Περιληπτικά συμπεράσματα περί της ημερίδας της Θεσσαλονίκης
Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς πολυδιαφημισμένης ἡμερίδας τῆς Θεσσαλονίκης θέλω νὰ ἐκφράσω περιληπτικὰ τὰ συμπεράσματα ποὺ προκύπτουν ἀπὸ αὐτή, ὅπως καὶ κάποια εὔλογα ἐρωτήματα. Γιατὶ ὅπως λέει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν π. Θεόδωρο, ποὺ δίνει δικαίωμα λόγου μόνο σὲ αὐτοὺς ποὺ αὐτὸς ὁρίζει):
«Έλεγξε τον αδελφό, δέξου αυτήν την έχθρα για την προς τον Χριστόν αγάπη, αλλά και για την προς αυτόν αγάπη... Κάμε όμως εσύ ό,τι εξαρτάται από εσένα, και έτσι απολογήσου στον Θεό. Μην κρύψεις το τάλαντο. Γι’ αυτό διαθέτεις λόγο και γλώσσα και στόμα... Διότι εάν είναι πολλοί εκείνοι που εκπέμπουν το φως, και γι’ αυτούς θα είναι εύκολος η οδός της αρετής, και οι ευρισκόμενοι στο σκότος ευκολότερα θα αποκαλύπτονται, αφού όσο εντονότερο γίνεται το φως, τόσο το σκότος θα εξαφανίζεται» [Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, ΕΠΕ τόμ. 21, ομιλία ΙΗ΄ στην προς Εφεσίους σελ. 138 (ε΄ 5-14)].
Γίναμε μάρτυρες μίας ἀκόμη ἡμερίδας, στὴν ὁποία ἐνῶ εἰπώθηκαν πολλὰ καὶ ἐπωφελῆ πράγματα, αὐτὰ τελικὰ καλύφθηκαν ἀπὸ τὶς διάφορες ἀντιφάσεις καὶ διαστρεβλώσεις, ποὺ στὸ τέλος δυστυχῶς ἐπικράτησαν.
Γίναμε μάρτυρες μίας ἡμερίδας, στὴν ὁποία παρουσιάστηκαν, ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, ὡς ἀγωνιστὲς καὶ ὁμολογητὲς μὴ ἀποτειχισμένοι ἱερεῖς, ποὺ μάλιστα ὑπάκουσαν στὸν δεσπότη τους, ὁ ὁποῖος τοὺς ἀπαγόρεψε νὰ μιλήσουν, καὶ αὐτοὶ ὑπακούοντας —καὶ ἐκ τοῦ πρακτέου κηρύττοντας ὡς ἄκυρο τὸ βιβλίο τοῦ π. Θεοδώρου περὶ καλῆς ἀνυπακοῆς καὶ κακῆς ὑπακοῆς— δὲν μίλησαν οἱ ἴδιοι (ὁ ἕνας μάλιστα οὔτε κἂν ἐμφανίστηκε), ἀλλὰ μέσῳ ἀντιπροσώπων. Καὶ αὐτό, ὅταν παράλληλα οἱ διάφοροι ἄλλοι ὁμιλητὲς τόνισαν πολὺ σωστά, ὅτι σὲ θέματα Πίστεως δὲν ἐπιτρέπεται ὑπακοὴ σὲ ποιμένες ποὺ ἀντιτίθενται στὴν Πίστη.
Καὶ ἐρωτῶ:
Δὲν ἀποτελεῖ πόλεμο ἐνάντια στὴν Πίστη ἡ ἀπαγόρευση ἐκ μέρους τῶν «εὐσεβῶν» δεσποτάδων Πειραιῶς καὶ Πατρῶν στοὺς ἱερεῖς τους νὰ λάβουν μέρος σὲ μία ἡμερίδα ποὺ συγκλήθηκε ἀκριβῶς γιὰ νὰ ὑπερασπίσει τὴν Πίστη; Καὶ δὲν ἀποτελεῖ δειλία –ἀλλὰ καὶ ἀνακολουθεία μὲ τὶς ἴδιες τὶς εἰσηγήσεις τους– ἡ ὑπακοὴ τῶν δύο ἱερέων σὲ τέτοιες διαταγές; Δὲν διάβασαν ἄραγε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει» (Ματθ. 6, 24). Αὐτὴ τὴν Οἰκονομία, ἀλήθεια, δίδαξαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας; Τέτοιου εἴδους ἱερεῖς θὰ ὑπερασπίσουν μιμούμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι τὴν Πίστη;
Γίναμε μάρτυρες μίας ἡμερίδας, ἡ ὁποία κατεδίκασε χωρὶς νὰ ὀνομάσει ὅσους ἀντιτίθενται στὴν «Οἰκονομία», ποὺ αὐτὴ προσδοκοῦσε νὰ καθιερώσει. Καὶ ἐρωτῶ; Ποιός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας κατεδίκασε αὐτοὺς ποὺ ἀκολουθούσαν τὴν ἀκρίβεια (χωρὶς νὰ ξεχνοῦν νὰ οἰκονομοῦν σὲ μεμονωμένες περιπτώσεις) ἀκόμα καὶ ἂν ἀντιτίθονταν στὴν ἀπόφασή του Πατέρα αὐτοῦ νὰ οἰκονομήσει γιὰ κάποιο καιρό; Ὁ ἅγ. Νικηφόρος ἔβαζε τὸν αὐστηρὸ ἅγ. Θεόδωρο τὸν Στουδίτη νὰ κάθεται τιμητικὰ δεξιά του. Ἐμεῖς δὲ ἐν ἀντιθέσει μὲ ἐσᾶς (βλ. κήρυγμα τοῦ π. Νικολάου Μανώλη) δὲν ἀναζητοῦμε τιμές. Πῶς καταδικάζουν, λοιπόν, οἱ πατέρες τῆς ἡμερίδος ἀνώνυμα καὶ χωρὶς νὰ ἔχουν ἀνάλογο παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία; Πῶς καταδικάζουν, ὅταν οὔτε ἔστω καὶ μία φορὰ δὲν ἐπιζήτησαν τὸν διάλογο μαζί μὲ αὐτοὺς ποὺ καταδικάζουν, ἔστω γιὰ νὰ τοὺς συνετίσουν; Πῶς ἐκφράζουν γνώμες γι’ αὐτούς, ὅτι τάχα μιλοῦν ἀπροϋπόθετα γιὰ μόλυνση, περὶ τάχα ἀκύρων Μυστηρίων, περὶ τάχα ἀναζήτησης Επισκόπων ἀπὸ σχισματικοὺς χώρους, ὅταν οἱ προϋποθέσεις μολυσμοῦ ἐκτέθηκαν ἁγιοπατερικὰ σὲ τόσα κείμενα ποὺ μέχρι σήμερα δὲν ἀναιρέθηκαν· ὅταν στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἐγκυρότητας τῶν Μυστηρίων, ἐνῶ οἱ κατηγορούμενοι λοιδωρήθηκαν, ἐπειδὴ τὴν ὑπεράσπισαν, οἱ κατηγοροῦντες ἔλαμψαν διὰ τῆς παντελοῦς ἀπουσίας τους ἀπὸ τὴν μάχη αὐτή, καὶ μάλιστα, οἱ πάλαι ποτὲ ὑποστηρικτὲς τῆς κακόδοξης αὐτῆς θέσης ἦταν ἀκροατὲς στὴν ἡμερίδα σας· ὅταν στὴν μάχη μὲ τοὺς σχισματικοὺς χώρους οἱ κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν καὶ ὑβρίστηκαν, ἐνῶ πάλι οἱ κατηγοροῦντες ποιοῦσαν τὴν ἀποδημοῦσα νήσσαν.
