ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΦΙΛΩΤΑ
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΦΙΛΩΤΑ
Όχι απλώς καλό αλλά αναγκαίο καθίσταται τις άγιες αυτές ημέρες που έρχονται να προετομαζόμαστε μέσα στο κλίμα της σαρακοστής αυτής, μελετώντας από την Παλαιά Διαθήκη τις σχετικές προφητείες και τους Μεσσιανικούς ψαλμούς του Δαυΐδ ενώ από την Καινή τις ευαγγελικές περικοπές που αναφέρονται στα Χριστούγεννα αλλά κυρίως να ερευνούμε την ερμηνεία τους από τους αγίους Πατέρες σε βιβλία που κυκλοφορούν, ακούγοντας συνάμα, εκεί που υπάρχει η δυνατότητα και χωρίς να δημιουργούμε πρόβλημα, τους μεστούς από πνευματικά νοήματα χριστουγεννιάτικους ύμνους, τα λεγόμενα τροπάρια, των εόρτιων ημερών που υπάρχουν σε CD ή και το διαδίκτυο, και βέβαια νηστεύοντας ας έχουμε πνευματικά νοήματα στο νου, άγιες σκέψεις στην διάνοια μας και πνευματικές επιθυμίες που θα μας βοηθήσουν να ταξιδεύσουμε πνευματικά εκεί στην Βηθλεέμ για να ακούσουμε την ουράνια αγγελική μελωδία και να προσκυνήσουμε μέ πόθο, όπως οι Μάγοι, το θείο βρέφος από το οποίο θα αντλήσουμε όχι μόνο ελπίδα αλλά και πνευματική μέθεξη με θεωρία! Ας καθάρουμε το νου μας για να γίνει πιο εποπτικός και περισσότερο φωτεινός.
Ας καταφύγουμε δια του μυστηρίου της ιεράς εξομολογήσεως στους εναπομείναντες ορθόδοξους πνευματικούς πατέρες για να εξομολογηθούμε με μετάνοια τα αμαρτήματα και τις πνευματικές μας πτώσεις και ας προσευχηθούμε πιο θερμά. Ας αναζωπυρώσουμε την Χάρη που λάβαμε κατά το Βάπτισμα και, βέβαια, ας κρατήσουμε την πίστη μας με την ομολογία. Ας βάλουμε ως αίτημα προσευχής και πνευματικό στόχο ετούτη την φορά να βιώσουμε θεάρεστα τα Χριστούγεννα βοηθώντας και τους αδελφούς μας που στερούνται τα αναγκαία. Χρειάζεται, βέβαια, να συμμετέχουμε το κατά δύναμιν στις ιερές ακολουθίες και από κει και πέρα ας κάνουμε το ανθρώπινο να διατηρήσουμε την ειρήνη μας που προσπαθεί να φυγαδεύσει ο Διάβολος, μάλιστα τον καιρό αυτό, που βάζει τα όργανά του με τις διώξεις, τις αλλεπάλληλες επιστολές και τα e-mails που μας στέλνονται στο όνομα του Οικουμενισμού, της αίρεσης, που ταράζει τις ψυχές μας ιδίαιτερα όταν θέλουμε να έχουμε κλίμα προσευχής.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ἀπὸ τὰ φοιτητικά μου χρόνια, τότε ποὺ ξεκίνησα τὴν ἄσκηση τοῦ ἔργου τῆς Κατηχήσεως στὴν τοπικὴ Ἐκκλησία, διαπίστωνα τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκθέτω τὰ γεγονότα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ κατὰ τὶς Δεσποτικὲς ἑορτές, ὄχι τόσο ἀπὸ τὰ συνήθη κατηχητικὰ βοηθήματα ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια. Τὶς περισσότερες φορὲς βέβαια, ἀπαιτοῦνταν ἕνας συνδυασμὸς τῶν περικοπῶν, γιὰ νὰ γίνεται γνωστὴ ἡ συνάφεια τους, ὥστε νὰ ἑρνηνεύονται καὶ νὰ παρουσιάζονται μὲ πληρότητα. Χρειαζόταν ὅμως ὁ λόγος τῆς κατηχήσεως νὰ ἔχει καὶ κάποιο κάλλος γιὰ νὰ εἶναι συνάμα θελκτικὸς καὶ εὔληπτος. Ἀκόμη, τουλάχιστον γιὰ τὰ Χριστούγεννα, ταίριαζε καὶ μιὰ ἀφηγηματικότητα ὁπωσδήποτε μέσα στὰ ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ πλαίσια, ποὺ παρέχει τὸ ἴδιο τὸ θεόπνευστο κείμενο. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἀρκούσε. Ἂν μείνει κανεὶς μακριὰ ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων, κινδυνεύει νὰ πέσει σὲ σοβαρὲς πλάνες, παρασύροντας καὶ ἄλλους, καθὼς καὶ νὰ λέει ἕνα σωρὸ ληρώδη φληναφήματα. Εὐτυχῶς ὅμως, κοντὰ στὸν Γέροντα, Μητροπολίτη μας τότε, μακαριστὸ τώρα π. Αὐγουστίνο, ἀγαπήσαμε τοὺς Πατέρες. Μελετώντας τους, διαπίστωνα ὅτι ὑπῆρχαν πολὺ σημαντικὲς πατερικὲς ὁμιλίες μὲ σπάνιο περιεχόμενο καὶ κάλλος. Ὅ,τι θεωροῦσα προσωπικὰ ἀξιοσημείωτο, προσπαθοῦσα νὰ μὴ λησμονῶ ποὺ τὸ ἐντόπισα. Γιὰ νὰ ἐνθυμοῦμαι δὲ ὅλα αὐτὰ τὰ σπουδαῖα ἀποσπάσματα τῶν κειμένων, ἑνίοτε σημείωνα παραπομπές, ἄλλοτε τὰ μελετοῦσα κατ’ ἐπανάληψη καὶ τὶς περισσότερες φορές τὰ ἐνσωμάτωνα σὲ ὁμιλίες εἴτε αὐτολεξεὶ εἴτε ἀποδίδοντας ἐλεύθερα τὸ νόημά τους. Σχετικὰ ὅμως μὲ τὰ Χριστούγεννα -ὅπως καὶ γιὰ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα-, καθὼς συνέθετα ἀποσπάσματα πατερικῶν λογίων, προέκυψαν σύνολα ποὺ διαρκῶς ἐμπλουτίζονταν καὶ ἀσφαλῶς βελτιώνονταν. Διαπίστωνα ἀπὸ καιρό, μάλιστα ὡς κληρικός, τὸ κενὸ τῆς κατηχήσεως στὰ χριστολογικὰ γεγονότα ὅπως καὶ στὸ φιλοκαλικὸ ἦθος. Ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου, κ. Ἰερόθεος, εἶχε πιάσει ἀπὸ καιρὸ τὸν σφιγμὸ τῆς ὅλης κατάστασης καὶ ἐργάσθηκε ἀξιέπαινα θεωρῶ σ’ αὐτὴ τὴν βάση. Προσωπικά, ἦταν καημός μου νὰ ὑπάρχει βαθειὰ πνευματικὴ γνώση στὸ ποίμνιο γιὰ τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ νόημα τῶν ἑορτῶν, γιὰ νὰ ὑπάρχει κατὰ συνέπεια καὶ μύηση στὴν μυστηριακὴ ζωὴ, ὅπως καὶ ἀναζωπύρωση τῆς χάριτος στὶς ψυχές. Εἰδικὰ γιὰ τὰ Χριστούγεννα, πέρα ἀπὸ τὶς ὁμιλίες καὶ τὰ κηρύγματα, ἤθελα καὶ μιὰ πιὸ ζεστὴ ἐξιστόρηση, χωρὶς νὰ ἀπουσιάζει τὸ θεολογικὸ στοιχεῖο καὶ κάποια διακριτικὴ ἀφηγηματικότητα. Προσπάθησα, λοιπόν, μὲ βάση πρώτα τὸ θεόπνευστο κείμενο καὶ συνάμα μὲ τὶς πατερικὲς ἀναφορὲς καὶ ἐξηγήσεις, νὰ συνθέσω μιὰ τέτοια ἔκθεση στὴν παρουσίαση τῶν γεγονότων τῆς Γεννήσεως. Στὴν πορεία ὅμως διαπίστωνα ὅτι μποροῦσαν νὰ ἐμφιλοχωρήσουν ἱστορικὲς πληροφορίες καὶ κάποια λαογραφικὰ στοιχεῖα ἀπαραίτητα γιὰ μιὰ συγκροτημένη ἐξιστόρηση τῶν γεγονότων. Δὲν ἤθελα ὅμως τὸ ὅλο ἐγχείρημα νὰ καταλήξει σὲ μιὰ στεγνὴ πραγματεία. Ἐπεδίωκα νὰ εἶναι πραγματεία, μὲ ἕνα ὕφος ὅμως ποὺ ταιριάζει στὰ Χριστούγεννα. Γι’ αὐτό, ποῦ καὶ ποῦ, διακρίνει κανείς στά κείμενα ποὺ ἐκθέτω καί κάποια ἀφηγηματικότητα, κάποιο λυρικὸ τόνο, καὶ ὁπωσδήποτε παραθέτονται ὁρισμένοι ὕμνοι ἢ φράσεις ἀπ’ αὐτούς, ὥστε νὰ μὴ λείπει καί ὁ λειτουργικὸς χαρακτήρας. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ κατ’ ἐξοχὴν ἐπιδίωξα καὶ ἀπετέλεσε στόχο μου στὴν σειρά αὐτὴ εἶναι, μελετώντας ὁ ἀναγνώστης τὴν ἑόρτια πραγματεία νὰ ἐννοήσει τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς. Γιατὶ ἐνηνθρώπησε ὁ Θεὸς καὶ τί σημαίνει αὐτὸ γιὰ μᾶς. Στὴν πραγματικότητα τὸ ὅλο κείμενο εἶναι σύνθεση ἁγιογραφικῶν, πατερικῶν, ὑμνογραφικῶν λογίων, ἱστορικῶν πληροφοριῶν, λαογραφικῶν καὶ ἄλλων στοιχείων. Θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ ὅτι εἶναι ἕνα χριστουγεννιάτικο πάζλ. Ἵσως τὸ μόνο δικό μου ποὺ ὑπάρχει στὸ κείμενο εἶναι ἡ ζωηρὴ ἐπιθυμία νὰ παρουσιάσω τὸν πλοῦτο τῶν ἁγίων Πατέρων, ὄχι ἀποσπασματικά, μὲ παραπομπὲς καὶ τοὺς αὐστηροὺς κανόνες τῆς ἐπιστημονικῆς τεχνογραφίας, ἀποσκοπώντας νὰ μὴ φορτώσω τὸ κείμενο καὶ χάσει τὴν ἁπλότητα καὶ τὸν ἑνιαῖο του χαρακτήρα, ἀλλὰ ὡς φωνὴ αὔρας λεπτῆς, ποὺ ἐκφράζει τὴν διαχρονικὴ ἁγιοπνευματική τους συμφωνία, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ καταλάβουν σήμερα οἱ πιστοὶ τί σημαίνουν τελικὰ τὰ Χριστούγεννα!
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ὅλες οἱ Δεσποτικὲς ἑορτές, ἐνῶ ἔχουν ἕναν σαφῆ ἱστορικὸ χαρακτήρα, ἀφοῦ ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς ὑπῆρξε ἱστορικὸ πρόσωπο, συνάμα ἔχουν καὶ ορισμένο θεολογικό νόημα. Ἀποτελοῦν σταθμοὺς στὴν ενιαία ὑπερφυσικὴ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος φανερώθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνηνθρώπησε. Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε φορὰ ποὺ τιμοῦμε ἕνα γεγονὸς τῆς Θείας Οἰκονομίας ἀναφερόμαστε στο χριστολογικὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτής. Τὸ συγκεκριμένο νόημα τῆς ἑορτῆς βιώνεται ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ὡς μυστήριο μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Κατὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος, στὶς λατρευτικὲς συνάξεις κάθε ἑορτής μυσταγωγούμαστε στα θεολογικά υτά δεσποτικά γεγονότα τῆς ἐνσάρκου ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν τρόπο τοῦ ἑορτασμοῦ που ὁρίζεται ἀπ’ τὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου· «ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασιν, ἐν θυσίαις, ἐν Ναοῖς, ἐν εἰκονίσμασι», καθώς παρέλαβε ἡ λειτουργική μας παράδοση.
Ὅπως ἡ Ἐκκλησία μας ἐνώ δρᾶ ἐν τῷ κόσμῳ ἔχει όμως τὸ πολίτευμά της στὸν οὐρανὸ φανερώνοντας μιὰ ζωὴ ποὺ δὲν εἶναι τοῦ αἰῶνος τούτου, ἔτσι καὶ οἱ δεσποτικὲς ἑορτὲς, ἐνῶ χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν ἱστορικότητα, φανερώνουν καὶ τὴν ἐσχατολογική τους προοπτική. Ἂν ἀποστασιοποιηθοῦμε ἀπὸ αὐτήν τὴν ἐσχατολογική τους προοπτικὴ και ἐγκλοβισθοῡμε στὴν ἱστορικότητα των γεγονότων κινδυνεύουμε νὰ ἐγκλωβισθοῦμε σὲ μιὰ ἀνθρωποκεντρική, ἀναμνησιακὴ θεώρηση, ἡ ὁποία θὰ μᾶς ἀφήσει ἀνενέργητους πνευματικὰ στερώντας μας τὴ Χάρη, μὲ τὴν ὁποία θὰ συλλάβουμε στὴν ψυχή μας τὸ μυστήριο. Ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὸ λειτουργικό της χωρόχρονο, τελώντας τὴ θεία λατρεία κατά την εόρτια σύναξη των πιστών, προγεύεται τὴν ὑπέρχρονη πραγματικότητα τῆς οὐρανίου Βασιλείας, καὶ δὲν μένει σὲ στείρους συναισθηματισμούς. Κάθε φορὰ ποὺ τιμᾶ ἕνα χριστολογικὸ γεγονὸς, οὐσιαστικὰ περνᾶ στὴν αἰωνία ὥρα τοῦ ἀγέραστου ἐκείνου αἰῶνα καὶ βιώνει μυστηριακὰ τὴν ἑορτή ἐν πνεύματι Ἁγίῳ, ὡς σταθμὸ τῆς Θείας Οἰκονομίας.
Ἔχοντας μιὰ τέτοια θεώρηση, θελήσαμε ἡ πραγματεία αὐτὴ νὰ ἔχει ως βάση το θεόπνευστο κείμενο των Ευαγγελίων ποὺ θὰ καλύπτει και τὴν ἱστορικότητα τοῦ γεγονότος τῆς Γεννήσεως καὶ ἀφ’ ἑτέρου τις χριστολογικὲς ἐπισημάνσεις καὶ σχόλια ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποίοι εἶναι οἱ αὐθεντικοὶ ἑρμηνευτὲς καὶ οἱ γνήσιοι ἐκφραστὲς τῆς Βίβλου καὶ τῆς Θείας αποκαλύψεως. Τὰ δύα αὐτὰ χαρακτηριστικά, ὅπως παροαναφέρθηκε, κρίναμε σκόπιμο νὰ τὰ προσφέρουμε ὄχι κηρυγματικά, οὔτε μὲ ἕναν τρόπο αὐστηρὰ ἑρμηνευτικό, ἀλλὰ ὡς ἀφήγηση ἐμπλουτίζοντάς την μὲ κάποια ἐπιπλέον ἱστορικὰ στοιχεία καὶ πληροφορίες ποὺ κρίναμε χρήσιμες, χωρίς βέβαια να ἀντλήσουμε ἀπὸ τὴν ἀπόκρυφη γραμματεία, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἱστορία, τὴν γεωγραφία, τὴν λαογραφία καὶ τὸ διαδίκτυο, όσον αφορά όμως χιλιομετρικές αποστάσεις και στοιχεία, που σήμερα είναι ευκολότερο να τα γνωρίζουμε καλύτερα από την συστηματοποίηση και την παροχή τέτοιων πληροφοριών. Τὸ κείμενο αὐτὸ συνεπῶς δὲν εἶναι κήρυγμα, δὲν εἶναι κατωτέρα ἢ ἀνωτέρα ὁμιλία, οὔτε λόγος ἀλλὰ εἶναι πραγματεία δοσμένη μὲ ρέοντα λόγο.