Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Ιωάννου Ν. Καρμίρη,Η Λουκάρειος Ομολογία και το εκ ταύτης δημιουργηθέν Λουκάρειον πρόβλημα.

Η Λουκάρειος Ομολογία και το εκ ταύτης
δημιουργηθέν Λουκάρειον πρόβλημα.


Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Ορθοδοξία και Προτεσταντισμός,Αθήνα 1939, σελ. 207-225

Αλλ' ό,τι ιδιαίτατα ενδιαφέρει ημάς ενταύθα, και χάριν του οποίου ο Λούκαρις κατέστη σημείον αντιλεγόμενον, είναι η πολύκροτος Λουκάρειος Ομολογία, ήτις αντί να συντέλεση εις την προσέγγισιν Ορθοδόξων και Διαμαρτυρομένων και εις την σύσφιγξιν των μεταξύ αυτών σχέσεων ή τον εκπροτεσταντισμόν των πρώτων, ως ήλπισαν οι συντάξαντες και εκδώσαντες αυτήν, συνετέλεσεν απεναντίας εις την εκτράχυνσιν των μεταξύ τούτων σχέσεων και την ανύψωσιν σινικού μεταξύ αυτών τείχους, προ πάντων δε, όπερ και σπουδαιότερον, εις την οριστικήν καταδίκην του Προτεσταντισμού υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Το 1629 ενεφανίσθη επ' ονόματι του Λουκάρεως καλβινική τις Ομολογία λατινιστί υπό τον τίτλον « Confessio fidei reverendissimi domini Cyrilli Patriarchae Constantinopolitani nominee et consensus Patriarcharum Alexandrini et Hierosolymitani, aliarumque Ecclesiarum orientalium Antistitum (1), scripta Constantinopoli mense Martio 1629», τω δε 1633 εδημοσιεύθη εν Γενεύη η αυτή και ελληνιστί υπό τον ξενικόν τίτλον «Ανατολική ομολογία της χριστιανικής πίστεως», μετά λατινικού κείμενου και προλόγου των Diodati και Le Clerc (2). Η κακόζηλος αύτη Ομολογία διήγειρε πανταχού της Εκκλησίας μέγιστον θόρυβον και δυσπερίγραπτον ταραχήν, πάντες δε σχεδόν εθεώρησαν εν αρχή ταύτην ως ψευδεπίγραφον και ουχί γνήσιον του Πατριάρχου έργον. Ο ίδιος ο Λούκαρις περιωρίσθη ν' αποκηρύξη αυτήν προφορικώς και, ν' αρνηθή ενόρκως την υπογρα φήν του, αλλ' η καθόλου ύποπτος έναντι αυτής και των Προτεσταντών στάσις του και η ένοχος σιγή του, μη θελήσαντος μέχρι του θανάτου του γραπτώς ν' αποκήρυξη και αναίρεση την Ομολογίαν, διαρρηγνύων τα ιμάτια του δια τον αποδιδόμενον αυτώ και τη Ορθ o δόξω Εκκλησία καλβινισμόν, ηνάγκασε την Ε κκλησίαν δι' αλλεπαλλήλων Συνόδων να καταδικάση την Ομολογίαν ως αιρετικήν και να καθορίση την ορθό δοξον διδασκαλίαν έναντι της των Διαμαρτυρομένων τοιαύτης, τουλάχιστον ως προς τα εν τη Ο μολογία θιγόμενα σημεία. Έκτοτε το πλείστον των ορθοδόξων θεολόγων μέχρι των ημερών ημών, ως και των εκκλησιαστικών Συνόδων δεν θεωρούσι τον Κύριλλον Λούκαριν ως συγγραφέα της Ομολογίας (3), εν ω τουναντίον α πεδέχθησαν το γνήσιον αύτης η εν Κων/πόλει Σύνοδος του 1638 υπό τον Κύριλλον Κοντάρην (4), ο Ιεροσολύμων Νεκτάριος (5), ο Α. Δημητρακόπουλος (6), ο Μ. Ρενιέρης (7), ο Β. Γεωργιάδης (8), ο Χ. Ανδρούτσος (9), ο Λ. Μπαλάνος (10), ο ]. Μ ichalescu (11), ο μητροπολίτης Θυατείρων Γερμανός (12), άλλοι τε και ο Φ. Βαφείδης, συγκαταριθμών εκ των παλαιοτέρων και τον Μητροφάνην Κριτόπουλον, τους Πατριάρχες Ιεροσολίμων Θεοφάνην, Νεκτάριον και Δοσίθεον, τον Κων/πόλεως Καλλίνικον, τον Σαμουήλ Κύπριον και τον Αλέξανδρον Ελλάδιον (13), ωσαύτως δε και πολλοί εκ των μη Ελλήνων ορθοδόξων θεολόγων μέχρι του νεωστί γράψαντος Ρώσσου G. Florovsky (14). Αλλ' εξίσου μέγαν θ όρυβον διήγειρεν η καλβινίζουσα αύτη Ομολογία και εν τη Δύσει, ένθα οι μεν Λατίνοι εν αρχή έγραψαν κατά της γνησιότητος αυτής, είτα δε την μετεχειρίσθησαν ενιαχού ως όπλον κατά του Λουκάρεως και εν γένει της Ορθοδόξου Εκκλησίας, προς άγραν των εκ των Ορθοδόξων, ιδία μεταξύ των Σλαύων, απλουστέρων. Οι δε Διαμαρτυρόμενοι, οι και κυρίως ποιηταί της Ο μολογίας, διεκήρυττον πανταχού, ό τι συγγραφείς αύτης είναι ο ορθόδοξος Πατριάρχης Κων/πόλεως Κύριλλος Λούκαρις, μεταχειρισθέντες αυτήν το μεν εν τω κατά των Ρωμαιοκαθολικών αγώνι αυτών, συκοφαντούντες την Ανατολικην Εκκλησίαν ως συμφωνούσαν δήθεν αυτοίς, εφ' ω και εξέδωκαν αυτήν πρώτον μόνον λατινιστί, το δε ως προσηλυτιστικόν μέσον δια τους Ορθοδόξους, διο και μετά τετραετίαν περίπου εξέδωκαν αυτήν και ελληνιστί (15).
Το ούτω δημιουργηθέν Λουκάρειον πρόβλημα παρουσιάζεται προ ημών λίαν σκοτεινόν και κατά το πλείστον άλυτον, αυτός δε ο Λούκαρις ως τι δυσερμήνευτον ψυχολογικόν αίνιγμα. Ημείς τουλάχιστον, επισταμένως τα κατά τον Λούκαριν επί τη βάσει των γνωστών περί αυτού Ιστορικών δεδομένων ερευνήσαντες, διαπιστούμεν και διακρίνομεν εν τω πρόσωπω αυτού ένθεν μεν, ιδία εν τη δημοσία μεταξύ των ορθοδόξων ζωή και δράσει του, τον ορθόδοξον Κληρικόν και Πατριάρχην, τον μετ' αυτοθυσίας υπερμαχούντα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τον ορθοδόξως κηρύσσοντα τον θείον λόγον και ηθικώς ανεπίληπτον διάγοντα βίον ένθεν δε, και ιδίως εν τη ιδιωτική ζωη αυτού και ταις προς τους ετεροδόξους θεολόγους επιστολαίς του και σχέσεσι, τον ελευθερόφρονα και ευμετάβλητον και μη βαθέως κατέχοντα την ορθόδοξον δογματικών διδασκαλίαν θεολόγον, τον ύποπτον αλληλογραφίαν διατηρούντα μεθ' ετεροδόξων θεολόγων και εν κρυπτώ και «παραβύστω φλυαρούντα», κατά την έκφρασίν της εν Ιεροσολύμοις Συνόδου, τον πολιτικώς μάλλον ή εκκλησιαστικώς και θεολογικώς σκεπτόμενον Εθνάρχην και Πατριάρχην, τον επαμφοτερίζοντα και προσκείμενον προς τε τους Ορθοδόξους και τους Διαμαρτυρόμενους, διο και παράσχοντα τοις μεταγενέστεροις λαβήν να κηρύσσωσιν αυτόν μετά λόγου οι μεν ως ορθόδοξον, οι δε ως καλβινίζοντα. Το άλυτον τούτο ιστορικόν και ψυχολογικόν πρόβλημα, το οφειλόμενον κυρίως εις το δυσυπόστατον του ανδρός, διαφωτίζει πως η σπουδή της συγχρόνου ιστορικής πραγματικότητος, ην ανωτέρω εσκιαγραφήσαμεν. Ο Λούκαρις, επανειλημμένως ελθών προηγουμένως εις σύγκρουσιν προς την λατινικήν Ουνίαν, ανήρχετο τον οικουμενικόν θρόνον εν εποχή καθ' ην η Ορθοδοξία διέτρεχε σοβαρόν κίνδυνον να παρασυρθη υπό της ρωμαϊκής προπαγάνδας και υποστή την τύχην των Ρουθηνίων. Τον κίνδυνον τούτον διέγνω οξέως και εξετίμησεν ορθώς ο Λούκαρις, τοσούτω μάλλον όσω πρώτιστα πάντων εκινδύνευεν αυτός ο ίδιος και, νυν εν Κων/πόλει ως Πατριάρχης, ως και πρότερον ως έξαρχος εν τη Πολωνική Ρωσσία, διακινδινευσάσης μάλιστα και αυτής της ζωής του. Ετέρωθεν δε και οι Διαμαρτυρόμενοι εθεώρησαν κατάλληλον την περίστασιν, όπως διαδώσωσι και εν τη Ανατολή τα «αγαθά» της Διαμαρτύρησεως, επωφελούμενοι ή μάλλον ποιούμενοι κατάχρησιν της προς αυτούς φιλίας και εύνοιας και δη και της αδυναμίας του οικουμενικού Πατριάρχου και εκμεταλλευόμενοι την κινδυνεύουσαν θέσιν και ζωήν αυτού. Ο Λούκαρις ευρεθείς εν μέσω των ασπόνδων εχθρών του εξ ενός, αλλά και των ασπόνδων φίλων του εξ ετέρου, εσκέφθη μάλλον ως πολιτικός και ήττον ως ορθόδοξος πατριάρχης και θεολόγος, νομίσας ότι θα έσωζε και εαυτόν και την Ορθοδοξίαν από του Ρωμαιοκαθολικισμού προσεταιριζόμένος τους ισχυρούς Διαμαρτυρόμενους. Εν αρχή θα εσχεδίαζε πολιτικήν τίνα συμμαχίαν και συνεργασίαν μετά των Διαμαρτυρομένων κατά της Ρώμης, ανάλογον προς την προηγηθείσαν εν Πολωνία τοιαύτην. Αλλά η προβεβουλευμένη και εσκεμμένη πολιτική των Διαμαρτυρομένων έναντι αυτού και των Ελλήνων, ως και η φορά των πραγμάτων εξώθουν αυτόν βαθμιαίως έτι περαιτέρω. Ούτω δε όσω συν τη παρόδω των ετών προσήγγιζεν ο εκ μέρους του Παπισμού κίνδυνος και αντιθέτως επολλαπλασιάζοντο αι προς αυτόν και τους υπόδουλους Έλληνας εκδουλεύσεις και ενισχύσεις των Προτεσταντών, τόσω περισσότερον ησθάνετο εαυτόν υποχρεωμένον ο Λούκαρις να υποχωρή προ των υστερόβουλων απαιτήσεων των ισχυρών προστατών του και να γραφή προς αυτούς φιλόφρονας επιστολάς (16), εν αις βαθμιαίως προέβαινεν εις σημαντικάς παραχωρήσεις προς τας καλβινικάς ετεροδιδασκαλίας, μη έχων την συνείδησιν της θεολογικής σημασίας αυτών και διπλωματικώς μάλλον γράφων και ενεργών ή απεμπολών ενσυνειδήτως την ορθόδοξον πίστιν. Εξ άλλου οι εν Κων/πόλει διαμαρτυρόμενοι πρέσβεις και προ πάντων ο Κορνήλιος ’γας μετά του συμβούλου του Αντωνίου Leger, προς επιτυχίαν των σχεδίων των, παρείχον τω Πατριάρχη αμέριστον την εαυτών προστασίαν, επεμβαίνοντες υπέρ των Ορθοδόξων παρά τη Πύλη και επιτυγχάνοντες ευνοϊκές λύσεις των υποθέσεων πάντων των ορθοδόξων Πατριαρχείων, ουδενός κόπου φειδόμενοι και σεβαστά χρηματικά ποσά προς τούτο εξ ιδίων δαπανώντες. Περί τούτων διαφωτιστικόν είναι το από 30 Δεκεμβρίου 1635 πατριαχικόν γράμμα τον Λουκάρεως, εν τω οποίω εκτίθησιν ούτος τας προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν υπηρεσίας του Κορνηλίου ’γα (17) ον εν άλλη επιστολή αποκαλεί «στῦλον καί ἐδραίωμα τῆς ὀρθοδόξου καί καθολικῆς πίστεως (18).
Ευνόητον δ' ότι τα των επιδαψιλευθεισών προς τους Ορθοδόξους αφθόνων και μεγάλων ευεργεσιών και ιδία προς τον Κύριλλον Λούκαριν, ον εκβληφθέντα του θρόνου επανειλημμένως είχον επαναφέρει, οι Διαμαρτυρόμενοι είχον κερδήσει την απόλυτον εμπιστοσύνην του Πατριάρχου. Προς τούτοις, δια της πυκνής αλληλογραφίας, της αποστολής προτεσταντικών συγγραμμάτων δια των προφορικών θεολογικών συζητήσεων, είχον άσκηση επί του Λουκάρεως προτεσταντικήν τίνα επίδρασιν, διαθέσαντες αυτόν ευμενώς υπέρ του Καλβινισμοΰ. Όταν λοιπόν ενόμισαν, ότι επέστη η κατάλληλος στιγμή, καθ' ην, πρό πάντων λόγω των περιστοιχιζόντων τον Πατριάρχην κίνδυνων, δεν ηδύνατο ούτος ν' αρνηθή, απήτησαν παρ' αυτού ως αντάλλαγμα να υπογράψη καλβινικήν τίνα Ομολογίαν πίστεως. Δια ταύτης επεδιώκετο διπλούς τις σκοπός, ήτοι αφ' ενός μεν να χρησιμοποίηση αύτη εν τη Δύσει προς απόδειξιν της συμφωνίας των καλβινικών διδαγμάτων προς την ορθόδοξον πίστιν (19), η κατά την εν Ιεροσολύμοις επί Δοσιθέου Σύνοδον, «εἰ τι Καλουΐνοις κεκαινοτόμηται, τοῦτο καί ἡ Ἀνατολική φρονεῖ Ἐκκλησία καί τἀνάπαλιν» (20), αφ' ετέρου δε όπως μεταχειρισθώσα ταύτην ως μέσον προς ευχερεστέραν διάδοσιν του Καλβινισμού μεταξύ των Ελληνοφώνων και σλαυοφώνων ορθοδόξων πληθυσμών. Η Ομολογία αύτη συνεγράφη εν Γενεύη ή Κων/πόλει υπό των Καλβινιστών και προ πάντων του Leger, ο δε Κύριλλος Λούκαρις υπεχρεώθη υπό του Κορνηλίου ’γα και του Αντωνίου Leger να την υιοθετήση, ίσως μετά τινών ανεπαισθήτων τροποποιήσεων (21). Υπέρ της Εκδοχής ταύτης συνηγορούσι πολλοί λόγοι, ους από της επομένης σχεδόν της δημοσιεύσεως της Ομολογίας μέχρι σήμερον επαναλαμβάνουσιν οι Έλληνες, και ους κρίνομεν δια τούτο περιττόν να επαναλάβωμεν ενθάδε (22). ’λλα, προς τούτοις, ημείς νομίζομεν ότι ο Λούκαρις εστερείτο και της αναγκαιούσης θεολογικής καταρτίσεως (23) προς συγγραφήν της Ομολογίας, ήτις, ως κατωτέρω δειχθήσεται, παρουσιάζει τοιαύτην καταπληκτικήν ομοιότητα προς την Institutio του Καλβίνου και την Confessio Belgica και την Confessio Gallicana, ώστ' ευλόγως θα ηδύνατο τις, αγνοών τον συγγραφέα αυτής, να υπολάβη ταύτην ως εξελθούσαν της γραφίδος αυτού του Μεταρρυθμιστού της Γενεύης ή ετέρου τινός των συνεργατών του. Αυτονόητον λοιπόν ότι ο Λουκαρις, παρ' Ορθοδόξοις και Λατίνοις σπουδάσας και μη διδαχθείς συστηματικώς την καλβινικήν θεολογίαν, ην μόνον δια τίνων παρά των διαμαρτυρομένων φίλων του πεμφθεισών αυτώ επιστολών και συγγραμμάτων μακρόθεν και λίαν ατελώς εγνώρισε, δεν θα ήτο φυσικώς εις θέσιν ν' αποδώση εν τη Ομολογία ούτως επιτυχώς και αριστοτεχνικώς την διδασκαλίαν του Καλβίνου (24). Αλλά και γενικώτερον δεν δύναται να γίνεται σοβαρός λόγος περί υπέροχου θεολογικής και ειδικώς δογματικής μορφώσεως του κατά τάλλα ευπαιδεύτου τούτου, οξυνουστάτου και ικανωτάτου Έλληνος Πατριάρχου, εφ' όσον ου μόνον ουδέν δογματικόν ή άλλο σοβαρό έργον έγραψεν (25), αλλά και εν ταις επιστολαίς αυτού ελέγχεται αγνοών θεμελιώδη δογματικά ζητήματα και ευχερώς μεταβάλλων πεποιθήσεις περί αυτών, και εφ' όσον νέος ήδη, ευθύς μετά το πέρας των σπονδών του, ερρίφθη εις τραχείς και εξαντλητικούς εκκλησιαστικούς αγώνας και ανέπτυξε τεραστίαν ενεργητικότητα και δράσιν από της νοτιοδυτικής Ρωσσίας μέχρις Αλεξανδρείας και Κων/πόλεως, υφ' ης κατά φυσικόν λόγον τελείως απορροφηθείς και εξαντληθείς δεν ηδύνατο ν' ασχολήται συγχρόνως και περί την θεραπείαν της Θεολογίας. Τούτων ούτως εχόντων φρονούμεν ότι ο Λουκαρις, υπείκων εις τας δυσμενείς περιστάσεις και τους επικρεμαμένους κατά της Εκκλησίας και του Έθνους και της ζωής του μεγάλους κινδύνους, συνεπικουρούντων δε του άστατου χαρακτήρας του και των ελλιπών και κακών δογματικών γνώσεών του, ηναγκάσθη να υιοθέτηση μετ' ελαφρών τροποποιήσεων, εν κρυπτώ και παραβύστω, όλως ιδιωτικώς, ως άτομον και ουχί επισήμως ως Πατριάρχης, την ην οι Καλβινισταί αρχικώς συνέταξαν Ομολογίαν, ίσως φρονών ότι ουδέν δια ταύτης θα επετύγχανον εκείνοι, μεταξύ των Ορθοδόξων. Ούτως εν μέρει, εξηγείται η μετά την εμφάνισιν αυτής και την έκρηξιν του μεγάλου θορύβου ακαθόριστος και, σχεδόν ειπείν, αχαρακτήριστος διαγωγή και στάσις του, δηλαδή ότι ούτε την ανεγνώρισεν επισήμως προς τους Ορθοδόξους απευθυνόμενος, ουδ' υπεστήριξεν αυτήν πολεμουμένην, αλλ' ούτε και απεκήρυξεν επισήμως και δημοσία, ουδέ ανήρεσεν αυτήν δ' ετέρας ειδικής συγγραφής (26), αλλά διετέλει επαμφοτερίζων και αμφιταλαντευόμενος μεταξύ Ορθοδοξίας και Προτεσταντισμού, παραδόξως συμβιβάζων τα δύο ταύτα ασυμβίβαστα και επιμένων να διακηρύσση εαυτόν ως Ορθόδοξον μεν προς Ορθοδόξους αποτεινόμενος και ξένον προς την Ομολογίαν, ως καλβινόφρονα δε τοις Καλβινισταίς επιστέλλων και της Ομολογίας συγγραφέα!
