«Ουχ ημών επαγόντων τον σίδηρον, αλλ’ εαυτοίς εκπιπτόντων των απαχρειουμένων»
(Μ. Βασίλειος – Επιστολή (151) προς Ευστάθιον Αρχίατρον)
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
Σε όλες τις ανειλικρινείς ή ειλικρινείς ερωτήσεις του σύγχρονου κόσμου «τι είναι αλήθεια;», η Εκκλησία απαντά ότι η αλήθεια δεν είναι θεωρία, ιδεολογία, επιστημονική θέση – πραγματικότητα, αλλά μια θεανθρώπινη Υπόσταση, ο Ιησούς Χριστός.
Γι’ αυτό η ορθή ερώτηση είναι «Τις εστίν η Αλήθεια;». Ο ίδιος ο Χριστός έδωσε με σαφήνεια το θεολογικό νόημα της αλήθειας: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια…» (Ιωάν. 14,6).
Για την αληθινή πίστη των Ορθοδόξων ο Μ. Βασίλειος υπογραμμίζει: «Πίστις ηγείσθω των περί Θεού λόγων· πίστις και μη απόδειξις. Πίστις, η υπέρ τας λογικάς μεθόδους την ψυχήν εις συγκατάθεσιν έλκουσα· πίστις, ουχ η γεωμετρικαίς ανάγκαις, αλλ’ η ταις του Πνεύματος (Αγίου) ενεργείαις εγγινομένη» (Ομιλία στον Ριέ Ψαλμό).
Η περίφραξη της πίστεως, παρατηρεί ο Ι. Πατήρ, γίνεται και με τη βοήθεια της Επιστήμης – Φιλοσοφίας:
«Η γαρ της διαλεκτικής δύναμις τείχος εστι τοις δόγμασιν, ουκ εώσα αυτά ευδιάρπαστα είναι και ευάλωτα τους βουλομένοις» (Ερμηνεία στον Προφήτη Ησαΐα, P.G. 30, 269 C.).
Ο Θεός οριοθετεί την αλήθεια – πίστη και στη σφαίρα της εμπειρίας, όπως για παράδειγμα τα θαύματα – σημεία των Αγίων Σπυρίδωνος και Ευφημίας (σε Οικουμενικές Συνόδους).
Η αλήθεια του Θεού είναι ανθρωπίνως αδάμαστη, δηλ. απερινόητη, απόλυτη, απαράλλακτη, και δεν εγκλωβίζεται σε ανθρώπινες θεωρίες, όπως είναι η σύγχρονη αίρεση του οικουμενισμού.
Για το σκοπό της επιστολής (151) οι καθηγητές – μεταφραστές σχολιάζουν: «Εγράφη το θέρος του 373 μετά την πλήρη διακοπήν σχέσεων του επισκόπου Σεβαστείας Ευσταθίου με τον Βασίλειον και με τους Ορθοδόξους γενικώς».
Πνευματικά – νομοτελειακά, όποιος αρνείται αλήθειες της Εκκλησίας, εγκλωβίζεται σε αιρετικά σχήματα, είναι εκτός Εκκλησίας, όπως ο Ευστάθιος Σεβαστείας (ομοιούσιοι).
Ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή του (151) αναφέρεται στην πτώση του Ευσταθίου που τον έθεσε εκτός Εκκλησίας και στην διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας, που πτωτικά εφάρμοσε ο Ευστάθιος Σεβαστείας. Γράφει σχετικά: «Να είσαι λοιπόν βέβαιος, ότι και ημείς με πόνον και άφθονον θρήνον υποφέρομεν τον χωρισμόν από τους παρεκλίνοντας της ορθής πίστεως, αλλά τον υποφέρομεν. Διότι, δια τους εραστάς της αληθείας δεν είναι τίποτε προτιμότερον από τον Θεόν και την εις εαυτόν ελπίδας».
Ορθή πίστη, αλήθεια, Θεός και κατά Θεόν ελπίδα, είναι για τον Μ. Βασίλειο συνυποδηλωτικά της διαχρονικής παραμονής εντός της Εκκλησίας, σε αντίθεση με τον Ευστάθιο Σεβαστείας, τον οποίο ο Μ. Βασίλειος τοποθετεί εκτός Εκκλησίας, ως «εαυτοίς εκπιπτόντων των απαχρειουμένων».
