Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Αν ο Θεός υπάρχει....(;)


Αν ο Θεός υπάρχει, γιατί επιτρέπει το κακό;

Στις 29 Δεκεμβρίου η εκκλησία εορτάζει τους πρώτους μάρτυρες της εποχής του Χριστού, τα δεκατέσσερις χιλιάδες νήπια που σφαγιάστηκαν κατόπιν εντολής του Ηρώδου στην Βηθλεέμ, την εποχή που γεννήθηκε ο Χριστός.
Βλέποντας ότι είχε ξεγελαστεί από τους Μάγους(Μτθ.2,16-18), ο βασιλιάς διέταξε την θανάτωση όλων των παιδιών από ηλικίας μιας μέρας(0) μέχρι δυο ετών. Θρήνοι και μητρικοί αναστεναγμοί κύκλωσαν την μικρή κωμόπολη Βηθλεέμ κι αυτή η πράξη έμελε να καταγραφή στην ιστορία, ως μια από τις πιο αποτρόπαιες, ενώ ο Ηρώδης σε παγκόσμιο σύμβολο παιδοκτόνου, που χρησίμευε ως παραλληλισμός για καθένα άνθρωπο, που θα διέπραττε παρόμοιες πράξεις. 
Ο Θεός άνθρωπος στη γη, για να σώσει και να κάνει θεό τον άνθρωπο. Έρχεται να φέρει την ειρήνη στο κόσμο, να διαλύσει το σκοτάδι, να φωτίσει τις αξημέρωτες καρδιές. Ήλθε να σώσει και ν’ ανεβάσει τον άνθρωπο στον ουρανό, να τον θεώσει. Μα όμως με τον ερχομό του 14000 αθώα πλασματάκια βρίσκουν φρικτό θάνατο, 14000 μάνες θρηνούν απαρηγόρητες. Στοιχεία που δεν διαφέρουν και πολύ από σημερινούς απολογισμούς εμπόλεμων καταστάσεων. Ποία ειρήνη έφερε ο Χριστό, Θεός γεμάτος αγάπη, τόσο ανάλγητος, τόσο μικρόψυχος να μην βλέπει τον πόνο, να μην σταματά με μιας την καταστροφική μανία του Ηρώδη! Τα λόγια θα μπορούσαν και σήμερα μ’ άλλο περιεχόμενο να τοποθετηθούν στα στόματα μας, που είναι ο Θεός στα παιδιά της Αφρικής, σ’ αυτά των πολέμων, στους εκατομμύρια πρόσφυγες, στους νέους που πεθαίνουν, στους καλούς κι ωραίους σαν παιδιά ανθρώπους που φεύγουν!
Αλλά, να όταν ο ίδιος επιτρέπει να σφαγιαστούν τόσα αθώα πλασματάκια, τι μπορεί κανείς να περιμένει, ποία σχέση μπορεί να έχει η ειρήνη που έφερε, μ’ όλα όσα ακολούθησαν. Είναι οι φορές εκείνες που άνθρωπος προσπαθεί ν’ απαντήσει στις εξελίξεις, βγάζοντας τον εαυτό του απ’ έξω, θεωρώντας ότι όλα εξαρτώνται από έναν θείο παράγοντα απροσδιόριστο.
Ήλθε όντως ο Χριστός στο κόσμο για να φέρει την ειρήνη, την εσωτερική πληρότητα που άνθρωπος της πτώσεως είχε απωλέσει. Την ειρήνη με τον εαυτό του, την καταλλαγή που γεννά την εσωτερική πληρότητα και αρμονία κι έπειτα αυτή μ’ όλους τους άλλους ανθρώπους, που θα ευθυγραμίζονται σ’ αυτήν την σχέση του με τον Θεό. Ένα βρέφος αδύναμο, καταχωνιασμένο μέσα σε μια σπηλιά, ποίον θα μπορούσε ν’ απειλήσει, την εξουσία τίνος να επιβουλεύσει. Κι όμως ο Ηρώδης φοβάται, νιώθει ότι κινδυνεύει, έχει μάθει στην ζωή του να βλέπει φαντάσματα, εχθρούς που δεν υπάρχουν. Η ανάγκη της φιλαρχίας μπορεί να προσπεράσει τα πάντα, να θυσιάσει τους πάντες.
Μήπως αυτή δεν κρύβεται μέσα μας, λίγο εώς πολύ, δεν επειχηρούμε με κάθε τρόπο να επιβληθούμε, μέσα στην οικογένεια, στην δουλεία μας, στην κοινωνία, να έχουμε τον τρόπο και τελευταίο λόγο, ακόμα και σε μια σχέση, που σαν βάση διάλυσης έχει την φιλαρχία, την εξουσία που ένας μπορεί ν’ ασκήσει στον άλλον. Μαθημένοι να βλέπουμε παντού εχθρούς, φοβισμένοι ν’ αγαπήσουμε, να χάσουμε και να πονέσουμε, αισθανόμενοι απειλή σε κάθε μας βήμα. Σήμερα η μεγαλύτερη κόλαση είναι ο άλλος, ο δίπλα αυτός που προχωρά, ο πέρα που μ΄αμφισβητεί.
Πόλεμοι με τεράστιες καταστροφές, για το γόητρο, την εξουσία, την απληστία να κατέχει κανείς πέραν αυτού που του αναλογεί με συνθήκες και συμφωνίες. Άνθρωποι να χάνονται, να μεταναστεύουν, σαν τότε όπου ο Χριστός πήρε τον δρόμο της προσφυγιάς, για να γλιτώσει από την τρέλλα του ενός. Ασθένειες, χιλιάδες νέοι, μικρά παιδιά, σ’ ένα περιβάλλον που συνεχώς βιάζει ο άνθρωπος, ακόρεστος να έχει τα πάντα με όποιον τρόπο, να θέλει να τρώει ντομάτες χειμώνα καλοκαίρι, να έχει την απαίτηση να κερδίζει μολύνοντας νερά, λίμνες, δασικές εκτάσεις. Να τρέχει ασταμάτητα στους δρόμους, σπέρνωντας τον θάνατο. Βρέφη, άλλα μέσα στην κοιλιά πριν προλάβουν να γεννηθούν, θρυματίζονται στα νοσοκομεία, διότι ποτέ δεν μάθαμε ότι η απόλαυση πάει μαζί με την ευθύνη.
Που είναι λοιπόν ο Θεός; Αυτόματα να τελείωσει όλα αυτά, ν’ ελέγξει την σκέψη του ανθρώπου, να γίνει ο δεύτερος μηχανή, αντικείμενο κατευθυνόμενο κι όχι εικόνα Θεού, ελευθέρα και ζώσα που θα έχει την ευθυνή των πράξεων του, της ίδιας της ζωής του. Ο πατήρ Αλέξανδρος Σμέμαν, αναφέρει ότι «ο άνθρωπος, δημιουργημένος για να δίνεται στον Θεό, διαστρέφει τη φύση του, την ουσία του, όταν προσφέρει τον εαυτό του σε κάτι άλλο, όταν μεταμορφώνει αυτό το «άλλο» σε είδωλο.»
Αυτή είναι η απαρχή των κακών, η διαστροφή της φύσης του ανθρώπου, ως εικόνα Θεού με την προοπτική του καθ’ ομοίωσιν που αγαπάει τον Θεό, ανοίγεται προς Αυτόν κοινωνεί μαζί Του και ταυτόχρονο αγκαλιάζει τον άλλον που έχει δίπλα του. Έτσι εξελίσσεται, ζει όταν αγαπά και κοινωνεί. Ωστόσο, όταν αρχίσει να κλείνεται στο εαυτό του, να προστατεύει την φαινομενική αξιοπρέπεια, να πασχίζει συνεχώς να διατηρεί την εξουσία του καταστρέφεται και καταστρέφει ότι υπάρχει γύρω του, γι’ αυτό η αμαρτία δεν είναι μια ηθική έκπτωση, αλλά θάνατος του ανθρώπου και του κόσμου.
Ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο χαρίζοντας του μονάχα την ζωή, προσφέροντας του έναν κόσμο για να τον χαίρεται, να τον φροντίζει και να τον συντηρεί. Εκείνος επέλεξε να τον κάνει κτήμα, προσφέροντας τον ως ικανοποίηση στην φιλαρχία του, διαλύοντας τον. Άρχισε να βλέπει τους άλλους σαν απειλή, εμπόδια στην ολοκλήρωση της απληστίας του. Ο Θεός είναι Πηγή κάθε αγαθού, δεν είναι δημιουργός του κακού, αυτό δεν υπάρχει, ούτε οργίζεται, ούτε εκδικείται, ούτε καταστρέφει, αυτές οι έννοιες ανήκουν στο άνθρωπο που προσπαθεί να δώσει διάφορες ονομασίες στον Θεό, με βάση τα πάθη  του. Ο Χριστός είναι ο Ίδιος, Αυτός που αγαπά, ως Άσαρκος στην Παλαιά Διαθήκη, ως Ένσαρκος στην Καινή, αυτός που συγχωρεί μια πόρνη, είναι ικανός να κατέστρεψε δυο πόλεις τα Σόδομα και τα Γόμορα, σαφώς κι όχι, την ίδια αγάπη δείχνει, απλώς ο άνθρωπος το ενδιαφέρον Του, το μεταφράζει σαν οργή, τις δικές του επιλογές τις χρεώνει σ’ Αυτό, έψαχνε πέντε ανθρώπους να μην καταστραφούν οι πόλεις, δηλαδή πέντε δικούς Του, ν’ αγαπούν και να σέβονται τον κόσμο, μα η διαφθορά, η αμαρτία είχε ριζώσει καλά τ’ αποτέλεσμα αυτοκαταστροφή του ανθρώπου.
Όλα όσα συνέβη. συμβαίνουν και θα συμβούν, έχουν την δική μας σφραγίδα. Αυτή του ανθρώπου που έπαψε ν’ αγαπά τον Θεό, που στην δίψα για εξουσία δεν τον νοίαζει να σκοτώσει και να καταστρέψει ότι βρει μπροστά του αρκεί αυτός να είναι καλά. Θα μου πεις οι μεγάλοι και τρανοί, αυτή ευθύνονται, αλλά για στάσου, πως φορές πέταξες ένα σκουπιδάκι στον δρόμο, πως φορές δεν ζήτησες να τα έχεις όλα, σε κάθε εποχή, να ικανοποιήσεις την λαμαργία σου. Δεν θέλησες να κρατήσεις ψηλά τον εγωισμό σου κι αρνήθηκες να συναντήσεις τον άλλον. Αυτή η ευθύνη, η διαχείρηση του αυτεξουσίου, η ελευθερία που μας έχει δώσει ο Θεός να συμπληρώσουμε, να φτιάξουμε και να διατηρήσουμε τον κόσμο, όπως εμείς θέλουμε. Κι  όταν οι επιλογές μας είναι ολέθριες, θα είναι δίπλα μας στο θρήνο, στο κλάμα, να συμπάσχει, διότι αυτή είναι η μοναδική ιδιότητα του, ο τρόπος επέμβασης του, ν’ αγαπάει και να μακροθυμεί για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Τα υπόλοιπα τ’ αφήνει σ’ εμάς.

Γεώργιος Τρυφωνόπουλος
Θεολόγος