Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

Οἰκουμενιστικές, βατικάνειες καί προτεσταντικές θέσεις σέ συνέδριο ''Ὀρθοδόξου Θεολογίας''


8ο ΔΣΟΘ_578
Ἐν Πειραιεῖ 14-6-2018
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΕΣ, ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΣΕ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ»
Ἡ «βαπτισματική θεολογία» ἡ νέα βατικάνεια ἐκκλησιολογία καί ἡ προτεσταντική ἐκκλησιολογία ἦταναὐτές, πού κυριάρχησαν στό οἰκουμενιστικό Διεθνές Συνέδριο[1] τῆς Θεσσαλονίκης γιά τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης.

Ἄς δοῦμε τί εἶναι ἡ κάθε μία ἀπ’αὐτές.
Α) Ἡ οἰκουμενιστική καί αἱρετική θεωρία τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας»[2], «ἐρευνᾶ τό Βάπτισμα τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν ἑτεροδόξων, γιά νά βρεθοῦν τά κοινά σημεῖα μεταξύ τους. Οἱ οἰκουμενιστές προσπαθοῦν νά προσδιορίσουν τήν ἑνότητα μεταξύ τοῦ Χριστιανισμοῦ μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», πού σημαίνει ὅτι θέτουν ὡς βάση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας τό Βάπτισμα. Οὐσιαστικά, αὐτό εἶναι «ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητας», γιατί προσπαθοῦν νά δοῦν τά κοινά σημεῖα τῆς ἑνότητας μεταξύ τῶν αἱρέσεων καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μ' αὐτόν τόν τρόπο δέν θέτουν ὡς βάση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας τήν πίστη, συνδυασμένη μέ τά Μυστήρια, ἀλλά θέτουν ὡς βάση τό Βάπτισμα, τό ὁποῖο ἀποδεσμεύουν ἀπό τήν ἀποκεκαλυμμένη πίστη καί ἀπό τά ἄλλα Μυστήρια, ἰδιαίτερα τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Τό γεγονός ὅτι τό Βάπτισμα θεωρεῖται ὡς στοιχεῖο ἑνότητος μεταξύ τῶν Χριστιανῶν, παρ'ὅλο πού διαφέρουν ὡς πρός τήν πίστη, σημαίνει ὅτι ἀλλάζουν τά πατερικά κριτήρια γιά τήν ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁπότε, κατά τήν «βαπτισματική θεολογία», τό αἱρετικό βάπτισμα εἶναι τό ἕνα Βάπτισμα, δηλ. ἡ μυστηριακή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐντοπίζεται πλέον σέ μιά ταυτότητα, βασισμένη στήν ἑνότητα τῆς πίστεως, ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἱερωσύνης καί μυστηρίων. Ὁπότε, μπορεῖ κάποιος, λόγῳ τοῦ βαπτίσματος, πού γίνεται ἀπό αἱρετικούς, σχισματικούς, ἀκόμη καί μή βαπτισμένους, νά εἶναι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν πίστη, τήν ἀποστολική διαδοχή καί τά Μυστήρια, πράγμα πού ἀντιβαίνει στήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ ὁποία συνδέει στενά τήν Ὀρθοδοξία μέ τήν Ἐκκλησία καί τήν θεία Εὐχαριστία. Ἑπομένως, διακρίνεται «ὁ Χριστός τῶν Μυστηρίων» (τοῦ Βαπτίσματος) ἀπό «τόν Χριστό τῆς δογματικῆς ἀληθείας».
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑφίσταται σοβαρό θεολογικό ζήτημα, ἀφοῦ, ὅπου δέν ὑπάρχει πίστη-δόγμα, δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά Μυστήρια. Τό δόγμα δέν χωρίζεται ἀπό τήν «πνευματικότητα». Ἡ ἐκκλησιαστική αὐθεντικότητα ἔχει σχέση μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα καί τά Μυστήρια, πού βρίσκονται ἐντός τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει σαφέστατη ἑνότητα μεταξύ τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς ἑνότητας τῆς πίστεως, καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει διάσπαση μεταξύ «τοῦ Χριστοῦ τῶν Μυστηρίων καί τοῦ Χριστοῦ τῆς δογματικῆς Ἀλήθειας». Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, κατά τους Πατέρες, συνίσταται ἀπό τά κοινά Μυστήρια, τήν κοινή πίστη καί τόν Ἐπίσκοπο.
Τό ψεῦδος τῆς «βαπτισματικῆς ἑνότητας» συνιστᾶ μιά ἐκδοχή τῆς προτεσταντικῆς «θεωρίας τῶν κλάδων», γι'αὐτό καί εἶναι ἀσύμβατη μέ τήν ἐκκλησιολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων».
Β) Οἱ κεντρικοί στύλοι τῆς νέας λατινικῆς ἐκκλησιολογίας εἶναι : α) Οἱ ὄροι «σχίσμα» καί «αἵρεση» δέν ἐφαρμόζονται πλέον, β) τό Ἅγιον Πνεῦμα χορηγεῖται καί ἁγιάζει τά σχισματικά/αἱρετικά σώματα, γ) σχισματικά/αἱρετικά σώματα ἀναγνωρίζονται ὡς ἐκκλησίες καί ἐκκλησιαστικές κοινότητες, δ) ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει ὅλους τους «βαπτισμένους», πού συμμετέχουν κατά βαθμούς, ε) ἡ διάκριση μεταξύ πλήρους καί ἀτελοῦς κοινωνίας, καί στ) δέν εἶναι ἀπαραίτητη πλέον ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως, γιά νά ἀνήκει κανείς στήν Ἐκκλησία.
Ἡ Communio Ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τήν Ὀρθόδοξη Εὐχαριστιακή Ἐκκλησιολογία. 
Σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη Εὐχαριστιακή Ἐκκλησιολογία, τά ὅρια τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας χαράσσονται σαφῶς μέ βάση τίς «γραμμές αἵματος», συμπεριλαμβάνοντας ὅλους ὅσοι μετέχουν στό Κοινό Ποτήριο τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μυστηριακή βάση τῆς κοινωνίας δέν συνίσταται σέ ἕνα ἤ ἄλλο μυστήριο, ἀλλά σέ ὅλα τά μυστήρια μαζί, ἑνωμένα σέ μία κοινή ζωή καί σέ ἕνα κοινό Ποτήριο.
Σύμφωνα μέ τήν Communio Ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, τά ὅρια τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας χαράσσονται πρῶτα μέ βάση τό ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος. Μεταξύ τῶν βαπτισμένων ὑπάρχει μία θεμελιώδης ἑνότητα ἤ communio, ἔτσι πού ἡ διάκριση δέν εἶναι μεταξύ πλήρους ἑνότητας ἤ καθόλου communio, ἀλλά μεταξύ πλήρους καί ἀτελοῦς communio.  Ἡ μυστηριακή βάση τῆς communio εἶναι ἡ communio στό ἕνα βάπτισμα, μέ συμμετοχή στήν Εὐχαριστία, «τό ἀποκορύφωμα» τῆς communion, πού ἐπιφυλάσσεται γι’ αὐτούς, πού εἶναι σέ πλήρη κοινωνία.
Ἡ «Communio» Ἐκκλησιολογία εἶναι μία σύνθετη πραγματικότητα μέ τή μορφή μιᾶς κοινωνίας, ἡ ἑνότητα τῆς ὁποίας ἔχει ἐπέλθει ἀπό πολλούς καί ποικίλους παράγοντες. Αὐτό σημαίνει ὅτι εἶναι ἀνοιχτή ἡ πιθανότητα τά συστατικά στοιχεῖα τῆς Ἐκκλησίας νά εἶναι παρόντα ἀκόμη καί σέ χριστιανικές κοινότητες ἐκτός της «Καθολικῆς ἐκκλησίας» (τοῦ παπισμοῦ) καί νά μποροῦν νά προσδίδουν σ’ αὐτές τίς κοινότητες τόν χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς, ἡ μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ ἐπίσης νά εἶναι παροῦσα ἐκτός της «Καθολικῆς Ἐκκλησίας» (τοῦ παπισμοῦ) καί εἶναι πράγματι παροῦσα, καί, μάλιστα, ὁρατή, στό βαθμό, πού εἶναι παρόντες οἱ παράγοντες καί τά στοιχεῖα ἐκεῖνα, πού δημιουργοῦν ἑνότητα, καί συνακόλουθα τήν Ἐκκλησία.
Ἔτσι, λοιπόν, τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς Βατικάνειας ἐκκλησιολογίας εἶναι α) ἡ Communio ἐκκλησιολογία, β) ἡ βαπτισματική βάση, γ) ἡ ἄποψη ὅτι ἐκτός τῆς Εὐχαριστιακῆς Σύναξης ὑπάρχει Ἐκκλησία, δ) ἡ πλήρης καί ἡ ἀτελής κοινωνία, ε) τά μέρη τοῦ Συνόλου ἀποτελοῦν τήν παγκόσμια κοινωνία, στ) ἡ ἑνότητα, πού ἐκφράζεται σέ βαθμίδες, ζ) τά στοιχεῖα, πού πραγματοποιοῦνται σέ χωρισμό, καί η) τό βάπτισμα, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ μύηση καί ὄχι ἐπιστροφή
Στήν ἀκριβῶς ἀντίπερα ὄχθη βρίσκονται τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, πού εἶναι α) ἡ εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία, β) ἡ εὐχαριστιακή βάση, γ) ἡ πάγια διδασκαλία ὅτι ἐκτός της Εὐχαριστιακῆς Σύναξης δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία, δ) ἡ πλήρης καί ὄχι ἡ ἀτελής κοινωνία, ε) ἡ καθολική κοινωνία ταυτίζεται μέ τήν εὐχαριστιακή, τοπική κοινωνία, στ) ἡ ἑνότητα, πού ἐκφράζεται ὡς ταυτότητα, ζ) τά μή ἐκκλησιαστικά στοιχεῖα βρίσκονται σέ χωρισμό, καί η) τό βάπτισμα ἀποτελεῖ μετάνοια καί ἐπιστροφή[3].
Γ) Οἱ Προτεστάντες ὑποστηρί­ζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀόρατη κοινωνία ἁγίων καί ἀπαρτίζεται ἀπό τά ἐκλεκτά μέλη ὅλων τῶν ὁρατῶν Ἐκκλησιῶν ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἡ Ἐκκλησία αὐτή δέν εἶναι διαρθρωμένη ἱεραρχικά ὡς καθίδρυμα, ἀλλά εἶναι διασκορπισμένη σ' ὅλη τήν Οἰκουμένη. Τά μέλη της εἶναι γνωστά μόνο στόν Χριστό, μέ τόν ὁποῖο εἶναι ἑνωμένοι καί συναπαρτί­ζουν τό μυστικό σῶμα τῶν ἁγίων. Ἡ ἀόρατη αὐτή Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή καί ἀλάθητη. Καμμία ἐμπειρική-ὁρατή Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά εἶναι αὐθεντική, ἐπειδή ἀπαρτίζεται ἀπό ἐκλεκτούς καί ἀσεβεῖς. Δύο, ὅμως, ἐξωτερικά καί ὁρατά στοιχεῖα - τό σωστό κήρυγμα καί ἡ σωστή ἱερουργία τῶν μυστηρίων - συνδέουν τήν ὁρατή μέ τήν ἀόρατη Ἐκκλησία.
Ἡ ἄποψη τῶν Προτεσταντῶν γιά τήν ἀόρατη Ἐκκλησία δέν βρί­σκει τήν θεμελίωση της οὔτε στήν Ἁγία Γραφή οὔτε στήν Παράδοση τῆς ἀρχέγονης Ἐκκλησίας. Καί τοῦτο, γιατί οἱ βιβλικές παραβολές τῆς «σαγήνης» καί τῶν «ζιζανίων» δείχνουν ἀπερίφραστα ὅτι ἡ Εκκλη­σία στήν ἱστορική φανέρωση της περιλαμβάνει καί εὐσεβεῖς καί ἀσε­βείς, δέν εἶναι δηλαδή ἀόρατη κοινωνία ἁγίων. Ἄλλωστε, οἱ ἅγιοι καί οἱ ἐκλεκτοί, ἐνόσω ζοῦν στή γῆ, εἶναι ὁρατά μέλη τῆς ὁρατῆς Εκκλη­σίας καί ἔρχονται σέ ὁρατή καί αἰσθητή κοινωνία μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους μέσῳ τῆς ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Κατά συνέπεια, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ταυτόχρονα ὁρατή καί ἀόρατη. Τήν ἀόρατη πλευρά συγκροτοῦν ὁ Χριστός, ὡς κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἄγγελοι καί οἱ κεκοιμημένοι ἅγιοι. Ἡ ἀόρατη καί ἡ ὁρατή πλευρά τῆς Ἐκκλησίας προσδιορίζουν καί τόν θεανθρώπινο χαρακτήρα της.
Ἀλλά, οἱ Προτεστάντες, ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν φιλοσοφία τοῦ Ἐγέλου, ὑποστήριξαν τόν προπερασμένο αἰώνα καί νέα ἐκκλησιολογική θεωρία, πού ἀναφέρεται στήν ἰδανική Ἐκκλησία καί τούς κλάδους τῶν Ἐκκλησιῶν. Σύμφωνα μέ τήν θεωρία αὐτή μόνον ἡ ἰδανική Εκκλη­σία εἶναι ἡ μία ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού μνημονεύεται στό Σύμβολο τῆς πίστεως. Ἡ Ἐκκλησία αὐτή εἶναι ἀόρατη καί δέν ἀντιστοιχεῖ σέ καμμιά ἱστορική Ἐκκλησία, ἐπειδή καμμιά ἀπό αὐτές δέν ἔχει τό πλήρωμα τῆς ἀληθείας, ἀλλά μέρος μόνο τῆς ἀλήθειας. Οἱ διάφορες ἐμπειρικές Ἐκκλησίες, παρά τίς δογματικές διαφορές τους, κατέχουν ἴσα δικαιώματα ὑπάρξεως, παρέχουν ἐξίσου τήν σωτηρία καί κινοῦνται ἐξελικτικά στήν ἰδέα τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐκκλησιολογική αὐτή ἄποψη, πού αἰτιολογεῖ ἄριστα τήν ὕπαρ­ξη τοῦ Προτεσταντισμοῦ, εἶναι θεολογικῶς ἀπαράδεκτη, ἐπειδή κα­ταστρέφει τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐπειδή στρέφεται κατά τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, ἡ ὁποία μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Χριστός ἵδρυσε τήν ορα­τή Ἐκκλησία[4].
Οἱ παραπάνω ἀντορθόδοξες θέσεις διατυπώθηκαν ἀπό δύο οἰκουμενιστές καί κολυμπαριστές εἰσηγητές τοῦ προαναφερομένου οἰκουμενιστικοῦ συνεδρίου. Τόν κ. Γρηγόριο Λαρεντζάκη καί τόν κ. Στυλιανό Τσομπανίδη. Παραθέτουμε ἀποσπάσματα τῶν εἰσηγήσεών τους γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές.
Στήν εἰσήγησή του[5]ὁ κΓρηγόριος Λαρεντζάκης,  μεταξύ ἄλλων, εἶπε : «Οἱ Θεολογικοί Διάλογοι δέν διεξάγονται μεταξύ ἀποξενωμένων καί τελείως ἀλλοτρίων Ἐκκλησιῶν, ἀλλά μεταξύ χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες «μποροῦν νά νοηθοῦν ὡς ἐκφράσεις ἐκκλησιαστικῆς πραγματικότητας, ἀκόμη καί ἄν ἡ πλήρης εὐχαριστιακή κοινωνία δέν εἶναι ἀκόμη δυνατή», συμπεραίνει ὁ Paul Meyendorff, βασιζόμενος σέ μιά «βαπτισματική ἐκκλησιολογία», ἡ ὁποία θεωρεῖ τήν Ἐκκλησία ὡς βασισμένη στό Βάπτισμα τῶν μελῶν της … ἕνα σωστό Βάπτισμα στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος».
Σέ ἄλλο σημεῖο : «Οἱ Θεολογικοί Διάλογοι διαξάγονται δηλαδή μεταξύ χριστιανκῶν Ἐκκλησιῶν μέ«ἐκκλησιαστική πραγματικότητα», ἐντός τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας ἐν εὐρυτέρᾳ ἐννοίᾳ…».
Καί τέλος : «Τά διεστῶτα μέλη τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας ἀνήκουν παρ’ ὅλα ταῦτα, παρά τίς θεολογικές καί δογματικές διαφορές σέ μίαν, δηλ. τήν χριστιανικήν οἰκογένεια, χωρίς νά χάσουν τήν ἐξ αἵματος συγγένειαν αὐτῶν, τήν ὁποίαν ἀποκτοῦν ἀμεταβλήτως διά τοῦ ἑνός καί ἀνεπανάληπτου Βαπτίσματος εἰς τό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Οἰ Ἐκκλησίες αὐτές δέν εἶναι, ὡς ἐκ τούτου «πρός ἀλλήλας ξέναι καί ἀλλότριαι», ἀλλά «συγγενεῖς καί οἰκεῖαι ἐν Χριστῷ».
Στήν εἰσήγησή του[6] ὁ κ. Στυλιανός Τσομπανίδης, μεταξύ ἄλλων, τόνισε : «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δίνοντας χῶρο στόν «ἄλλο» καί κάνοντας καθ' ὅλη τή διάρκεια τῆς οἰκουμενικῆς πορείας χρήση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» ὡς τεχνικοῦ ὅρου, συμβατικά καί κατ' οἰκονομίαν ζεῖ μέ τήν ἐλπίδα ὅτι τά στοιχεῖα τῆς ἀλήθειας ἤ τά «ἐκκλησιαστικά στοιχεῖα» («elementa ecclesiae»), πού ἀναγνωρίζει τώρα στίς ἄλλες Ἐκκλησίες, θά ὁδηγήσουν στήν ἀναγνώριση τῆς ὅλης ἀλήθειας καί στήν ἑνότητα, πού θά βασίζεται πάνω σέ αὐτή τήν ἀλήθεια».
Σέ ἄλλο σημεῖο : «Παρ' ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἀναγνωρίζει ἑαυτήν στήν πίστη καί τήν πράξη τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν οὔτε σχετικοποιεῖ τά ὑφιστάμενα ὅρια καί τίς διαφορές, δέν παραβλέπει ὅτι ὁ βαθμός τῆς ἀμοιβαίας ἀναγνώρισης, πού ὑπάρχει σήμερα, ἐπιτρέπει στίς Ἐκκλησίες, χωρίς νά ἐξαλείφουν τά ἐμπόδια, νά ἀπαντοῦν μαζί σέ μεγάλο ἀριθμό οἰκουμενικῶν ἐρωτήσεων... Θά ἦταν ἰδιαίτερα σημαντικό καί ἀποτελεσματικό, ἐάν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατέβαλε προσπάθεια συνεννόησης καί ἐρχόταν ἀκόμη πιό κοντά μέ τίς πλησιέστερα σέ αὐτήν Ἐκκλησίες, μέ αὐτές στίς ὁποῖες ἀναγνωρίζει περισσότερα στοιχεῖα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πράγμα πού θά διευκόλυνε τή γενική πορεία πρός τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν στό μέλλον».
Καί τέλος : «Γιά τήν ἀναλογική ἐφαρμογή τοῦ πνεύματος κανόνων πρέπει, σέ κάθε περίπτωση, νά ληφθεῖ σήμερα ὑπόψη ὅτι ὁ λοιπός χριστιανικός κόσμος οὔτε τίς βαρύτατες κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀσπάζεται, οὔτε ἐχθρικῶς πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διάκειται, οὔτε προσηλυτισμό ἀσκεῖ, οὔτε ἔχει καταδικαστεῖ συνοδικά. Ἔχει μάλιστα ἰδιαίτερη σημασία ὅτι τά μέλη τους βαπτίζονται στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Τό ἐκκλησιολογικό κείμενο δίνει ἀφορμή γιά τή σκέψη ὅτι ἡ ἀναλογική ἐφαρμογή τοῦ πνεύματος κανόνων… στή νέα πραγματικότητα τῆς σύγχρονης Οἰκουμενικῆς Κίνησης καί τῶν εἰρηνικῶν διαλόγων, συνεπάγεται τήν ἀναγνώριση τοῦ «ὑποστατοῦ» ἤ καί τοῦ «ἐγκύρου» τοῦ Βαπτίσματος. Ἡ σκέψη αὐτή ἀποφεύγεται καί ἄς ἔχει προβληθεῖ τό βάπτισμα ἀπό τή Γενική Συνέλευση τοῦ ΠΣΕ στό Πόρτο Ἀλέγκρε ὡς βασικό ἐκκλησιολογικό κριτήριο γιά μία συνεπή θεολογική προσέγγιση τοῦ ζητήματος τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας καί γιά μία ὑπεύθυνη καί παραδεκτή σύγκλιση τῶν ἐκκλησιολογιῶν. Αὐτό εἶχε συζητηθεῖ ἄλλωστε καί σέ ἐνδοορθόδοξο πλαίσιο στή Διάσκεψη τῆς Σόφιας τό 1981, ἡ ὁποία κατέθεσε γιά πρώτη φορά κωδικοποιημένα τά ὀρθόδοξα αἰτήματα (desiderata) καί ζητοῦσε νά συμπεριληφθεῖ τό βάπτισμα στή «Βάση» τοῦ ΠΣΕ ἤ τοὐλάχιστον στά κριτήρια γιά τήν ἀποδοχή νέων μελῶν. Πάντως ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος θά εἶχε σημαντικές συνέπειες γιά τή θεώρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κατάστασης ἄλλων Ἐκκλησιῶν καί ἄλλων Χριστιανῶν. Θά ἐξάλειφε ἕνα θεμελιῶδες ἐμπόδιο στήν πορεία πρός τήν ἑνότητα. Βεβαίως, δέν θά σήμαινε ἀκόμη ὅτι ὑπάρχει πλήρης ἑνότητα στήν πίστη, προϋπόθεση μεγάλης σημασίας γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας στό ποτήριο τῆς Εὐχαριστίας».
Μετά τά παραπάνω δικαιωνόμαστε ἀπόλυτα, ὅταν ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης συνεκλήθη, στηριζομένη σέ βατικάνεια, προτεσταντικά καί οἰκουμενιστικά πρότυπα καί μεθόδους.



[1] Διεθνές Συνέδριο γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, http://fanarion.blogspot.gr/2018/05/blog-post_0.html
[2] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, Σχόλια ἐπί μιᾶς διατριβῆς πού ἀξίζει να διαβαστεῖ, Ἡ Β' Βατικανή Σύνοδος καί ἡ νέα θεολογία καί ἡ νέα ἐκκλησιολογία της, 3-12-2014, http://www.dogma.gr/default.php?pname=Article&art_id=7201&catid=20
[3] ΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ HEERS, Τό Βάπτισμα καί ἡ Ἐκκλησία στό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ τῆς Δευτέρας Βατικανῆς Συνόδου, διδακτορική διατριβή, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Τμῆμα Θεολογίας, Ἰούνιος 2011. Σχ. βλ. ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ἐπιστολή πρός τόν Πάπα 14-4-2014 https://www.imp.gr/images/Epikairothta_2014/PAPAS%20EPISTOLH%20ellhnika.pdf
[4] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Ἡ θεολογική ταυτότητα τοῦ Προτεσταντισμοῦ», ἐν Οἰκουμενισμός. Γένεση - Προσδοκίες - Διαψεύσεις. Πρακτικά Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, τ. Β΄, Αἴθουσα Τελετῶν Α.Π.Θ., 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, σσ. 864-865. https://www.impantokratoros.gr/96072F44.el.aspx
[5] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΛΑΡΕΝΤΖΑΚΗΣ, Ἡ ἀνάγκη τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη, Ἰούνιος 2016), Ὁμιλία (ἐν περιλήψει) στό 8οΔιεθνές Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας, 1-6-2018, http://blogs.auth.gr/moschosg/ἡ-ἀνάγκη-τῶν-θεολογικῶν-διαλόγων-σύ/
[6] ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΤΣΟΜΠΑΝΙΔΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Οἰκουμένη στόν 21ο αἰώνα : Ἡ “ἐκκλησιολογική πρόκληση” μετά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Κρήτη (2016), Εἰσήγηση στό 8ο Διεθνές Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας, 27-5-2018, http://blogs.auth.gr/moschosg/ὀρθοδοξία-καί-οἰκουμένη-στόν-21ο-αἰώνα/