Παρά πάντα δ' όμως ταύτα φαίνεται ότι η ασκηθείσα επί του Κυρίλλου Λουκάρεως καλβινική επίδρασις ήτο μάλλον εξωτερική και επιπολαία, εξωτερίκευε δε ταύτην ο Πατριάρχης μόνον προς τους Καλβινιστάς φίλους του, μεθ' ων εν κρυπτώ και παραβύστω εθεολόγει, μη κατανοήσας ίσως πλήρως το χαίνον μεταξύ Ορθοδοξίας και Καλβινισμού μέγα και αγεφύρωτον δογματικόν χάσμα, και αγνοών ότι θα εδημοσιεύοντο αι επιστολαί του. Τουναντίον εσωτερικώς παρέμεινε κατά το πλείστον ορθόδοξος ο Πατριάρχης, διο και εν ολοκλήρω τη μακρά Εκκλησιαστική αυτού δράσει και τη προς τους Ορθοδόξους αναστροφή αυτού παρουσιάζετο και ανεγνωρίζετο ως ορθόδοξος, ουδέν σπουδαίον ενεργήσας εν τη πράξει προς διάδοσιν του Καλβινισμού μεταξύ των Ορθοδόξων και προς καλβινικήν μεταρρύθμισιν της Εκκλησίας του τι υποταγήν αυτής εις τον Προτεσταντισμόν. Κατά την εν Ιεροσολύμοις τω όντι Σύνοδον, «οὐδέποτε ὡς καλουϊνόφρων ἐν τῇ Ἀ νατολικῄ Ἐκκλησία ἐγνώσθη ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γάρ Πάπας κατά Μελέτιον γεγονώς, καί ψήφω κοινῄ τοῦ ἐν Κων/πόλει κλήρου (ἐκεῖ πού τότε διατρίβοντος Κυρίλλου) εἰς τόν τῆς Κων/πόλεως θρόνον μετατεθείς, οὔτε ἐν συνόδῳ, οὔτε ἐν Ἐκκλησίᾳ, οὔτε ἐν οἴκ ω ὀρθοδόξου τινός, καί τέως εἰπεῖν, οὔτε κοινῶς, οὔτε κατ'΄ἰδίαν εἶπεν ἤ ἐδίδαξέ τι ὁπωσοῦν, ἐξ ὦν ἐκεῖνον πρεσβεύειν οἱ ἐναντίοι φασίν» (27). Προφανώς ταύτα πάντα θα ήσαν ψυχολογικώς ανεξήγητα, εάν και εσωτερικώς και εξ ολοκλήρου είχεν ασπασθή ενσυνειδήτως τον Καλβινισμόν, λαμβανομένης μάλιστα υπ' όψιν της προσωπικότητος και δυναμικότητος του μαχητικού Κυρίλλου, όστις αδύνατον εν τοιαύτη περιπτώσει να μη ηγωνίζετο σθεναρώς προς επιβολήν των πεποιθήσεων του και μεταξύ των Ορθοδόξων.
Εκείνο δ' όμως, όπερ δεν δύναται να καθορισθή επακριβώς, είναι ο βαθμός της εξωτερικής ταύτης καλβινικής επιδράσεως επί του Λουκάρεως, διο και ο μελετητής των καταλοίπων αυτού δυσχερώς δύναται να διακρίνη το εν αυτοίς ορθόδοξον από του καλβινικού, το πραγματικώς υπό του Λουκάρεως πιστευόμενον από του υποκριτικού, και μορφώση ούτω σταθεράν και αναμφίρηστον γνώμην.
Τούτων ούτως εχόντων είναι πιθανόν ότι ο Λούκαρις θα αντέστη εν αρχή κατά της επιθυμίας των Καλβινιστών, όπως υιοθέτηση και υπογράψη την επιβληθείσαν αυτώ καλβινικήν Ομολογίαν, δι' ης θα ενεφανίζετο προ του Ορθοδόξου πληρώματος ως καλβινόφρων, μόλις δε μετά πολλάς και ποικίλας πιέσεις και απειλάς ή υποσχέσεις θα εξηνηγκάσθη άκων και μη βουλόμενος να υποκύψη. Εν πάση περιπτώσει τι ακριβώς διεδραματίσθη μεταξύ του Φαναρίου και της εν Κων/πόλει Ολλανδικής Πρεσβείας, είναι άγνωστον. Ο Λούκαρις, αιφνίδιον και τραγικόν ευρών θάνατον, δεν εθέλησεν ή δεν επρόφθασε να προβή εις αποκαλύψεις, ούτω δε τα βαρέα του Βοσπόρου κύματα παρέσυραν και εκάλυψαν μετά του σώματος του και το μέγα μυστικόν του και το δυσεξιχνίαστον δράμα, όπερ εξετυλίχθη εν τη ψυχή αυτού. Ο εις επιπολαίας καλβινιζούσας τινάς εκφράσεις και εκδηλώσεις εν ταις επιστολαίς του προς τους φίλους του Καλβινιστάς ασυνειδήτως ως επί το πολύ και προς κολακείαν μάλλον ή και εκ πνεύματος αντιδράσεως προς τον Παπισμόν παρασυρθείς Πατριάρχης έβλεπε νυν εαυτόν υποχρεωμένον να υπογράψει, τίποτε περισσότερον τίποτε ολιγώτερον, αυτούσιον σχεδόν την Ομολογίαν του Καλβίνου. Συνησθάνετο βεβαίως ούτος την ζωήν του ευρισκομένην εν κινδύνω, τον θρόνον του σειόμενον εκ θεμελίων και μετ' αυτού και αυτήν τη γεραράν και ένδοξον Εκκλησίαν της Ανατολής υποδουλουμένην εις την Ρώμην, και ηναγκάσθη να υποκύψη. Δεν είναι δυνατόν βεβαίως εις ημάς ν' αναπαραστήσωμεν το συγκλονιστικόν ψυχολογικόν δράμα του μάρτυρος Πατριάρχου, ούτε να παράσχωμεν ακριβή έκθεσιν των τόσον λαθραίως εκτυλιχθέντων γεγονότων, ώστε ούδ' αυτοί οι σύγχρονοι να λάβωσιν ακριβή γνώσιν αυτών. Αλλ' όπως ποτ' αν η, φαίνεται πολύ πιθανόν ότι ο εν αρχή προβαλών ασθενή τίνα αντίστασιν Πατριάρχης πιεσθείς υπό των Προτεσταντών εν τέλει ενόμισεν, ως μη ώφελεν, ότι έπρεπε να υποκύψη, ζητήσας μόνον να προσδώση ορθόδοξόν πως μορφήν εις την επιβληθείσαν αυτώ Ομολογίαν του Καλβίνου. Δεν το κατώρθωσεν όμως εξ ολοκλήρου δια τε την ασκηθείσαν επ' αυτού πολιτικήν ιδία εκ μέρους των Διαμαρτυρομένων βίαν, δια τε την συντελεσθείσαν βαθμηδόν απόκλισίν του προς ωρισμένας καλβινικάς αντιλήψεις, και ίσως διότι, μη καθορισάσης εισέτι της Ορθοδόξου Εκκλησίας επισήμως την έναντι της Διαμαρτυρήσεως θέσιν της, δεν ήτο εις θέσιν αυτός μόνος να πράξη το τοιούτον, λαμβανομένου υπ' όψιν ότι, παρά τας αντιθέτους γνώμας, ο Λούκαρις ήτο μεν πολυμαθής και κατείχεν ευρείαν γενικήν μόρφωσιν, εστερείτο δ' όμως, ως είπομεν, βαθείας ειδικής θεολογικής και δη δογματικής μορφώσεως, ιδίως δε ηγνόει τους Έλληνας Πατέρας της Εκκλησίας, οφείλων ως τα πολλά τας θεολογικάς του γνώσεις ε ις καλβινικά συγγράμματα, ων πρέπει να ομολογηθή ότι υπέστη την επίδρασιν (28).
Ούτως εξηγείται ότι η Ομολογία εκείνη είναι κράμα ορθοδόξων και καλβινικών εν μεγίστη δυσαναλογία διδασκαλιών, ατυχής σύνθεσις ασυμβιβάστων στοιχείων. Το οικτρόν δε τούτο κατασκεύασμα επέμφθη υπό της εν Κων/πόλει Ολλανδικής Πρεσβείας και ι δία του Αντωνίου Leger προς τον υπό τον περίφημον θ εολόγον Διόδατον (1576—1649) χορόν των Καλβινιστών θεολόγων εν Γενεύη, ένθα και εδημοσιεύθη το 1620 μ όνον λατινιστί, τούτο μεν επειδή εν λατινική γλώσσα] είχον συντάξει την Ομολογίαν αρχικώς οι Καλβινισταί, τούτο δε επειδή ούτοι α ποκρύψαντες τον απώτερον σκοπόν αυτών παρέστησαν, φαίνεται, εν αρχή εις τον Κύριλλον, ότι θα εχρησιμοποίουν την Ομολογίαν μόνον εν τω εξ ωτερικώ εν τοις προς τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Λουθηρανούς αγώσιν αυτών, χωρίς να λάβωσι γνώσιν αυτής οι Ορθόδοξοι εν τη Ανατολή. Πλην ο απώτερος σκοπός αυτών ήτο να την χρησιμοποιήσωσι και μεταξύ των Ορθοδόξων, έχοντες την παιδαριώδη γνώμην ότι δι' αυτής θα ηδύναντο να προσελκύσωσιν εις τον Καλβινισμόν ολόκληρον τον ο ρθόδοξον κόσμον! Ούτω τω 1633 η Ομολογία εδημοσιεύθη, ως είπομεν, εν Γενεύη και ε λληνιστί μεθ' αγιογραφικών και πατρικών χωρίων, λατινικού κειμένου και προλόγου των συντακτών και εκδοτών της Καλβινιστών, μετεφράσθη δ' εις τας σπουδαιοτέρας ευρω παϊκάς γλώσσας (!) και διατυμπανισθείσα εις όλους τους τόνους παν ταχού υπό της καλβινικής προπαγάνδας, διήγειρε την κατάπληξιν πάντων και μάλιστα των πανηγυριζόντων δια το ανέλπιστον κατόρθωμα των διαμαρτυρομένων θεολόγων (29), Ο Λούκαρις προ της πανορθοδόξου εξεγέρσεως ευρεθείς, αφ' ενός μεν μεθ' όρκου πολλάκις απεφάνθη κατά της Ο μολογίας και επ' εκκλησίας τα εναντία αυτή εδίδασκε (30) και ε ν πάση ευκαιρία διεκήρυσσε την ορθοδοξίαν του (31), διαμαρτυρόμενος δια τας κατ' αυτόν επί καλβινισμώ κατηγορίας και επικαλούμενος την ορθόδοξον δρασιν του ως Πατριάρχου Αλεξανδρείας και Κων/πόλεως (32) (αφ' ετέρου όμως δεν έγραψεν ειδικην αναίρεσιν της Ομολογίας, ως ηξίου η ορθόδοξος κοινή γνώμη και το καθήκον επέβαλλεν αυτώ, το δε χείριστον, εν τισι προς τους Διαμαρτυρόμενους επιστολαίς του, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος, προσεποιείτο ότι ανεγνώριζε την Ομολογίαν και άλλας ετεροδιδασκαλίας αυτών. Διότι δέον να ομολογηθή, ότι ειν ταις οψιαιτέραις ιδία επιστολαίς του, και κατ' εξοχήν ταις από του έτους 1632 μέχρι του 1637 γραφείσαις, αντικειμενικώς και ακομματίστως εξεταζομέναις, διαπιστούται κλίσις τις αυτού, ασυνείδητος ί σως και εξ υπερβολικής πιθανώς ευαισθησίας λόγω της προς αυτόν και τους Ορθοδόξους συνδρομής των Διαμαρτυρομένων, προς ωρισμένας προτεσταντικάς ετεροδιδασκαλίας. Είναι, όμως δύσκολον να διακρίνη τις και αποχωρίση μέχρι ποίον σημείου φθάνει η εκ διπλωματικών λόγων και τυπικών φιλοφρονήσεων και κολακείας εξωτερική απλώς προσποίησις του Πατριάρχου και πόθεν άρχεται η πραγματική αυτού εσωτερική σνγκατάθεσις προς τα γραφόμενα και αποδοχή των καλβινικών δοξασιών, τι ακριβώς εξ αυτών είναι προϊόν πολιτικής σκοπιμότητος και απόρροια ανάγκης και της ασκηθείσης πολιτικής βίας, και τι είναι απαύγασμα των βαθμιαίως μεταβληθεισών δογματικών του πεποιθήσεων. Διότι παραδόξους ούτος άλλα εβεβαίου και εδίδασκε τους ορθοδόξους και αλλά φαίνεται πρεσβεύον εν ταις προς τους διαμαρτυρόμενους φίλους του επιστολαίς του. Η αντίφασις αύτη παραμένει ανεξήγητος, εκτός αν ήθελε παραδεχθή τις, ότι πρόκειται περί φαινομενικής υποχωρήσεως και συμφωνίας του Πατριάρχου προς τα καλβινικα διδάγματα, επί τω τέλει όπως έχη πάντοτε την εύνοιαν και υποστήριξιν των διαμαρτυρομένων πρέσβεων εν Κων/πόλει κατά τους χαλεπούς και δυσχειμέρους εκείνους δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και το Ελληνικόν Έθνος και δι' αυτόν τον Πατριάρχην καιρούς. Αλλ' όπως ποτ' αν η, η τοιαύτη άγνωστος τέως και ανοίκειος εις ορθόδοξον Πατριάρχην επαμφοτερίζουσα στάσις μεταξύ Ορθοδοξίας και Προτεσταντισμού αναντίρρητος είναι κατακριτέα. Δεν απομένει ωσαύτως παντί αμερόληπτος αμφιβολία τις, ότι ο Κύριλλος Λουκαρις προσέκλινέ πως, ιδία κατά τα τέλη του βίου του, προοδευτι­κώς και εξελικτικώς εις τον Καλβινισμόν εν τινι βαθμώ—αδιαφόρως μικρώ ή μεγάλω— και ότι ευθύνεται δια την υιοθέτησιν της Ομολογίας, ή κάλλιον, μετά του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Νεκταρίου ειπείν, «ἐφωράθη τῆς νόσου ταύτης μετεσχηκέναι, οὐ μήν δ' ἀλλά καί εἰς ὄνομα αὐτοῦ κεφάλαια τίνα προσεπεφύησαν καλβινιομόν ὅλον ἐν τοῖς πλείστοις ἀπόζοντα» (33). Επιχειρήσαντες δ' ανωτέρω να δώσωμεν λύσιν τινά εις το Λουκάρειον πρόβλημα, ουδαμώς διενοήθημεν ν' απαλλάξωμεν τον ημέτερον Πατριάρχην πάσης ευθύνης. Διότι αναμφισβητήτως «η Εκκλησία ημών δεν φρονεί ότι ο Πατριάρχης είναι αλάθητος, και όταν έτι από καθέδρας δογματίζη, ως η Ρωμαϊκή Εκκλησία διδάσκει περί του Πάπα, πόλλω δ' ήττον όταν εν κρυπτώ και παραβύστω αποφαίνηται. Ο Πατριάρχης δύναται να υποπέση εις δογματικήν πλανην ως, πας θνητός. Εάν μεταξύ των δώδεκα αποστόλων, ους αυτός ο Υιός του ανθρώπου εξελέξατο, ευρέθη εις επιλαθόμενος της θείας κλήσεως και αποστολής, τι το άπορον εάν, εν τη παρόδω των αιώνων, επί τον θρόνον, ον εκόσμησαν οι Χρυσόστομοι και οι Γρηγόριοι και οι Φώτιοι, εκάθισαν και άνδρες ως ο Λούκαρις, ο Κονταρής και ο Πατελλάριος, επιλαθόμενοι των προς την Εκκλησίαν και το έθνος ιερών υποχρεώσεων;» (34) Αληθώς καν έτι ο Λούκαρις έγραψε την Ομολογίαν, εκ τούτου «ουδεμία κηλίς ηδύνατο να προστριβή εις την αμώμητον και αδιάλειπτον ορθοδοξίαν της Ανατολής· αι μερικαι πλάναι τούτου ή εκείνου του προσώπου (καν πατριάρχης καν επίσκοπος καν άλλος τις ιερωμένος ή λαϊκός τύχη) μένουσι πάλιν εις την αυτού κεφαλήν» (35).Εξ άλλου όμως δεν πρέπει ν' αρνηθώμεν εις τον Λούκαριν το ελαφρυντικόν, ότι ηγωνίσθη εξ αγαθού του συνειδότος υπέρ της Εκκλησίας του και ότι ούτως ενεργών ενόμιζεν ότι καλύτερον εξυπηρετεί και την Ορθόδοξον Έκκλησίαν, σωζόμενην ούτως εκ των παγίδων του Παπισμού, και το Ελληνικόν Έθνος, υπέρ της πνευματικής εξυψώσεως και ίσως και της απελευθερώσεως του οποίου τη βοηθεία των προτεσταντικών Κρατών μεγαλεπήβουλα θα παρεσκεύαζε σχέδια (36). Ότι ο Κύριλλος Λούκαρις εν ταις προς τους ετεροδόξους σχέσεσιν αυτού ενήργει ουχί υπό εκκλησιαστικοθεολογικών ελατηρίων ελαυνόμενος, αλλά πολλώ μάλλον υπό πολιτικών και εθνικών, του Έθνους και της Εκκλησίας το αγαθόν και την ανύψωσιν και, ει δυνατόν, την απελευθερωσιν από των Τούρκων και του Παπισμού προ οφθαλμών έχων, γίνεται, νομίζομεν, δήλον και εκ των σχέσεων, ας ούτος συνήψε, προς τοις εκκλησιαστικοίς, και προς πολλούς πολιτικούς άνδρας, οίον προς τους πρεσβευτάς Μεγάλης Βρεττανίας, Ολλανδίας, Σουηδίας, τον Βασιλέα της Αγγλίας, τον Τσάρον της Ρωσσιας, την Γερουσίαν της Γενεύης, τον βασιλέα της Σουηδίας Γουσταύον Αδόλφον και άλλους, προς ους και εν γένει προς τους Διαμαρτυρόμενους φαίνεται μάλλον ως δόλωμα προβάλλων την εκκλησιαστικήν συμμαχίαν διότι δυστυχώς επίστευε και ούτος, οτι του Γένους και της Ορθοδοξίας η σωτηρία ήρτητο τότε εξ εξωτερικής και δη προτεσταντικής ενισχύσεως, ως άλλοτε οι πολιτικοί ηγέται της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προ της αλώσεως, και ιδία η τελευταία δυναστεία των Παλαιολόγων, εξήρτα την σωτηρίαν της χριστιανικής Ανατολής από των Τούρκων εκ της εκκλησιαστικής υποταγής αυτής υπό τον Πάπαν και των επικουριών της χριστιανικής Δύσεως· ταύτα δε πάντα δυστυχώς μετά το οδυνηρόν μάθημα της τετάρτης Σταυροφορίας και της επακολουθησάσης Φραγκοκρατίας εν Ανατολή ! Βεβαίως εν εποχή καθ' ην εν τη Δύσει, οι διάφοροι πολιτικοί και εκκλησιαστικοί ηγέται μετά την έκρηξιν της Μεταρρυθμίσεως συνήπτον αλλεπάλληλους θρησκευτικάς συμμαχίας υπό το πρόσχημα μεν των διαφόρων θρησκευτικών Ομολογιών, πράγματι όμως προς επίτευξιν πολιτικών σκοπών και επιδιώξεων, δεν ήτο δυνατόν αλλ' η από της εποχής των εν Εσπερία σπουδών του και της εν τη Πολωνική Ρωσσία εξαρχικής αυτού αποστολής παρακολουθήσας και λαβών μέρος εις τοιούτου είδους θρησκευτικοπολιτικάς συμμαχίας, και υπό την επίδρασιν των περί δυτικής προς τους Έλληνας επικουρίας εσφαλμένων αντιλήψεων εν Βυζαντίω τελών, πάντοτε δε διπλωματικώς σκεπτόμενος και ενεργών Λούκαρις να εσκέφθη εν τη ιδιότητι αυτού ως Εθνάρχου του δουλεύοντος Γένους να επιδίωξη τοιαύτην τινά συνεργασίαν και συμμαχίαν μετά των ισχυρών Διαμαρτυρομένων, επί των οποίων μεγάλας, ως άλλοτε οι Βυζαντινοί, εστήριζεν ελπίδας, έστω και προβαίνων εις ωρισμένας θρησκευτικής παραχωρήσεις εις αυτούς, υπεράνω των εκκλησιαστικών θεις δυστυχώς πολιτικά τέλη και εις μάτην αποκαραδοκήσας την εκ μέρους των Διαμαρτυρομένων εθνικήν και εκκλησιαστικήν αποκατάστασην και οραματισθείς την μετάγγισιν νέων δυνάμεων εις τον εν άμαθεία διατελούντα Ελληνισμόν και νέαν εξόρμησιν αυτού προς τας ευρείας λεωφόρους του νέου πολιτισμού της Δύσεως (37).
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, Κύριλλος ο Λούκαρις εγένετο, νομίζομεν, θύμα της τρικυμιώδους εποχής του και του ασταθούς χαρακτήρος του, ίσως δ' εν μέρει και της φιλαρχίαςτου. Ευρεθείς εν μέσω των δυο αντιθέτων μεγάλων θρησκευτικών ρευμάτων της Δύσεως και εν τη δίνη αυτών περιπλακείς, εν τω αγνώ πόθω του όπως σώση την Εκκλησία του και εργασθή υπέρ της εξυψώσεως αυτής, ωφελήση δε και το Έθνος του, παρεσύρθη υπ' αυτών και κατεπνίγη, των μεν Παπικών απεργασαμένων τον φρικιαστικόν αυτού θάνατον, των δε Προτεσταντών παραστησάντων αυτόν ως καλβινίζοντα αιρετικόν. Το όλον έργον του αναμφισβητήτως ήτο έργον βίας και ύψιστης και κατεπειγούσης ανάγκης προς αποσόβησιν των επικρεμαμένων κατά της ΟρθοδόξουΕκκλησίας και του Ελληνικού Έθνους και εαυτού πολλών και ποικίλων κινδύνων και μάλιστα των από της Ρώμης. ’ξιον τέλος ιδιαιτέρας προσοχής και εξάρσεως είναι, ότι εν ω ο Κύριλλος Λούκαρις πολιτικών σκεπτόμενος διενοήθη και επεδίωξε πολιτικήν συμμαχίαν και προσέγγισιν μετά των Διαμαρτυρομένων, προβάς άμα και εις δογματικάς παραχωρήσεις προς αύτους, όλως αντιθέτως ο «πνευματικός υιός» αυτού Μητροφάνης Κριτόπουλος, ο υπ' αυτόν αποσταλείς εις την προτεσταντικήν Ευρώπην ακριβώς προς προπαρασκευήν της ενώσεος των δυο Εκκλησιών, ως κληρικός και θεολόγος σκεπτόμενος, εθεώρει αναγκαίαν και επεδίωξε πραγματικήν δογματικήν ένωσιν δια της υπό των Διαμαρτρομένων αποδοχής της ορθοδόξου διδασκαλίας, άνευ δογματικών παραχωρήσεων εκ μέρους των Ορθοδόξων (38) διο και διαφωνήσας προς τον Λούκαριν έπαυσε πλέον ν' ακολουθή αυτόν και να εγκρίνη τας κατά τα τελευταία έτη της ζωής του σχέσεις του προς τους Καλβινιστάς (39).
Ούτω λοιπόν δύναταί τις να ισχυτισθή, ότι μετά του μοιραίου Πατριάρχου Κυρίλλου Λουκάρεως κατά την κρισιμωτάτην εκείνην ιστορικήν στιγμήν εναυάγησαν οριστικώς ου μόνον αι προσπάθειαι προς εκκλησιαστικήν ένωσιν Ορθοδόξων και Διαμαρτυρομένων, ως μη βασισθείσαι επί της μόνης ορθής βάσεως του Μητροφάνους Κριτοπούλου, αλλά και τα προς εκπόρθησιν και υποταγήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας εκ μέρους της ετέρας των της Δύσεως Εκκλησιών σχέδια αμφοτέρων των ελλοχευόντων εξ ίσου επικίνδυνων εκείνων εχθρών. Διότι κατά μεν του Λατινισμού ειργάσθη επί τεσσαρακοντατίαν όλην αποτελεσματικώς αυτός ο Κύριλλος Λούκαρις, καταστήσας άμα παρά πάσι τοις Έλλησι συνειδητόν τον μέγαν από της Ρώμης κίνδυνον και δείξας τοις διαδόχοις του την της φυλακής και αμύνης οδόν, ην πάντες σχεδόν μετά ταύτα ηκολούθησαν κατά δε του Προτεσταντισμού, ον ουδ' αυτός ο Λούκαρις, ότε έζη, ηυνόησεν εν τη πράξει, εξανέστη σύμπασα η Ορθόδοξος Εκκλησία και δια Συνόδων κατεδίκασεν αυτόν, χωρίς να προλάβη ούτος ν' ασκήση ουδέ την ελαχίστην εν τη Ανατολή επίδρασιν. Βέβαιον πάντως είναι, ότι προς τους Διαμαρτυρόμενους εξώθη­σε τον Λούκαριν κατά μέγα μέρος η προς καθυπόταξιν της ορθοδόξου Ανατολής εκστρατεία της Ρώμης, ον τρόπον και εν Πολωνία ήγαγεν αυτή τους εκεί Ορθοδόξους εις πολιτικήν συμμαχίαν μετά των Διαμαρτυρομένων, ενώ αντιθέτως η ανειλικρινής και δόλιος προσπά­θεια των Καλβινιστών, όπως παραστίσωσι την Ανατολικήν Εκκλησίαν μονονουχί ω ς καλβινίζουσαν, εξηνάγκασε τους Έλληνας συνοδικώς να καταδικάσωσιν ως αυτόχρημα αιρετικάς τας αρχάς και διδα­σκαλίας της Διαμαρτυρήσεως και, απαράσκευοι καταληφθέντες κατά την εποχήν εκείνην της παρακμής και καταπτώσεως της Ορθοδόξου Θεολογίας να καταφύγωσι προς την από μακρόν κατά των Διαμαρτυρομένων αγωνιζόμενην Λατινικήν Θεολογίαν και εκ ταύτης να δανεισθώσι πνευματικά όπλα αμύνης κατά του Προτεσταντισμού, ούτω δε να προοεγγίσωσιν έτι μάλλον προς αυτήν (40).


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ότι όμως η διαβεβαίωσις αύτη περί συνενοχές του Αλεξανδρείας Γερασίμου Σπαρταλιώτη, του Ιεροσολύμων Θεοφάνους και άλλων Ιεραρχών ουδόλως ανταποκρίνεται προς την αλήθειαν, κείται εκτός πάσης αμφισβητήσεως ( PRE XI, 689), μόνον δ' ως ανήκουστος και πρωτοφανής συκοφαντία κατά των ορθοδόξων εκείνων Πατριαρχών δύναται να χαρακτηρισθή. Ομοίως ανακριβής είναι και η παρ' Αλλατίω, Smith και άλλοις απαντώσα και υπό νεωτέρων επαναλαμβανόμενη ( R. Schlier, Der Patriarch Kyrill Lukaris von Konstantinopel, Marburg 1927 σ. 41) είδησις. «όι ο Κύριλλος εκαλβίνισε συνοδικώς», καθ' όσον ου μόνον ουδεμία σχετική συνοδική πράξις ή έτερα τις επίσημος μαρτυρία υπάρχει, αλλά και η κατά της Ομολογίας γενική εξέγερσις των Ιεραρχών και του Κλήρου εν γένει και αι αλλεπάλληλοι συνοδικαί καταδίκαι αυτής παν τουναντίον μαρτυρούσι. Συναφώς ο Δοσίθεος βέβαιοι, «ὅτι ὁ Κύριλλος οὐ συνοδικῶς, ἀλλά πάνυ λαθραίως ἐφληνάφησε καί μυστικῶς». (Μν. ε, σ. 1172).
( 2) A. Pichler, μν. ε. σ. 181 ε.
(3) Ούτως αι Σύνοδοι Κων/πόλεως 1642, Ιασίου 1642, Κων/πόλεως 1672 και Ιεροσολύμων 1672 και οι θεολόγοι: Μελέτιος Αθηνών, μν. Ι. III, 447. Κ. Οικονόμος, Περί τῶν Ο' Ἑρμηνευτῶν, Αθήναι 1849 IV, 131. Ζ. Μαθᾶς, μν.ε. σ. 124. Κ. Σάθας, μν.ε. 244. Μακάριος, μν. ε. σ. 609. Α. Δ. Κυριακός, μν. ε. III, 94. Κ. Παπαρρηγόπουλο ς, μν. ε. σ. 491. Γ. Μαζαράκης, μν. ε. σ. 229 ε. Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί πίνακες σ. 554. Ι. Βελλούδος, μν. ε. σ. 32 ε. Ι. Μεσολωράς, Παράρτημα Συμβολικής σ. 7 ε. Σ. Παπαγγέλης, Το περί μετουσιώσεως δόγμα. ΚΠολις 1890 σ. 153. Χ. Παπαδόπουλος, Απολογία Κυρίλλου του Λουκάρεως, ΝΣ 2. (1905) 17 ε. και πολλαχού αλλαχού. Ιεζ. Βελανιδιώτης, Ο εθνομάρτυς πατριάρχης Κύριλλος ο Λούκαρις, Αθήναι 1006 σ. 5 ε. και αλλαχού. Π. Ζερλέν τ ης, μν, ε. σ. 15 ε. Ν. Αμβράζης, Η Ορθόδοξος Εκκλησία, Αθήναι 1903 II, 90 και πολλοί άλλοι. Εκ τούτων ελάχιστοι, ως ο Ιεροσολύμων Θεοφάνης, ο Αθηνών Μελέτιος και ο Α. Δ. Κυριακός, θεωρούσι την Ομολογίαν ως έργον ιησουιτικόν, πάντες δε οι λοιποί ως έργον προτεσταντικόν.
(4) Παρά ΜεΣπ. 28 ε.
(5) Ανωτέρω σ. 180—181.
(6) Βίος του Πατριάρχου Κυρίλλου του Λουκάρεως, «Ἐθνικόν Ἡμερολόγιον» υπό Μ. Π. Βρεττού 1870 σ. 41 ε.
(7) Μν, ε. σ. 53 ε.
(8) ΕΑ. 5 (1884—1885) 105.
(9) Συμβολική, Αθήναι 1930 σ. 41 ε.
(10) Η Ομολογία Κυρίλλου του Λουκάρεως, Αθήναι 1906. σ. 5ε. Του αυτού, Η Λουκάρειος Ομολογία, Αθήναι 1907 σ. 4 Πρβλ. και άρθρον εν Εγκυκλ. Λεξικώ Ελευθερουδάκη VIII, 328.
(11) La Th é ologie symbolique au point de vue de l'Eglise orthodoxe orientale, Bucarest-Paris 1932 σ. 74. Του αυτού, Les id é es calvinistes du Patriarch Cyrille Lucaris. Extrait de la Revue `Studii Teologice`. III année Nr.1 Bucarest 1932.
(12) Fortschritte in der Wiedervereinigungsfrage der Orthodoxen und Aglikanischen Kirsche, ΙΚΖ, 19 (1929) 131.
(13) Εκκλησ. Ιστορία III.—1 σ. 68- 73.
(14) Westliche Einflüsse in der Russischen Theologie, Kyr. 2 (1937) 6.
(15) Κατά τινα επιστολήν του Ιερομόναχου Αρσενίου, ευθύς μετά την εν ΚΠόλει υπό τον Παρθένιον (1542) Σύνοδον γραφείση, την Λουκάρειον Ομολογίαν λαβόντες οι δυτικοί αιρεσιώται, και ταύτη το καθ' Ελλάδα και Ανατολήν Εκκλησίας επιγράψαντες όνομα, πανταχού διέπεμψαν, μέγα δε φρονούντες επί τούτω και κομπάζοντες, ότι σύμψηφον εκέκτηντο κατά την πίστιν και ομόδοξον το γουν πλείστον μέρος της επιφημιζούσης εαυτή Θεόν οικουμένης». (Παρά Allatii, μν. ε. σ. 1024).
(16) Πολλαί τούτων εδημοσίευσαν εν τοις μνημονευθείσιν έργοις των ]. J. Aymon, Th. Smith, J. Neale, E. Legrand. Επιστολών τινων όμως η γνησιότης ημφισβητήθη υπό του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου και άλλων ερευνητών.
(17) Ο Κορνήλιος Η aga «... με όλην του την καρδίαν και με θερμήν αγάπην φρονιμώτατα και τιμημένα μας εσύντρεχε και συνέπαθεν εις όλας τας συμφοράς όπου μας ήλθον. Ο σκοπός του να μην μας αφήση να καταπατηθώμεν από τους εναντίους και να φυλάτττη την Εκκλησίαν μας από τους διωγμούς των παπιστών και πάντων των εναντίων. Εις τούτο η εκλαμπρότης του όχι μόνον με συμβουλάς καλάς και φρόνιμους και με κόπους του μας εβοήθει εις τας χρείας και ανάγκας μας, άλλα και μας εδάνεισε σούμα μεγάλο, άσπρα μετρητά, τα όποια άσπρα τα εδουλευτήκαμεν εις την χρήσιν της Εκκλησίας μας θα ν' ηξεύρουν όλοι και ως την σήμερον δεν εδώσαμεν ούτε επληρώσαμεν ούτε από το κεφάλι ούτε από διάφορον ένα άσπρο. Αλλά και το περισσότερον έξω από κόπους μεγάλους όπου κάμνει η εκλαμπρότης του δια λόγου μας και την Εκκλησίαν μας εξοδιάζει πολλά από το πουγγί του και ποτέ δεν του εκάμαμεν καμμίαν πληρωμήν ή άμοιβήν, όπου και εγώ και όλοι οι μητροπολίται εις όλους τους πειρασμούς όπου εσυνέβαινον τη Εκκλησία μας επροστρέχαμεν εις το παλάτιον της εκλαμπρότητός του και ευρίσκαμεν την βοήθειαν οπού εθέλαμεν και την συνδρομήν ετοίμως. Και ημείς καμμίαν αμοιβήν και ευχαριστίαν δεν εκάμαμεν προς την εκλαμπρότητά του και ούτε καν επληρώσαμεν μέρος από όσα χρεωστούμεν, το οποίον δεν ήρχετο ναι από αγνωμοσύνην και αχαριστίαν μας, μόνον διατί αεννάως επειραζούμεσθα και είχαμεν χρείαν καθημερινήν να δίδωμεν όπου δεν επαύαμεν και δια τούτο εμακροημερεύσαμεν τόσον και το άλλο εμακροθυμούσαμε έσοντας και τα άσπρα της εκλαμπρότητός του να είναι σίγουρα δια να έχη εγγυητάς όλους τους μητροπολίτας και την Εκκλησίαν όλην των Γραικών εις τα εχειν να λάβη.... Χωρίς την βοήθειαν της εκλαμπρότητός του από πολλούθ έθελεν είναι το πατριαρχείον μας και η Εκκλησία μας αφανισμένη και χαλασμένη, καθώς είναι την σήμερον, αμή η εκλαμπρότης του με την εξουσίαν του και την πίστιν και την δύναμιν οπού έ χει σιμά εις τους μεγάλους της βασιλείας πόρτας ταύτης εβάσταζε πάντοτε εις αγαθήν κατάστασιν και εμάς και την Εκκλησίαν μας». (Παρά G. Hofmann, ε.αν. σ. 99 ε).
(18) Q ui est une colonne et appuy de la foy orthodoxe et catholique, de la faire à la première commodité, ce qui s'exécutera sans doute finalement ». (Επιστολή από 7/17 Αυγούστου 1636 προς τους θεολόγους και κληρικούς της Γενεύης, παρά L ΒΗ. IV, 460). Τοιαύτας προς τους Διαμαρτυρόμενους σχέσεις, επιβαλλομένας υπό της αδηρίτου αναγκαιότητος και της κρισιμότητος των τότε περιστάσεων, ότε οι υπόδουλοι Έλληνες πιεζόμενοι και διωκόμενοι υπό των Τούρκων και των Λατίνων εύρισκον υποστήριξιν παρά τοις Διαμαρτυρομένοις, (απαντώμεν και παρ' άλλοις συγχρόνοις Ιεράρχαις, επιβεβαιοί και ο Ιεροσολύμων Θεοφάνης, γράφων προς τους Ρουθηνίους και της ορθοδοξίας του Λουκάρεως υπεραμυνόμενος: «Ἁπλῶς εἰπεῖν, μήτε πατριάρχῃ μήτε τινί ἄλλῳ τῶν Γραικῶν κοινωνία πίστεως Λουτήροις ἤ Καλβίνοις πεφανέρωται, καίπερ πολλάκις τοῖς ἐνταῦθα πρέσβεσιν οἷα καί ἄλλοις πολλοῖς χρώμεθα φίλοις, τοῦ καιροῦ οὕτως ἀπαιτοῦντος» (παρά L ΒΜ. III, 72. ΝΣ. 1 (1904) 349), αλλαχού δ' απεκάλει κολακευτικώς τον Leger “θεοπρόβλητον διδάσκαλον” (ΝΣ. 2 (1905) 28). Ὅρα καί ἐν L ΒΗ. IV, 502, 398 ε. και αλλαχού επιστολάς του Ιεροσολύμων Θεοφάνους του Εφέσου Μελετίου και άλλων, αιτουμένων την μεσιτείαν του ’γα παρά «τῷ ἄρχοντι ἐν καιροοῖς ἀναγκαίοις».
(19) Κατά τον Μ. Ρενιέρην, οι Διαμαρτυρόμενοι «μέγα εθεώρουν κέρδος να προσοικειθώσι την Ανατολικήν Εκκλησίαν, ήτις προσέφερεν αυτοίς ό,τι αυτοί εστερούντο την νομιμότητα, την παράδοσιν. Εάν η Ελληνική Εκκλησία, ης η μία χειρ εξετείνετο μέχρι των Αποστόλων, εξέτεινεν εις τους Διαμαρτυρόμενους την ετέραν χείρα, ιδού αμέσως ο δεσμός της παραδόσεως ανανεούμενος μεταξύ αυτών και των πρώτων του Χριστιανισμού αιώνων, και δυνάμενοι αυτοί του λοιπόν ν' αποκριθώσι θριαμβευτικώς εις την δεινοτάτην ένστασιν, ην επήγοντο πολλάκις κατ' κατ' αυτώ οι καθολικοί.,..» (Μν. ε. σ. 21).
(20) Κ i ΜΕΟ I, 331. ΜεΣπ. 57. Πρβλ. αυτόθι : Οι πρόκριτοι των αιρετικών τούτων, ουκ αγνοούντες την της Ανατολικής Εκκλησίας δόξαν, φασίν αυτήν ίσα εκείνοις πρεσβεύειν εν τοις περί Θεού και των θείων αλλ' εξεπίτηδες αυτής κατηγορούσι προς απάτην μάλιστα των απλούστερων. Των δυτικών γαρ αποσχισθέντες, είτουν απορραγέντες, και έπειτα πάσαν απλώς την καθολικήν εκκλησίαν αποποιησάμενοι και ελεγχόμενοι, προφανώς ως αιρετικοί εισί και αιρετικών οι κορυφαιότατοι. Επειδή ου μόνον καινών και γελοίων δογμάτων (ει δέον όλους τους μύθους δόγματα ονομάζειν) έγίνοντο δια φιλαυτίαν εισηγηταί, αλλά και μηδόλως εκκλησίας μετέχουσιν, ως μηδεμίαν οπωσούν κοινωνίαν έχοντες μετά της Καθολικής Εκκλησίας, ως είρηται. Και ώσπερ δεδιότες μήποτε επιστραφώσιν οι αθλίως εκείνοις προσέχοντες, επενόησανν λέγειν τούτο το προφανέστατον ψεύδος, ότι άπερ αυτοί περί πίστεως φρονούσι, ταύτα και η Ανατολική φρονεί Εκκλησία. (Κ i ΜΕΟ, Ι. 330).
(21) Ότι της εκδοχής ταύτης αποδεκτής γιγνομένης, στερείται μεγάλης αποδεικτικης αξίας το από του αυτογράφου του ελληνικού κειμένου της Ομολογίας επιχείρημα ( L ΒΗ. Ι. 318—9, και IV, σ. Χ. pr é face ) μόλις είναι ανάγκη και να είπωμεν.
(22) Εφιστώμεν μόνον την προσοχήν και επί τινός υπαινιγμού, ον ευρίσκομεν εν σημειώματι του ιεομονάχου Σωφρονίου, εκ του εγγυτάτου περιβάλλοντος του Λουκάρεως, προς τον Leger : «Ἐγνώρισα τῷ ἡμετέρῳ δεσπότῃ ἅπερ μοι ἔγραψεν ἡ λογιότηςτ σου καί ἐδιόρθωσε καί τόν ἀριθμόν τῶν κανονικῶν βιβλίων· καί ἰδού πάλαι ὁποῦ τά στέλλω τῆς λογιότητός σου». ( L ΒΗ. IV, 510).
(23) Πρβλ. Δ. Σ. Μπαλάνου, Η Ομολογία Κυρίλλου του Λουκάρεως, Αθήναι 1906, σ, 10: «Η θεολογική του παιδεία δέον να μη υπερτιμάται. Αγνοεί- ως δειχθήσεται κατωτέρω—ζητήματα, άτινα, ως θεολόγος και κληρικός ανώτερος, ώφειλε να γνωρίζη και την λύσιν των θεολογικών του αποριών αντί να ζητεί να ανεύρη εν τη εκκλησιαστική φιλολογία της Εκκλησίας, εζήτει δια της ευκολωτέρας οδού, δια προσφυγής εις αλλοδόξους θεολόγους, εις ων τας αποφάνσεις ευκόλως επείθετο. Ούτω λ.χ. ίνα παραδείγματα τινά φέρωμεν: Γράφει προς τον David de Wilhem το 1619: «περί τῆς θείας εὐχαριστίας πρώτη γνώμη εἶναι ἡ τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, δευτέρα τῶν Λουθηρανῶν, τρίτη τῶν Ὀρθοδόξων ᾗ ἕπομαι». μετά δε εξηγήσεις του Wilhem απαντά ο Κύριλλος χαίρων «διότι ὁμοίως καί τό αὐτό φρονοῦμεν περί τούτου τοῦ ζητήματος... δηλ. ἀπεδεχόμεθα τήν πνευματικήν βρῶσιν...». Προς τον δε Dominis γράφων το 1618, βέβαιοι ότι «πόσον αἱ ἐπικλήσεις τῶν ἁγίων... ἁμαυροῦσι τήν δόξαν τοῦ Κυρίου πρότερον δέν ἐνόουν», αλλ' ότι ἐπείσθη πρός τούτο δια των προς αυτόν επιστολών του Μ arcus Fuxius Transylvanus ». Πρβλ. του αυτού, Η Λουκάρειος 'Ομολογία, Αθήναι 1907 σ. 10.
(24) Εν τη Λουκάρειω Ομολογία απαντώσι συχνάκις αι αύται ορολογικαί έννοιαι απαραλλάκτως ενίοτε ως και παρά τω Καλβίνω, προσετέθησαν δε βραδύτερον εις αυτήν υπό των εν Γενεύη συντακτών της Ομολογίας Καλβινιστών θεολόγων αι αυταί ακριβώς αγιογραφικαί και πατερικαί, ιδίοις των Ελλήνων Πατέρων, μαρτυρίαι, ας ο Καλβίνος και ο Λούθηρος και οι μετ' αυτούς Διαμαρτυρόμενοι θεολόγοι χρησιμοποίησαν εν τοις συμβολικοίς αυτών βιβλίοις υπό το αυτό ακριβώς προτεσταντικόν πνεύμα. Πρβλ. J. A. Hottinger, ενθ. αν. σ. 308 — 549. Appendix Dissertationis VIII. Exhibens confessionem Cyrilli, Patriarchae Constantinopolitani, Scripturae et Patrum testimoniis Illustratam. Ωσαύτως οι αυτοί Καλβινισταί θεολόγοι έσπευσαν προ της δημοσιεύσεως της Ομολογίας εις την έλληνικήν να παρασκευάσωσι και εκδώσωσι μετάφρασιν αυτής εις την γαλλικήν, γερμανικήν και αγγλικήν γλωσσαν, διαθέτοντες βεβαίως κατά βούλησιν το ίδιον αυτών έργον.
(25) Πρβλ. Χ. Παπαδοπούλου, Κυρίλλου Λουκάρεος πίναξ ομιλιών και Έκθεσις ορθοδόξου πίστεως, Αλεξάνδρεια 1913 σ. 7: Ο Λούκαρις απέφευγεν εν ταις ομιλίαις αυτού την ειδικήν εξέτασιν δογματικών ζητημάτων, ασχολούμενος μάλλον περί τα ηθικά και πρακτικά θέματα».
(26) Ο Δοσίθεος μαρτυρεί, ότι «ο Κύριλλος επιζήσας μετά το φανήναι το βιβλίδιον χρόνους εξ, ουδέν εναντίον έγραψεν, ούτε ονομαστί το βιβλίδιον έψεξεν, αλλ' έλεγε μόνον τόσον, ότι ουκ έχουσι τα κεφάλαια σύστασιν, ότι ουκ έστι σύγγραμμα αυτού ως εδικαιολογείτο ποτε περί της αιρέσεως αυτού Μαρκέλλος ο Γαλάτης». (Μν, ε. σ 1171). 2) Κ i ΜΕΟ. Ι, 339 ε. ΜεΣπ. Σ. 61.
(27) Τ' απονεμηθέντα αυτώ υπό συγχρόνων και μεταγενεστέρων κοσμητικά επίθετα «πολύφημος και πολύσοφος», «νουνεχής», «πεπαιδευμένος», «περινούστατος», «σοφώτατος» κ. τ. ο., εις την άλλην φωτεινήν ομολογουμένως εκκλησιαστικήν δράσιν αυτού αναφερόμενα, ουδέν περί εξαίρετου θεολογικής μορφώσεως αυτοί αποδεικνύουσι, μη ισχύοντα να διασείσωσι την εκ της μελέτης των Επιστολών του και της όλης δράσως αυτού αντικειμενικώς σχηματιζομένην επιστημονικήν κρίσιν.
(28) Πρβλ. τας γαλλικάς και αγγλικάς μεταφράσεις της Ομολογίας παρά L ΒΗ. I, 270 ε. O Ph. Meyer (Ρ R Ε XI, 688) ηρίθμησε 19 μεταφράσεις και εκδόσεις της Ομολογίας. Η τελευταία γερμανική μετάφρασις αυτής εγένετο υπό R. Schlier, εν περιοδ. “ Die Eiche ” 15 (1927) τευχ. 3. Το ελληνικόν τέλος κείμενον αυτής παρά Κ i ΜΕΟ. Ι, 24 ε. AMRG 237 ε. Μ ΘΟ. 267 ε.
(29) Προς πολλοίς άλλοις διαφωτιστικαί είναι συναφείς επιστολαί μεταξύ διαφόρων διαμαρτυρομένων θεολόγων της εποχής εκείνης, οίον των Β. B. Venator, G. Lingelsheim, M. Bernegger, J. Buxtorff, F. Spanheim και άλλων, παρά Al. Reifferscheid, Briefe G. M. Lingelscheims, M. Berneggers und ihrer Freunde, nach Handschriften, Heilbronn 1889 σ. 486,493, 858, 900. Χαρακτηριστική ιδία είναι η βεβαίωσις, ότι « der Patriarch Cyrillus Lucaris übertrag den Genfern die ausgedehnteste Uollmacht, mit der ihnen übersandten griechischte Confession anzufangen, was sie wollten” σ. 900. Εκ πάντων τούτων ενισχύονται αι ημέ τεραι απόψεις περί ανεπαρκούς θεολογικής μορφώσεως του Λουκάρεως και περί της συγγραφής και κατά βούλησιν διαθέσεως της καλβινικής εκείνης Ομολογίας από των εν Γενεύη Καλβινιστών θεολόγων.
(30) Πρακτικά Συνόδου Ιεροσολύμων (1672). παρά Κ i ΜΕΟ. Ι. 339. ΜεΣπ. 61.
(31) Υπό του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ε. αν. σ 19—23, εδημοσιεύθη και έκθεσις ορθοδόξου πίστεως του Λουκάρεως.
(32) Ούτω προς τους Ρουθηνίους Ορθοδόξους επιστέλλων τω 1634 εβεβαίου: «Ἡμεῖς το τῆς εὐσεβείας ποτισθέντες ἀρχῆθεν γάλακτι καί ὑπό ὀρθοδόξοις τεθραμμένοι δόγμασι, τῶν ὀρθῶν ἀεί δογμάτων ἀντεχόμεθα τῆς μητρός ἡμῶν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας... μηδεμίαν ὅλως παρασαλεύσαντες ὦν εὕρομεν τάξεων, ἅτε ὀρθῶς καί ἀνεπιλήπτως κειμένων, ἀλλά καί δημοσίᾳ ταύτας λόγοις τε καί ἔργοις κηρύξαντες... Ἀλλ' οἱ τυφλοί πρός τό φῶς μῶμον ἡμῖν προσᾶψαι σπουδάζουσι, καλβινισμόν ἐγκαλοῦντες καί αἵρεσιν, τήν ἰδίαν κακήν προαίρεση παραδειγματίζοντες καί ἑαυτούς τοῖς πᾶσι πονηρούς καί ἀμαθεῖς ἀποφαίνοντες· αὐτοί γάρ ἀμύνασθαι δι' ἄλλα διανοούμενοι καθ' ἡμῶν, ἐν ἄλλοις ζητοῦσιν ἡμᾶς ὑπευθύνους ἀποδεῖξαι, ἀλλά μάτην πονοῦσιν, ἅτε Θεῷ καί τῇ ἀληθείᾳ προσκρούοντες». Χ. Παπαδοπούλου, Απολογία Κυρίλλου του Λουκάρεως, εν ΝΣ. (1905) σ. 34—35. Γαλλική μετάφρασις αυτής εν Κ i ΤΗ. 14 (1906) 327— 330. Πρβλ. και Ε. Μ ichaud, Notes sur l ' union des Eglises RITh 3 14 (1906) 15 κ.ε. Εις ομοιον τόνον έγραφε τοις Ρουθηνίοις ο Λούκαρις εν έτος περίπου ενωρίτερον: « Semper me declarabo in vocatione mea orthodoxum, stabilem et intrepidum, qui unus per Dei gratiam supra caeteros in oriente fidem orthodoxam profiteer et omnes in hac ecclesia christiani orthodoxi sub mea professione acquescunt ». (Παρά Ο. Η ofmann, ε.α. σ. 95.
(33) Ανωτέρω σ. 180. Της αυτής γνώμης εγένετο και ο Κύριλλος Λ αυριώ της εν : Μ. Γεδεών, Κυρίλλου Λαυριώτου Πατριάρχαι μετά την άλωσιν, Αθήναι 1877 σ. 34 ε.
(34) Δ. Σ. Μπαλάνου, μν. ε σ. 32.
(35) Ζ. Μαθά μν. ε. σ.204. Την αντικειμενικωτέραν περί του Κυρίλλου Λουκάρεως κρίσιν, ην πάς νεώτερος ορθόδοξος θεολόγος, α προκαταλήπτως κρί­νων και πεπαρρησιάμενως αν ομολογών τας προς την Ορθόδοξον Έκκλησίαν υπηρεσίας ως και τα σφάλματα και τας αδυναμίας του Πατριάρχου ε κείνου, θα ηδύνατο κατά το μάλλον ή ήττον να υιοθετήση, νομίζομεν ότι εξήνεγκεν αυτός ο άλλως δια της εν Ι εροσολύμοις Συνόδου (1672) υπεραμυνόμενος του Λουκάρεως Πατριάρχης Ιεροσολύμων και αντιπροσωπευτικώτερος θεολόγος της εποχής του Δοσίθεος, αποφανθείς εν τοις εαυτού παραλειπομένοις εκ της ι στορίας περί των Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων τάδε: «Ὁ γάρ Κύριλλος, εἰ και ἐν τῇ νεότητι αὐτοῦ ὠφέλησε τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν εἰς διαφόρους τόπους καί μάλιστα εἰς την Ρωσσίαν, πεμφθείς ἀρχιμανδρίτης ὑπό τοῦ Ἀλεξανδρείας Μελετίου, πολλά καί μεγάλα ἐνήργησεν ὑπέρ τῆς εὐσεβείας, ἐν τέλει ὅμως τῆς ζωῆς αὐτοῦ σιωπήσας καί μή τόν πρεπούμενον ἀγῶνα ποιήσας κατά Καλβίνων ἔδοξε κακόφρων καί ἀνάξιος καί τοῦ θρόνου καί τοῦ ὀνόματος«. (Α. Π. Κεραμεύς, μν. ε. Ι,278). Και «Περί τῶν ἐν Ἰεροσολύμοις πατριαρχευσάντων» σ. 1171: Κύριλλος ὁ Λούκαρις πατριαρχεύσας ἦν ὀρθόδο­ξος, ὡς καί πρότερον, καί ἀπέθανε ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ὀρθόδοξος... ὅτι ὅμως ἦν κρύφιος αἱρετικός, ἐστί φανερόν ἐκ πολλῶν συστατικῶν, εἰ καί λαθραίων και ἐν παραβύστω γεγενημένων». Πρβλ. αυτόθι και σ. 1172. Αλλά μήπως παρομοιόν τι υπονοεί ο Δοσίθεος και εν διαφόροις διφορουμένοις εκφράσεσι και αυτής της εν Ιεροσολύμοις Συνόδου, ως π. χ. «Εἰ γάρ Κύριλλος οὖτος ὁ ποτέ οἰκουμενικός Πατριάρχης βεβαίως καί ἀληθῶς αἱρετικός ἦν, κἀκεῖνος συνέγραψε τά θρυλούμενα κεφάλαια, και άλλα μεν εδίδασκε δημοσίως, άλλα δε επίστευε τη καρδία, κατά της ιδίας συνειδήσεως έγραψε και επίστευσεν, ου κατά της Ανατολικής Εκκλησίας, ην περιέπει το Πνεύμα το ’γιον»; (Κ i ΜΕΟ. 1,379. ΜεΣπ. 78). Πρβλ. και την μνημονευθείσαν επιστολήν του Ιερο­μόναχου Αρσενίου, εν. L. Allatii, μν. ε. σ, 1023 ε.
(36) Η πλάνη του Λουκάρεως, κρίνει ορθός ο Ρενιέρης, ήτο «πλάνη καρδίας εὐγενοῦς, ἥτις ἠπατήθη μέν περί την ὁδόν, ἥν ἠκολούθησεβ, ἐνόμιζεν ὅμως ὅτι φέρει ἡμᾶς πρός την ἀναγέννησιν καί τήν ἐλευθερίαν». (Μν. ε. σ. 66).
(37) Γ. Μαζαράκη. μν. ε. σ. 219: Ο Κύριλλος ήτο μάλλον πολιτικός ή εκκλησιαστικός ανήρ εφρόνει επομένως, ότι δεν ήτο έγκλημα ή χάριν της ενώσεως των Διαμαρτυρομένων Εκκλησιών μετά της Ορθοδόξου αποδοχή ως ορθών ερμηνειών τίνων δογμάτων, εφ' ων είχον ήδη αποφανθή οι Πατέρες, προκειμένου να σωθή η Ανατολική Εκκλησία και το Έθνος»
(38) Πρβλ. Ιω. Καρμίρη, μν. ε. σ. 76, 103 ε., 113 ε., 122 ε., 134 ε.,
169 ε. 222 .
(39) Ι. Καρμίρη, αυτόθι σ. 159 σ., 166 ε. Πρβλ, και ανωτέρω σ. 173 ε. και C. Hefele, μν. ε. σ 467.
(40) Πρβλ. και J. Michalescu, μν. ε. σ. 266.