Πληρέστερα γράφει: «Ουχ ημών επαγόντων τον σίδηρον (μαχαίρι), αλλ’ εαυτοίς εκπιπτόντων των απαχρειουμένων» δηλ. «Φαίνεται πάντως ότι αι ιατρικαί σου συμβουλαί (ιατρέ Ευστάθιε) επήγαν χαμέναι, διότι δεν χρησιμοποιούμεν ημείς το μαχαίρι (του αφορισμού), αλλ’ αυτοί οι ίδιοι, που είναι άρρωστοι (αιρετικοί), εκπίπτουν εναντίον εαυτών».
Οι μεταφραστές σχολιάζουν: «Ο Βασίλειος εννοεί ότι δεν εχρειάσθη να εφαρμόση τας συμβουλάς του ιατρού Ευσταθίου περί αποκοπής του σάπιου μέλους του σώματος της Εκκλησίας με χειρουργικήν μάχαιραν, περί αφορισμού δηλ. του Ευσταθίου Σεβαστείας και των οπαδών του. Και δεν εχρειάσθη, διότι αυτοί οι ίδιοι απέκοψαν εαυτούς της Εκκλησίας».
Εφάρμοσαν δηλ. πρώτοι, πτωτικά, διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας με τον Μ. Βασίλειο και τους Ορθοδόξους.
Αναμφίβολα, θεολογική συνέχεια του Μ. Βασιλείου είναι και ο μέγας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σύμφωνα με τον οποίον «οι της αληθείας της Εκκλησίας εισίν».
Ο Μ. Βασίλειος παραμερίζει και θεωρεί έκπτωση – πτώση κάθε προσανατολισμό (εκκλησιαστικό), που παρεκκλίνει της αλήθειας της Εκκλησίας.
Στα λόγια του Ι. Πατρός: «Φαίνεται πάντως ότι αι ιατρικαί συμβουλαί επήγαν χαμέναι, διότι δεν χρησιμοποιούμεν ημείς το μαχαίρι, αλλ’ αυτοί οι ίδιοι, που είναι άρρωστοι επιπίπτουν εναντίον εαυτών», εμπεριέχεται η πνευματική αξονικότητα του 15ου Κανόνας της Α-Β Συνόδου, η οποία χρησιμοποιήθηκε πάντοτε στη ζωή της Εκκλησίας, όταν τα επιγεννήματα της αίρεσης, ως αιρετική επισκοπική εκτροπή, ή ως αιρετική ηθική δεοντολογία ή ως αιρετικό δογματικό εννοιολογικό βάθος, απειλούσαν την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο Μ. Βασίλειος δεν συνηγορεί υπέρ της συνύπαρξης Ορθοδόξων και αιρετικών, στη βάση ότι οι αιρετικοί είναι αποκομμένοι της Εκκλησίας και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αφοριστική εκκλησιαστική πράξη. Ασφαλώς δεν συνηγορεί!
Για την απαραίτητη απομάκρυνση των αιρετικών ο Ι. Πατήρ είναι σαφής. Γράφει στην επιστολή αυτή (151): «Δεν αποδοκιμάζω το να κάμουν μερικοί άνθρωποι αθελήτως κάτι αναγκαίον. Διότι ούτε εις σας τους ιατρούς είναι βουλητόν το να καυτηριάζετε τον άρρωστον ή να τον υποβάλλετε εις άλλου είδους πόνον, αλλά πολλάκις το επιτρέπετε προσαρμοζόμενοι εις την δυσχέρειαν του πάθους· ούτε όσοι ταξιδεύουν με πλοίον πετούν εκουσίως τα φορτία, αλλ’ υποβάλλονται εις την απόρριψιν, δια ν’ αποφύγουν τα ναυάγια, προτιμώντες να ζήσουν πτωχικά παρά να αποθάνουν».
Ο Μ. Βασίλειος διαλύει την ομίχλη των οικουμενιστών και των συνοδοιπόρων τους ότι, δήθεν, είναι ανεφάρμοστος ή μη αναγκαίος ή μη ενωτικός (Εκκλησιαστικώς) ο 15ος Κανόνας. Είναι σαφής ο Μ. Βασίλειος στα παραδείγματά του: γιατί κάνουν «καυτηριασμό» οι ιατροί· γιατί «πετούν εκουσίως δηλ. τα φορτία του πλοίου» στην ταραγμένη – τρικυμιώδη θάλασσα οι ναύτες, ώστε «να διαφύγουν τα ναυάγια».
Στα παραδείγματα αυτά θεμελιώνει την θέση, ότι η απομάκρυνση των αιρετικών (οικουμενιστών, σήμερα) είναι επιβεβλημένη και όχι δυνητική. Υπογραμμίζει, ο Ι. Πατήρ, ότι το «σημείο θραύσεως» της Εκκλησιαστικής ενότητας δεν είναι ο αφορισμός – απομάκρυνση των αιρετικών, αλλά η παραμονή τους στο χώρο της Εκκλησίας.
Αναμφίβολα, στην επιστολή αυτή (151) αναδεικνύεται ξεκάθαρα ο εκκλησιολογικός άξονας του (μεταγενέστερου) 15ου Κανόνα. Συγκεφαλαίωσε κατά τρόπο κυριολεκτικά ανυπέρβλητο, ο Μ. Βασίλειος, όλο το πνεύμα του Κανόνα και υπέδειξε – συνόψισε τις έσχατες επιλογές της Εκκλησίας, όταν η πίστη αλλοιώνεται, όπως σήμερα με την οικουμενιστική αποστασία.
Οι οικουμενιστές, βέβαια, αναπτύσσουν ποικίλα επιχειρηματολογικά στρατηγήματα, για να αδρανοποιήσουν τον 15ο Κανόνα. Ο Μ. Βασίλειος όμως, δίνει τη βάση στους σημερινούς Ορθοδόξους, για σκέψη και προβληματισμό, ώστε να μην γίνουν θύματα του οικουμενισμού.
Σήμερα ο συμβιβασμός των Ορθοδόξων υπερβάλλει σε προδοσία όλων των προηγουμένων, αναλόγων εποχών. Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Υπάρχει, σχεδόν, καθολική ομολογιακή απουσία του Κλήρου, του Μοναχισμού και των λαϊκών, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Άξιο παρατηρήσεως, ότι επικαλούνται τις ευχές των Ομολογητών, οι οποίοι αντιστάθηκαν «μέχρι θανάτου» στις αιρέσεις, διακόπτοντες την κοινωνία με αυτές!
Οι «εντός Εκκλησίας» λεγόμενοι Ορθόδοξοι, οι συμπορευόμενοι με τον οικουμενισμό, αδυνατούν να επαναφέρουν τις πνευματικές Ορθόδοξες ισορροπίες στην Εκκλησία, διότι απαιτείται ένας συγκερασμός προσωπικής πνευματικής ζωής – ασκήσεως και αγωνιστικής ομολογίας, για την οποία – ηθελημένα - δεν έχουν την δύναμη – προαίρεση να την πραγματώσουν.
Αυτούς άριστα τους περιγράφει (επιτιμητικά) ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή (92): «Ημίν δε προς το φανερώ πολέμω των αιρετικών έτι και ο παρά των δοκούντων Ορθοδοξείν επαναστάς, προς έσχατον ασθενείας τας Εκκλησίας κατήγαγεν».
Ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης γράφει: «Όπως εις το δένδρο το σπουδαιότερο μέρος είναι η ρίζα, έτσι και εις τον Χριστιανισμό το σπουδαιότερο μέρος είναι η πίστις μας. Το κηρύττει ο απ. Παύλος όταν λέει ότι «Χωρίς πίστεως αδύνατον ευαρεστήσαι» εις τον Θεόν (Εβρ. 11,6). Το είπε ο Θεάνθρωπος· «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται» (Μαρκ. 16, 16). Πριν πει το «Αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάν. 13, 34), μας είπε «Μετανοείτε και πιστεύετε εν τω ευαγγελίω» (Μαρκ. 1, 15).
Υπάρχει, δυστυχώς, μια εσφαλμένη γραμμή των πνευματικών Πατέρων και εξομολόγων. Τι λέγουν· «εμείς την ψυχούλα μας να κοιτάξουμε. Τι κάνει ο διάκος στην Εκκλησία, τι κάνει ο παπάς, τι κάνει ο δεσπότης; Σιωπή!!» (Σωτήρια Σαλπίσματα).
Δικαιώνει, λοιπόν, ο Μ. Βασίλειος τον π. Αυγουστίνο, λέγοντας: «Η πονηρία άμετρος, οι λαοί ανουθέτητοι, οι προεστώτες απαρρησίαστοι» (Επιστολή 92).
Γι’ αυτό η ορθή ερώτηση είναι «Τις εστίν η Αλήθεια;». Ο ίδιος ο Χριστός έδωσε με σαφήνεια το θεολογικό νόημα της αλήθειας: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια…» (Ιωάν. 14,6).
Για την αληθινή πίστη των Ορθοδόξων ο Μ. Βασίλειος υπογραμμίζει: «Πίστις ηγείσθω των περί Θεού λόγων· πίστις και μη απόδειξις. Πίστις, η υπέρ τας λογικάς μεθόδους την ψυχήν εις συγκατάθεσιν έλκουσα· πίστις, ουχ η γεωμετρικαίς ανάγκαις, αλλ’ η ταις του Πνεύματος (Αγίου) ενεργείαις εγγινομένη» (Ομιλία στον Ριέ Ψαλμό).
Η περίφραξη της πίστεως, παρατηρεί ο Ι. Πατήρ, γίνεται και με τη βοήθεια της Επιστήμης – Φιλοσοφίας:
«Η γαρ της διαλεκτικής δύναμις τείχος εστι τοις δόγμασιν, ουκ εώσα αυτά ευδιάρπαστα είναι και ευάλωτα τους βουλομένοις» (Ερμηνεία στον Προφήτη Ησαΐα, P.G. 30, 269 C.).
Ο Θεός οριοθετεί την αλήθεια – πίστη και στη σφαίρα της εμπειρίας, όπως για παράδειγμα τα θαύματα – σημεία των Αγίων Σπυρίδωνος και Ευφημίας (σε Οικουμενικές Συνόδους).
Η αλήθεια του Θεού είναι ανθρωπίνως αδάμαστη, δηλ. απερινόητη, απόλυτη, απαράλλακτη, και δεν εγκλωβίζεται σε ανθρώπινες θεωρίες, όπως είναι η σύγχρονη αίρεση του οικουμενισμού.
Για το σκοπό της επιστολής (151) οι καθηγητές – μεταφραστές σχολιάζουν: «Εγράφη το θέρος του 373 μετά την πλήρη διακοπήν σχέσεων του επισκόπου Σεβαστείας Ευσταθίου με τον Βασίλειον και με τους Ορθοδόξους γενικώς».
Πνευματικά – νομοτελειακά, όποιος αρνείται αλήθειες της Εκκλησίας, εγκλωβίζεται σε αιρετικά σχήματα, είναι εκτός Εκκλησίας, όπως ο Ευστάθιος Σεβαστείας (ομοιούσιοι).
Ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή του (151) αναφέρεται στην πτώση του Ευσταθίου που τον έθεσε εκτός Εκκλησίας και στην διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας, που πτωτικά εφάρμοσε ο Ευστάθιος Σεβαστείας. Γράφει σχετικά: «Να είσαι λοιπόν βέβαιος, ότι και ημείς με πόνον και άφθονον θρήνον υποφέρομεν τον χωρισμόν από τους παρεκλίνοντας της ορθής πίστεως, αλλά τον υποφέρομεν. Διότι, δια τους εραστάς της αληθείας δεν είναι τίποτε προτιμότερον από τον Θεόν και την εις εαυτόν ελπίδας».
Ορθή πίστη, αλήθεια, Θεός και κατά Θεόν ελπίδα, είναι για τον Μ. Βασίλειο συνυποδηλωτικά της διαχρονικής παραμονής εντός της Εκκλησίας, σε αντίθεση με τον Ευστάθιο Σεβαστείας, τον οποίο ο Μ. Βασίλειος τοποθετεί εκτός Εκκλησίας, ως «εαυτοίς εκπιπτόντων των απαχρειουμένων».
Πληρέστερα γράφει: «Ουχ ημών επαγόντων τον σίδηρον (μαχαίρι), αλλ’ εαυτοίς εκπιπτόντων των απαχρειουμένων» δηλ. «Φαίνεται πάντως ότι αι ιατρικαί σου συμβουλαί (ιατρέ Ευστάθιε) επήγαν χαμέναι, διότι δεν χρησιμοποιούμεν ημείς το μαχαίρι (του αφορισμού), αλλ’ αυτοί οι ίδιοι, που είναι άρρωστοι (αιρετικοί), εκπίπτουν εναντίον εαυτών».
Οι μεταφραστές σχολιάζουν: «Ο Βασίλειος εννοεί ότι δεν εχρειάσθη να εφαρμόση τας συμβουλάς του ιατρού Ευσταθίου περί αποκοπής του σάπιου μέλους του σώματος της Εκκλησίας με χειρουργικήν μάχαιραν, περί αφορισμού δηλ. του Ευσταθίου Σεβαστείας και των οπαδών του. Και δεν εχρειάσθη, διότι αυτοί οι ίδιοι απέκοψαν εαυτούς της Εκκλησίας».
Εφάρμοσαν δηλ. πρώτοι, πτωτικά, διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας με τον Μ. Βασίλειο και τους Ορθοδόξους.
Αναμφίβολα, θεολογική συνέχεια του Μ. Βασιλείου είναι και ο μέγας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σύμφωνα με τον οποίον «οι της αληθείας της Εκκλησίας εισίν».
Ο Μ. Βασίλειος παραμερίζει και θεωρεί έκπτωση – πτώση κάθε προσανατολισμό (εκκλησιαστικό), που παρεκκλίνει της αλήθειας της Εκκλησίας.
Στα λόγια του Ι. Πατρός: «Φαίνεται πάντως ότι αι ιατρικαί συμβουλαί επήγαν χαμέναι, διότι δεν χρησιμοποιούμεν ημείς το μαχαίρι, αλλ’ αυτοί οι ίδιοι, που είναι άρρωστοι επιπίπτουν εναντίον εαυτών», εμπεριέχεται η πνευματική αξονικότητα του 15ου Κανόνας της Α-Β Συνόδου, η οποία χρησιμοποιήθηκε πάντοτε στη ζωή της Εκκλησίας, όταν τα επιγεννήματα της αίρεσης, ως αιρετική επισκοπική εκτροπή, ή ως αιρετική ηθική δεοντολογία ή ως αιρετικό δογματικό εννοιολογικό βάθος, απειλούσαν την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο Μ. Βασίλειος δεν συνηγορεί υπέρ της συνύπαρξης Ορθοδόξων και αιρετικών, στη βάση ότι οι αιρετικοί είναι αποκομμένοι της Εκκλησίας και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αφοριστική εκκλησιαστική πράξη. Ασφαλώς δεν συνηγορεί!
Για την απαραίτητη απομάκρυνση των αιρετικών ο Ι. Πατήρ είναι σαφής. Γράφει στην επιστολή αυτή (151): «Δεν αποδοκιμάζω το να κάμουν μερικοί άνθρωποι αθελήτως κάτι αναγκαίον. Διότι ούτε εις σας τους ιατρούς είναι βουλητόν το να καυτηριάζετε τον άρρωστον ή να τον υποβάλλετε εις άλλου είδους πόνον, αλλά πολλάκις το επιτρέπετε προσαρμοζόμενοι εις την δυσχέρειαν του πάθους· ούτε όσοι ταξιδεύουν με πλοίον πετούν εκουσίως τα φορτία, αλλ’ υποβάλλονται εις την απόρριψιν, δια ν’ αποφύγουν τα ναυάγια, προτιμώντες να ζήσουν πτωχικά παρά να αποθάνουν».
Ο Μ. Βασίλειος διαλύει την ομίχλη των οικουμενιστών και των συνοδοιπόρων τους ότι, δήθεν, είναι ανεφάρμοστος ή μη αναγκαίος ή μη ενωτικός (Εκκλησιαστικώς) ο 15ος Κανόνας. Είναι σαφής ο Μ. Βασίλειος στα παραδείγματά του: γιατί κάνουν «καυτηριασμό» οι ιατροί· γιατί «πετούν εκουσίως δηλ. τα φορτία του πλοίου» στην ταραγμένη – τρικυμιώδη θάλασσα οι ναύτες, ώστε «να διαφύγουν τα ναυάγια».
Στα παραδείγματα αυτά θεμελιώνει την θέση, ότι η απομάκρυνση των αιρετικών (οικουμενιστών, σήμερα) είναι επιβεβλημένη και όχι δυνητική. Υπογραμμίζει, ο Ι. Πατήρ, ότι το «σημείο θραύσεως» της Εκκλησιαστικής ενότητας δεν είναι ο αφορισμός – απομάκρυνση των αιρετικών, αλλά η παραμονή τους στο χώρο της Εκκλησίας.
Αναμφίβολα, στην επιστολή αυτή (151) αναδεικνύεται ξεκάθαρα ο εκκλησιολογικός άξονας του (μεταγενέστερου) 15ου Κανόνα. Συγκεφαλαίωσε κατά τρόπο κυριολεκτικά ανυπέρβλητο, ο Μ. Βασίλειος, όλο το πνεύμα του Κανόνα και υπέδειξε – συνόψισε τις έσχατες επιλογές της Εκκλησίας, όταν η πίστη αλλοιώνεται, όπως σήμερα με την οικουμενιστική αποστασία.
Οι οικουμενιστές, βέβαια, αναπτύσσουν ποικίλα επιχειρηματολογικά στρατηγήματα, για να αδρανοποιήσουν τον 15ο Κανόνα. Ο Μ. Βασίλειος όμως, δίνει τη βάση στους σημερινούς Ορθοδόξους, για σκέψη και προβληματισμό, ώστε να μην γίνουν θύματα του οικουμενισμού.
Σήμερα ο συμβιβασμός των Ορθοδόξων υπερβάλλει σε προδοσία όλων των προηγουμένων, αναλόγων εποχών. Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Υπάρχει, σχεδόν, καθολική ομολογιακή απουσία του Κλήρου, του Μοναχισμού και των λαϊκών, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Άξιο παρατηρήσεως, ότι επικαλούνται τις ευχές των Ομολογητών, οι οποίοι αντιστάθηκαν «μέχρι θανάτου» στις αιρέσεις, διακόπτοντες την κοινωνία με αυτές!
Οι «εντός Εκκλησίας» λεγόμενοι Ορθόδοξοι, οι συμπορευόμενοι με τον οικουμενισμό, αδυνατούν να επαναφέρουν τις πνευματικές Ορθόδοξες ισορροπίες στην Εκκλησία, διότι απαιτείται ένας συγκερασμός προσωπικής πνευματικής ζωής – ασκήσεως και αγωνιστικής ομολογίας, για την οποία – ηθελημένα - δεν έχουν την δύναμη – προαίρεση να την πραγματώσουν.
Αυτούς άριστα τους περιγράφει (επιτιμητικά) ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή (92): «Ημίν δε προς το φανερώ πολέμω των αιρετικών έτι και ο παρά των δοκούντων Ορθοδοξείν επαναστάς, προς έσχατον ασθενείας τας Εκκλησίας κατήγαγεν».
Ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης γράφει: «Όπως εις το δένδρο το σπουδαιότερο μέρος είναι η ρίζα, έτσι και εις τον Χριστιανισμό το σπουδαιότερο μέρος είναι η πίστις μας. Το κηρύττει ο απ. Παύλος όταν λέει ότι «Χωρίς πίστεως αδύνατον ευαρεστήσαι» εις τον Θεόν (Εβρ. 11,6). Το είπε ο Θεάνθρωπος· «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται» (Μαρκ. 16, 16). Πριν πει το «Αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάν. 13, 34), μας είπε «Μετανοείτε και πιστεύετε εν τω ευαγγελίω» (Μαρκ. 1, 15).
Υπάρχει, δυστυχώς, μια εσφαλμένη γραμμή των πνευματικών Πατέρων και εξομολόγων. Τι λέγουν· «εμείς την ψυχούλα μας να κοιτάξουμε. Τι κάνει ο διάκος στην Εκκλησία, τι κάνει ο παπάς, τι κάνει ο δεσπότης; Σιωπή!!» (Σωτήρια Σαλπίσματα).
Δικαιώνει, λοιπόν, ο Μ. Βασίλειος τον π. Αυγουστίνο, λέγοντας: «Η πονηρία άμετρος, οι λαοί ανουθέτητοι, οι προεστώτες απαρρησίαστοι» (Επιστολή 92).
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