Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

«Τας θυρας, τας θυρας…». Τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου ἐπισκ. Μεδιολάνων

Τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου ἐπισκ. Μεδιολάνων
7 Δεκεμβρίου
Oμιλια του Μητροπολίτου Φλωρινης π. Αυγουστινου Καντιωτου

«Τας θυρας, τας θυρας…»

St.-Ambrose-of-Milan-detail-e1386429364472

























Στὸν ὁρίζοντα τῆς Ἐκκλησίας μας ἀνατέλλει, ἀγαπητοί μου, ἕνα μεγάλο ἀστέρι, ὁ ἅ­γιος Ἀμβρόσιος ἐπίσκοπος Μεδιολάνων. Γι᾿ αὐ­τὸν τὸν ἄγνωστο ἅγιο θὰ σᾶς πῶ λίγα λόγια.

* * *

Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος γεννήθηκε τὸ 340 μ.Χ. στὴ Ῥώμη καὶ ἔδρασε στὰ Μεδιόλανα, τὸ σημε­ρινὸ Μιλᾶνο τῆς Ἰταλίας, ὅπου κοιμήθηκε τὸ 397 μὲ τίμια γηρατειά. Ἀνῆκε σὲ πλουσία καὶ εὐγενῆ οἰκογένεια. Ἦταν εὐφυὴς καὶ ἀπὸ μικρὸς ἔδειξε κλίσι στὰ γράμματα. Ἄξιζε λοι­πὸν νὰ σπουδάσῃ, καὶ οἱ πλούσιοι γονεῖς τοῦ ἔδωσαν ὅλα τὰ μέσα. Πέρασε τὸ δημοτικό, τὸ γυμνάσιο, πῆγε καὶ σὲ μεγάλες σχολές. Διάβα­σε Λατίνους καὶ Ἕλληνες συγγραφεῖς. Ἔ­μαθε φιλολογία, ῥητορικὴ καὶ νομική. Καὶ μετά; Δὲν ἦταν ἀκόμα Χριστιανός, δὲν τὸν εἶχε φωτίσει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ἀγαποῦσε ὅμως τὴν ἀλήθεια, καὶ τὸ ἔδειχνε μὲ λόγια καὶ μὲ ἔρ­γα. Ἦταν εὐθὺς καὶ τηροῦσε πάντα τὸ ὀρθό.