Ὁ κ. Σαραντίδης δικαιολόγησε τὴν ἐφαρμογὴ αὐτῆς τῆς «Οἰκονομίας» λόγῳ τῶν ποιμαντικῶν ἀναγκῶν. Καὶ ποῦ ξέρουν ὁ κ. Σαραντίδης καὶ οἱ πατέρες τῆς ἡμερίδας τὶς ποιμαντικὲς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ; Γύρισαν τὰ χωριὰ καὶ τὶς πόλεις καὶ μίλησαν μὲ τοὺς πιστούς (ἐδῶ οὔτε ἐρωτήσεις στὴν ἡμερίδα δὲν ἐπέτρεψαν). Ρώτησαν τοὺς ἄλλους ἀποτειχισμένους ἱερεῖς (ποὺ οὔτε κἂν τοὺς κάλεσαν νὰ λάβουν μέρος), ποιές ποιμαντικὲς ἀνάγκες ὑπάρχουν, ὥστε νὰ λάβει μέρος ἕνας θεάρεστος συντονισμός; Ἔμαθαν ποὺ ὑπάρχουν ἄρρωστοι, δεινοπαθοῦντες, ἀπομονωμένοι ἀποτειχισμένοι, ὥστε νὰ καταλήξουν στὸ συμπέρασμα, ὅτι μόνοι τους δὲν τὰ βγάζουν πέρα; Διότι ἂν εἶχαν προηγηθεῖ αὐτά, δικαίως θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ δικαιολογήσει μία τέτοια ἄποψη. Ὅταν ὅμως ἀγνόησαν ὁλοφάνερα τόσες παρακλήσεις πιστῶν γιὰ μία σύναξη, ποὺ θὰ συζητοῦνταν τὰ τόσα θέματα, πῶς μιλοῦν γιὰ ποιμαντικὲς ἀνάγκες;
Τὸ τόνισε πολὺ σωστὰ ἕνας λαϊκὸς ὁμιλητής: Δὲν ὑπάρχει χειρότερο πράγμα ἀπὸ μία ὑψηλὴ ἐπιστημονικὴ γνώση ποὺ δὲν συνδυάζεται μὲ τὸ ἀνάλογο ἠθικὸ ἐπίπεδο. Οἱ μέθοδοι αὐτοὶ σπιλώσεως ἄνευ ξεκάθαρης ὀνομασίας τῶν σπιλωθέντων, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχουν παρερμηνεῖες καὶ ἀπόδοσης ἀδίκων κατηγοριῶν ἄνευ ἀντικρύσματος μόνο ἕνα τέτοιο ἐπίπεδο μπορεῖ νὰ ἀφήσει νὰ ἐννοηθεῖ.
Γίναμε μάρτυρες μίας ἡμερίδας στὴν ὁποία ἀπὸ τὴν δύο χιλιάδων χρόνων ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας προσφέρθηκαν ὡς ἀπόδειξη μόνο 2-3 παραδείγματα Οἰκονομίας, τὰ ὁποῖα μάλιστα καταρρίφθηκαν ἀπὸ τὸν ἑπόμενο ὁμιλητή. Συγκεκριμένα ὁ π. Φώτιος Βεζύνιας στὸν ὀρθοδοξότατο καὶ ἐποικοδομητικὸ λόγο του —γιὰ τὸν ὁποῖο προσωπικὰ τὸν εὐχαριστῶ θερμά— εἶπε μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς:
«Βλέπουμε τους αγίους να φλέγονται μέσα στην αγωνία για την Αλήθεια της Πίστεως, και εμείς «κρυοκάρδιοι και απερίτμητοι τη συνειδήσει» αποτρέπουμε το ποίμνιο από το «να απαιτεί να ορθοτομείται ο Λόγος της Αληθείας». Η πλειονότητα των πνευματικών και των γερόντων και των εντός και των εκτός του Αγίου Όρους δυστυχώς είναι οπαδοί αυτής της αποτροπής. Βέβαια να πούμε ξεκάθαρα, ότι το ερώτημα δεν τίθεται από τους ερωτώντες για να απαντηθεί. Δεν θέλουν την απάντηση. Τίθεται για να δημιουργηθεί εκείνο το «συνειρμικό περιβάλλον» μέσα τους και γύρω τους ώστε και οι ίδιοι να δικαιολογήσουν την αδικαιολόγητη πατερικά στάση τους, και οι ακούοντες κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί να γίνουν διστακτικοί και αναποφάσιστοι απέναντι σε μια τέτοια «απονενοημένη» γι αυτούς, και για τους πολλούς δυστυχώς, απόφαση και στάση... Θα μπορούσαμε π.