ΝΕΟ ΚΑΙΡΙΟ ΠΛΗΓΜΑ ΤΗΣ ΨΕΥΔΟΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΣΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ!
Aρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Διευθυντού του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς
Εν Πειραιεί τη 8η Ιανουαρίου 2018.
Η ψευδοσύνοδος της Κρήτης, (18-26 Ιουνίου 2016), κατέστη χωρίς αμφιβολία ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της ορθοδοξίας. Όπως απέδειξαν τα εκ των υστέρων επακολουθήσαντα γεγονότα, όχι μόνο δεν λειτούργησε θετικά και ευεργετικά στο σώμα της Εκκλησίας, αλλά απεναντίας προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί μέχρι σήμερα με συνεχώς αυξανόμενη ένταση σοβαρούς κραδασμούς, διαιρέσεις, αποτοιχίσεις και σχίσματα.
Την τραγική αυτή έκβαση των πραγμάτων προείδε ο σοφός και διορατικός σύγχρονος άγιος της Εκκλησίας μας Ιουστίνος ο Πόποβιτς, ο οποίος σε βαρυσήμαντο υπόμνημά του προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Σερβίας, με τίτλο «Περί την μελετωμένην “Μεγάλην Συνοδον” τής Ορθοδόξου Εκκλησίας», το οποίο υπέβαλε τον Απρίλιο του 1977, έγραφε μεταξύ άλλων τα εξής: «Εις αυτήν την αποκαλυπτικήν εποχήν είναι δύσκολον, η μάλλον αδύνατον, εις πολλούς ιεράρχας των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, λόγω ανθρωπίνων αδυναμιών να ομολογήσουν ορθοδόξως και αγιοπατερικώς εις αυτήν την ενδεχομένως μέλλουσαν να συνέλθη Οικουμενικήν Σύνοδον τα Ορθόδοξα δόγματα και τας κανονικάς αληθείας. Ένεκα τούτου το ορθοδοξότερον θα ήτο να μη συγκληθεί καθόλου η Οικουμενική Σύνοδος, η τουλάχιστον να μη συμμετάσχη τις εις αυτήν…Και εις το τέλος, τέλος τι δύναται να περιμένη κανείς από μίαν τοιαύτην Οικουμενικήν Σύνοδον; Εν και μόνον εν: σχίσματα και αιρέσεις και διαφόρους άλλας συμφοράς. Αυτό είναι η βαθεία μου αίσθησις και πλήρης οδύνης επίγνωσις. Δι’ αυτό παρακαλώ και ικετεύω την ΙεράνΣύνοδον της Ιεραρχίας, να απόσχει από την συμμετοχήν εις την προετοιμασίαν της Συνόδου και από την συμμετοχήν εις την ιδίαν την Σύνοδον, εάν ατυχώς συγκληθεί». Οι παρά πάνω προφητικές προρρήσεις του αγίου δυστυχώς επαληθεύτηκαν πλήρως.
Ωστόσο ο Κύριος δεν ήταν δυνατόν να αφήσει την Εκκλησία του «ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος» (Πραξ.20,28), αιχμάλωτη στην πλάνη της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και στην επιχειρηθείσα συνοδική κατοχύρωσή της δια της κολυμπαρίας ψευδοσυνόδου. Τα πρώτα ελπιδοφόρα γεγονότα, που προανήγγειλαν την μέλλουσα ανατροπή της, άρχισαν ήδη να κάνουν την εμφάνιση τους σχεδόν αμέσως μετά την σύγκλησή της. Τέσσερις τοπικές Εκκλησίες, (Πατριαρχεία Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας), οι οποίες αντιπροσωπεύουν τα 2/3 του συνόλου του Ορθοδόξου πληρώματος, (οι υπόλοιπες δέκα αντιπροσώπευσαν μόνο το 1/3), αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο συνέδριο της πλάνης και το γεγονός αυτό υπήρξε το πρώτο καίριο πλήγμα στις υπερφίαλες και μεγαλόστομες διακηρύξεις των διοργανωτών της, ότι δήθεν υπήρξε ένα «μεγάλο γεγονός για την Ορθοδοξία και τον κόσμον όλον». Οι ως άνω τέσσερις Εκκλησίες ως γνωστόν ουσιαστικά απέρριψαν σχεδόν στο σύνολό τους τις αποφάσεις της. Αρνήθηκαν να τις θεωρήσουν αναγκαστικά εφαρμοστέες και για λόγους κανονικής τάξεως, θεωρώντας αντικανονική την συγκρότηση και τη λειτουργία της, αλλά κυρίως για τον αντορθόδοξο χαρακτήρα τους. Και τούτο διότι έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την μακραίωνη Ορθόδοξη Κανονική και Συνοδική Παράδοση και την περί Εκκλησίας δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας.
Στο παρά πάνω πλήγμα ήρθε πρόσφατα να προστεθεί ένα νέο, εξ’ ίσου καίριο πλήγμα. Όπως πληροφορηθήκαμε από τα ΜΜΕ, (βλέπε ιστοσελίδα του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχαςhttps://mospat.ru/gr/2017/12/02/news153781), η Εκκλησία της Ρωσίας διοργάνωσε από 29ης Νοεμβρίου ως και 2ας Δεκεμβρίου 2017 μεγαλειώδεις εορτασμούς για τα 100 έτη από την επανασύσταση του Πατριαρχείου Μόσχας. Στους εορτασμούς αυτούς προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν όλα τα Πατριαρχεία και οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, οι οποίες ανταποκρίθηκαν και συμμετείχαν διά των προκαθημένων τους, ή των αντιπροσώπων τους, πλην του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εν τω μεταξύ κατά την διάρκεια των εορτασμών αυτών συγκλήθηκε η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας, στην οποία συμμετείχαν 377 αρχιερείς. Η εν λόγω Σύνοδος έλαβε σημαντικές αποφάσεις επί διαφόρων θεμάτων, ένα δε από τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε, ήταν και οι αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης. Στις παραγράφους 38, 39, 40 και 41 των συνοδικών κειμένων γίνεται λόγος για την αξιολόγηση από την Ρωσική Ιεραρχία της «Συνόδου». Σύμφωνα με τη συνοδική απόφαση: «η εν λόγω Σύνοδος, [της Κρήτης], δεν δύναται να θεωρείται Πανορθόδοξη, ούτε και οι αποφάσεις της ως δεσμευτικές για όλο το Ορθόδοξο πλήρωμα, επειδή η μη εξασφάλιση της σύμφωνης γνώμης των ορισμένων κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών για τη σύγκλησή της στις προκαθορισμένες ημερομηνίες, παραβίασε την αρχή της ομοφωνίας.Ταυτόχρονα πρέπει να δεχθούμε ότι η Σύνοδος στην Κρήτη αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η ανάλυση των κειμένων της εν Κρήτῃ Συνόδου, την οποία, κατόπιν εντολής της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, διενέργησε η Συνοδική Βιβλική Θεολογική Επιτροπή, απέδειξε ότι ορισμένα εξ αυτών περιλαμβάνουν ασαφείς και διφορούμενες διατυπώσεις, κάτι το οποίο δεν επιτρέπει να τα θεωρούμε ως υποδειγματική έκφραση των αληθειών της Ορθοδόξου πίστεως και της Παραδόσεως της Εκκλησίας. Αυτό αφορά ιδιαίτερα το κείμενο ‘Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον’, το οποίο δεν υπέγραψαν 2/3 των μελών της αντιπροσωπείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Σερβίας και οι μεμονωμένοι Ιεράρχες ορισμένων άλλων κατά τόπους Εκκλησιών, οι οποίες μετείχαν των εργασιών της εν Κρήτῃ Συνόδου, κάτι το οποίο επιμαρτυρεί τη μεγάλη διχογνωμία ως προς το κείμενο αυτό, ακόμη και στους μετάσχοντας της ἐν Κρήτῃ Συνόδου».Οι Ρώσοι Ιεράρχες με την παρά πάνω απόφασή τους: α) αρνούνται κατηγορηματικά τον πανορθοδόξο χαρακτήρα της, β) αρνούνται να δεχτούν ως δεσμευτικές και εφαρμοστέες τις αποφάσεις της, ερχόμενοι σε πλήρη αντίθεση με τις αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης, η οποία απαίτησε την υποχρεωτική αναγνώριση και εφαρμογή τους πανορθοδόξως και γ) συνηγορούν και δικαιώνουν απόλυτα την κριτική που άσκησε πάνω στα συνοδικά κείμενα της ψευδοσυνόδου πλειάδα κληρικών μοναχών και λαϊκών από όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες ακόμη και από αυτές που έλαβαν μέρος στην ψευδοσύνοδο. Δικαιώνουν τον αγώνα χιλιάδων πιστών, οι οποίοι αρνήθηκαν τις αποφάσεις της και υπέστησαν και συνεχίζουν να υφίστανται διωγμούς. Δικαιώνουν όλους εκείνους, οι οποίοι κατασυκοφαντήθηκαν ως «ακραίοι», «φανατικοί», «ψυχοπαθείς», ή «φονταμενταλιστές», από τους θιασώτες του Οικουμενισμού. Αν όμως αυτοί είναι «φανατικοί», κλπ. τότε γιατί να μη θεωρηθούν τέτοιοι και οι 377 Ιεράρχες της Ρωσικής Εκκλησίας, οι οποίοι δεν είπαν κάτι άλλο από αυτούς;
Η φράση τους ότι «η Σύνοδος στην Κρήτη αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας» αποτελεί μάλλον λεκτική και μόνο φιλοφρόνηση, για να μη δημιουργηθεί ευθεία ρήξη με τις Εκκλησίες, που έλαβαν μέρος στη ψευδοσύνοδο και να μη υπάρξει το ενδεχόμενο ακοινωνησίας μ’ αυτές. Διότι πως είναι δυνατόν «η Σύνοδος στην Κρήτη να αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας», καθ’ όν χρόνον αμφισβητείται ο πανορθόδοξος χαρακτήρας της, οι δε αποφάσεις της μη εφαρμοστέες;
Κατά την τελευταία ημέρα των εορτασμών, που ήταν και η πιο επίσημη, συνήλθε και πάλι το σώμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας, παρόντων των Προκαθημένων, (ή των αντιπροσώπων των), των Ορθοδόξων Εκκλησιών και επικύρωσε τις συνοδικές αποφάσεις που έλαβε κατά της ψευδοσυνόδου. Έτσι με την έξυπνη αυτή διπλωματική ενέργεια η Μόσχα θέλησε να δώσει πανορθόδοξο χαρακτήρα στην καταδίκη της, αφού κανένας από τους παρόντες προκαθημένους, που έλαβαν μέρος στην ψευδοσύνοδο δεν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί, ή να αποχωρήσει, όταν άκουσε τις καταδικαστικές συνοδικές αποφάσεις της Ρωσικής Ιεραρχίας.
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι ο αριθμός των επισκόπων της Ιεραρχίας της Ρωσικής Εκκλησίας, που καταδίκασαν την ψευδοσύνοδο ήταν υπερδιπλάσιος από τον αριθμό των Ιεραρχών, που συγκρότησαν την ψευδοσύνοδο, (377 έναντι 157).Γεννώνται λοιπόν τα εξής εύλογα ερωτήματα: Γιατί οι δέκα τοπικές Εκκλησίες, οι συγκροτήσαντες την ψευδοσύνοδο, δεν επέβαλαν κυρώσεις και γιατί δεν διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με την Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία επίσημα και συνοδικά πλέον αρνείται τις αποφάσεις της ψευδοσυνόδου, αφού έχουν την αξίωση να γίνουν δεκτές οι αποφάσεις των πανορθοδόξως; Και εν πάσει περιπτώσει, αφού δεν έχουν τη δύναμη να επιβάλουν κυρώσεις, ποιο μπορεί να είναι τελικά το κύρος της ψευδοσυνόδου, και τι θα απομείνει από αυτή;
Τίθενται επίσης τα παρά κάτω εύλογα ερωτήματα: Εφόσον οι αποφάσεις της ψευδοσυνόδου δεν εφαρμόζονται από την πλειοψηφία του ορθοδόξου πληρώματος, με αποφάσεις των Ιεραρχιών τους, πως έχουν την αξίωση οι Ιεραρχίες των Εκκλησιών, που έλαβαν μέρος στην ψευδοσύνοδο, να εφαρμοστούν για τους δικούς τους πιστούς; Γιατί καταφεύγουν σε διώξεις σε όσους αρνούνται να τις εφαρμόσουν; Πως νομιμοποιούνται οι διώξεις αυτές, αφού οι αποφάσεις της δεν είναι καθολικά αποδεκτές και εφαρμοστέες;
Οι ιθύνοντες της ψευδοσυνόδου, θέλοντας να διασκεδάσουν την μη συμμετοχή των τεσσάρων Πατριαρχείων σ’ αυτή, την απέδωσαν σε «γεωπολιτικές σκοπιμότητες». Όμως αυτός ο ισχυρισμός τους κονιορτοποιήθηκε, όταν οι Σύνοδοι των Ιεραρχών των τεσσάρων Πατριαρχείων απέδειξαν, ότι δεν συμμετείχαν στην ψευδοσύνοδο, επειδή παραβιάστηκε η αρχή της ομοφωνίας, αλλά και επειδή ελήφθησαν αντορθόδοξες αποφάσεις. Η ρωσική Ιεραρχία επισημαίνει ότι τα συνοδικά κείμενα «περιλαμβάνουν ασαφείς και διφορούμενες διατυπώσεις, κάτι το οποίο δεν επιτρέπει να τα θεωρούμε ως υποδειγματική έκφραση των αληθειών της Ορθοδόξου πίστεως και της Παραδόσεως της Εκκλησίας». Οι ασαφείς και διφορούμενες διατυπώσεις αφήνουν τεράστια περιθώρια για παρερμηνείες. Αυτό είχε επισημάνει και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος στην παρέμβασή του στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Ελλάδος που έγινε τον Νοέμβριο του 2017, στην οποία συζητήθηκαν οι αποφάσεις της ψευδοσυνόδου. Βεβαίως η Σύνοδος της Ρωσικής Ιεραρχίας, (σε αντίθεση με την συνοδική απόφαση της Βουλγαρικής Ιεραρχίας), δεν προχωρεί σε ανάλυση αυτού του απαράδεκτου και αντορθόδοξου κειμένου,(«Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικός κόσμον»), μέσω του οποίου σχετικοποιήθηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία και αποδόθηκε εκκλησιαστική υπόσταση στις αιρέσεις, αλλά αφήνει να εννοηθεί καθαρά ότι το απορρίπτει.
Τέλος στην παράγραφο 40 τονίζεται ότι «Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας εκφράζει την πεποίθηση ότι η διαφύλαξη και η εδραίωση της ενότητας της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανεξαρτήτως στάσεως έναντι της γενομένης εν Κρήτῃ Συνόδου, αποτελεί κοινή αποστολή όλων των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, τόσο των μετασχουσών των εργασιών, όσο και των αποσχουσών από αυτή. Ως εκ τούτου ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά η εδραίωση της διορθοδόξου συνεργασίας». Οι Ρώσοι Ιεράρχες με την παρά πάνω φράση τονίζουν μεν την αναγκαιότητα για την «διαφύλαξη και εδραίωση της ενότητας»,εκφράζουν όμως παράλληλα έμμεσα και την πεποίθησή τους ότι στη «Σύνοδο» αυτή όχι μόνο δεν εδραιώθηκε και ισχυροποιήθηκε η ενότητα της Ορθοδοξίας, αλλά συνέβη το αντίθετο: επιταχύνθηκαν οι φυγόκεντρες και διασπαστικές τάσεις.
Περαίνοντας, θεωρούμε ότι το συνοδικό κείμενο της Ρωσικής Ιεραρχίας αποτελεί ένα βαρυσήμαντο, ιστορικό κείμενο, μεγάλης εκκλησιολογικής σημασίας, το οποίο πιστεύουμε, ότι θα παίξει στο μέλλον καθοριστικό ρόλο για την περαιτέρω στάση της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας εις ό, τι αφορά την ψευδοσύνοδο της Κρήτης. Η Ιεραρχία της μεγαλύτερης σε αριθμό πιστών και δύναμη Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποφάνθηκε ότι η «Σύνοδος» της Κρήτης υπήρξε ένα ατυχέστατο συμβεβηκός στην δισχιλιόχρονη ιστορία της Εκκλησίας μας. Ένα δόλιο πείραμα από τις δυνάμεις που προωθούν τον σύγχρονο παγκόσμιο θρησκευτικό συγκρητισμό και Οικουμενισμό. Το κύριο έργο της υπήρξε η προώθηση του πανθρησκειακού οράματος. Μόνον όσοι πάσχουν από πνευματικό δαλτονισμό, ή είναι άσχετοι με τα εκκλησιαστικά, βλέπουν «θρίαμβο» της Ορθοδοξίας. Ευτυχώς η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Ιεραρχίας έβαλε τα πράγματα στη θέση τους και έθεσε τις βάσεις για την μελλοντική σύγκληση μιας αληθινά Ορθόδοξης Οικουμενικής Συνόδου, η οποία οριστικά και αμετάκλητα θα την καταδικάσει ως ψευδοσύνοδο και θα την συναριθμήσει με τις άλλες ψευδοσυνόδους της Εκκλησίας μας.