Στὴν ἀρχὴ ἔγινε συνήγορος, δικηγόρος. Ἀλλὰ τί δικηγόρος! Ὑποστήριζε μόνο τὸ δίκαιο. Δὲν ἦταν ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ κάνουν τὸ μαῦρο ἄσπρο καὶ τὸ ἄσπρο μαῦρο. Ἦταν ἀπὸ τοὺς εὐσυνείδητους δικηγόρους, ποὺ πάει ὁ πελάτης, ἀκοῦνε τὴν ὑπόθεσί του καὶ τοῦ λένε· Ἔχεις ἄδικο, μὴ χαλᾷς τὰ χρήματά σου… Ποτέ δὲν ὑπεστήριξε ἄδικη ὑπόθεσι. Στὸ δικαστήριο μιλοῦσε μὲ δύναμι καὶ ὑποστήριζε ἀδικουμένους, ὀρφανὰ καὶ χῆρες. Καὶ ἀμισθί, παρακαλῶ· δραχμή δὲν ἔπαιρνε ἀπὸ τὰ φτωχαδάκια. Ποῦ σήμερα τέτοιος δικηγόρος!
Μετά; Μετὰ ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα ἀνώτερο σκαλοπάτι. Ἦταν ἤδη ἐπιφανής, Ῥωμαῖος πολίτης καὶ μέλος τῆς συγκλήτου. Τότε οἱ γυιοὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, οἱ βασιλεῖς Κων­σταντῖνος καὶ Κώνστας, ἐκτιμώντας τὰ ἐξαίρετα προσόντα του, τὸν διώρισαν ἔπαρχο. Ὅ­ταν ἀκοῦτε ἔπαρχο, μὴ νομίσετε ὅτι διοικοῦ­σε ἕνα νομὸ ἢ μιὰ περιφέρεια. Ὁ Ἀμβρόσιος εἶχε τὴν ἡγεμονία ὅλης τῆς Ἰταλίας. Διοικοῦ­σε μὲ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία, μὲ σοφία καὶ σύνεσι. Καὶ τέλος, ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ αὐτὰ κοσμι­κὰ ἀξιώματα, τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς νὰ γίνῃ – τί; ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας! Πῶς; Θαῦμα.
Εἶχε πεθάνει ὁ ποιμὴν τῶν Μεδιολάνων καὶ μαζεύτηκαν οἱ δεσποτάδες, ὅπως μαζεύονται καὶ σήμερα, νὰ ἐκλέξουν νέο ποιμενάρχη. Δὲν συμφωνοῦσαν ὅμως μεταξύ τους καὶ διαιρέθηκαν· οἱ μὲν ἤθελαν τὸν ἕνα, οἱ δὲ τὸν ἄλλο, καὶ εἶχε δημιουργηθῆ θόρυβος γύρω ἀπὸ τὴν ἐκ­λογή. Οἱ μέρες περνοῦσαν, καὶ ἀποτέλεσμα δὲν ἔβγαινε. Τότε ἀκούστηκε ξαφνικὰ μιὰ φωνή· «Τὸν Ἀμβρόσιο ἐπίσκοπο!». Ποιός φώναξε; ἄγγελος; διᾶκος; παπᾶς; δεσπότης; Ὄ­χι. Ἕνα μικρὸ παιδί, ἕνα ἀθῷο παιδάκι.
Τὰ παι­δάκια γίνονται συχνὰ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Ἄχ τὰ παιδιά, ποὺ τὰ διαφθείρουμε ἐμεῖς οἱ με­γάλοι! Θὰ δώσουμε λόγο στὸ Θεό. Ἔγιναν παιδιὰ τῆς τηλεοράσεως, παιδιὰ τοῦ κακοῦ, δι­εστραμμένα καὶ δυστυχισμένα παιδιὰ τοῦ αἰῶ­νος τούτου. Πρῶτα δὲν ὑπῆρχε ῥαδιόφωνο· ἡ γιαγιὰ ἦταν τὸ ῥαδιόφωνο, ἡ γιαγιὰ ἦταν ἡ τηλεόρασι. Ἡ ἁγία γιαγιά, καὶ φύτευε στὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν ὅ,τι ἅγιο καὶ ἱερὸ εἶχε.
Ἕνα παιδὶ λοιπὸν φώναξε. Καὶ ἡ φωνὴ τοῦ παιδιοῦ ἐπικράτησε. Σὲ λίγο ὅλο τὸ πλήρωμα, ἄντρες καὶ γυναῖκες, κλῆρος καὶ λαός, φώνα­ζαν· «Ὁ Ἀμβρόσιος ἐπίσκοπος!». Ἔτσι, καὶ μὲ τὴ συγκατάθεσι τοῦ βασιλέως Οὐαλεν­τινιανοῦ (363-375), ὁ Ἀμβρόσιος ἐξελέγη ἐπίσκοπος παμψη­φεί. Ὅταν τό ᾿μαθε ὁ ἴδιος, ἄρχισε νὰ κλαίῃ καὶ νὰ λέῃ· Δὲν κάνω ἐγὼ γιὰ ἐπίσκοπος, δὲν μπορῶ νὰ σηκώσω τέτοια βάρη καὶ μάλιστα τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Μεδιολάνων. Ἀφῆστε με, ἐγὼ εἶμαι ἀκόμη κατηχούμενος, ἔχω ἀνάγκη νὰ διαβάσω τὴ Γραφή… Ὁ λαὸς ὅ­μως ἐπέμενε. Διότι, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν ἀκόμη ἀβάπτιστος, ζοῦσε σὰν τὸν καλύτερο Χριστιανό. Τέλος ὁ Ἀμβρόσιος κάμφθηκε. Βαπτί­στηκε ἀμέσως καὶ χειροτονήθηκε μέσα σὲ μιὰ ἑβδομάδα· ἔγινε διᾶκος, πρεσβύτερος, ἐπίσκοπος, καὶ ἀνέλαβε τὴ διαποίμανσι τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Μεδιολάνων.
Πῶς διοίκησε; Πρῶτα – πρῶτα ἦταν ἀφιλάρ­γυρος, δὲν ἀγάπησε τὰ τριάκοντα ἀργύρια. Μόλις ἔγινε ἐπίσκοπος, ὅλη τὴν περιουσία ποὺ εἶχε ἀπὸ τοὺς πλουσίους γονεῖς του τὴ μοίρασε στοὺς φτωχούς. Ὅλα γιὰ τὸ λαό, τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό μας! ἔλεγε.
Ἔπειτα φρόντισε γιὰ τὸ κήρυγμα. Κήρυττε τὶς Κυριακές, τὶς ἑορτές, σχεδὸν καθημερι­νῶς. Ἄνοιγε τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ ἑρμήνευε τὰ ἀθάνατα λόγια της. Σὰν τὸν ψαρᾶ ἔρριχνε τὸ δίχτυ τοῦ εὐαγγελίου καὶ ἁλίευε ψυχές. Μετα­ξὺ δὲ τῶν ἄλλων ἁλίευσε καὶ – ποιόν;
Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ κήρυττε ὁ Ἀμβρόσιος, μπῆκε μέσα, μὲ κάποια διάθεσι νὰ περιεργασθῇ καὶ νὰ σχολιάσῃ τὴ ῥητορική του ἱκανότητα, ἕνας νέος 25 – 30 ἐτῶν. Ἦταν ὑπερήφανος καὶ ἐγωιστής, ἀκόλαστος καὶ διεφθαρμένος. Ὅ­ταν ὅμως τὸ κήρυγμα προχώρησε, ὁ νεα­ρὸς αὐτός, ἀν­τὶ νὰ κοροϊδέψῃ τὸν Ἀμβρόσιο, πιάστηκε στὰ δίχτυα. Τέτοια δύναμι ἔχει τὸ εὐ­αγγέλιο. Μπῆ­κε μέσα μαῦρος – βγῆκε ἄσπρος, μπῆκε κοράκι – βγῆκε περιστέρι. Ποιός ἦταν αὐ­τός; Ἦταν ὁ μετέπειτα ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Ἡ ἁγία μητέρα του, ἡ Μόνικα, εἶχε πάει νωρί­τε­ρα στὸν Ἀμβρόσιο καὶ ἔκλαιγε. –Γιατί κλαῖς; ―Χάνω τὸ παιδί μου! –Παιδί, ποὺ ἡ μάνα του κλαίει γι᾿ αὐτό, δὲν θὰ χαθῇ!… Καὶ ὅπως εἶπε ὁ Ἀμβρόσιος, ἔτσι ἔγινε.
Τὸ τρίτο ποὺ ἔκανε ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἦ­ταν, ὅτι δὲν ἄφησε τὸ σατανᾶ νὰ σπείρῃ στὴν ἐπαρχία του ζιζάνια αἱρέσεων. Καθάρισε τὴν ἐ­παρχία του ἀπὸ τὶς αἱρέσεις τοῦ Ἀρείου, τοῦ Σαβελλίου καὶ τοῦ Εὐνομίου. Ἦταν κήρυκας τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ ἀνοθεύτου εὐαγγελίου.
Ἀναφέρω τέλος ἀπὸ τὴ ζωή του ἕνα γεγο­νὸς ποὺ δείχνει τὸ χαρακτῆρα τοῦ ἁγίου Ἀμ­βροσίου. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη αὐτοκράτορας ἦ­ταν ὁ Μέγας Θεοδόσιος (379-395). Καλὸς αὐτοκράτορας, ἀλλὰ εἶχε κι αὐτὸς ὡς ἄνθρωπος ἕνα ἐ­­λάττωμα. Ποιό; Ἦταν θυμώδης, θύμωνε. Καὶ ὁ θυμὸς εἶνε μειονέκτημα ἰδίως γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἔ­χει ἐξουσία· τὸν πατέρα, τὸν ἄρχοντα, τὸν ἱε­ρέα, τὸν ἐπίσκοπο. Καὶ ἀκοῦστε τί συμφορὰ προξένησε ὁ θυμὸς τοῦ Θεοδοσίου. Στὴ Θεσσαλονίκη ἔγινε μιὰ ἀνταρσία καὶ σκότωσαν με­ρικοὺς στρατιῶτες τῆς αὐτοκρατορίας. Μόλις τό ᾿μαθε ὁ Θεοδόσιος ἐξωργίστηκε, καὶ κα­τὰ διαταγήν του ἡ φρουρὰ τῆς Θεσσαλονίκης, μιὰ μέρα ποὺ οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως ἦ­ταν μαζεμένοι στὸ Ἱπποδρόμειο γιὰ νὰ παρακολουθήσουν ἀθλητικοὺς ἀγῶνες, εἰσώρμησε τὴν ὥρα ἐκείνη μέσα στὸ στάδιο καὶ σκότω­σε – πόσους; 7.000, ἀπὸ μεγάλους ἕως μικρὰ παιδιά! Ἔγκλημα μεγάλο. Ἀλλὰ ὁ Θεοδόσιος τὸ θεωροῦσε ὡς δικαία τιμωρία γιὰ τὴν ἀνταρ­σία ἐναντίον τῆς ἐξουσίας. Μονοκράτωρ αὐ­τὸς ἀνεξέλεγκτος καὶ μὲ τεράστια δύναμι, ἦρ­θε μετὰ τὸ ἔγκλημα στὰ Μεδιόλανα. Τὴν Κυρι­ακή, ὅταν χτύπησε ἡ καμπάνα, ντυμένος τὴν ἁ­λουργίδα καὶ φορώντας τὸ στέμμα πῆγε μὲ συνοδεία στὴν ἐκκλησία. Μπῆκε; Δὲν μπῆκε. Γιατί; Στὴν πόρτα ἦταν ὁ Ἀμβρόσιος· –Ἄλτ, βασιλιᾶ! δὲν μπαίνεις μέσα. –Γιατί; –Διότι τὰ χέρια σου στάζουν αἷμα. –Μὰ κι ὁ Δαυΐδ, ἀπαν­τᾷ ὁ Θεοδόσιος, σκότωσε, καὶ ὅμως μπῆκε στὸ ναό. –Ναί, ἀλλὰ ὁ Δαυῒδ μετανόησε. Μετανό­ησε λοιπὸν κ᾿ ἐσύ, καὶ κλάψε μὲ τὰ δάκρυα τοῦ Δαυΐδ· καὶ τότε θὰ σοῦ δώσω τὴν ἄδεια νὰ εἰσ­έλθῃς… Ἔφυγε ταπεινωμένος ὁ αὐτοκράτορας. Μετανόησε, δέχθηκε τὸ ἐπιτίμιο, τὸν κανόνα ποὺ τοῦ ἐπέβαλε ὁ Ἀμβρόσιος. Καὶ μετά, ὄχι πλέον μὲ στολὴ αὐτοκρατορικὴ ἀλλὰ μὲ στολὴ μετανοοῦντος Χριστιανοῦ, ἔγινε δε­κτὸς στὸ ναό, κλαίγοντας καὶ ἀναστενάζον­τας καὶ ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ὤ παράδειγμα! Ντροπὴ σ᾿ ἐμᾶς τοὺς νεωτέ­ρους, ντροπή μας. Ἀκοῦτε, ἐκεῖ σ᾿ ἕνα σημεῖο τῆς θείας λειτουργίας πρὶν τὸ «Πιστεύω» τί λέει; «Τὰς θύρας, τὰς θύρας· ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν». Τί σημαίνει αὐτό· Ἐσὺ ποὺ εἶσαι πα­πᾶς, ἐπίσκοπος, ἐπίτροπος, νεωκόρος, σταθῆ­τε στὶς πόρτες σὰν φρουροὶ ἄγγελοι, καὶ μὴν ἀ­φήσετε νὰ μπῇ μέσα στὸ ναὸ ὁ ἄπιστος, ὁ βλά­στημος, ὁ διαζευγμένος, ὁ πόρνος καὶ ὁ μοιχός, ὅποιος ἔχει διαπράξει ἐγκλήματα. Φυλάγον­ται λοιπὸν τώρα οἱ πόρτες, ἢ παίζουμε θέατρο λέγοντας «Τὰς θύρας, τὰς θύρας…»; Γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἐγώ, ὅταν ἔγινα ἐπίσκοπος, διώρισα θυρωρούς· καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔγινα κακός. Ἀλλ᾿ ἔτσι ἦταν στὴν πρώτη Ἐκκλησία· ὑπῆρχε θυρωρός, ἀκό­μη καὶ γιὰ τὸν αὐτοκράτορα. Δὲν τὸ λέω ἐγώ· ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε – ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο· «Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7,6). Πῶς ἑρμηνεύεται αὐτό; Μὴ δώσετε, λέει, στὰ σκυλιὰ τὰ ἅγια καὶ μὴ ῥίξετε τὰ μαργαριτάρια σας στοὺς χοίρους.

* * *

Εἴθε, ἀγαπητοί μου, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου νὰ φυλάῃ τὸν κόσμο ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑ­μνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶ­νας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη μεγάλη ἑσπερινὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὸ Σάββατο 6-12-1980 μὲ ἄλλο τίτλο.