ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΙΩΝΙΟΣ ΖΩΗ; Αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας αὐτὸ προσπάθησαν νὰ διασφαλίσουν.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α´ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Τοῦ πρωτ. Γ. Δορμπαράκη
Αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν
καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν (Ἰωάν. ιζ´ 3)
. Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποία ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα Του λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν σύλληψή Του στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Ὁ Κύριος ἀναφέρεται στὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου Του ἐπὶ τῆς γῆς καὶ συνεπῶς στὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς ποὺ Τοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεὸς Πατέρας καὶ ποὺ δὲν ἦταν ἄλλη ἀπὸ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, γεγονὸς ποὺ συνιστᾶ ταυτοχρόνως, κατὰ τὰ δικά Του λόγια, καὶ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Τὶς πραγματικὲς διαστάσεις αὐτοῦ τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποκαλύπτουν καὶ τὴν ὁμοουσιότητά Του ἀπέναντι στὸν Πατέρα Του προσπάθησαν νὰ διακρατήσουν καὶ νὰ διατρανώσουν καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα τῆς Α´ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὸ 325 μ.Χ., ὅταν παρουσιάστηκαν αἱρετικοί, ἀμφισβητίες δηλαδὴ καὶ διαστρεβλωτὲς τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ – μὲ προεξάρχοντα τὸν ἱερέα Ἄρειο –οἱ ὁποῖοι λίγο-πολὺ θέλησαν κατ᾽ οὐσίαν νὰ ὑποβιβάσουν Αὐτὸν στὸ ἐπίπεδο τοῦ κτίσματος καὶ συνεπῶς νὰ θέσουν ἐν ἀμφιβόλῳ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Προϋπόθεση βεβαίως τῆς ἀμφισβήτησης αὐτῆς ἦταν ἡ δαιμονικὴ ἐξύψωση τῆς λογικῆς τῶν αἱρετικῶν ὑπεράνω τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀποκάλυψής Του, κάτι ποὺ σήμαινε ὅτι μὲ τὴν αἵρεση ἀναμετριόταν στὴν πραγματικότητα ὁ ἀνθρώπινος μὲ τὸν Θεϊκὸ λόγο! Ἐκεῖνος ὁ λόγος μάλιστα τοῦ Κυρίου ποὺ μᾶς καθοδηγεῖ στὴν κατανόηση τῆς ἀποστολῆς Του καὶ τῆς θεανδρικῆς φύσεώς Του εἶναι ὁ ἑξῆς: Αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὂν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν (Ἰωάν. ιζ´ 3)
. 1. Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ βεβαίως ποὺ ὁ Κύριος κάνει λόγο γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Διαρκῶς ἀναφέρεται σ᾽ αὐτὴν καὶ μάλιστα θεωρεῖται ὁ σκοπὸς τῆς ἀναζήτησης καὶ τῶν Ἰουδαίων στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἂς θυμηθοῦμε γιὰ παράδειγμα τὴν προσέγγιση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν νομοδιδάσκαλο ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος θέτει στὸν Κύριο ἀκριβῶς αὐτὸν τὸν προβληματισμό: Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; (Λουκ. ι´ 25), προβληματισμὸ ποὺ δίνει ἀφορμὴ στὸν Χριστὸ νὰ πεῖ καὶ τὴν γνωστὴ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου.
. Ἡ αἰώνια ζωὴ λοιπὸν προβάλλεται ὡς τὸ ὅραμα τῆς Π. Διαθήκης, ἀλλὰ καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ἀποστολῆς τοῦ Κυρίου, ὅπως μᾶς ἀφήνει νὰ κατανοήσουμε αὐτὸν καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἴδιου στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο: Πάτερ…δόξασόν Σου τὸν Υἱόν…καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον (Ἰωάν. ιζ´1-2).
. 2. Ὁ Κύριος σπεύδει νὰ διευκρινίσει τί σημαίνει αἰώνια ζωή. Δὲν πρόκειται περὶ μιᾶς ἄλλης ζωῆς ποὺ ἐκτείνεται μετὰ τὴν ἐδῶ-στὸν κόσμο τοῦτο ζωή. Οὔτε πολὺ περισσότερο περὶ τῆς συνέχειας τῆς ζωῆς αὐτῆς χωρὶς τέλος καὶ θάνατο. Τέτοιες κατανοήσεις ἀκούγονται καὶ λέγονται, ἀλλὰ συνιστοῦν παραποιήσεις, διότι διαιωνίζουν τὴν κατάσταση τοῦ πεσμένου στὴν ἁμαρτία κόσμου καὶ πρωτίστως δὲν λαμβάνουν καθόλου ὑπ᾽ ὄψιν τὴν σωτηριώδη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ στὸν κόσμο, συνεπῶς εἶναι κατανοήσεις ἀπιστίας.Ἡ αἰώνια ζωή, κατὰ τὸν Κύριο, συναρτᾶται ἄμεσα μὲ τὸν Ἑαυτό Του: εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀπεσταλμένου τοῦ Θεοῦ. Αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὂν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν.
. 3. Ἡ γνώση αὐτὴ δὲν ἔχει χαρακτήρα νοησιαρχικό: δὲν εἶναι δηλαδὴ θέμα ἐγκεφάλου, δὲν πρόκειται γιὰ κάποιες πληροφορίες ποὺ κινητοποιοῦν τὶς νοητικὲς ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου – τέτοια γνώση ὑπάρχει καὶ ὑφίσταται, ἀλλ᾽ ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὰ πράγματα τοῦ παρόντος κόσμου. Ἡ γνώση γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο ὁ Κύριος ἀποκτᾶται ἀπὸ τὴν προσωπικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ Ἐκεῖνον, ποὺ θὰ πεῖ τὴν αἰώνια ζωὴ βιώνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ δέχτηκε τὴν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει καὶ νὰ μετάσχει ἔτσι στὴ δική Του ζωή. Γνῶσις ἐστιν μετουσία, θὰ πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ βαθὺς καὶ ἐμφιλόσοφος αὐτὸς θεολογικὸς νοῦς, ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Πρέπει νὰ μετάσχει δηλαδὴ κανεὶς στὸν Θεό, νὰ κοινωνήσει μαζί Του, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ πεῖ ὅτι Τὸν γνωρίζει. Κι αὐτὴ ἡ γνώση ὡς κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ποὺ δηλώνει τὴν παρουσία Ἐκείνου μέσα στὸν ἄνθρωπο, συνιστᾶ ἀκριβῶς τὴν αἰώνια ζωή. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνέργεια τῆς χάριτός Του, τὴν ὁποία μπορεῖ καὶ ζεῖ στὰ προσωπικά του ὅρια, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ πιστέψει στὸν Χριστό. Προϋπόθεση γι᾽ αὐτό, κατὰ τὸν Κύριο, εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν. Ἄνθρωπος ποὺ ἐν πίστει θὰ τηρήσει τὶς ἐντολές Του, καὶ μάλιστα τὴν περιεκτικὴ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, θὰ διαπιστώσει ἰδίοις ὄμμασι τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐγκατοίκησή Του μέσα σ᾽ Αὐτόν. Τότε ἐμπειρικὰ θὰ γνωρίσει τὸν Θεό. Αὐτὸ ἀποκάλυψε ὁ Κύριος καὶ προκάλεσε τὸν κάθε πιστό Του νὰ πειραματιστεῖ στὸν ἑαυτό του προκειμένου νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει. Ὁ λέγων ἔγνωκα αὐτὸν καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ μὴ τηρῶν ψεύστης ἐστὶν (Α´ Ἰωάν. β´ 4). Ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι. (Α´ Ἰωάν. δ´ 8). Ἐαν τις ἀγαπᾶ με τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτὸν καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν (Ἰωάν. ιδ´ 23 ).
. 4. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, τὸν κάνει νὰ πλατύνεται τόσο, ὥστε νὰ ζεῖ τὴν αἰώνια ζωὴ μέσα στὰ ἀσφυκτικὰ καὶ περιορισμένα πλαίσια τῆς ζωῆς αὐτῆς, μέσα στὸ ἐδῶ καὶ στὸ τώρα, νὰ ζεῖ δηλαδή, ὅπως εἴπαμε, τὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνεται καὶ ὁ ἴδιος ἄκτιστος. «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. β´ 20) κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ ἀπ. Παύλου. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς: σὲ παίρνει ὁ Χριστός, σὲ κάνει ἕνα μὲ Ἐκεῖνον, κι ἐνῶ φαίνεσαι ὅτι ζεῖς τὴν ἴδια ζωὴ μὲ τοὺς ἄλλους, ἐσὺ ἔχεις γίνει ἕνας μικρὸς Θεός, “ἐν σαρκὶ περιπολῶν Θεός”, κατὰ τὴν ἔκφραση ἐκκλησιαστικοῦ Πατέρα. Ὁπότε καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι αὐτὸ ποὺ λέμε ζωὴ εἶναι πέρα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐπισημαίνουν οἱ αἰσθήσεις. Ζωὴ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή: ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἄνθρωπο, μπορεῖ ὅμως νὰ εἶναι καὶ μία νέκρωση ποὺ ἁπλῶς φαίνεται ὡς ζωή. Σὰν τὴν περίπτωση ποὺ λέει ὁ Κύριος γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ τοὺς χαρακτήρισε ὡς ζωντανοὺς νεκρούς. «Ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς» (Ματθ. η´ 22).
. 5. Εἶναι περιττὸ βεβαίως καὶ νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι τὴ ζωὴ αὐτὴ στὴν ὁποία μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος, μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴ ζήσει μέσα στὸ ζωντανὸ σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία, γιατί, ἐκεῖ, ὡς μέλος αὐτοῦ τοῦ σώματος, ἱκανώνεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ τηρεῖ τὶς ἅγιες ἐντολές Του. Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνον ἀδυνατεῖ νὰ τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ τὶς θεωρεῖ πολλὲς φορὲς ἀνοησία. Ποιός “λογικός” ἄνθρωπος, μὴ χριστιανός, θὰ θεωροῦσε ὡς κάτι φυσικό, γιὰ παράδειγμα, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἐχθρό; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δὲν εἶπε ὅτι χωρὶς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν; (Πρβλ. Ἰωάν. ιε´ 5). Αὐτὸ σημαίνει ὅμως ὅτι καὶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία εἶναι ἀδύνατη καὶ τὸ βάθος τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ – ἡ ἴδια ἡ αἰώνια ζωὴ – δὲν εἶναι κατορθωτά.
. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως οἱ συγκεκριμένοι 318 τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, αὐτὸ προσπάθησαν νὰ διασφαλίσουν: τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν αἰώνια ζωὴ μέσα στὴ ζωὴ αὐτή, τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς πραγματικὴ σχέση μὲ τὸν Θεὸ ἐν Χριστῷ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τοὺς τιμᾶμε καὶ τοὺς γεραίρουμε. Καὶ τοὺς παρακαλοῦμε νὰ εὔχονται γιὰ μᾶς, ὥστε νὰ μένουμε στὴν ἴδια μὲ ἐκείνους χάρη, δηλαδὴ στὴ χάρη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ μας.
ΠΗΓΗ: «ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ»