ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΚΟΛΥΜΠΑΡΙ.
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
1. Διαφημίζεται καὶ προβάλλεται μία καταστροφικὴ ψευδοσύνοδος
Συμπληρώνονται αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἀκριβῶς δύο χρόνια (Ἰούνιος 2016-Ἰούνιος 2018) ἀπὸ τὴν σύγκληση καὶ λειτουργία στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης τῆς καταστροφικῆς αἱρετικῆς ψευδοσυνόδου, ἡ ὁποία διέψευσε καθ᾽ ὁλοκληρίαν τὸ ὄνομά της ὡς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», διότι ἀλλοίωσε βασικὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, περιφρόνησε τὴν συνοδικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση, ἀθώωσε παλαιὲς καὶ νέες αἱρέσεις, κατήργησε ἀκόμη καὶ τὴν λέξη αἵρεση, καὶ ὑπὸ τὸ πρόσχημα, ὑπὸ τὸ ἔνδυμα, μιᾶς δῆθεν ὀρθοδόξου συνόδου, πέτυχε αὐτὸ ποὺ ὁ Διάβολος πάντοτε ἐπιδιώκει· νὰ παραπλανήσει τὸ ποίμνιο καὶ πολλοὺς ποιμένες ὁδηγώντας τους στὴν χειρότερη καὶ πιὸ ἐπικίνδυνη αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν, στὴν παναίρεση τοῦ σατανοκίνητου Οἰκουμενισμοῦ.
Ἀσταμάτητα καὶ ἀδιάκοπα ἐπὶ δύο χρόνια τώρα οἱ πρωτεργάτες καὶ οἱ συμφρονοῦντες διαφημίζουν τὴν «σύνοδο» ὡς σπουδαῖο καὶ μεγάλο ἱστορικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ κατόρθωμα μὲ συνέδρια, ἡμερίδες, δημοσιεύσεις, τιμὲς καὶ βραβεύσεις ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωματούχων, προσφορὲς ἐπισκοπικῶν θρόνων καὶ ἄλλες δωρεές. Συγχρόνως συκοφαντοῦν, κατηγοροῦν, ἀπειλοῦν, διώκουν ὅσους ἀντιδροῦν καὶ ἀντιστέκονται, ὅσους προβάλλουν ἀντίσταση καὶ δὲν θέλουν νὰ προσκυνήσουν τὸν Βάαλ τῆς πανθρησκείας, τοῦ συγκρητισμοῦ, τῆς παγκοσμιοποίησης, τῆς «Νέας Ἐποχῆς καὶ τῆς «Νέας Τάξεως» πραγμάτων. Ἡ ἀλήθεια ὅμως δὲν χρειάζεται διαφήμιση· ἐπιβάλλεται μόνη της καὶ οὔτε ἐμποδίζεται ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς συκοφαντίες· ἀντίθετα δυναμώνει περισσότερο καὶ ἐνισχύεται. Ὁ ἐσταυρωμένος, συκοφαντημένος, ὑβρισμένος καὶ κατ᾽ ἄνθρωπον ἀδύναμος Χριστὸς μπροστὰ στὰ πανίσχυρα καὶ παράνομα συνέδρια τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν Φαρισαίων καὶ οἱ χιλιάδες τῶν μαρτύρων καὶ ὁμολογητῶν τῆς Ἐκκλησίας στὴν δισχιλιόχρονη ἱστορία της, μαρτυροῦν καὶ ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ δίκαιο εὑρίσκονται μὲ τὸ μέρος τῶν διωκομένων καὶ ἀνίσχυρων καὶ ὄχι μὲ τὸ μέρος τῶν διωκόντων, τῶν ἰσχυρῶν ἐξουσιαστῶν μὲ θρόνους, χρήματα, τιμὲς καὶ δόξες.
Ἡ δική μας σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ σύναξη στὸ κοσμικὸ περιβάλλον ἑνὸς ξενοδοχείου, μακριὰ ἀπὸ τοὺς ναούς μας καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς αἴθουσες, ἀπὸ μόνη της μαρτυρεῖ καὶ κραυγάζει ὅτι εἴμαστε ἀνεπιθύμητοι στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄρχοντες, ὅτι φοβοῦνται καὶ τρέμουν τὸν λόγο τῆς Ἀληθείας, τὸν λόγο τῆς Ὀρθοδοξίας, τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Διδασκάλων, διότι γνωρίζουν ὅτι ὁ δικός τους λόγος, ὁ λόγος τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, εἶναι ἀντιευαγγελικός, ἀντιπατερικός, ἀντορθόδοξος. Διεκδικεῖ τὸ Κολυμπάρι, ὅπως οἱ αἱρέσεις ὅλων τῶν αἰώνων, νὰ ἐπιβάλει ἕνα αἱρετικὸ θεολογικὸ σύστημα καινοφανές, αὐτονομημένο ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση καὶ ἐμπειρία τῆς πίστεως, ἀπὸ τὸν ἀσφαλῆ κανόνα τῆς πίστεως, τὸν ὁποῖο ἀπαρέγκλιτα καὶ ἀδιάκοπα ἐτήρησε ἡ Ἐκκλησία τὶς προηγούμενες ἐποχὲς μὲ τὴν καταδίκη τῶν αἱρέσεων ποὺ προσέβαλλαν αὐτὸν τὸν κανόνα. Τὸ Κολυμπάρι ἀποσυνέδεσε τὶς ἀποφάσεις του, τὴν θεολογική του γραμμή, ἀπὸ τὸν κανόνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παράδοσης καὶ ἀκολούθησε καινοφανεῖς φιλοσοφικὲς καὶ κοινωνικὲς ἀτραπούς, προσκύνησε καὶ ἐλάτρευσε ὄχι τὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεό, τὸν Σωτῆρα Χριστὸ καὶ τὴν Ἁγία του Ἐκκλησία, ἀλλὰ τοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς, καὶ ἔγινε ὄργανο ἀντιχρίστων καὶ ἀντιεκκλησιαστικῶν σκοτεινῶν δυνάμεων καὶ κέντρων.
2. Ἀκαταμάχητα ὅσα ἔχουν γραφῆ ἐναντίον τῆς ψευδοσυνόδου
Δὲν πρόκειται σήμερα νὰ ἀναφερθοῦμε διεξοδικὰ στὸν ἀντισυνοδικό, ἀντικανονικό, ἀντορθόδοξο χαρακτήρα τῆς ψευδοσυνόδου, ἡ ὁποία κατήργησε τὴν ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων, ἐπέβαλε κατὰ παπικὸ τρόπο τὸ πρωτεῖο τῶν προκαθημένων καὶ ἐδίδαξε νέα δόγματα στὴν Ἐκκλησία, ἀκυρώνοντας σύνολη τὴν προηγούμενη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, μετὰ ἀπὸ ἐπίμονο καὶ συστηματικὸ σχεδιασμὸ ἑνὸς αἰώνα περίπου, τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, τοῦ ἀπατεώνα. Αὐτὰ ἔχουν ἀναλυθῆ καὶ παρουσιασθῆ, πειστικὰ καὶ ἀκαταμάχητα καὶ ὄχι μόνο μὲ λόγους καὶ συγγράμματα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν τολμηρὴ καὶ ἁγιοπνευματικὴ ἐνέργεια κάποιων ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς κληρικοὺς νὰ σηκώσουμε τὸ βάρος τῆς ἱεροκανονικῆς ἐντολῆς καὶ νὰ διακόψουμε τὴν μνημόνευση τῶν ὀνομάτων ὅσων ἐπισκόπων συνήργησαν ἢ συμφώνησαν μὲ τὶς ἀποφάσεις τοῦ Κολυμπαρίου καὶ νὰ ἀντιμετωπίζουμε, ὡς ἐκ τούτου, τώρα διωγμούς, δικαστήρια, ἀποκλεισμούς, ἀργίες, καὶ ἀπειλὲς καθαιρέσεων. Ὁ ὑπότιτλος στὸν τίτλο τῆς ἡμερίδος «Αἵρεση-Καθαίρεση-Ὀρθόδοξη Ἀντίσταση», μὲ τὴν λέξη "καθαίρεση" ἀναφέρεται λιγότερο στὶς ἀπειλὲς γιὰ τὴν δική μας καθαίρεση, ποὺ θὰ ἀποτελεῖ γιὰ ἐμᾶς στεφάνι καὶ ἔπαινο, καὶ περισσότερο στὴν ἤδη συντελεσθεῖσα ἀπὸ τὸν Θεὸ καθαίρεση τῶν Οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν, ἡ ὁποία καὶ θὰ προχωρήσει καὶ στὴν ἐν ἐνεργείᾳ συνοδική τους καθαίρεση ἀπὸ μία ἀληθινὰ Ὀρθόδοξη σύνοδο, ὡς συνέχεια τῶν προηγουμένων Ὀρθοδόξων συνόδων. Στὴν διαχρονικὴ συνείδηση πάντως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἤδη καθηρημένοι, καὶ εὐχόμαστε γι᾽ αὐτοὺς νὰ μετανοήσουν, γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὴν σωτηρία τους.
Οἱ ὀργανωτὲς τῆς ἡμερίδος, γιὰ νὰ εἶσθε ὅλοι ἐνημερωμένοι καὶ ἐνισχυμένοι γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίσταση, ἡ ὁποία μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ὁλοένα καὶ θὰ δυναμώνει, ἔχουμε ἐκτυπώσει καὶ θὰ διανέμονται σὲ ὅλους δωρεάν, ἀφοῦ κάποιοι ἀνώνυμοι δωρητὲς ἐκάλυψαν τὴν δαπάνη, δύο ἐξαιρετικὰ φυλλάδια ποὺ ἀποτελοῦν περίληψη, ἐπιτομὴ τῶν λόγων, γιὰ τοὺς ὁποίους ἀπορρίπτουμε τὸ Κολυμπάρι ὡς αἱρετικὴ ψευδοσύνοδο. Καὶ ὑπάρχουν ἐπίσης ἐδῶ καὶ ἄλλες ἐκδόσεις ἐντύπων, ὅπου ἀναλυτικὰ ἀπὸ πολλοὺς ξετυλίγεται σοβαρὸς θεολογικὸς λόγος, κριτικὸς τῆς ὅλης προετοιμασίας καὶ τῆς θεματολογίας, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀποφάσεων τῆς ψευδοσυνόδου. Ἰδιαίτερα μνημονεύω τὰ δύο ὀγκώδη διπλὰ τεύχη τοῦ περιοδικοῦ «Θεοδρομία», τὰ ὁποῖα χαρακτηρίσθηκαν ἤδη ὡς μνημειώδη καὶ ἱστορικά, διότι εἰς μὲν τὸ πρῶτο (ἔτος ΙΗ´, τεύχη 1-2, Ἰανουάριος-Ἰούνιος 2016), στὸ ἐξώφυλλο τοῦ ὁποίου ἀπεικονίζονται τρεῖς ὁσιακὲς μορφές, ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς καὶ οἱ ὁσιακῆς βιοτῆς Γέροντες Δανιὴλ Κατουνακιώτης καὶ Φιλόθεος Ζερβάκος, καταχωρίζονται ὅσα πρὸ τῆς ψευτοσυνόδου ἀρνητικὰ ἔχουν γράψει ὅσιοι Γέροντες, σύνοδοι ἐκκλησιῶν, μητροπολίτες καὶ ἐπίσκοποι, ἱερὲς μονές, καὶ μεμονωμένοι κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί. Στὸ δεύτερο τεῦχος (ἔτος ΙΗ´, τεύχη 3-4, Ἰούλιος-Δεκέμβριος 2016), στὸ ἐξώφυλλο τοῦ ὁποίου ὑπάρχει ὁ τίτλος «Οὔτε Ἁγία οὔτε Μεγάλη οὔτε Σύνοδος», καταχωρίζονται τὰ κείμενα τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στήν «σύνοδο», κείμενα ἀρχιερέων, μετασχόντων καὶ μὴ μετασχόντων, κείμενα κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ κείμενα λαϊκῶν, τὰ ὁποῖα στὸ σύνολό τους ἀκτινογραφοῦν τὴν ψευδοσύνοδο καὶ προβαίνουν σὲ διάγνωση τῆς ἀρρώστιας της. Πρόκειται ὄντως γιὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα, τὰ ὁποῖα ἀσθμαίνοντας προσπαθοῦν νὰ μειώσουν μὲ ὕβρεις καὶ συκοφαντίες ἐπιστρατευμένοι ἀνὰ τὴν οἰκουμένη μικροὶ καὶ ἀνόητοι κληρικοὶ καὶ θεολόγοι, χωρὶς νοῦν Χριστοῦ καὶ Ἁγιοπατερικὸ φρόνημα, κάλαμοι ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενοι καὶ λυγίζοντες ὅπου πνεύσει ὁ ἄνεμος τῶν καιρῶν καὶ ὅπου τοὺς κατευθύνει ἡ δύναμη τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς, ποὺ δὲν σέβονται τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τοὺς νόμους τῶν καιρῶν, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος, λιοντάρια γιὰ τοὺς μικρούς, σκυλάκια ὅμως ποὺ γλείφουν τὰ πόδια τῶν ἰσχυρῶν: «Καιρῶν νόμους, οὐ τοὺς Θεοῦ σέβοντες... μικροῖς λέοντες, τοῖς κρατοῦσι δὲ κύνες»[1]. Δὲν ντρέπονται μάλιστα νὰ καυχῶνται ὅτι ἐκσυγχρονίζουν, ἀνανεώνουν τὴν Ἐκκλησία μὲ νεωτερισμοὺς καὶ καινοτομίες, γιατὶ ὅπως λέγουν εἶναι ἀνάγκη νὰ προσαρμοσθεῖ ἡ Ἐκκλησία στὶς ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν. Αὐτοὺς φωτογραφίζει καὶ ὁ ἕτερος Καππαδόκης, ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας, Μέγας Βασίλειος, ἀναφερόμενος στοὺς αἱρετικοὺς καὶ αἱρετίζοντες τῆς ἐποχῆς του, ἀντίστοιχους καὶ πανόμοιους τῶν σημερινῶν μεταπατερικῶν καὶ ἀντιπατερικῶν Οἰκουμενιστῶν: «Τὰ δόγματα τῶν Πατέρων ἔχουν καταφρονηθῆ, οἱ ἀποστολικὲς παραδόσεις ἔχουν ἐξουθενωθῆ· στὶς ἐκκλησίες κυκλοφοροῦν ἐφευρέσεις νεωτεριστῶν ἀνθρώπων. Δὲν θεολογοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἀσχολοῦνται μὲ τὴν τεχνολογία τοῦ λόγου· ἡ σοφία τοῦ κόσμου ἔχει πάρει τὰ πρωτεῖα μὲ τὸ νὰ ἀπωθήσει τὸ καύχημα τοῦ Σταυροῦ. Ποιμένες διώκονται καὶ στὴ θέση τους μπαίνουν ἄγριοι λύκοι, ποὺ κατασπαράσσουν τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ναοὶ ἀδειάζουν ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα καὶ οἱ ἐρημιὲς εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ τοὺς ἀδυρόμενους. Οἱ γεροντότεροι ὀδύρονται συγκρίνοντας τὰ παλαιὰ μὲ τὰ νεώτερα, οἱ νέοι εἶναι ἀξιολύπητοι, γιατὶ δὲν γνωρίζουν ποιὰ ἀγαθὰ ἔχουν στερηθῆ»[2].
3. Θὰ συναντήσουν μεγάλη ἀντίσταση οἱ κακοὶ ἐπίσκοποι, ποὺ ὑποστηρίζουν τὴν ψευδοσύνοδο
Ὁ λόγος λοιπὸν γιὰ τὸν ὁποῖο ὀργανώσαμε τὴν σημερινὴ ἡμερίδα δὲν ὀφείλεται στὴν ἀνάγκη νὰ προσθέσουμε ἐπιχειρήματα καὶ νὰ ἀναιρέσουμε τὶς ἐκτροπὲς καὶ παρεκκλίσεις τῆς ψευδοσυνόδου. Εἶναι ὑπεραρκετὰ τὰ ὅσα ἔχουν γραφῆ. Συγκεντρωθήκαμε σήμερα ἐδῶ, γιὰ νὰ δείξουμε, ὅπως λέγει καὶ πάλι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος, ὅτι δὲν θὰ κυριαρχήσουν οἱ κακοὶ καὶ ὅτι ὁ δρόμος τους δὲν θὰ εἶναι λεῖος καὶ εὐκολοδιάβατος, ἐπειδὴ κανεὶς δὲν ἀντιστέκεται[3]. Ἀντιστεκόμαστε ὅλοι ἐμεῖς, σὺν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις, καὶ εἴμαστε βέβαιοι γιὰ τὴν ἔκβαση τοῦ ἀγῶνος καὶ γιὰ τὴν νίκη ἐναντίον τοῦ κακοῦ τῆς αἱρέσεως, ἐναντίον τῶν καιροσκόπων ἐπισκόπων, ποὺ παρασύρουν τοὺς ἐν ἀγνοίᾳ πιστοὺς σὲ δρόμους σκολιοὺς καὶ διεστραμμένους. Εἶναι μεγάλη ἡ εὐθύνη τῶν κακῶν ἐπισκόπων ποὺ ἐνδιαφέρονται μόνον γιὰ τοὺς θρόνους, τὴν καλοπέραση, τὰ πανηγύρια καὶ ἀφήνουν τὸ ποίμνιο ἀπροστάτευτο στὴν πλημμύρα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἶναι φοβερὸ νὰ διαβάζουμε στὸν Ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο ὅτι καὶ στὴν ἐποχή του ἡ πλειονότητα τῶν ἐπισκόπων συνασπίζονταν καὶ ὁμονοοῦσαν ὄχι πρὸς ὑπεράσπιση τῆς πίστεως ἀλλὰ ἀποβλέποντας μόνον σὲ ἕνα· στὸ πῶς θὰ παραμείνουν ἀσφαλεῖς στοὺς θρόνους των: «Αὐτοὶ συνασπίζουσιν ἀλλήλοις κακῶς. Πρὸς ἓν βλέποντες· τῶν θρόνων τὸ ἀσφαλές»[4]. Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ ζημιὰ ποὺ προκαλοῦν οἱ κακοὶ ἐπίσκοποι, ὥστε φθάνει στὸ σημεῖο ὁ Ἅγιος Γρηγόριος νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι δὲν φοβᾶται τίποτε, οὔτε τὸ νὰ τὸν λιθοβολήσουν οὔτε τὸ νὰ συναντήσει ἄγρια θηρία. Ἐπιθυμεῖ μόνον νὰ ἀποφύγει τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους: «Ἓν ἐκτρέπου μοι, τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους»[5]. Παρόμοια συμβουλεύει καὶ ὁ Μ. Βασίλειος· νὰ μὴν ἐξαπατηθοῦμε ἀπὸ τὶς ψευδολογίες κάποιων ἐπισκόπων οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γιὰ Ὀρθοδοξία. Εἶναι Χριστέμποροι καὶ ὄχι Χριστιανοί, γιατὶ προτιμοῦν αὐτὸ ποὺ τοὺς ὠφελεῖ στὸν παρόντα βίο ἀπὸ τὸ νὰ ζοῦν μέσα στὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ νὰ τὴν ὑπερασπίζονται. Μόλις στερεωθοῦν στὸν θρόνο τους, προστίθενται στοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ· ὅταν ὅμως δοῦν νὰ ἀγριεύουν οἱ λαοί, τὰ ποίμνια, τότε παριστάνουν πάλι τοὺς Ὀρθοδόξους. Δὲν ἀναγνωρίζει ὡς ἐπίσκοπο αὐτὸν ποὺ χειροτονήθηκε ἀπὸ βέβηλα χέρια μὲ σκοπὸ τὴν κατάλυση τῆς πίστεως[6]. Αὐτὲς τὶς θέσεις τῶν δύο μεγάλων Καππαδοκῶν θεολόγων ἐγνώριζε ὁ τρίτος τῆς τριάδος τῶν Ἱεραρχῶν, πατριάρχης Κωνσταντινου-πόλεως Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος, καθηρημένος ἀπὸ συνεπισκόπους του, ἔγραψε ἀπὸ τὴν μαρτυρικὴ τριετῆ ἐξορία του, ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸν θάνατο λίγες δεκαετίες ἀργότερα (407), τὸν φοβερὸ λόγο, τὴν φοβερὴ διαπίστωση καὶ ἐκτίμηση, ὅτι δὲν φοβᾶται κανένα, παρὰ μόνο τοὺς ἐπισκόπους, ἐκτὸς ἀπὸ ὀλίγους: «Οὐδένα δέδοικα, ὡς τοὺς ἐπισκόπους, πλὴν ὀλίγων»[7].
4. Δὲν εἶναι κακοὶ ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι
Ἡ ἀναφορά μας αὐτὴ στοὺς κακοὺς ἐπισκόπους, εἶναι εὔκολο νὰ παρεξηγηθεῖ· αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο, ἐνῶ ὅσα σχετικὰ γράφουν οἱ μνημονευθέντες Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι πάμπολλα καὶ ἀπολύτως ἀληθινά, ἀποφύγαμε ἐπὶ ἔτη νὰ τὰ παρουσιάσουμε συγκεντρωμένα, διότι πολλοὺς ἐκ τῶν ἁπλουστέρων θὰ σκανδαλίζαμε καὶ ἐναντίον μας θὰ συγκεντρώναμε ἀδικαιολόγητα τὴν μανία, τὴν μῆνιν, πολλῶν ἐπισκόπων οἱ ὁποῖοι ψάχνουν νὰ βροῦν ἀφορμὴ γιὰ νὰ μᾶς συκοφαντήσουν καὶ νὰ μᾶς διώξουν. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει νὰ δώσουμε τὴν ἑξῆς ἐξήγηση. Οἱ κακίζοντες τοὺς κακοὺς ἐπισκόπους Ἅγιοι, τοὺς ὁποίους ἀκολουθοῦμε, δὲν ἰσχυρίζονται ὅτι ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι εἶναι κακοί, ὅτι δὲν ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία οὔτε ἕνας καλὸς καὶ ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος, ὅτι χάθηκε ἑπομένως καὶ ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὴν καὶ ἡ Χάρη τῶν μυστηρίων, ὅπως ἀμαθῶς καὶ ἀθεολογήτως διαδίδεται ἀπὸ ἐλάχιστους ἀκραίους ὑπερζηλωτές, ποὺ δὲν ἔμαθαν ὅτι «οὐ παντὸς τὸ θεολογεῖν». Ὁμιλοῦντες οἱ Ἅγιοι περὶ κακῶν ἐπισκόπων, αὐτομάτως ἀφήνουν νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι ὑπάρχουν καὶ καλοὶ ἐπίσκοποι. Ἀκόμη καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ποὺ δὲν ὁμιλεῖ γιὰ κακοὺς ἐπισκόπους, ἀλλὰ λέγει γενικῶς ὅτι φοβᾶται τοὺς ἐπισκόπους, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν πλάνη ὅτι ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ἀνάξιοι καὶ πρέπει νὰ τούς φοβόμαστε, προσθέτει ὅτι ὑπάρχουν καὶ λίγοι ποὺ ἐξαιροῦνται: «Οὐδένα δέδοικα, ὡς τούς ἐπισκόπους, πλήν ὀλίγων». Μὲ τέτοιους καλούς ἐπισκόπους, ἔστω καὶ ἂν δὲν ἔβγαιναν φανερὰ στοὺς ἀγῶνες ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, συνεργάσθηκε ὁ Μ. Βασίλειος γιὰ νὰ προετοιμάσει τὸ ἔργο τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381), στὴν ὁποία δὲν πρόλαβε νὰ παραστεῖ ὁ ἴδιος, λόγῳ τοῦ θανάτου του (379), κυριάρχησαν ὅμως θεολογικὰ καὶ κατηύθυναν τίς ἐργασίες της οἱ δύο ἄλλοι Καππαδόκες Θεολόγοι, ὁ φίλος του Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ὁ κατὰ σάρκα ἀδελφός του Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Σὲ ἐπιστολὴ μάλιστα ποὺ στέλνει «Τοῖς ἐν Ταρσῷ Πρεσβυτέροις» τοὺς συνιστᾶ νὰ εἶναι ἐπιεικεῖς ἀπέναντι ὅσων ἔχουν ἐπιφυλάξεις ὡς πρὸς τὴν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνος ὁ καιρός· «Ὁ καιρὸς πολλὴν ἔχει ροπὴν πρὸς καταστροφὴν τῶν Ἐκκλησιῶν». Νὰ μὴ προβαίνουμε ἄκριτα σὲ διακοπὴ κοινωνίας, διότι καὶ κάποιες ἐλλείψεις καὶ σφάλματα μὲ τὴν πολυχρόνια συνύπαρξη θὰ διορθωθοῦν. Νὰ μὴ χαρίζουμε εὔκολα στοὺς αἱρετικοὺς κάποιους ποὺ κάνουν λάθη καὶ αὐξάνουμε ἔτσι τὸν ἀριθμὸ τῶν βλασφήμων[8]. Τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο τὸν καθήρεσαν καὶ τὸν ἐξόρισαν κακοὶ ἐπίσκοποι, δεκάδες ὅμως ἐπισκόπων ἀρνήθηκαν νὰ ὑπογράψουν τὴν καταδίκη του, συνέπαθαν καὶ ἐξορίσθηκαν μαζὶ του, ἄλλοι δέ, ὅπως ὁ ἐπίσκοπος τῆς Κουκουσοῦ Ἀδελφιός, δὲν ἀναγνώρισαν τὴν καταδίκη του καὶ ὁλόκληρη τότε ἡ Ὀρθόδοξη Δύση.
5. Ἡ «σύνοδος» ἀνέτρεψε καὶ ἄλλαξε βασικὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως
Αὐτὸ ποὺ ἐπίσης πρέπει νὰ τονισθεῖ στὴν σημερινὴ ἡμερίδα εἶναι ὅτι πρέπει νὰ ἀντιληφθοῦμε καὶ νὰ κατανοήσουμε ὅλοι ὅτι ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου κατέστρεψε τὴν δογματικὴ παράδοση τῆς ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα δύο κεφαλαιώδη δόγματα, τὸ δόγμα γιὰ τὴν μοναδικότητα καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἐκκλησιολογικὸ δόγμα, ὅπως καὶ τὸ σωτηριολογικὸ δόγμα περὶ τοῦ ὅτι μόνο μέσα στὴν Μία καὶ μοναδικὴ Ἐκκλησία μπορεῖ κανεὶς νὰ σωθεῖ. Μέχρι τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος βασικὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ δέν τόλμησε ποτὲ κανεὶς νὰ τὴν ἀμφισβητήσει, ἦταν καὶ εἶναι ἡ διδασκαλία περὶ τοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ μοναδικὴ καὶ ὅτι αὐτὴ εἶναι ὁ διατεταγμένος φορεύς τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ὑπάρχουν οὔτε πολλὲς οὔτε ἄλλες ἐκκλησίες· οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα εὑρίσκονται ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, μέσα δὲ εἰς αὐτὲς καὶ εἰς αὐτὰ δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Τὸ «extra Ecclesiam nulla salus», τὸ «ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία», ἀποτελεῖ βασικὸ σωτηριολογικὸ δόγμα. Ἐπὶ δεκαεννέα αἰῶνες, οἱ μεγαλύτεροι αἱρετικοὶ ποὺ πέρασαν δὲν τόλμησαν νὰ ἀμφισβητήσουν τὶς βασικὲς αὐτὲς δογματικὲς διδασκαλίες καὶ μὲ βάση αὐτὲς σύνολη ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καταδικάζει τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα, ὥστε νὰ προφυλαχθοῦν οἱ πιστοὶ καὶ νὰ μὴ χάσουν τὴν σωτηρία τους. Ἡ μόνη δυνατότητα τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικων γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σωτηρία τους εἶναι νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ἐκκλησία ἀποκηρύσσοντες τὴν πλάνη τους, νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ὅπως εὐχόμαστε μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων στὴν Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου: «Τοὺς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καὶ σύναψον τῇ Ἁγίᾳ σου Καθολικῇ καὶ Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ».
Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος, οἱ σωτηριώδεις αὐτές, ἄσειστες καὶ ἀμετάβλητες δογματικὲς διδασκαλίες, ἄρχισαν σιγά-σιγά, σταδιακά, νὰ ἀμφισβητοῦνται, νὰ τίθενται σὲ συζήτηση ὡς ἐκκλησιολογικὴ πρόκληση, διότι τὸ μοντέλο δῆθεν τῆς ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία εἶναι ξεπερασμένο, δείχνει ἐγωϊστικὴ ἀποκλειστικότητα καὶ αὐτάρκεια τῆς ᾽Ορθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑποτιμᾶ τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο. Δὲν πρέπει κἄν νὰ χρησιμοποιοῦμε τὶς λέξεις αἵρεση καὶ αἱρετικός, ὅλες οἱ χριστιανικὲς κοινότητες καὶ ὁμολογίες ἔχουν στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος, δικαιοῦνται νὰ χαρκτηρίζονται ὡς ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιβάλλεται ἀπὸ τίς ἀνάγκες τῶν καιρῶν νὰ ἐγκαταλειφθεῖ ἡ ἀποκλειστική, στενὴ ἐκκλησιολογία ποὺ θεωρεῖ ὅτι ὑπάρχει μία μόνο καὶ μοναδικὴ ἐκκλησία, καὶ νὰ προχωρήσουμε στήν ἀποδοχὴ νέας, διευρυμένης ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία μέσα στὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας περιλαμβάνει καὶ τίς αἱρέσεις.
Ἐπρόκειτο γιὰ ἐκκλησιαστικὸ πραξικόπημα, γιὰ ἐκκλησιολογικὴ καταστροφή, ἡ ὁποία ἄρχισε σταδιακὰ νὰ ὑλοποιεῖται δυστυχῶς μὲ πρωτεργάτη καὶ πρωτουργὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὴν ἄλλοτε Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τὸ κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν πηγὴ τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων[9]. Ἡ καταστροφικὴ αὐτὴ πορεία ἄρχισε δειλὰ μὲ τὴν συνοδικὴ καὶ πατριαρχικὴ ἐγκύκλιο τοῦ 1902, τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ τοῦ Γ´, στὴν ὁποία γιὰ πρώτη φορὰ ἐτίθετο τὸ θέμα ὄχι πλέον τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὅπως αὐτὸ συνέβαινε μέχρι τὸ τέλους τοῦ 19ου αἰῶνος, ἀλλὰ οὐδέτερα τὸ θέμα «περὶ τῶν ἐν τῷ παρόντι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι σχέσεων ἡμῶν μετὰ τῶν δύο μεγάλων τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀναδενδράδων, τῆς Δυτικῆς δηλονοῦν καὶ τῆς τῶν Διαμαρτυρομένων Ἐκκλησίας»[10]. Οἱ αἱρέσεις γίνονται τώρα «ἀναδενδράδες τοῦ Χριστιανισμοῦ» καὶ κατόπιν ὀνομάζονται ἐκκλησίες. Πιὸ τολμηρὴ εἶναι ἡ ἄλλη πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ ἐγκύκλιος τοῦ 1920, τὸ καύχημα τῶν Οἰκουμενιστῶν, ὅπου ἐξισώνονται ἀπροκάλυπτα οἱ ὀρθόδοξες ἐκκλησίες μὲ τὶ αἱρετικὲς κοινότητες ἤδη ἀπὸ τὸν τίτλο τοῦ Διαγγέλματος τὸ ὁποῖο ἀπευθύνεται «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ». Ὀνομάζει τίς αἱρετικὲς κοινότητες τῆς Δύσεως «σεβασμίας χριστιανικὰς ἐκκλησίας» καὶ ἐκτιμᾶ ὅτι «ἐπιβάλλεται ἵνα ἀναζωπυρωθῇ καὶ ἐνισχυθῇ πρὸ παντὸς ἡ ἀγάπη μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν, μὴ λογιζομένων ἀλλήλας ὡς ξένας καὶ ἀλλοτρίας, ἀλλ ὡς συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ καὶ ῾῾συγκληρονόμους καὶ συσσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ᾽᾽ ἐν Χριστῷ»[11].
Ἡ μεγάλη περιπέτεια τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει ἤδη ἀρχίσει. Δέν ἔχουμε τὸν χρόνο γιὰ νὰ σᾶς παρουσιάσω ἀναλυτικὰ τὰ βήματα ποὺ ἔγιναν στήν συνέχεια, τὰ σημαντικώτερα τῶν ὁποίων εἶναι:
α) Ἡ ἵδρυση τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» στὸ Ἄμστερνταμ τὸ 1948, τοῦ Συμβουλίου αὐτοῦ τῶν προτεσταντικῶν αἱρέσεων μὲ τίς ὁποῖες ἐξισώσαμε συμμετέχοντας τήν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία
β) Ἡ ἐκδίωξη τοῦ πατριάρχου Μαξίμου τοῦ Ε´ ἀπὸ τὸ θρόνο καὶ ἡ ἐξ Ἀμερικῆς ἐπιβολὴ τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρου ποὺ ἔγινε συγχρόνως τὸ 1948, γιὰ νὰ ἐπιβάλει τήν νέα αἱρετικὴ ἐκκλησιολογία καὶ
γ) Ἡ ἔναρξη στήν Ρόδο ἀπὸ τὸ 1961 τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων γιὰ τήν προετοιμασία τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», τήν ὁποία χωρίς τήν ὁμοφωνία καὶ συμφωνία ὅλων των τοπικῶν ἐκκλησιῶν, μὲ καταστρατήγηση καὶ παράβαση ὅλων τῶν συνοδικῶν καὶ κανονικῶν θεσμίων, πραγματοποίησε στὸ Κολυμπάρι μὲ περισσότερο θράσος ἀπὸ τὸν Ἀθηναγόρα ὁ ἀντάξιος διάδοχός του πατριάρχης Βαρθολομαῖος.
Γιὰ ὅσους μὲ πατερικὰ ὀρθόδοξα κριτήρια παρακολουθοῦν καὶ κρίνουν τὸ Κολυμπάρι καὶ τήν μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση δέν ἀπομένει καμμία ἀμφιβολία ὅτι τὸ ὅλο σκηνικὸ τῆς προετοιμασίας τῆς «συνόδου», γιὰ νὰ λυθοῦν δῆθεν χρονίζοντα καὶ ἐπείγοντα προβλήματα καὶ νὰ φανεῖ ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἦταν προπέτασμα καπνοῦ, πρόσχημα καὶ πρόφαση γιὰ νὰ περάσει, ὅπως καὶ πέρασε μὲ κάποιες μικρὲς ἀντιδράσεις, ἡ νέα αἱρετικὴ διευρυμένη ἐκκλησιολογία μὲ τὸ ἐπαίσχυντο αἱρετικὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον». Σ᾽ αὐτὸ δέν ὑπάρχει οὔτε μία φορὰ ἡ λέξη αἵρεση, οἱ αἱρέσεις ὀνομάζονται ἐκκλησίες, ἐπαινοῦνται ἡ συμμετοχή μας στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ τὰ αἱρετικὰ κείμενα ποὺ ἐκεῖ ὑπογράφτηκαν καὶ ἀπὸ Ὀρθοδόξους, ὅπως καὶ οἱ Θεολογικοὶ Διάλογοι καὶ τὰ ἀπαράδεκτα κείμενά τους, καὶ ἀποφασίζεται νὰ ληφθοῦν μέτρα ἐναντίον ὅσων δέν ἀποδέχονται τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου, τὰ ὁποῖα ἤδη ἐλήφθησαν γιὰ μερικούς ἀπὸ ἐμᾶς. Κανένα ἄλλο ἐπεῖγον καὶ φλέγον θέμα δέν ἔλυσε ἡ «σύνοδος»· τούς ἐνδιέφερε μόνον νὰ προωθήσουν τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τὸν συγκρητισμὸ καὶ νὰ προκαλέσουν διαιρέσεις καὶ σχίσματα μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔπραξαν ἐνωρίτερα καὶ μὲ τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖο, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ ἐπιλύσουν, τήν τελευταία στιγμὴ τὸ διέγραψαν ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων.
6. Ὁ Διάβολος μὲ ὄργανα κακοὺς ἐπισκόπους ἐπιχειρεῖ νὰ κυριαρχήσει. Ἡ παγίδα τῆς ἀγάπης
Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ὁ Διάβολος, ὁ ἀρχέκακος ὄφις, ὁ ὁποῖος ὑποκίνησε μὲ ἀπατηλὰ λόγια ὅλες τίς αἱρέσεις, καὶ αὐτήν τοῦ Παπισμοῦ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ[12], δέν ἀνεχόταν νὰ βλέπει τήν Ἐκκλησία, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μετὰ ἀπὸ τήν ἀπόσχιση τοῦ Παπισμοῦ τὸ 1054, καὶ τήν ἐξ αὐτοῦ ἀπόσχιση τοῦ Προτεσταντισμοῦ τὸν 16ο αἰώνα, νὰ παραμένει ἐπὶ χίλια χρόνια ἑνωμένη καὶ εἰρηνικὴ καὶ νὰ ἀποτελεῖ τήν μόνη κιβωτὸ τῆς σωτηρίας. Ψιθύρισε λοιπὸν στ᾽ αὐτιὰ κάποιων ἀπρόσεκτων ποιμένων ὅτι εἶναι ἀδικαιολόγητα ὁ χωρισμὸς καὶ οἱ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν, γιατὶ ἔτσι δέν μᾶς πιστεύει ὁ κόσμος, ἐνῶ, ἄν ἀγαπηθοῦμε καὶ ἑνωθοῦμε ὅλοι οἱ Χριστιανοί, Ὀρθόδοξοι καὶ αἱρετικοί, τὸ κήρυγμα μας θὰ ἀποκτήσει μεγαλύτερη πειστικότητα, μπροστὰ μάλιστα στίς μεγάλες προκλήσεις τῶν καιρῶν, τῆς ἀθεΐας καὶ τοῦ ὑλισμοῦ, ποὺ ἐξαπλώνονται στὸν κόσμο· νὰ βάλουμε λοιπὸν στήν ἄκρη τὰ δόγματα, τήν ἀλήθεια, καὶ νὰ προτάξουμε τήν ἀγάπη, νὰ ἀγαπηθοῦμε πρῶτα καὶ μετὰ θὰ λύσουμε καὶ τίς διαφορές μας στὰ δόγματα. Στήν παγίδα αὐτὴ τοῦ ἀγαπισμοῦ, ποὺ χωρίζει τήν ἀγάπη ἀπὸ τήν ἀλήθεια, ἔπεσαν πολλοὶ κληρικοὶ καὶ πρῶτος ἀπ᾽ ὅλους ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὁ ὁποῖος καὶ τήν παρουσίασε περίτεχνα μὲ τὸν αἱρετίζοντα λόγο του, γιὰ νὰ εἶνα ἑλκυστικὴ καὶ νὰ παγιδεύει πολλούς. Ἅπλωσε ἔκτοτε τὰ δίχτυα του ὁ Διάβολος σὲ ὅλη τὴν γῆ, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιός μας, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος[13], καὶ μέσω τῶν ποιμένων καὶ τῶν θεολόγων αἰχμαλωτίζει καὶ θανατώνει τὸ ποίμνιο. Ἔχομε πολλὲς φορὲς ἀναλύσει καὶ ἀνασκευάσει τὸ ψευδοεπιχείρημα τῆς ἀγάπης[14]. Ἡ ἀγάπη χωρὶς τὴν ἀλήθεια εἶναι ψευτοαγάπη, ἀπάτη· ὅταν ἀγαπᾶμε κάποιον, τοῦ λέμε τὴν ἀλήθεια, δὲν τὸν ἐξαπατοῦμε μὲ τὸ ψεῦδος. Ἂν ἀγαπᾶμε ἀληθινὰ τοὺς ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας αἱρετικούς, ποὺ τώρα εὐγενικὰ τοὺς λέμε ἑτεροδόξους, πρέπει νὰ τοὺς ποῦμε ὅτι βρίσκονται σὲ πλάνη, σὲ χῶρο ποὺ δὲν σώζονται καὶ πρέπει νὰ ἔλθουν στὴν Ἐκκλησία, στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιὰ νὰ σωθοῦν. Ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ ἀραδιάζουν οἱ Οἰκουμενιστὲς ἐπίσκοποι καὶ καθηγητάδες, γιὰ ἀποκλειστικὴ καὶ διευρυμένη ἐκκλησιολογία καὶ ἐκκλησιολογικὴ πρόκληση, δὲν εἶναι θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τεχνολογία τοῦ Διαβόλου, λόγια τοῦ ἀέρος καὶ σοφιστεῖες. Αὐτὸ ἦταν τὸ ἔργο καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων: Παρουσίασαν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου μὲ αὐστηρότητα, τὸ φῶς μπροστὰ στὸ σκότος, καὶ δὲν ἄφησαν τοὺς ἀνθρώπους νὰ περιπλανῶνται μέσα στὸ σκότος. Τὸ σκοτάδι τῶν αἱρέσεων παρουσίασε ὡς φῶς ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης καὶ ὑποβοηθεῖ ἔτσι στὸ ἅπλωμα τῶν διχτυῶν καὶ τῶν παγίδων τοῦ Διαβόλου.
7. Κινδυνεύει ἡ Ὀρθοδοξία. Ἀνίκητη ἡ Ἐκκλησία
Ἐμεῖς λαχταροῦμε τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἁγίας του Ἐκκλησίας. Δὲν εἴμαστε σοφώτεροι καὶ ἁγιώτεροι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ποὺ καταπολέμησαν καὶ καταδίκασαν τὶς αἱρέσεις καὶ μᾶς ὁδήγησαν στὴν ἀληθινὴ πίστη, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων[15]. Γνωρίζουμε ὅτι τώρα κινδυνεύει θανάσιμα ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως ἀναπτύξαμε πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ ἔτη[16], παρουσιάζοντας τὴν διάβρωση ποὺ ἔχουν ὑποστῆ οἱ θεσμοὶ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ λειτουργοῦν ὡς ἀναχώματα στὴν πλημμύρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δηλαδὴ οἱ ἱεράρχες, τὸ ἱερατεῖο γενικά, τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ οἱ Θεολογικὲς Σχολές, μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, «πλὴν ὀλίγων», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Τώρα ἔχει καταπέσει καὶ ἄλλο ἰσχυρὸ ἀνάχωμα, ὁ θεσμὸς τῆς συνόδου, μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, καὶ ἡ ροὴ τοῦ ποταμοῦ τῆς αἱρέσεως εἶναι ἰσχυρότερη. Ὑπάρχει ὅμως ἀκόμη ἕνα πολὺ ἰσχυρό, ἰσχυρότατο ἀνάχωμα· εἶναι τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα, ὁ εὐσεβὴς λαός, ὅπως τὸ διετύπωσαν οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες στὴν Ἀπάντηση ποὺ ἔστειλαν πρὸς τὸν πάπα Πίον τὸν Θ´ τὸ 1848: «Ἔπειτα παρ᾽ ἡμῖν, οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»[17]. Αὐτὸν τὸν λαό, τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκπροσωποῦμε σήμερα ἐδῶ στὴν εὐλογημένη αὐτὴ ἡμερίδα καὶ δὲν θὰ ἐπιτρέψουμε οὔτε στὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο οὔτε στὴν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου νὰ εἰσαγάγουν μέσα στὴν Ἐκκλησία τὴν νέα αἱρετικὴ ἐκκλησιολογία ποὺ καταργεῖ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ δὲν ὁδηγεῖ τοὺς αἱρετικοὺς στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ σωθοῦν, ἀλλὰ τοὺς ἀφήνει στὸ σκοτάδι τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης. Θέλουμε ἀμετάβλητη τὴν Πίστη μας αἰωνίως, ὅμοια πρὸς αὐτὴν τῶν Πατέρων μας. Στήνουμε ἤδη ἀναχώματα στὰ νερὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ψευδοσυνόδου. Ὑψώνουμε φράγματα, τείχη, ἀποτειχιζόμαστε ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ δημιουργοῦμε νησίδες Ὀρθοδοξίας. Καὶ ἐπειδὴ γνωρίζουμε τὶς ἀσθενεῖς μας δυνάμεις καὶ δὲν ξέρουμε πόσο θὰ ἀντέξουμε μέσα στὰ κύματα καὶ στὴν φουρτούνα, ὅπως ἔνιωθαν οἱ Ἀπόστολοι μέσα στὸ πλοῖο στὴν θάλασσα τῆς Τιβεριάδος, προσευχητικὰ καὶ δυνατὰ ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ ξυπνήσει, νὰ ἀκούσει τὶς προσευχές μας, γιατὶ χάνεται ἡ πίστη. Νὰ τοῦ ποῦμε, ὅπως τότε οἱ Ἀπόστολοι: «Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα»[18]. Ἂς ξυπνήσει καὶ ἂς φωτίσει κατόπιν ᾽Εκεῖνος, ὅπως πάνσοφα γνωρίζει, τοὺς ὀλίγους ἐπισκόπους ποὺ ἀπέμειναν Ὀρθόδοξοι νὰ βοηθήσουν στὸ στήσιμο τῶν ὀρθοδόξων ἀναχωμάτων, ὥστε νὰ ἐκτρέψουμε τὴν ροή, τὸν ροῦν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νὰ ἐπαναληφθεῖ τὸ ἐν Χώναις θαῦμα τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος δὲν ἄφησε νὰ καταστραφεῖ ὁ ναός του ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ, τὴν κοίτη τοῦ ὁποίου ἔστρεψαν πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ ναοῦ οἱ εἰδωλολάτρες τῆς περιοχῆς[19], ὅπως τώρα οἱ Οἰκουμενιστὲς στρέφουν τὸν ποταμὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐναντίον τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Θὰ πάει καὶ αὐτὸς στὴν ἄβυσσο τοῦ σκότους, ἐκεῖ ποὺ ἀνήκει καὶ θὰ καταποντισθεῖ. Δὲν ὀλιγοψυχοῦμε οὔτε ὀλιγοπιστοῦμε. Ἀπὸ τὸν πολύπαθο, μεγαλορρήμονα καὶ χρυσορρόα Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο γνωρίζουμε ὅτι «τὰ κύματα εἶναι πολλὰ καὶ φοβερὴ ἡ τρικυμία· ἀλλὰ δὲν φοβόμαστε μήπως καταποντισθοῦμε, γιατὶ στεκόμαστε πάνω στὴν πέτρα. Ἂς μαίνεται ἡ θάλασσα, δὲν μπορεῖ νὰ διαλύσει τὴν πέτρα· ἂς ὑψώνονται τὰ κύματα, δὲν μποροῦν νὰ καταποντίσουν τὸ πλοῖο τοῦ Ἰησοῦ... Ὁ Χριστὸς εἶναι μαζὶ μου καὶ ποιὸν θὰ φοβηθῷ; Ἀκόμη καὶ ἂν ὑψώνονται ἐναντίον μου κύματα, ἀκόμη καὶ πελάγη ὁλόκληρα, ἀκόμη καὶ θυμοὶ τῶν ἀρχόντων· ὅλα αὐτὰ γιὰ μένα εἶναι πιὸ εὐτελῆ καὶ ἀπὸ τὴν ἀράχνη»[20]. Στὴν ἴδια ἀπαράμιλλη ὁμιλία του «Πρὸ τῆς ἐξορίας», ὁ φωτισμένος καὶ καρτερόψυχος ἱεράρχης ἀναπτερώνει τὸ φρόνημα ὅλων μας, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς ἔξω καὶ τοὺς μέσα· τοὺς διαβεβαιώνει ὅτι τελικῶς αὐτοὶ θὰ εἶναι χαμένοι καὶ ἡττημένοι, διότι «οὐδὲν Ἐκκλησίας δυνατώτερον, ἄνθρωπε. Λῦσον τὸν πόλεμον, ἵνα μὴ καταλύσῃ σου τὴν δύναμιν· μὴ εἴσαγε πόλεμον εἰς τὸν οὐρανόν. Ἄνθρωπον ἐὰν πολεμῆς, ἢ ἐνίκησας, ἢ ἐνικήθης. Ἐκκλησίαν δὲ ἐὰν πολεμῇς, νικῆσαὶ σε ἀμήχανον. Ὁ Θεὸς γάρ ἐστιν ὁ πάντων ἰσχυρότερος»[21].
[1]. Γρηγοριου Θεολογου, Ποίημα ΙΒ´, Εἰς ἑαυτὸν καὶ περὶ ἐπισκόπων, στίχ. 335-336, ΕΠΕ 10, 190. Σὲ ἄλλο του ποίημα ὁ Ἅγιος βάζει τοὺς καιροσκόπους καὶ καλοπερασάκηδες ἐπισκόπους ποὺ προσαρμόζονται στοὺς καιροὺς καὶ κολακεύουν τὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων νὰ ἀπευθύνονται πρὸς αὐτόν, τὸν ἀσκητικὸ καὶ ἄκαμπτο ἱεράρχη καὶ νὰ τοῦ λένε: Ποίημα ΙΑ´, Περὶ τὸν ἑαυτοῦ βίον, στίχ. 704-715, ΕΠΕ 10, 100-101:
Κείμενο:
«Θωπεύομεν, σὺ δι᾽ οὐχί· τιμῶμεν θρόνους, σὺ δ᾽ εὐλάβειαν· ἀρτύσεις ἡμῖν φίλαι, σοὶ δ᾽ εὐτέλεια, καὶ τρυφῆς ἔσθων ἅλας, τῆς ὀφρυώδους ἁλμυρὸν καταπτύεις. Δουλεύομεν καιροῖς τε καὶ λαῶν πόθοις, ἀεὶ διδόντες τῷ πνέοντι τὸ σκάφος, χαμαιλεόντων καὶ τρόπον πολυπόδων πολλὰς τιθέντες τοῖς λόγοις ἀεὶ χρόας. Ἄκμων σὺ δ᾽ ἦς ἀνήλατος, τῆς ὀφρύος! Ὥσπερ μιᾶς γε πίστεως οὔσης ἀεί, στενοῖς τὸ δόγμα τῆς ἀληθείας σφόδρα, σκαιὰν βαδίζων πάντοτε Λόγου τρίβον».
Μετάφραση:
«Κολακεύομε κι ἐσὺ ὄχι· τοὺς θρόνους προσκυνοῦμε, ἐσὺ τὴν πίστη· ἡ σκέψη μας τὰ φαγητά, ἐσένα ἡ ἁπλότητα καὶ τ᾽ ἀλμυρά σου τρώγοντας τὴν ἁρμύρα τους στὴν αὐτάρεσκη τρυφὴ τους φτύνεις. Τῶν καιρῶν δοῦλοι εἴμαστε καὶ στῶν λαῶν τοὺς πόθους καὶ πάντα ἀφήνομε τὸ σκάφος στὸν καιρὸ ποὺ πνέει, κι ὅπως οἱ χαμαιλέοντες καὶ τὰ χταπόδια πολλὲς ὄψεις δίνοντας πάντοτε στοὺς λόγους μας. Μὰ ἐσύ ᾽σαι ἀμόνι ἀδάμαστο, τὶ περηφάνεια! Σὰ νὰ εἶναι μιὰ μονάχα πάντα ἡ πίστη, περιορίζεις ὑπερβολικὰ τὸ δόγμα τῆς ἀλήθειας, βαδίζοντας τοῦ Λόγου πάντοτε δρόμο τραχύ».
[2]. Ἐπιστολὴ 90, Τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς καὶ ἐπισκόποις, τοὶς ἐν τῇ Δύσει 2, ΕΠΕ 2, 20:
«... Καταπεφρόνηται τὰ τῶν πατέρων δόγματα, ἀποστολικαὶ παραδόσεις ἐξουθένηνται, νεωτέρων ἀνθρώπων ἐφευρέματα τοῖς Ἐκκλησίαις ἐμπολιτεύεται· τεχνολογοῦσι λοιπόν, οὐ θεολογοῦσιν οἱ ἄνθρωποι· ἡ τοῦ κόσμου σοφία τὰ πρωτεῖα φέρεται παρωσαμένη τὸ καύχημα τοῦ σταυροῦ. Ποιμένες ἀπελαύνονται, ἀντεισάγονται δὲ λύκοι βαρεῖς, διασπῶντες τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ. Οἶκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων, οἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων. Οἱ πρεσβύτεροι ὀδύρονται, τὰ παλαιὰ συγκρίνοντες τοῖς παροῦσιν· οἱ νέοι ἐλεεινότεροι, μὴ εἰδότες οἵων ἐστέρηνται».
[3]. Ποίημα ΙΒ´. Εἰς ἑαυτὸν καὶ περὶ ἐπισκόπων, στίχ. 8-10, ΕΠΕ 10, 172: «Ὡς ἂν δὲ μὴ δόξαιεν οἱ κακοὶ κρατεῖν τὰ πάντα, μηδ᾽ ᾖ λεῖος αὐτοῖς ὁ δρόμος,ἀντιστατοῦντος οὐδενός».
[4]. Ποίημα Μ´, Πρὸς τοὺς φθονοῦντας, στίχ. 27-28, ΕΠΕ 10, 318-320.
[5]. Ποίημα ΙΒ´, Εἰς ἑαυτὸν καὶ περὶ ἐπισκόπων, στίχ. 31-35, ΕΠΕ 10, 174.
[6]. Ἐπιστολὴ 225, Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις 3, ΕΠΕ 3, 226: «Μόνον μὴ ἐξαπατηθῆτε ταῖς ψευδολογίαις αὐτῶν ἐπαγγελλομένων ὀρθότητα πίστεως. Χριστέμποροι γὰρ οἱ τοιοῦτοι καὶ οὐ Χριστιανοί, τὸ ἀεὶ αὐτοῖς κατὰ τὸν βίον τοῦτον λυσιτελοῦν τοῦ κατ᾽ ἀλήθειαν ζῆν προτιμῶντες. Ὅτε ἐνόμισαν κτᾶσθαι τὴν κενὴν ταύτην ἀρχήν, προσέθεντο τοῖς ἐχθροῖς τοῦ Χριστοῦ· ὅτε εἶδον τοὺς λαοὺς ἀγριαίνοντας, σχηματίζονται πάλιν τὴν ὀρθότητα. Οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον μηδὲ ἀριθμήσαιμι ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ τὸν παρὰ τῶν βεβήλων χειρῶν ἐπὶ καταλύσει τῆς πίστως εἰς προστασίαν προβεβλημένον».
[7]. Ἐπιστολὴ ΙΔ´, Πρὸς Ὀλυμπιάδα 4, PG 52, 617.
[8]. Ἐπιστολὴ 231, Τοῖς ἐν Ταρσῷ πρεσβυτέροις, ΕΠΕ 3, 252-254. «Ἀξιοῦμεν ὑμᾶς, ὅσον ἐστίν, ἐφ᾽ ἡμῖν, εἰς ὀλίγον ἀριθμὸν περιστῆσαι τοὺς βλασφημοῦντας, καὶ τοὺς μὴ λέγοντας κτίσμα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δέχεσθαι εἰς κοινωνίαν... Πέπεισμα γὰρ ὅτι τῇ χρονιωτέρα συνδιαγωγῇ καὶ τῇ ἀφιλονίκῳ συγγυμνασίᾳ, καὶ εἴτι δέοι πλέον προστεθῆναι εἰς τράνωσιν, δώσει Κύριος, ὁ πάντα συνεργῶν εἰς ἀγαθὸν τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».
[9]. Γιὰ τὴν μεγάλη αὐτὴ ἀλλαγὴ καὶ ἀνατροπὴ βλ. τὴν μελέτη μας «Ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία στὸν Οἰκουμενισμό. Ἡ μεγάλη ἀνατροπὴ τοῦ 20οῦ αἰώνα», εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου, Θεοδωρου Ζηση, Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἢ νὰ ἀνησυχοῦμε; Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 15-48.
[10]. Βλ. τὸ κείμενο εἰς Ι. Καρμιρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 2, Graz-Austria 1968, σελ. 946γ [1034] ἑ. Τὸ παράθεμα στὴ σελ. 946 ἑ. [1036].
[11]. Αὐτόθι, σελ. 957 [1055] ἑ. Τὸ παράθεμα εἰς σελ. 958 [1056].
[12]. Ἁγίου Γρηγοριου Παλαμα, Λόγος Α´, Περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Πρόλογος, εἰς Γρηγοριου Του Παλαμα, Συγγράμματα, ἔκδ. Π. Χρηστου, τόμ. Α´, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 23-24: «Οὗτος τοίνυν ὁ νοητὸς καὶ διὰ τοῦτο μᾶλλον ἐπάρατος ὄφις...διὰ τῶν αὐτῷ πειθηνίων Λατίνων περὶ Θεοῦ καινὰς εἰσφέρει φωνάς». Βλ. σχετικῶς καὶ πρόσφατο ἄρθρο μας «Ὁ Παπισμὸς κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ», εἰς Θεοδρομία 20 (1918) 5-14. Παρόμοια σκέψη γιὰ τὰ τεχνάσματα τοῦ Διαβόλου καὶ τὸ μῖσος ποὺ ἔχει ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας διατυπώνει ἔξοχα καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι ὁ Διάβολος, ὅταν εἶδε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μὲ τοὺς διωγμοὺς καὶ τοὺς μάρτυρες δυνάμωσε πιὸ πολύ, βρῆκε ἄλλο τρόπο πολέμου. Ὅταν εἶδε τὸν ἰσχυρὸ στρατὸ τῶν Χριστιανῶν καί, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ τὰ βάλει μὲ ὅλους καὶ νὰ τοὺς γονατίσει, χρησιμοποίησε τοὺς ἡγέτες, τοὺς ἐπισκόπους, στοὺς ὁποίους ἐνέπνευσε καταστροφικὸ μῖσος ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας· καὶ ἔτσι ὅταν προδίδουν οἱ ἀρχηγοί, παραδίδεται ὅλο τὸ στράτευμα. Βλ. Ποίημα ΙΓ´, Εἰς ἐπισκόπους, στίχ. 43-58, ΕΠΕ 10, 222.
[13]. Βλ. εἰς Γεροντικόν, ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Πατέρων, Ἐκδ. Οἶκος «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1981, ἔκδ. 3η, σελ. 2: «Εἶπεν ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος· εἶδον πάσας τὰς παγίδας τοῦ ἐχθροῦ ἡπλωμένας ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ στενάξας εἶπον· τὶς ἄρα παρέρχεται ταύτας; Καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι· ἡ ταπεινοφροσύνη».
[14]. Βλ. ἐνδεικτικὰ Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Διαθρησκειακὲς Συναντήσεις. Ἄρνηση τοῦς Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων,Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 15-25. Τοῦ αὐτοῦ, Τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας. Οἰκουμενισμὸς καὶ Παπισμός, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 234-254.
[15]. «Ὑπερδεδοξασμένος εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι᾽ αὐτῶν πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, πολυεύσπλαγχνε, δόξα σοι».
[16]. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, «Κινδυνεύει τώρα σοβαρὰ ἡ Ὀρθοδοξία», Θεοδρομία 9 (2007) 89-128.
[17]. Βλ. εἰς Ι. Καρμιρη, Ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 920 [1000].
[18]. Ματθ. 8, 23-27.
[19]. Τὸ θαῦμα ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία στὶς 6 Σεπτεμβρίου.
[20]. Ιωαννου Χρυσοστομου, Ὁμιλία πρὸ τῆς ἐξορίας 1-2, PG 52, 427–429. «Πολλὰ τὰ κύματα καὶ χαλεπὸν τὸ κλυδώνιον· ἀλλ᾽ οὐ δεδοίκαμεν μὴ καταποντισθῶμεν ἐπὶ γὰρ τῆς πέτρας ἑστήκαμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν διαλῦσαι οὐ δύναται· ἐγειρέσθω τὰ κύματα, τοῦ Ἰησοῦ τὸ πλοῖον καταποντίσαι οὐκ ἰσχύει...Χριστὸς μετ᾽ ἐμοῦ, καὶ τίνα φοφηθήσομαι; Κἂν κύματα κατ᾽ ἐμοῦ διεγείρηται, κἂν πελάγῃ, κἂν ἀρχόντων θυμοί· ἐμοὶ ταῦτα πάντα ἀράχνης εὐτελέστερα».
[21]. Αὐτόθι, 1, PG 52, 429.