶν οἰκουμενικῶν διαλόγων καὶ τῆς θεολογίας ποὺ ἐκεῖ παράγεται. Καθὼς ἀναφέρει ὁ συγγραφέας, ἀπηχεῖ τὸ κείμενο τῆς Ραβέννας (2007), καὶ μὲ βάσι αὐτὸ ἀναπτύσσει τὸ θέμα του. Ἡ Ραβέννα, κατὰ τὰ λεγόμενά του, ἀποτελεῖ τὸν πρῶτο καρπὸ τῶν συζητήσεων ποὺ γινόντουσαν περὶ τῆς ἐννοίας τῆς συνοδικότητος καὶ τοῦ πρωτείου. Ἀναφέρει μάλιστα στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ κειμένου του, ὅτι τὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ πρωτείου μέσα στὴν Ἐκκλησία, καταλαμβάνει κεντρικὸ ρόλο στὶς οἰκουμενι(στι)κὲς συζητήσεις προκειμένου νὰ ἀξιοποιηθῇ ὡς ἐργαλεῖον ποὺ θὰ ὑπηρετήσῃ στὴν ἐποχή μας τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν κατανοοῦν αὐτοὶ στὶς συναντήσεις των.
Ὁ Ζ. μέσα ἀπὸ μίαν πληθώρα κειμένων του προσπαθεῖ νὰ κτίσῃ θεολογικὰ τὴν νέαν ἔννοιαν τῆς συνοδικότητος ποὺ προωθεῖ, ἀνάγοντάς την σὲ ὀντολογικὴ κατηγορία μὲ τριαδολογικὴ θεμελίωσιν, καὶ στὴ συνέχεια θέλει νὰ ἀναδείξη ὡς ἀνάγκη τὴν ὕπαρξιν ἑνὸς πρώτου, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι ἡ ἔκφρασις τῆς ἑνότητος αὐτῆς τοῦ νέου τύπου συνόδου. Πρὶν εἰσέλθουμε στὴν ἀναλυτικὴ κριτικὴ τοῦ κειμένου του, θὰ δοῦμε ἐν συντομίᾳ μερικὰ θεμέλια τοῦ θεολογικοῦ κατασκευάσματος τοῦ Ζ. καὶ τὸν τρόπο ποὺ προσεγγίζει τὰ πατερικὰ κείμενα.
Ἕνα σημαντικὸ θεμέλιο ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ κτίσῃ αὐθαίρετα ἐπάνω στὴν νέα ἔννοια τῆς συνοδικότητος, εἶναι: «βασικοὶ θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι ἡ Σύνοδος, εἶναι ἀδιαχώριστοι ἀπὸ τὴν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας»[2] . Περιέργως, εἴδαμε τὴν παραπομπὴ γιὰ νὰ δοῦμε ποῦ τὸ θεμελιώνει. Παραπέμπει στὴν «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία» τοῦ Ἰω. Καρμίρη[3].  Πράγματι ἐκεῖ ὁ Καρμίρης ἔγραφε, «ἡ συνοδικότης ἀνήκει στὴν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας». Ἀπορήσαμε καὶ πάλιν περιέργως ψάξαμε τὴν παραπομπὴ τοῦ Καρμίρη καὶ ἐκεῖ ἦταν τό «ὀρθόδοξον θαῦμα». Μὲ μεγάλη ἄνεσι παρέπεμπε, ὄχι σὲ ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι δὲν ὑπάρχει τέτοια ἔννοια σὲ αὐτούς, παρέπεμπε λοιπὸν σὲ μεγιστάνες τῆς παπικῆς θεολογίας, Yv. Congar, K. Rahner, H. Küng, στὴ σελ. 523. Μάλιστα στὴ σελ. 530, εὕρισκε συμφώνους καὶ τοὺς Π. Μπρατσιώτη καὶ Μουρατίδη. Ὅλοι τους Γερμανοτραφεῖς καὶ σπουδαγμένοι στὰ παπικὰ πανεπιστήμια[4].
Ἡ παπικὴ θεολογία, συνεπέστατη στὶς θέσεις της, πράγματι λέει ὅτι ἡ συνοδικότης ἀνήκει στὴν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας. Διότι, δέχεται ὅτι ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι σύνοδος, συνέρχεται ὑπὸ τὸ πρωτεῖον τοῦ Πατρός, καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ δὲ καθολικότης τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, συνίσταται στὸ γεγονὸς τῆς κοινωνίας, κατ᾽ ἀρχὰς μεταξύ τους καὶ στὴ συνέχεια ὅλων αὐτῶν μὲ τὸν ἐπίσκοπον Ρώμης, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ ὡς ὁρατὸ κέντρο τῆς ἑνότητος καὶ ὡς κεφαλὴ τοῦ σώματος τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἐρωτῶμεν τοὺς τρεῖς παλαιοὺς καὶ τὸν σύγχρονον «μέγαν θεολόγον», ὀρθοδόξως ἰσχύουν αὐτά; Γιατὶ διδάσκετε αὐτὰ στοὺς φοιτητές σας, ποὺ ἀργότερα γίνονται ἱερεῖς καὶ Ἀρχιερεῖς; Εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα σύνοδος; Ἂν τὸ δεχθοῦμε αὐτό, χάνεται τὸ ὁμοούσιον, εἰσέρχονται οἱ ὑποστατικὲς ἐνέργειες καὶ καταλήγουμε στὴν κτιστὴ χάρι, αὐτὴ τὴν μορφὴ τῆς παπικῆς ἀθεΐας. Εἶναι αὐτὰ ὀρθόδοξος θεολογία; Εἶναι τὸ communio (= κοινωνία) τὸ ὑπέρτατο θεμέλιο τοῦ τριαδικοῦ μυστηρίου; (Ραβέννα § 5). , ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Ζ. «ἡ μία οὐσία τοῦ Θεοῦ συμπίπτει μὲ τὴν κοινωνία τῶν τριῶν Προσώπων»[5] ; Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς εἶναι σαφέστατος «οὐκ αὐτὴν τὴν οὐσίαν καταλαμβάνομεν, ἀλλὰ τὰ περὶ τὴν οὐσίαν»[6] . Ὁ Ζ. «ἔφθασε» νὰ γνωρίση τὰ ἐντὸς τῆς οὐσίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὴν ταυτίση μὲ τὴν κοινωνία. Ἀλλὰ τὴν ἀπάντησι τοῦ τὴν δίνει ὁ Μ. Βασίλειος, «Ὅλως δέ, τὸ οἴεσθαι τοῦ ἐπὶ πάντων Θεοῦ αὐτὴν τὴν οὐσίαν ἐξευρηκέναι, πόσης ὑπερηφανείας ἐστὶ καὶ φυσιώσεως!...Ὅθεν καὶ οὗτοι οὐδὲ τῆς γῆς, ἣν καταπατοῦσι, τὴν φύσιν, ἥτις ἐστίν, ἐπιστάμενοι, αὐτὴν ἐμβατεύειν τὴν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ τῶν ὄλων ἀλαζονεύονται...»[7] . Θὰ ἐπανέλθωμεν ὅμως στὰ σχόλια περὶ αὐτοῦ τοῦ θέματος.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι, μίλησαν γιὰ τὴν Ἐκκλησία, εἰκονικῶς. Μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ οἱ πιὸ βασικὲς εἰκόνες τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας εἶναι: α) ὅτι εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μὲ κεφαλὴ τὸν Θεάνθρωπον (Ἐφεσ. 1, 22· 4, 11) β) ὅτι εἶναι τὸ κατοικητήριον καὶ ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ μὲ ἀκρογωνιαῖον λίθον τὸν Χριστὸν καὶ ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι ὡς θεμέλια (Ἐφεσ. 2, 20) γ) ὅτι εἶναι ἡ νύμφη τοῦ νυμφίου Χριστοῦ (Ἐφεσ. 5, 29). Μία εἰκόνα ποὺ πλημμυρίζει μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὡς Νυμφίου καὶ τῆς Ἐκκλησίας ὡς Νύμφης. Παραδόξως, αὐτὴ ἡ εἰκόνα δὲν χρησιμοποιεῖται ποτὲ ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστὰς θεολόγους. Δὲν τοὺς ἐξυπηρετεῖ καὶ τοὺς ἀνατρέπει τὰ θεολογικὰ κατασκευάσματά τους, διότι πρέπει νὰ δεχθοῦν τὴν Ἐκκλησία ὡς μετοχὴ στὴν Δόξαν καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ, ὡς μετοχὴ στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος λέγει, ὅτι «ἡ σύνοδος εἶναι ἕνα ἄθροισμα Ἀρχιερέων»[8] . Σκοπὸς τῆς συνόδου τῶν Ἐπισκόπων, εἶναι νὰ ἀνακρίνη τὶς ἀμφιβολίες περὶ τῶν δογμάτων καὶ ὅλες τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀντιλογίες (Κανὼν ΛΖ´ Ἁγίων Ἀποστόλων). Παρόμοια ἔκαναν καὶ οἱ Ἀπόστολοι, ποὺ ἐπέβλεπαν τὶς τοπικὲς ἐκκλησίες. Ἡ ἱστορικὴ καταγραφὴ τῆς ὀρθοδόξου συνοδικῆς παραδόσεως, παρουσιάζει εὐκρινῶς, ὅτι ἡ σύνοδος συνδέεται μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἰάσεως καὶ θεραπείας ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ ὄχι μὲ τὴν πλάνη τῆς συνοδικῆς κατοχυρώσεως τῆς ἐξουσίας.
Στὴ συνέχεια ὁ Ζ. θέτει ἕνα δεύτερο θεμέλιο στὸ θεολογικό του κατασκεύασμα περὶ συνοδικότητος. «...ὁ ὅρος “Σύνοδος” σήμαινε τὴν Θεία Εὐχαριστία»[9] . Ὁ ἴδιος ἀλλοῦ ὁμολογεῖ, «γιὰ τὴν μελέτη μας αὐτὴ ἔχει μεγάλη σημασία... ὁ ἀρχαϊκὸς δεσμὸς Συνοδικότητος καὶ εὐχαριστίας»[10]. Ἐδῶ προσπαθεῖ νὰ ὁμογενοποιήσῃ καὶ νὰ ταυτίσῃ τὶς ἔννοιες συνοδικότητος καὶ θείας Εὐχαριστίας. Τὸ ἐρώτημα ποὺ γεννᾶται εἶναι, τί σχέσι ἔχει, καὶ ἂν γίνεται νὰ ταυτισθῇ τὸ ἄθροισμα τῶν ἐπισκόπων ἐν συνόδῳ, μὲ τὸ μυστήριον τῆς Θ. Εὐχαριστίας; Ὁ ἴδιος ἀναφέρει ὅτι ἡ σύνθεσις τῶν συνόδων εἶναι ἀμιγῶς ἐπισκοπική [11]. Ἐπειδή, λοιπόν, ὑποκρύπτεται δόλος, ἐπροσέξαμε τὴν παραπομπὴν καὶ τὴν τεκμηρίωσί του. Ἐκεῖ εἴδαμε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου καὶ ἀπορήσαμε. Ἀνατρέξαμε στὸ συγκεκριμένο κείμενο, εἶναι ὁ λόγος τοῦ ἁγίου «περὶ τῆς τῶν προφητῶν ἀσαφείας»[12].
Ὁ ἅγιος, ἐκεῖ διασαφηνίζει τὸ χωρίον, ὅπου ἡ ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων προσεύχεται ὑπὲρ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου ποὺ ἦταν στὴν φυλακὴ καὶ λέγει συγκεκριμένα, «...ἀλλὰ μετ᾽ ἐκτενείας ἀναφέρετε τὴν εὐχήν, εἰδότες τῆς ὑμετέρας συνόδου τὴν δύναμιν».
Σαφέστατα ὁ ἅγιος ἀναφέρεται στὴν σύνοδον, τὴν ἄθροισι τοῦ λαοῦ, ποὺ ὅταν εἶναι συναθροισμένος στὴν ἐκκλησίαν ἔχει μεγάλην δύναμι προσευχῆς, παρὰ ἐὰν προσεύχεται ὁ καθεὶς μόνος του στὴν οἰκίαν του. Εἶναι πασιφανὲς ὅτι ὁ ἅγιος, μὲ τὴν λέξι «σύνοδος», δὲν ἐννοεῖ ἄθροισμα Ἀρχιερέων γιὰ λόγους διοικητικούς. Ὁ Ζ., ἐσκεμμένως χρησιμοποιεῖ ὁμωνυμικῶς τὴν λέξιν, γιὰ νὰ βγάλῃ τὰ δικά του συμπεράσματα καὶ πρὸς κακοποίησι τοῦ κειμένου. Ἡ Θεία Εὐχαριστία, λοιπόν, εἶναι σύνοδος λαοῦ στὴν Ἐκκλησία, διὰ λόγους προσευχῆς καὶ λατρείας, ὑπὸ τὴν μυσταγωγία τοῦ ἐνθέου ἐπισκόπου. Στὴν τοπικὴ ἐκκλησία, ὁ ἐπίσκοπος προΐσταται –δὲν προεδρεύει– τῆς προσευχῆς τοῦ λαοῦ, στὶς ἀκολουθίες καὶ τὰ μυστήρια, ὡς θεούμενος καὶ μυσταγωγὸς στὴν θεογνωσία, ποὺ ἤδη αὐτὸς κατέχει διὰ τῶν ἀρετῶν του. Ἑπομένως, στὴν τοπικὴ ἐκκλησία ἡ ἔννοια «Σύνοδος», ὅπως τὴν θέλει αὐθαίρετα ὁ Ζ. νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν θεία Εὐχαριστία, δὲν ἰσχύει. Οὔτε εἶναι ὀρθόδοξον ὅτι ἡ Εὐχαριστία φανερώνει τὴν ἐνδοτριαδικὴ κοινωνία, τὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐνεργοποιουμένη στοὺς πιστούς (Ραβέννα § 6). Οὔτε πάλι, εἶναι ὁμογενὴς ἡ ἔννοια «σύνοδος» μεταξὺ τοπικοῦ καὶ περιφερειακοῦ ἐπιπέδου. Ἐπικεντρώνεται ὁ Ζ. στὸ πρόσωπο τοῦ ἐπισκόπου, ὡς τὸν συνδετικὸ κρίκο μεταξὺ τοπικοῦ καὶ περιφερειακοῦ ἐπιπέδου, ἀλλὰ τὰ ἐπίπεδα εἶναι ἀνομοιογενῆ, διαφορετικοῦ εἴδους.
Ἕνα τρίτο σημεῖο ἐπὶ τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας, ποὺ θέλει νὰ κτίσῃ αὐθαιρέτως ἐπ᾽ αὐτοῦ, εἶναι ὅτι «ὁ κάθε ἐπίσκοπος ἔχει τὸ χάρισμα τῆς ἀληθείας»[13]. (πρβλ. Ραβέννα § 7 καὶ § 38). Στὸ κείμενο ὅμως ποὺ θὰ σχολιάσωμε στὴ συνέχεια, ὁ ἴδιος ἀναφέρει ὅτι τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα εἶναι ἀνεξάρτητο τοῦ θεϊκοῦ χαρίσματος (σχόλιον 20). Ἐδῶ μᾶς λέει τὸ ἀντίθετο, ὅτι ὁ κάθε ἐπίσκοπος ἔχει τὸ χάρισμα τῆς ἀληθείας, καὶ μάλιστα παραπέμπει στὸν Ἅγιο Εἰρηναῖο Λυῶνος(14). Ἀνατρέξαμε στὸ κείμενο τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου, ὅπου λέγει ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ἔχει τὸ χάρισμα τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ μὲ μίαν ἐκτενὴ ἀναφορὰ ἐξηγεῖ γιὰ ποιόν ἐπίσκοπο ὁμιλεῖ. Ἐννοεῖ ἐκεῖνον τὸν ἐπίσκοπο, ποὺ ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας ἔχει γαλουχηθῆ στὴν Ἐκκλησία, ἔχει ἀνατραφῆ μὲ τὶς θεῖες γραφὲς κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγησι προφητῶν καὶ διδασκάλων, ἔχει ἀνδρωθῆ μὲ τὶς ἀρετές, ἔχει βίον ἅγιον, καὶ ὅταν φθάσῃ νὰ τὸν ἐκλέξουν ἐπίσκοπο ἔχει πράγματι τὸ χάρισμα τῆς ἀληθείας. Δὲν ἐννοεῖ ὁ ἅγιος ὅσους ἔχουν μόνον διδακτορικὰ καὶ πτυχία μὲ πλούσια διανοητικὴ γνῶσι καὶ ἡ σχέσις τους μὲ τὴν ἐκκλησία εἶναι ὅση ὥρα φοροῦν τὸ ράσο, ἔχοντας ἐπαγγελματικὴ συνείδησιν. Διότι ὁ Ζ. ὡς ἐπισκόπους, αὐτοὺς ἔχει κατὰ νοῦν. Δυστυχέστατα, δὲν ἔχουν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τὸ χάρισμα τῆς ἀληθείας, ὡς κατόρθωμα τῆς ἀρετῆς τους. Ἄλλωστε καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς τύπος τῶν χειροτονιῶν, ἔχει πρὶν ἀπὸ τὴν χειροτονία τους τὴν δημόσια ὁμολογία καὶ ὑπογραφὴ ὅτι θὰ τηρήσουν ἀκριβῶς τὸ σύμβολον τῆς πίστεως, τοὺς ὅρους τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων καὶ τοὺς ἱεροὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, διαφορετικῶς δέ, λογίζονται ἐπίορκοι καὶ ψευδεπίσκοποι. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἂς ἐνθυμηθοῦμε τὸν Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὁμολογητὴν Ἰωσήφ, ὅπου στὴν οἰκειόχειρον ὁμολογία του, τὸ 1275, ἔγραφε: «Καὶ γάρ, ὁπηνίκα τὸν τῆς ἀρχιερωσύνης ἱερὸν ζυγὸν δέξασθαι ἔμελλον, οἰκειοχείρως ἔγραψα τὸ ἅγιον σύμβολον φυλάττειν ἀπαραποίητον, ὡσαύτως καὶ τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς κανόνας· εἰ οὖν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, εἴποιμι καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι, πρὸς τῇ νοουμένῃ βλασφημίᾳ καὶ ἐπιορκίας ἔγκλημα προσάψω ἐμαυτῷ καὶ ἐκ τούτων τῇ καθαιρέσει ὑπόδικον ἐμαυτὸν ποιήσομαι ἐκ παντός»[15].
Ἕνα τέταρτο θεμέλιο, καὶ τὸ τελευταῖο ποὺ θὰ τονίσουμε στὴν εἰσαγωγὴ αὐτή, εἶναι τὸ θέμα τοῦ πρωτείου. Σὲ κάθε περίπτωσι ποὺ θὰ ἀναφερθῇ στὴν ἔννοια τῆς συνοδικότητος, θὰ καταλήξῃ στὴν ἐκκλησιολογικὴ ἀνάγκη τοῦ πρώτου. «Ἡ λογικὴ τῆς συνοδικότητος ὁδη- γεῖ στὸ πρωτεῖο καὶ ἡ λογικὴ τῆς οἰκουμενικῆς συνόδου ὁδηγεῖ στὸ παγκόσμιο πρωτεῖο»[16]. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Ζ. θέλει νὰ κτίσῃ τὴν νέα ἔννοια περὶ συνοδικότητος, κυρίως ἐπὶ τοῦ οἰκουμενικοῦ ἐπιπέδου, γιὰ νὰ εἰπῇ στὰ συμπεράσματά του, στὸ κείμενο «Συνοδικὸς θεσμός», «ὅπου σύνοδος ἐκεῖ καὶ πρωτεῖο, καὶ ὅπου πρωτεῖο ἐκεῖ καὶ σύνοδος»[17], καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ σύνδεσις ἔχει ὀντολογικὴ βάσιν. Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ ὀντολογικὴ βάσις; «Πρόκειται λοιπὸν γιὰ ἀληθινὴ κοινωνία ἐκκλησιῶν διὰ τῶν ἐπισκόπων, κατὰ τὸ πρότυπο τῆς Ἁγίας Τριάδος...»[18]. «Στὴν ἴδια ἀρχὴ βασίζεται καὶ ἡ ἀνάπτυξη καὶ ἡ διαμόρφωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ λειτουργήματος, ἡ ὁποία συνδέεται κατὰ βάθος μὲ τὴν τριαδικὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία ἡ κοινωνία τῶν τριῶν προσώπων γίνεται ἑνότητα μόνο σὲ ἕνα πρόσωπο, τὴν ὑπόσταση τοῦ Πατρός»[19]. Σαφέστατα ὁ Ζ. μᾶς λέει ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν θεμελιώνεται ἐπὶ τοῦ ὁμοουσίου, δηλ. στὴν κοινὴ φύσι τῶν τριῶν ὑποστάσεων, ἀλλὰ εἶναι κατόρθωμα καὶ προσφορὰ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρός. Μὲ ἄλλα λόγια εἶναι ὡσὰν νὰ καθίσταται ὑποστατικὴ ἐνέργεια τοῦ Πατρὸς μόνον, κάτι ποὺ δὲν ἀνήκει στὰ ἄκτιστα κοινὰ φυσικὰ ἰδιώματα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Σὲ ἄλλα κείμενά του προσθέτει καὶ τὴν «εὐδοκία» καὶ τήν «προεδρία» ὡς ὑποστατικὲς ἐνέργειες μόνον τοῦ Πατρός (βλέπε σελ. 95-97).
Ἡ Ὀρθόδοξος Τριαδολογία, τὴν ὁποίαν ἐπισταμένως, δὲν ἀκολουθεῖ ὁ Ζ., εἶναι σαφέστατη, ὅτι ἑκάστη θεία ὑπόστασις ἀϊδίως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως καὶ ἀδιαστάτως καὶ ὄχι ἐκ μετοχῆς –ὅπως συνεπάγεται κατὰ τὸν Ζ.– ἔχει ὅλην καὶ τὴν αὐτὴν ἄκτιστον ἐνέργειαν, ὅλα τὰ ἰδιώματα εἶναι φυσικά. Τὸ ἴδιον τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρὸς εἶναι μόνον ἡ αἰτία, τὸ ἀγέννητον. «Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατήρ, τοῦ υἱοῦ ἐστί, πλὴν τῆς αἰτίας»[20]. Ὁ Ζ. προσθέτει αὐθαιρέτως, τὴν ἑνότητα, τὴν εὐδοκία καὶ τὸ πρωτεῖον τῆς Ἁγίας Τριάδος (βλέπε σελ. 95-97). Κατὰ τὸν «μέγαν θεολόγον» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ Ἁγία Τριάδα λειτουργεῖ ὡς σύνοδος, ποὺ τὴν ἑνότητά της τὴν διασφαλίζει τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός. Εἰκόνα αὐτῆς τῆς «Τριαδικῆς ζωῆς» εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Στὴν ἐγκύκλιο τῆς συνόδου τῆς Κρήτης στὸ πρῶτο κεφάλαιο, ἀναφέρεται χωρὶς ἑρμηνεία, δόλια, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Πρέπει πρῶτα νὰ συνηθίσωμε ὅλες τὶς οἰκουμενιστικὲς ὁρολογίες παπικῆς ἐμπνεύσεως, νὰ γίνουν καθημερινότητά μας καὶ μετὰ σιγά-σιγὰ νὰ υἱοθετήσουμε καὶ τὴν ἀνάλογη ἑρμηνεία. Στὴν σύνοδο τῆς Κρήτης ἐφάνηκε καθαρά, ὅτι ὅποιος δὲν ἔχει κοινωνία μὲ τὸν «primus» (πρῶτον) τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας, (Βλέπε 6ον κείμενον § 22), χωρὶς κἂν νὰ ἀναφέρεται ἡ περίπτωσις, τοῦ ἂν τηρῆ τὰς προϋποθέσεις τοῦ ἐπισκοπικοῦ λειτουργήματος (ὀρθόδοξος πίστις καὶ ζωή) ὁ «primus» τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀξιοσημείωτον εἶναι ὅτι ἡ ἀναφορὰ τοῦ συντάκτου τῆς § 22 τοῦ 6ου κειμένου, στὸν 6ον κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς εἶναι παντελῶς ἄσχετος. Στὴν σύνοδο τῆς Κρήτης, ἦταν ἀκόμα πιὸ ἐμφανές, ὅτι μαζὶ μὲ τὸν «φανερόν» πρῶτον, ὑπῆρχε καὶ ὁ «μυστικός» πρῶτος, ὄπισθεν τοῦ φανεροῦ, ὅπου πολλὲς φορὲς «σκανδαλωδῶς» ἔβαζε στὴν σκιὰ τὸν «φανερόν» πρῶτον, ὁ ὁποῖος ἀμήχανα σιωποῦσε.
Μέσα σὲ ὅλα τὰ κείμενα τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου τῆς Κρήτης, ἔχουν διατυπωθεῖ, πλῆθος ἐκφράσεων, ἐννοιῶν καὶ ὅρων, τῆς νέας παπικῆς ἐκκλησιολογίας τὴν ὁποία μεταφέρει στὰ καθ᾽ ἡμᾶς ὁ «θεολογικός» νοῦς αὐτῆς τῆς συνόδου. Ὅλα τὰ κείμενα τῆς συνόδου τῆς Κρήτης, εἶναι ὁ πρῶτος καρπὸς τῆς οἰκουμενιστικῆς θεολογίας μὲ συνοδικὴν ἐπικύρωσιν.
Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ, Conciliarity and Primacy (Συνοδικότητα καὶ πρωτεῖον), χωρίζεται δομικὰ σὲ δύο μέρη. Τὸ πρῶτο εἶναι τὸ ἱστορικό-δογματικό, θὰ λέγαμε. Τὸ δεύτερο, τὸ ὁποῖον εἶναι καὶ τὸ θεμέλιο τῆς σκέψεως τοῦ ὅλου κειμένου, εἶναι τὸ ἀμιγῶς θεολογικό. Προτάσσει τὸ ἱστορικὸ καὶ τὰ θεμέλια τοῦ ἱστορικοῦ τὰ ἑδράζει στὸ θεολογικό. Ἡ ἀνάγνωσις τοῦ πρώτου μέρους δὲν μᾶς λέγει τίποτε τὸ ἀξιόλογο. Στὸ δεύτερο μέρος φανερώνει ὅλο τό «θεολογικὸ βάθος» του ὁ «μέγας θεολόγος».
Σκοπὸς ὅλου αὐτοῦ τοῦ σχολιασμοῦ, δὲν εἶναι μία ἀκαδημαϊκὴ ἀπάντησις ἢ ἕνας ἐπιδεικτικὸς ἀντίλογος. Ἐξ ἄλλου κατὰ τὸ συμπεφωνημένο καὶ ἐπικυρωμένο κείμενο τῆς Ραβέννας, ὅλοι οἱ πιστοὶ εἶναι ὑπεύθυνοι –καὶ ὄχι μόνον οἱ ἐπίσκοποι– γιὰ τὴν πίστιν ποὺ ἔχει ὁμολογηθεῖ κατὰ τὸ βάπτισμα... (Ραβέννα § 7). Μὲ ὅλον αὐτὸν τὸν σχολιασμὸν θέλουμε νὰ κραυγάσωμε καὶ νὰ σαλπίσωμε ὅτι ὁ ἐχθρὸς εἶναι ἐντὸς τῶν τειχῶν, ὄχι ἐκτός. Θέλουμε νὰ δείξωμε τὸ ἐπικίνδυνον καὶ τὸ δηλητηριῶδες τῆς θεολογίας ποὺ παράγεται ἀπὸ τὸν Ζ. Ὁ λόγος του, εἶναι ΥΠΟΔΙΚΟΣ ἐνώπιον μιᾶς Ὀρθοδόξου Γενικῆς Συνόδου. Φανερῶς καὶ ἀφανῶς, διδάσκει πλῆθος αἱρέσεων. Σὲ ἀδαεῖς, ἀγνοοῦντας, ἡμιμαθεῖς καὶ ὀσφυοκάμπτας, ἔχει γίνει ἀντικείμενον θαυμασμοῦ. Πλεῖστοι τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων μας ἀδιαφοροῦν ἀπέναντί του καὶ ἀγνοοῦν τὰ κείμενά του, ἔχουν ὅμως ἀφομοιώσει καὶ οἰκειοποιηθεῖ τὰ συμπεράσματά του, κατὰ τὴν φοίτησί τους σὲ Πανεπιστημιακὲς Σχολές, τὰ ὁποῖα προωθοῦν τὸ πνεῦμα τῆς «δεσποτοκρατίας» καὶ τὴν διαστρέβλωσιν τοῦ ἐπισκοπικοῦ λειτουργήματος. Ἀλλά, ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ ἀπὸ σύγχρονον πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, «δὲν εἴμαστε ἀθῶοι μέσα στὴν ἄγνοιά μας καὶ τὴν ἀδιαφορίαν μας, διότι ἀγαπήσαμε τὸ σκότος».
Μοναχὸς Παΐσιος Καρεώτης
Καθηγητὴς Ἀθωνιάδος Σχολῆς

.                                                                                  .
1.Ἀκολουθοῦντες τὸν Μέγα Βασίλειο, λέγουμε καὶ ἐμεῖς: «Πίστις δέ ἐστι τὸ πολεμούμενον καὶ κοινὸς σκο- πὸς ἅπασι τοῖς ἐναντίοις καὶ ἐχθροῖς τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας, τὸ στερέωμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως κα- τασεῖσαι...» Μ. Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος § 25, ΒΕΠΕΣ 52, σελ. 251.
2. Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου Ιω. Ζηζιουλα, «Ὁ Συνοδικὸς Θεσμός», Θεολογία 2/2009, σελ. 5. Βλ. Του Ιδιου, Ἔργα Α´ - Ἐκκλησιολογικὰ Μελετήματα, ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθῆναι 2016, σελ. 681.
3. Ιωαν. Καρμιρη, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, Ἀθῆναι 1973, σελ. 521-523.
4. Στὸ σημεῖο αὐτό, εἶναι διαφωτιστικὸ νὰ ἐνθυ- μηθοῦμε ἕνα σχόλιον τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, σὲ κείμενό του μετὰ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης: «Ἐντύπωση, πάντως, προκαλοῦσε τὸ γεγονὸς ὅτι Ἱεράρχες ποὺ κατέχουν σημαντικὲς θέσεις στὴν Ἐκκλησία καὶ βρίσκονται στὴν τρίτη ἡλικία τῆς ζωῆς τους ὑποστήριζαν ἀντορθόδοξες θέσεις μὲ τὴν αἰτιολογία ὅτι ἔτσι τοὺς δίδασκαν οἱ καθηγητές τους... Καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει εἶναι παράδοξο νὰ ἐπικαλῆται ἕνας Ἱεράρχης παλαιοὺς καθηγητὲς καὶ ὄχι τοὺς Προφῆτες, τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πρᾶγμα ποὺ ὁμολόγησε κατὰ τὴν χειροτονία του σὲ ᾽Επίσκοπο». Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθεου, Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὴν «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο» καὶ ἡ κατάληξή τους, σ. 31, Σεπτέμβριος 2016, http://parembasis.gr.
5. Μητροπολίτου Περγάμου Ιω. Ζηζιουλα, Ἔργα Α´, ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθῆναι 2016, σελ. 261.
6. Αγιου Ιωαννου Δαμασκηνου, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 72.
7. Μεγαλου Βασιλειου, Κατὰ Εὐνομίου λόγος Α´, ΒΕ- ΠΕΣ 52, σελ. 172-173.
8. Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1990, σελ. 42.
9. Ὅπ.π., «Συνοδικὸς θεσμός», Θεολογία 2/2009, σελ. 12.
10. Ὅπ.π., «Συνοδικὸς θεσμός», Θεολογία 2/2009, σελ. 12.
11. Ὅπ.π., «Συνοδικὸς θεσμός», Θεολογία 2/2009, σελ. 37.
12. Αγ. Ιωαν. Χρυσοστομου, PG 56, 182
13. Ὅπ.π., «Συνοδικὸς θεσμός», Θεολογία 2/2009, σελ. 23.
14. Άγιος Ειρηναίος, Κατὰ αἱρέσεων SC 100, 27, 2.
15. V. Laurent et J. Darrouzès, Dossier Grec de l’ union de Lyon (1273-1277), Paris 1976, σ. 329.
16. Μητροπολίτου Περγάμου Ιω. Ζηζιουλα, Ἔργα Α´, Δόμος 2016, σ. 813.
17. Ὅπ.π., «Συνοδικὸς θεσμός», Θεολογία 2/2009, σελ. 40.
18. Ὅπ.π., «Συνοδικὸς θεσμός», Θεολογία 2/2009, σελ. 19.
19. Ὅπ.π., «Συνοδικὸς θεσμός», Θεολογία 2/2009, σελ. 32.

20. Αγ. Γρηγοριου Θεολογου, Λόγος 34, PG 36, 252Α.

ΠΗΓΗ:http://www.katanixis.gr/2017/10/blog-post_78.html