χ. να ρωτήσουμε: «Τι έκαναν οι άγιοι σε καιρό επικράτησης αιρέσεων στην Εκκλησία;». Και βέβαια με την ουσιώδη υποσημείωση ότι ουδείς άγιος εν ζωή γνωρίζει, πολύ δε περισσότερο διαφημίζει την αγιότητά του. Επιστρέφουμε λοιπόν το ερώτημα στους δολίως ή αδόλως ερωτώντες ως εξής διατυπωμένο. Μήπως μπορούν να μας πουν έναν, «ΕΝΑΝ» άγιο, που σε καιρό αιρέσεως έμεινε με την αίρεση και παρότρυνε και το σώμα της Εκκλησίας να μείνει με την αίρεση; Μήπως μπορούν να αναφέρουν μία, «ΜΙΑ» σύνοδο τοπική ή οικουμενική, που σε καιρό αιρέσεως προτρέπει με τα κείμενά της να προσχωρήσουμε στην αίρεση και να καταστήσουμε τα αιρετικά δόγματα, δόγματα της Εκκλησίας; Μη γένοιτο.
«Δεν είναι η αποτείχιση που φέρνει την ταραχή, αλλά η σύνοδος της Κρήτης η οποία θεσμοθέτησε την αίρεση του οικουμενισμού ως επικρατούσα, δυστυχώς, κατάσταση στην Εκκλησία.» Την εποχή λοιπόν του Αγίου Μαξίμου συγκλονίζει την Εκκλησία η αίρεση του Μονοθελητισμού. Όλοι, οι τότε Πατριάρχες είχαν υποκύψει στην αίρεση αυτή. Ο μόνος, που έμεινε ακλόνητος στην Ορθοδοξία ήταν ο μοναχός άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, με τους δύο μοναχούς μαθητές του. Οι τρεις αυτοί μοναχοί και «μόνοι» διέκοψαν την «κοινωνία» με όλους τους Πατριάρχες... Οι απαρασάλευτες και αυστηρές θέσεις του Αγίου Μαξίμου του ομολογητού και των συν αυτώ, απέναντι στην αίρεση, που διαβάζουμε στους διαλόγους με τους διώκτες τους, δεν είναι αποτέλεσμα της επίγνωσης της αγιότητάς τους. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Η αγιότητά τους κτίζεται πάνω στις θέσεις αυτές... Ο ευλαβέστατος επίσκοπος Ευλάλιος είπε προς τον Υπάτιον: Γιατί έσβεσες το όνομά του πριν να ιδής τι θα γίνη; Ο όσιος απάντησε: Εγώ αφού έμαθα ότι μιλά άσχημα για τον Κύριόν μου, παύω την κοινωνίαν μαζί του και ούτε αναφέρω το όνομά του· δεν είναι πια επίσκοπος». Τότε ο Ευλάλιος του είπε με οργή: «Πήγαινε και διόρθωσε αυτό που έκανες, διότι μπορώ και να σε τιμωρήσω». Και ο Υπάτιος αποκρίθηκε: «Ό,τι θέλεις κάμε, διότι εγώ απεφάσισα τα πάντα να πάθω και με αυτήν την απόφασιν το έκανα αυτό»...
Το 428 Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Νεστόριος, ο οποίος δεν έπαυσε την «κοινωνία» με τον Ευτυχή... Οι πιστοί αμέσως έφυγαν απ’ το ναό και δεν εκκλησιάζονταν σε καμιά εκκλησία,επειδή μνημονεύονταν ο Νεστόριος.
