Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΟ ! Β΄
ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΦΙΛΩΤΑ
Μολονότι, «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε» ως προς την απερίγραπτη και ακατανόητη μακαρία φύση Του, ο Κύριος δεν μας εγκατέλειψε σε πλήρη άγνοια για τον Εαυτό του, αφού «ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν ἐν τοῖς κόλποις τοῦ πατρός, αὐτὸς ἐξηγήσατο»(Ιω.1,18). Και βέβαια αυτό το έκανε αφού πρώτα γεννήθηκε. Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός συστηματοποιώντας την προγενέστερη πατερική διδασκαλία σημειώνει: «Ἄρρητον οὖν τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον. Οὐδεὶς γὰρ ἐπιγινώσκει τὸν πατέρα εἰ μὴ ὁ υἱός, οὐδὲ τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ». Καὶ τὸ πνεῦμα δὲ τὸ ἅγιον οὕτως οἶδε τὰ τοῦ θεοῦ, ὡς τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου οἶδε τὰ ἐν αὐτῷ. Μετὰ δὲ τὴν πρώτην καὶ μακαρίαν φύσιν οὐδεὶς ἔγνω ποτὲ τὸν Θεόν, εἰ μὴ ᾧ αὐτὸς ἀπεκάλυψεν, οὐκ ἀνθρώπων μόνον ἀλλ᾿οὐδὲ τῶν ὑπερκοσμίων δυνάμεων καὶ αὐτῶν, φημί, τῶν Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ. Οὐκ ἀφῆκε μέντοι ἡμᾶς ὁ Θεὸς ἐν παντελεῖ ἀγνωσίᾳ· πᾶσι γὰρ ἡ γνῶσις τοῦ εἶναι Θεὸν ὑπ᾿ αὐτοῦ φυσικῶς ἐγκατέσπαρται. Καὶ αὐτὴ δὲ ἡ κτίσις καὶ ἡ ταύτης συνοχή τε καὶ κυβέρνησις, τὸ μεγαλεῖον τῆς θείας ἀνακηρύττει φύσεως. Καὶ διὰ νόμου μέν καὶ προφητῶν πρότερον, ἔπειτα δὲ καὶ διὰ τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ, Κυρίου δὲ καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸ ἐφικτὸν ἡμῖν τὴν ἑαυτοῦ ἐφανέρωσε γνῶσιν». Το οποίο σε μετάφραση αποδίδεται: «Αλλά ο Θεός δεν μας άφησε σε τέλεια άγνοια. Διότι η γνώση της υπάρξεως του Θεού έχει αποθησαυρισθεί μέσα στην φύση μας. Ακόμη και η ίδια η κτίση και η συνοχή και η διακυβέρνησή της διακηρύσσει το μεγαλείο της φύσεως του Θεού. Μας φανέρωσε, βέβαια, όσο είναι δυνατόν, πρώτα με το νόμο και τους προφήτες τη γνώση του εαυτού Του και έπειτα με τον μονογενή Του Υιό, τον Κύριο και Θεό μας, Σωτήρα Ιησού Χριστό».
Μέχρι την ενανθρώπιση όμως, του Υιού και Λόγου του Θεού, από τους ανθρώπους όχι όλοι, αλλά μόνο ο Ισραήλ ως λαός γνώριζε τον Θεό, και αυτός πάλι προβληματικά, αφού συνεχώς ξεύφευγε στην ειδωλολατρεία. Μεμονωμένες, οπωσδήποτε περιπτώσεις υπήρχαν, όπως του Αβραάμ, του Νώε και τόσων άλλων που δεν αποτελούσαν όμως ακόμη τον εκλεκτό λαό που αργότερα θα συνάψει Διαθήκη με τον Θεό. Πώς όμως οι άνθρωποι μέχρι τότε γνώριζαν τον Θεό;
Μέσα στον Παράδεισο, προ της πτώσεως Οι πρωτόπλαστοι είχαν άμεση κοινωνία με τον Πλάστη και Κύριο. Το μέγα τούτο και πολύτιμο αγαθό ο άνθρωπος, όπως βγήκε από τα χέρια του Πλάστη σύμφωνα με την Βιβλική θεώρηση, εισήλθε μέσα στην κτίση σε σειρά τελευταίος, ως βασιλεύς, αφού ο Θεός προευτρέπισε τον κόσμο που δημιούργησε με παντοειδή κάλλη, σαν ένα είδος βασιλικού ανακτόρου, αποθέτοντας σε αυτόν πλούτο φανερό την χλωρίδα και την πανίδα και ενέκρυψε στη γη όχι μόνο τους πολύτιμους λίθους και τα ευγενή μέταλλα αλλά και την ενέργεια που υπάρχει στα πεδία, στις φυσικές πηγές καθώς και στα έμβια συστήματα, «αναδεικνύνει στον κόσμο τον άνθρωπο, ώστε να γίνει σε μερικά από τα θαύματα που υπάρχουν στην κτίση θεατής και σε άλλα κύριος· έτσι δια της απολαύσεως θα έχει τη σύνεση του χορηγού (θα γνωρίζει δηλαδή τον Δωρεοδότη), δια του κάλλους -πάλι- και του μεγέθους των βλεπομένων θα ανιχνεύει την άρρητη και υπεράνω λόγου, δύναμη του Ποιητή». Πρόκειται δηλαδή για τις άπειρες ιδιότητες του Θεού, που επισημαίνει ο απόστολος Παύλος λέγοντας· «Τά γάρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπό κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καί θεότης, εἰς τό εἶναι αὐτούς ἀναπολογήτους». Πράγματι ο Θεός κατέστησε τον άνθρωπο επόπτη της ορατής κτίσεως και άρχοντα, γι’ αυτό και τον ευλόγησε λέγοντας· «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γης…»(Γεν. 1,28). Με όλα τα αισθητά στα οποία όρισε επόπτη τον άνθρωπο ήθελε να τον μυήσει στη θεογνωσία, το μυστήριο της Χάριτος, στην οποία μετείχαν προπτωτικά οι πρωτόπλαστοι, διότι δεν ήταν μόνο σάρκα αλλά και πνεύμα που έλαβαν με το απόρρητο και ζωαρχικό εκείνο εμφύσημα. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος εύστοχα θα σημειώσει, αυτό που είναι η οντότητά μας, λέγοντας· «…ζῶον ἐν ἐξ ἀμφοτέρων (ἀοράτου τε λέγω καὶ ὁρατής φύσεως) δημιουργεῖ τὀν ἄνθρωπον· καὶ παρὰ μὲν τῆς ὕλης λαβὼν σῶμα, ἥδη προϋποστάσης, παρ’ ἑαυτοῦ δὲ πνοὴν ἐνθείς (ὁ δὴ νοερὰν ψυχὴν καὶ εἰκόνα Θεοῦ οἶδεν ὁ λόγος) οἷον τινὰ κόσμον ἕτερον, ἐν μικρῷ μέγαν, ἐπὶ τῆς γῆς ἵστησιν ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητὴν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατής κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπὶ γῆς, βασιλευόμενον ἄνωθεν, ἐπίγειον καὶ οὐράνιον, πρόσκαιρον καὶ ἀθάνατον, ὁρατὸν καὶ νοούμενον, μέσον μεγέθους καὶ ταπεινότητος· τὸν αὐτὸν πνεῦμα καὶ σάρκα, πνεῦμα διὰ τὴν χάριν, σάρκα διὰ τὴν ἔπαρσιν· τὸ μὲν ἵνα μένῃ καὶ δοξάζῃ τὸν εὐεργέτην· τὸ δὲ ἵνα πάσχῃ, καὶ πάσχων ὑπομιμνήσκηται καὶ παιδεύηται τῷ μεγέθῃ φιλοτιμούμενος· ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καὶ ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον καὶ πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον». (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45,7). Το οποίο μεταφραζόμενο αποδίδεται: «μία ζώσα ύπαρξη, που (ο Θεός) δημιουργεί ως άνθρωπο από αόρατη και ορατή -λέω- φύση· για την οποία αφού έλαβε σώμα από την ύλη που προηγήθηκε στην Δημιουργία, ενώ από τον εαυτό Του ενεφύσησε πνεύμα, το οποίο λεγόμενο, βέβαια, εννοεί, την ψυχή και το κατ’ εικόνα Θεού, τέτοιο κατά κάποιο τρόπο άλλο κόσμο έκτακτα μεγάλο μέσα στον μικρό τον θέτει σαν άλλον άγγελο πάνω στη γη, εμπιστευμένο συνάμα να επιστατεί στην αισθητή κτίση και να μυείται στις άκτιστες ενέργειες της υπέρ λόγον φύσεως του Θεο· άρχοντα πάνω στη γη ο οποίος όμως θα έχει την αναφορά του στον Θεό, επίγειο και ουράνιο, πρόσκαιρο και αθάνατο, αισθητό και νοερό, μεταξύ μεγαλείου και ταπεινότητος· τον ίδιο πνεύμα και σάρκα, πνεύμα λόγω της δωρεάς και σάρκα για να μην επαίρεται· αφ’ενός για να είναι αφοσιωμένος και να δοξάζει τον Ευεργέτη· αφ’ ετέρου δε, να πάσχει και υπομένοντας να θυμάται και να παιδαγωγείται αναλογιζόμενος το μέγεθος της δωρεάς· ζώσα ύπαρξη (λοιπόν) που ενώ στη παρούσα ζωή οικονομείται (βολεύεται) όμως μετατίθεται αλλού και αυτή είναι τελικά η προοπτική του μυστηρίου να φθάνει στην θέωση αφού χαριτώνεται με την αφοσίωσή του στον Θεό.
Ἔχοντας ὅμως διπλὴ καταβολὴ ὁ ἄνθρωπος διάκειται συγγενῶς καὶ οἰκείως πρὸς κάθε μία ἀπὸ τὶς δύο ἀπολαύσεις. Ἀπολαμβάνει τὸν Θεὸ μὲ τὴν θειότερη φύση, ἐνῶ τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς μὲ τὴν ὁμογενῆ αὐτῶν αἴσθηση. Καὶ ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε πιὸ ἀκριβεῖς ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ συνακόλουθα ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ, ἐπειδὴ εἶναι σύνθετη καὶ πολυμερὴς, ἔχει τὴ σωματική, τὴ διανοητικὴ καὶ τὴν πνευματική της πλευρά. Κάθε μιά, πάλι, ἀπὸ τὶς πλευρὲς αὐτὲς ἔχει τὶς δυνάμεις της, τὶς ἀνάγκες καὶ τοὺς τρόπους της. Συνεπῶς, ὅταν ὅλες οἱ δυνάμεις μας εἶναι σὲ ἐνέργεια καὶ ὅλες οἱ ἀνάγκες μας ἰκανοποιοῦνται, ὑπάρχει ἰσορροπία καὶ ἀληθινὴ ζωή. Αὐτὸ διότι οἱ δυνάμεις τῆς φύσεώς μας λειτουργοῦν σὲ μιὰ ἑνότητα, ἀλληλεξάρτηση καὶ συνεργασία. Γι’ αὐτὸ μιὰ ζωὴ ποὺ δὲν καλύπτει καὶ δὲν καλλιεργεῖ ὅλες τὶς πλευρὲς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μονάχα ἕνα μικρὸ μέρος τους καὶ μάλιστα τὸ πιὸ ἀσήμαντο, μπορεῖ νὰ ἀγγίξει τὸ κέντρο τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι πνευματικό;
Ἡ ἀποδοχὴ Αὐτοῦ, τοῦ «Ὄντος ἀπαρχῆς»,δηλαδή, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου σαφῶς γίνεται καὶ εἶναι ὁ λόγος τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς! Εἶναι πλέον αὐτὸ ποὺ δίνει νόημα στὸ πρόσκαιρο αὐτὸ πέρασμά μας ἀπὸ τὴ γῆ. Γι’ αὐτὸ, ὄντως, Μυστήριο, ξένο καὶ παράδοξο εἶναι η Γέννησις τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, διότι ἂν εἶναι ἀκατανόητο καὶ συνάμα θαυμαστὸ, ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀρχαγγέλους, νὰ ἔλθουν στὴν ὕπαρξη ἐκεῖνα ποὺ κάποτε δὲν ὑπῆρχαν καὶ νὰ ἀποτελοῦν ὄντα, εἶναι ἀπείρως θαυμαστότερο καὶ πολυύμνητο νὰ γίνει κάποιο ἀπὸ αὐτὰ Θεός μὲ τὸ νὰ γίνεται ὁ Θεὸς ἄνθρωπος χωρὶς νὰ παύει νὰ εἶναι Θεός. Ὁ Ὤν, “Αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει” πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, ὁ Θεὸς Λόγος, ὁ Ὁποῖος δὲν ὑπῆρχε καιρὸς ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχει, ἀφοῦ «ἐν ἀρχὴ ἦν ὁ Λόγος», καὶ ποὺ εἶναι βέβαια συνάναρχος καὶ συναΐδιος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ Ὁποῖο «ἦν μὲν ἀεὶ καί ἐστι καὶ ἔσται, μᾶλλον δέ ἐστιν ἀεί», ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, προσλαμβάνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση μας, ἄρχεται, γιὰ νὰ γίνει ὁ λόγος τῆς ζωῆς μας· «σήμερον ὁ ἄναρχος ἄρχεται, καὶ ὁ Λόγος σαρκοῦται».
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα δική Του γιὰ νὰ δυνηθῆ νὰ χωρέσῃ τὸ ἀρχέτυπο μὲ τὴν ἐνανθρώπιση. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἔκτισε σύνδεσμο τοῦ νοητοῦ καὶ αἰσθητοῦ κόσμου καὶ ἀνακεφαλαίωση καὶ ἐπίλογο ὅλων τῶν κτισμάτων. Καὶ ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγορείτης: «διὰ τοῦτον τὸν σκοπόν, ἵνα ἑνωθεὶς μετ’ αὐτοῦ, ἑνωθῇ μεθ’ ὅλων τῶν κτισμάτων καὶ ἀνακεφαλαιωθῶσιν ἐν τῷ Χριστῷ οὐράνια καὶ ἐπίγεια, ὡς λέγει ὁ Παῦλος. Καὶ κτίστης καὶ κτίσις γένηται ἓν καθ’ ὑπόστασιν, κατὰ τὸν θεοφόρον Μάξιμον». Ὑπάρχει δηλαδὴ ἕνας ὑψηλὸς προορισμὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο στὸν ὁποῖο τὸν καλεῖ ὁ Θεὸς χαριζοντάς του τὴν ἐλευθερία. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο, τὸ κατ’ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο θά ἐλάμβανε χώρα καὶ πρὸ τῆς πτώσεως.
Ὁ προσανατολισμός μας σ’ αὐτὴ τὴν κλήση μας εἶναι τελικὰ ἐκεῖνο ποὺ ταιριάζει στὴ φύση μας καὶ θὰ μᾶς γεμίσει ὑπαρξιακά. Ἀντίθετα ἡ ἀποστροφή μας πρὸς τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ θὰ μᾶς στερήσει τὴν ζωντανὴ κοινωνία μαζί Του θὰ μᾶς ἀφήσει ἕνα αἴσθημα ἀνικανοποίητου καὶ ἕνα κενὸ ποὺ θὰ χάσκει νὰ μᾶς καταπιεῖ ὑπαρξιακά. Διότι, ἂν ἡ βιωτή μας δὲν γίνῃ πέρασμα ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀστοχήσαμε στὶς ἐπιλογές μας καὶ θὰ στερηθοῦμε τὴν μετοχή μας στὸ ἄκτιστο Φῶς τῆς Παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Τότε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ θὰ λάμψει στὸν μακάριο καὶ ἀθάνατο ἐκεῖνον κόσμο ἀπείρως περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο ἀλλὰ δὲν θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ πλασθοῦν τότε μάτια. Γι’ αυτό: «Καθένας που βαπτίσθηκε στο όνομα του Χριστού, οφείλει να περάσει απ΄ όλες τις μεθηλικιώσεις του Χριστού. Γιατί στο βάπτισμα τις έλαβε δυνάμει, και μέσω των εντολών μπορεί να τις πραγματώσει και να τις γνωρίσει. Στη σύλληψη του Χριστού αντιστοιχεί ο αρραβώνας του Πνεύματος· στη γέννησή Του, η ενέργεια της αγαλλιάσεως· στη βάπτισή Του, η καθαρτική δύναμη της φωτιάς του Πνεύματος· στη μεταμόρφωση, η θεωρία του θείου φωτος· στη σταύρωση, η νέκρωση του πιστού σε σχέση με όλα· στην ταφή, η κατοχή μέσα στην καρδιά του θείου έρωτα· στην ανάσταση, η ζωοποιός έγερση της ψυχής· στην ανάληψη, η έκσταση προς το Θεό και η αρπαγή του νου. Όποιος δεν πέρασε αυτές τις μεθηλικιώσεις του Χριστού και δεν τις αισθάνεται, είναι ακόμη νήπιος και στο σώμα και στο πνεύμα κι ας θεωρείται απ΄ όλους γέροντας και πρακτικός», όπως σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης.
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα δική Του γιὰ νὰ δυνηθῆ νὰ χωρέσῃ τὸ ἀρχέτυπο μὲ τὴν ἐνανθρώπιση. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἔκτισε σύνδεσμο τοῦ νοητοῦ καὶ αἰσθητοῦ κόσμου καὶ ἀνακεφαλαίωση καὶ ἐπίλογο ὅλων τῶν κτισμάτων. Καὶ ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγορείτης: «διὰ τοῦτον τὸν σκοπόν, ἵνα ἑνωθεὶς μετ’ αὐτοῦ, ἑνωθῇ μεθ’ ὅλων τῶν κτισμάτων καὶ ἀνακεφαλαιωθῶσιν ἐν τῷ Χριστῷ οὐράνια καὶ ἐπίγεια, ὡς λέγει ὁ Παῦλος. Καὶ κτίστης καὶ κτίσις γένηται ἓν καθ’ ὑπόστασιν, κατὰ τὸν θεοφόρον Μάξιμον». Ὑπάρχει δηλαδὴ ἕνας ὑψηλὸς προορισμὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο στὸν ὁποῖο τὸν καλεῖ ὁ Θεὸς χαριζοντάς του τὴν ἐλευθερία. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο, τὸ κατ’ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο θά ἐλάμβανε χώρα καὶ πρὸ τῆς πτώσεως.
Ὁ προσανατολισμός μας σ’ αὐτὴ τὴν κλήση μας εἶναι τελικὰ ἐκεῖνο ποὺ ταιριάζει στὴ φύση μας καὶ θὰ μᾶς γεμίσει ὑπαρξιακά. Ἀντίθετα ἡ ἀποστροφή μας πρὸς τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ θὰ μᾶς στερήσει τὴν ζωντανὴ κοινωνία μαζί Του θὰ μᾶς ἀφήσει ἕνα αἴσθημα ἀνικανοποίητου καὶ ἕνα κενὸ ποὺ θὰ χάσκει νὰ μᾶς καταπιεῖ ὑπαρξιακά. Διότι, ἂν ἡ βιωτή μας δὲν γίνῃ πέρασμα ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀστοχήσαμε στὶς ἐπιλογές μας καὶ θὰ στερηθοῦμε τὴν μετοχή μας στὸ ἄκτιστο Φῶς τῆς Παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Τότε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ θὰ λάμψει στὸν μακάριο καὶ ἀθάνατο ἐκεῖνον κόσμο ἀπείρως περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο ἀλλὰ δὲν θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ πλασθοῦν τότε μάτια. Γι’ αυτό: «Καθένας που βαπτίσθηκε στο όνομα του Χριστού, οφείλει να περάσει απ΄ όλες τις μεθηλικιώσεις του Χριστού. Γιατί στο βάπτισμα τις έλαβε δυνάμει, και μέσω των εντολών μπορεί να τις πραγματώσει και να τις γνωρίσει. Στη σύλληψη του Χριστού αντιστοιχεί ο αρραβώνας του Πνεύματος· στη γέννησή Του, η ενέργεια της αγαλλιάσεως· στη βάπτισή Του, η καθαρτική δύναμη της φωτιάς του Πνεύματος· στη μεταμόρφωση, η θεωρία του θείου φωτος· στη σταύρωση, η νέκρωση του πιστού σε σχέση με όλα· στην ταφή, η κατοχή μέσα στην καρδιά του θείου έρωτα· στην ανάσταση, η ζωοποιός έγερση της ψυχής· στην ανάληψη, η έκσταση προς το Θεό και η αρπαγή του νου. Όποιος δεν πέρασε αυτές τις μεθηλικιώσεις του Χριστού και δεν τις αισθάνεται, είναι ακόμη νήπιος και στο σώμα και στο πνεύμα κι ας θεωρείται απ΄ όλους γέροντας και πρακτικός», όπως σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης.
Ἡ μέλλουσα ζωή, ὅσους δεχθῆ χωρὶς τὶς δυνάμεις καὶ τὶς αἰσθήσεις ποὺ εἶναι ἀπαραίτητες γι’ αὐτὴ δὲν θὰ τοὺς βοηθήσει καθόλου στὴν μακαριότητα. Οἱ πιστοὶ δέχονται στὴν παροῦσα ζωὴ πολλὲς ἀνταύγειες ἀπὸ τὴ μέλλουσα καὶ τοῦτο εἶναι τὸ διαπιστευτήριο γιὰ νὰ δράξουν τὴν εὐκαιρία τῆς σωτηρίας· «ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς». «Ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ γεννιέται σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἀρχίζει ἀπὸ ἐδῶ. Ὁλοκληρώνεται ὅμως στὴ μέλλουσα, ὅταν φθάσουμε σ’ ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἀλλὰ οὔτε αὐτὴ ἡ ζωὴ μπορεῖ νὰ τὴν τελειοποιήσῃ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων οὔτε ἡ μέλλουσα, ἂν δὲν ξεκινήσει ἀπὸ ἐδῶ». Καὶ τὸ ξεκίνημα δὲν εἶναι νὰ ἀλλάξουμε τόπο ἀλλὰ τὸν τρόπο καὶ τὴν ζωὴ. Μεταθέτοντας τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν ὁρατὸ στὸν ἀόρατο κόσμο θὰ ζοῦμε ἐν τῷ Θεῷ. Αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιὰ τὸν ἄνθρωπο: «ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καὶ ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον καὶ πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον».
Αὐτὴ ἡ μονομέρεια τῶν ἐπιλογῶν μας αὐτονομώντας μονοφυσιτικὰ τὸν αἰσθητικό μας κόσμο ἀπὸ τὸν νοερὸ, ἀκόμη καὶ στὰ Χριστούγεννα, εἶναι τελικὰ ἐκεῖνο ποὺ μᾶς στερεῖ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἁρμονίας ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τῆς ζωῆς. Ὅσο καὶ ἂν οἱ πολιτισμοὶ διαδέχονται ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ὅσο καὶ ἂν οἱ ἐξωτερικὲς μορφὲς ζωῆς ἀλλάζουν, ὅσο κι ἂν καλπάζει ἡ παγκοσμιοποίηση, ὑπάρχει κάτι ποὺ δὲν θὰ ἀλλάξει ποτέ! Ἡ ἀνθρώπινη πνευματικὴ δίψα γιὰ τὸ ὑπερφυσικό καὶ ὑπερβατικό εἶναι «ἕνα δῶρο -ὅπως γράφει ὁ Ἀλέξανδρος Σμέμαν- δοσμένο ἀποκλειστικὰ στὸν ἄνθρωπο ὡς σημεῖο καὶ οὐσία αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς του». Αὐτὸ ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ξεχωρίζῃ καὶ νὰ ὑπάρχῃ μέσα στὴν αἰσθητὴ Δημιουργία εἶναι ὅτι ἔχει ψυχή. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ὅπως ἡ ψυχή – ζωὴ τῶν ἀλόγων ζώων. Ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ καθενὸς ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ σώματος ποὺ τὰ ἐμψυχώνει, καὶ δὲν ἔχουν αὐτὰ τὴν ζωὴ ὡς οὐσία ἀλλὰ μόνο ὡς ἐνέργεια, γι’ αὐτὸ διαφέρει ἀπ’ αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλὰ καὶ ἀπ’ τοὺς ἀγγέλους διαφέρει ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἄγγελοι ἔχουν τὴν ζωὴ μόνο ὡς οὐσία καὶ ὄχι καὶ ὡς ἐνέργεια, αφοῦ δὲν ἔχουν σῶμα ποὺ νὰ χρειάζεται νὰ λάβῃ ζωοποιὸ δύναμη. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ψυχὴ καὶ ὡς οὐσία καὶ ὡς ἐνέργεια, ἡ ψυχή του δὲν εἶναι μόνο ζωὴ τοῦ σώματος ποὺ τὸ ἐμψυχώνει ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ καθ’ ἑαυτὴν ἔχοντας τὴν ἰδιαίτερη οὐσία καὶ ὑπόστασή της. Γι’ αὐτὸ μετὰ τὸν βιολογικό μας θάνατο δὲν παύουμε νὰ ὑπάρχουμε ἀλλὰ ζοῦμε ὡς πνεύματα μέχρι νὰ ξαναλάβουμε τὰ σώματά μας μὲ τὴν κοινὴ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἡ ἀθάνατη αὐτὴ ψυχὴ ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς μὲ τὸ ἀπόρρητο καὶ ζωαρχικὸ ἐκεῖνο ἐμφύσημα εἶναι ποὺ μᾶς κάνει νὰ διψοῦμε τῆν παρουσία Του στὴν ὕπαρξή μας.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινὸς ἄνθρωπος ἐξ αἰτίας τοῦ ἀνειρήνευτου πόθου του γιὰ ὑπερβατικότητα. Καὶ βέβαια ὁ πόθος αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἰκανοποιηθεῖ ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει κοινωνία μὲ Τὸν Ὄντα, μὲ Αὐτὸν ποὺ ὑπάρχει πάντοτε καὶ ποὺ δὲν ὑπῆρχε καιρὸς ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχει.Ὅσο καὶ ἂν οἱ πολιτισμοὶ διαδέχονται ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ὅσο καὶ ἂν οἱ ἐξωτερικὲς μορφὲς ζωῆς ἀλλάζουν, ὅσο κι ἂν καλπάζει ἡ παγκοσμιοποίηση, ὑπάρχει κάτι ποὺ δὲν θὰ ἀλλάξει ποτέ! Ἡ ἀνθρώπινη πνευματικὴ δίψα γιὰ τὸ ὑπερφυσικό καὶ ὑπερβατικό εἶναι «ἕνα δῶρο -ὅπως γράφει ὁ Ἀλέξανδρος Σμέμαν- δοσμένο ἀποκλειστικὰ στὸν ἄνθρωπο ὡς σημεῖο καὶ οὐσία αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς του». Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινὸς ἄνθρωπος ἐξ αἰτίας τοῦ ἀνειρήνευτου πόθου του γιὰ ὑπερβατικότητα. Καὶ βέβαια ὁ πόθος αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἰκανοποιηθεῖ ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει κοινωνία μὲ Τὸν Ὄντα, μὲ Αὐτὸν ποὺ ὑπάρχει πάντοτε καὶ ποὺ δὲν ὑπῆρχε καιρὸς ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχει.
Στὴν καθημερινή μας πραγματικότητα διαπιστώνουμε ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κάτι ἀναζητοῦν. Ἀναζητοῦν ἀδιάκοπα καὶ ἀνήσυχα. Νομίζουν ὅτι ἡ ἀναζήτησή τους ἀφορᾶ κάτι ποὺ ἀφορᾶ τὴν ἐγκόσμια πραγματικότητα. Δὲν εἶναι πάντοτε σὲ θέση νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι ἡ ἀνειρήνευτη αὐτὴ ἐπιθυμία τους εἶναι ἡ πανανθρώπινη νοσταλγία τοῦ Θεοῦ. Κατακτώντας κάτι ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ πρόσκαιρα,ποὺ νομίζουν ὅτι τοὺς λείπει, ἐπειδὴ δὲν βρίσκουν ἀνάπαυση, τὸ ἀπορρίπτουν καὶ ξαναρχίζουν τὴν συνάμα πολύτιμη καὶ βασανιστική τους ἀναζήτηση, ἡ ὁποία, ἂν δὲν καταλήξει στὸν Θεὸ, δὲν ἔχει τέλος. Κάποιοι, πάνω στὴνἐπίγνωση τῆς ἀναζητήσεώς τους, ὅταν δὲν βροῦν τὸν ποθούμενο, ἀναγνωρίζουν τὸν ἄσκοπο κόπο τους, ἄλλοι δικαιολογοῦν τὴν ἐσωτερικὴ αὐτὴ πάλη τους φιμώνοντας τὴ συνείδησή τους καὶ προσπαθώντας νὰ σκοτώσουν τὴ βασανιστική τους δίψα. Τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι ἀγνοοῦμε τὸν ἑαυτό μας! Ὁ ἄνθρωπος, κατ’ ἐξοχὴν στὴν ἐποχή μας, ἂν καὶ ἔφτασε σὲ μεγάλα καὶ ὑψηλὰ ἐπιτεύγματα τὴς πληροφορικῆς, τῆς γενετικῆς, τῆς τεχνολογίας, γενικὰ τῆς ἐπιστήμης, ἀγνοεῖ αὐτὸ ποὺ βρίσκεται μέσα του. Ὅπως ἔλεγε ὁ Καρὲλ: «ἡ ἄγνοιά μας εἶναι, πραγματικά, πολὺ μεγάλη. Τὰ πιὸ πολλὰ ἐρωτήματα ποὺ προβάλλουν σ’ αὐτοὺς ποὺ μελετοῦν τὰ ἀνθρώπινα ὄντα μένουν ἀναπάντητα. Τεραστίες περιοχὲς τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου εἶναι ἀκόμα ἄγνωστες». Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἐκφράζει και ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέγοντας: «Τὸ τίμιον σκεῦος τῆς ψυχῆς ἐν πολλῇ βαθύτητᾳ τυγχάνει, ὡς ποὺ φησίν· ἄβυσσον καὶ καρδίαν αὐτὸς ἐρευνᾶ». Ὁ Ἄνθρωπος, αὐτὸς ὁ ἄγνωστος, μέσα στὸ φῶς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς γνωρίζεται. Ἐπειδὴ καθαρίζει τὸ ὁπτικὸ τῆς ψυχῆς μας, ὁ νοῦς ποὺ εἶναι θεωρητικὸς, στρεφόμενος στὸν ἑαυτό του μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ λαμβάνει μὲ τὸ βάπτισμα καὶ ἀναζωπυρώνει μὲ τὰ ἄλλα μυστήρια, δύναται νὰ βλέπει καθαρά. Καὶ ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Τὸ νὰ γνωρίζει κανεὶς τὸν Θεό, ἢ νὰ γνωρίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἀξία του (πράγματα ποὺ τώρα καὶ οἱ ἁπλοϊκοὶ Χριστιανοὶ γνωρίζουν) εἶναι γνώση ὑψηλότερη ἀπὸ τὴ φυσιολογία, τὴν ἀστρολογία, καὶ ὅλη τὴ γύρω ἀπ’ αὐτὲς φιλοσοφία. Ἐπιπλέον ὅμως, τὸ νὰ γνωρίζει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς τὴν ἀσθένειά του καὶ αὐτὴν νὰ ζητᾶ νὰ θεραπεύσει, αὐτὸ εἶναι πολὺ ἀνώτερο ἀσυγκρίτως ἀπὸ τὸ νὰ γνωρίζει καὶ καὶ νὰ ἐρευνᾶ τὰ μεγέθη τῶν ἄστρων καὶ τοὺς λόγους τῶν φύσεων, τὶς γενέσεις τῶν ἐπιγείων καὶ τὶς περιόδους τῶν οὐρανίων σωμάτων, τὶς μεταβολὲς καὶ τὶς ἀνατολὲς τῶν ἀστέρων, τὶς ἀκινησίες καὶ τὶς ὁπισθοδρομήσεις τους, τὶς μεταξύ τους ἀποστάσεις καὶ συνελεύσεις, καὶ γενικὰ τὶς ποικίλες σχέσεις που προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐκεῖ πολυκινησία. Γιατὶ ὁ νοῦς ποὺ γνώρισε τὴν ἀσθένειά του, βρῆκε ἀπὸ ποῦ μπορεῖ νὰ μπεῖ γιὰ νὰ βρεῖ τὴ σωτηρία, νὰ πλησιάσει τὸ φῶς τῆς γνώσεως καὶ νὰ λάβει σοφία αληθινή, ἡ ὁποία δὲν καταλύεται μαζὶ μὲ τὸν αἰῶνα τοῦτον».
Αὐτὸ ἂς γίνῃ τὸ Ἀ (Ἄλφα) τῆς Ἀρχῆς τῆς κοινωνίας μας μὲ τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι ἡ Ἀνάγκη τῆς ὑπάρξεώς μας γιὰ νὰ βροῦμε μέσα μας Ἀνάπαυση.
Στὴν καθημερινή μας πραγματικότητα διαπιστώνουμε ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κάτι ἀναζητοῦν. Ἀναζητοῦν ἀδιάκοπα καὶ ἀνήσυχα. Νομίζουν ὅτι ἡ ἀναζήτησή τους ἀφορᾶ κάτι ποὺ ἀφορᾶ τὴν ἐγκόσμια πραγματικότητα. Δὲν εἶναι πάντοτε σὲ θέση νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι ἡ ἀνειρήνευτη αὐτὴ ἐπιθυμία τους εἶναι ἡ πανανθρώπινη νοσταλγία τοῦ Θεοῦ. Κατακτώντας κάτι ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ πρόσκαιρα,ποὺ νομίζουν ὅτι τοὺς λείπει, ἐπειδὴ δὲν βρίσκουν ἀνάπαυση, τὸ ἀπορρίπτουν καὶ ξαναρχίζουν τὴν συνάμα πολύτιμη καὶ βασανιστική τους ἀναζήτηση, ἡ ὁποία, ἂν δὲν καταλήξει στὸν Θεὸ, δὲν ἔχει τέλος. Κάποιοι, πάνω στὴνἐπίγνωση τῆς ἀναζητήσεώς τους, ὅταν δὲν βροῦν τὸν ποθούμενο, ἀναγνωρίζουν τὸν ἄσκοπο κόπο τους, ἄλλοι δικαιολογοῦν τὴν ἐσωτερικὴ αὐτὴ πάλη τους φιμώνοντας τὴ συνείδησή τους καὶ προσπαθώντας νὰ σκοτώσουν τὴ βασανιστική τους δίψα. Τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι ἀγνοοῦμε τὸν ἑαυτό μας! Ὁ ἄνθρωπος, κατ’ ἐξοχὴν στὴν ἐποχή μας, ἂν καὶ ἔφτασε σὲ μεγάλα καὶ ὑψηλὰ ἐπιτεύγματα τὴς πληροφορικῆς, τῆς γενετικῆς, τῆς τεχνολογίας, γενικὰ τῆς ἐπιστήμης, ἀγνοεῖ αὐτὸ ποὺ βρίσκεται μέσα του. Ὅπως ἔλεγε ὁ Καρὲλ: «ἡ ἄγνοιά μας εἶναι, πραγματικά, πολὺ μεγάλη. Τὰ πιὸ πολλὰ ἐρωτήματα ποὺ προβάλλουν σ’ αὐτοὺς ποὺ μελετοῦν τὰ ἀνθρώπινα ὄντα μένουν ἀναπάντητα. Τεραστίες περιοχὲς τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου εἶναι ἀκόμα ἄγνωστες». Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἐκφράζει και ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέγοντας: «Τὸ τίμιον σκεῦος τῆς ψυχῆς ἐν πολλῇ βαθύτητᾳ τυγχάνει, ὡς ποὺ φησίν· ἄβυσσον καὶ καρδίαν αὐτὸς ἐρευνᾶ». Ὁ Ἄνθρωπος, αὐτὸς ὁ ἄγνωστος, μέσα στὸ φῶς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς γνωρίζεται. Ἐπειδὴ καθαρίζει τὸ ὁπτικὸ τῆς ψυχῆς μας, ὁ νοῦς ποὺ εἶναι θεωρητικὸς, στρεφόμενος στὸν ἑαυτό του μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ λαμβάνει μὲ τὸ βάπτισμα καὶ ἀναζωπυρώνει μὲ τὰ ἄλλα μυστήρια, δύναται νὰ βλέπει καθαρά. Καὶ ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Τὸ νὰ γνωρίζει κανεὶς τὸν Θεό, ἢ νὰ γνωρίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἀξία του (πράγματα ποὺ τώρα καὶ οἱ ἁπλοϊκοὶ Χριστιανοὶ γνωρίζουν) εἶναι γνώση ὑψηλότερη ἀπὸ τὴ φυσιολογία, τὴν ἀστρολογία, καὶ ὅλη τὴ γύρω ἀπ’ αὐτὲς φιλοσοφία. Ἐπιπλέον ὅμως, τὸ νὰ γνωρίζει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς τὴν ἀσθένειά του καὶ αὐτὴν νὰ ζητᾶ νὰ θεραπεύσει, αὐτὸ εἶναι πολὺ ἀνώτερο ἀσυγκρίτως ἀπὸ τὸ νὰ γνωρίζει καὶ καὶ νὰ ἐρευνᾶ τὰ μεγέθη τῶν ἄστρων καὶ τοὺς λόγους τῶν φύσεων, τὶς γενέσεις τῶν ἐπιγείων καὶ τὶς περιόδους τῶν οὐρανίων σωμάτων, τὶς μεταβολὲς καὶ τὶς ἀνατολὲς τῶν ἀστέρων, τὶς ἀκινησίες καὶ τὶς ὁπισθοδρομήσεις τους, τὶς μεταξύ τους ἀποστάσεις καὶ συνελεύσεις, καὶ γενικὰ τὶς ποικίλες σχέσεις που προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐκεῖ πολυκινησία. Γιατὶ ὁ νοῦς ποὺ γνώρισε τὴν ἀσθένειά του, βρῆκε ἀπὸ ποῦ μπορεῖ νὰ μπεῖ γιὰ νὰ βρεῖ τὴ σωτηρία, νὰ πλησιάσει τὸ φῶς τῆς γνώσεως καὶ νὰ λάβει σοφία αληθινή, ἡ ὁποία δὲν καταλύεται μαζὶ μὲ τὸν αἰῶνα τοῦτον».
Αὐτὸ ἂς γίνῃ τὸ Ἀ (Ἄλφα) τῆς Ἀρχῆς τῆς κοινωνίας μας μὲ τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι ἡ Ἀνάγκη τῆς ὑπάρξεώς μας γιὰ νὰ βροῦμε μέσα μας Ἀνάπαυση.