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. Την ψευδοσύνοδο της Φλωρεντίας (1439) δεν υπόγραψε ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο οποίος δεν δέχτηκε να μνημονεύει το νέο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη, που ήταν Λατινόφρονας. Δεν δέχτηκε «κοινωνία» ούτε με κανένα άλλο επίσκοπο, που είχε «κοινωνία» με το Μητροφάνη».
Εἶναι τὰ παραπάνω παραδείγματα, παραδείγματα Οἰκονομίας;
Εἶναι ἡ στάση τῶν δύο τοὺς δεσπότες τους ὑπακουόντων μὴ ἀποτειχισμένων ἱερέων τῆς ἡμερίδας ἴδια μὲ τὴν στάση τοῦ ἁγ. Ὑπατίου;
Ἀποδείχτηκε ὁ «εὐσεβέστατος» ἐπίσκοπος Εὐλάλιος ἀνάλογος τῆς ὁμολογίας τοῦ Ἁγίου;
Ἂν ὁ ἅγ. Μᾶρκος δὲν δέχτηκε κοινωνία μὲ κανέναν ἐπίσκοπο ποὺ μνημόνευε τὸν Μητροφάνη δὲν πρέπει νὰ πράξουμε κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο; Δὲν κοινωνοῦν ὅλοι οἱ σημερινοὶ ἐπίσκοποι μὲ τοὺς σημερινοὺς Μητροφάνηδες τὸν Ἰερώνυμο, τὸν Βαρθολομαῖο, τὸν Γερμανίας, τὸν Προύσσης, τὸν Ἄνθιμο, τὸν Μεσσηνίας, τὸν Βόλου κλπ.; Δείχνει ἡ στάση τοῦ ἁγ. Μαξίμου ἢ τοῦ ἁγ. Μάρκου ἀμφισβήτηση τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς στὴν Ἐκκλησία ὅπως ἐσεῖς ψευδῶς καὶ πονηρῶς μᾶς καταλογίζετε; Δείχνει ἡ στάση τοῦ Ἁγίου, τὸν ὁποῖο ὀφείλουμε νὰ μιμούμαστε, ὅπως καὶ ἐσεῖς πολλάκις ὁμολογήσατε, σχισματικὲς τάσεις; Καταργήθηκε ἡ μίμηση τῶν Ἁγίων; Ἐμεῖς π. Σεραφείμ, ἁπλῶς δὲν μνημονεύουμε τὸν οἰκεῖο ἐπίσκοπο μέχρι νὰ ἐπανέλθει (ἂν ἐπανέλθει) ἡ Ὀρθοδοξία, καὶ τίποτα ἄλλο παραπάνω δὲν πράττουμε. Παράλληλα ὅμως διαπιστώνουμε μὲ φρίκη ὅτι καὶ οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι πράττουν τὸ ἴδιο μὲ τὸν δικό μας. Πεῖτε ἐπιτέλους ὀνομαστικὰ ποιοί εἶναι οἱ «εὐσεβεῖς» ἐπίσκοποι, ποὺ πράττουν ἁγιοπατερικά, ποὺ «να φλέγονται μέσα στην αγωνία για την Αλήθεια της Πίστεως», ποὺ διδάσκουν τὸ ποίμνιο «τι έκαναν οι άγιοι σε καιρό επικράτησης αιρέσεων στην Εκκλησία;», ποὺ διώκονται γιὰ τὴν πίστη τους, ποὺ δὲν μνημονεύουν, ποὺ δὲν διάβασαν τὸ προδοτικό «μήνυμα πρὸς τὸν λαό» καὶ προτρέπουν τοὺς πιστοὺς νὰ μὴν ἔχουν κοινωνία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές. Κι ἂν ἔχετε δίκιο θὰ παραδεχθοῦμε τὸ λάθος μας. Μὴν βάζετε ἐσεῖς καὶ οἱ συνοδοιπόροι σας, ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, λόγια στὸ στόμα μας καὶ σκέψεις στὸ μυαλό μας ποὺ ποτέ δὲν ὑπῆρξαν καὶ οὔτε θὰ ὑπάρξουν, ὅταν μάλιστα ποτὲ δὲν ἔχετε μιλήσει μαζί μας καὶ ἀγνοεῖτε αὐτὰ ποὺ τόσες φορὲς παραθέσαμε. Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἄδικη καταδίκη ἀπὸ αὐτήν.
Ἀκόμα ἀκούσαμε τὸν π. Σεραφεὶμ στὴ προσπάθειά του νὰ ἐξηγήσει τὶς διαφορὲς στὴν στάση τοῦ ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου περὶ Οἰκονομίας νὰ λέει ὅτι θὰ κάνει μία «προσωπικὴ πιθανὴ ἑρμηνεία». Ἄρα ὁ π. Σεραφεὶμ ὁμολογεῖ ὅτι ἡ ἑρμηνεία ποὺ κάνει γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὰ ἀδικαιολόγητα:
α) Δὲν ἔχει πατερικὲς ἀποδείξεις γι’ αὐτὸ εἶναι προσωπική.
β) Ἔχει μεγάλη τὴν πιθανότητα τοῦ λάθους, γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ πιθανή.
Παρόλα αὐτὰ ὅμως ἀντὶ νὰ τονίσει τὰ παραπάνω, παρουσιάζει τὴν προσωπική του πιθανὴ ἑρμηνεία ὡς ἀδιαμφισβήτητη ἀπόδειξη τῆς περὶ Οἰκονομίας στάσεως τοῦ Ἁγίου καὶ ὡς ἀπόδειξη τῆς πλάνης τῶν μὴ συμφωνούντων μὲ αὐτὴν τὴν ἑρμηνεία. Ὁ καθένας ἂς βγάλει τὰ συμπεράσματά του.
Γίναμε μάρτυρες μίας ἡμερίδας στὴν ὁποία ὁ π. Θεόδωρος ἀλλὰ καὶ ἄλλοι συνομιλητές του εἶπε ὅτι δὲν μποροῦν ὅλοι νὰ θεολογοῦν. Ἄρα συμφωνεῖ μὲ τοὺς οἰκουμενιστὲς καὶ μὲ τὸν οἰκουμενιστὴ Χριστουπόλεως Μακάριο ποὺ εἶπε: «...Πρόσωπα, ὁμάδες, κληρικοί, μοναχοί, λαϊκοί, ὀργανώσεις καί συνάξεις δέν ἔχουν κανένα δικαίωμα καί καμμία αὐθεντία νά κρίνουν τί εἶναι αἵρεση καί νά χαρακτηρίσουν ποιός εἶναι αἱρετικός…» καὶ διαφωνεῖ μὲ τὸν π. Φώτιο ποὺ σωστὰ ἀπέρριψε τὰ παραπάνω.Ἄρα δὲν πρέπει νὰ μιλοῦν οἱ λαϊκοὶ, ἐκτὸς φυσικὰ τῶν ὑμετέρων λαϊκῶν, οὔτε νὰ θεολογοῦν, ἐκτὸς φυσικὰ τῶν ὑμετέρων λαϊκῶν, παρόλο ποὺ οἱ Ἅγιοι μᾶς διδάσκουν, ὅτι πρέπει νὰ τὸ πράττουμε, ἀκολουθώντας ὅμως τὸν ἀσφαλῆ δρόμο τῆς ἁγιοπατερικῆς διδασκαλίας. Κανεὶς ἀπὸ ἐμᾶς δὲν θεολογεῖ τὸν ἀνασφαλῆ καὶ ἐπικίνδυνο δρόμο τῆς προσωπικῆς καὶ αὐθαίρετης ἑρμηνείας τῶν δογμάτων. Ξεχνάει ὁ π. Θεόδωρος, ὅτι ἡ πορνεύουσα Σαμαρείτιδα θεολόγησε καὶ πίστεψε ἀμέσως αὐτὰ ποὺ ὁ διδάσκαλος Νικόδημος εἶχε δυσκολία νὰ καταλάβει καὶ νὰ πιστέψει.
Ἴσως ἀκολουθήσει συνέχεια τοῦ σχολιασμοῦ
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου