Παρά τις ύβρεις επιμένουμε αγιοπατερικά!
https://paterikiparadosi.blogspot.com/2018/08/blog-post_65.html
Οἱ θιασῶτες τῆς διαμαρτυρίας, τοῦ δυνητισμοῦ καὶ τῆς κακῆς “Οἰκονομίας”
«ξέχασαν» τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιο
Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Εἶναι πιὰ ἡλίου φαεινότερον, ὅτι οἱ θιασῶτες τῆς διαμαρτυρίας, τοῦ δυνητισμοῦ καὶ τῆς κακῶς ἐφαρμοσμένης καὶ παρανοημένης «Οἰκονομίας» δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἀπορροφοῦν τὶς ἀντιδράσεις τοῦ ποιμνίου καὶ νὰ ἐπιτρέπουν στὴν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ παγιωθεῖ. Τὸ μάταιο κάθε καταγγελίας τους ἄνευ ἀντικρύσματος, τὸ ἀτελέσφορο τῶν ἐπιφανειακῶν διαμαρτυριῶν τους ἄνευ τῆς πρακτικῆς συνέπειας καὶ ἡ συντήρηση μίας ψευδαισθητικῆς ὁμολογίας ἄνευ μαρτυρίου παγιώνουν ὄχι μόνο τὴν Παναίρεση ἀλλὰ καὶ τὴν παθητικότητα τῶν πιστῶν ποὺ βλέπει τὴν ἔλλειψη συνέπειας ἔργων καὶ λόγων καὶ παραιτεῖται.
Μία ἀπόδειξη γιὰ τὰ παραπάνω ἀποτελεῖ τὸ γεγονός, ὅτι οἱ θιασῶτες αὐτοὶ «ξεχνοῦν» πιὰ νὰ ἀναφέρουν στὴν ἐπιχειρηματολογία τους ἐνάντια στὴν αἵρεση ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς, γιὰ τοὺς ὁποίους στὴν ἀρχὴ τῆς φαντασμαγορικῆς καὶ ψευδαισθητικῆς ἀντιαιρετικῆς ἀγόρευση τους ἦταν λαῦροι. Μετατρέποντας τὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία σὲ ἐκκλησιαστικὸ λάφυρο, ξεχνοῦν νὰ ἀναφέρουν αὐτοὺς πού, ἂν ζοῦσαν σήμερα, θὰ τοὺς εἶχαν καταδικάσει. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, γιὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ὁποίου ἕνας ἐκ της Συνάξεως τῆς Γατζέας ἔχει ἐκδόσει μιὰ μικρὴ μελέτη.
Ὁ ξακουστὸς αὐτὸς ἐκκλησιαστικὸς ἀνήρ, ὁ «διδάσκαλος τῶν διδασκάλων» κατὰ τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη, ἔδωσε μεγάλες μάχες ἐνάντια στοὺς Λατίνους καὶ στὶς φιλενωτικὲς προσπάθειες τῶν σύγχρονών του ὀρθοδόξων. Κυρίως ὅμως καταπολέμησε μὲ τοὺς λόγους του τὴν ἀντιπατερικὴ πρακτικὴ τοῦ συμβιβασμοῦ μὲ τὴν αἵρεση καὶ τὴν ἐπιφανειακὴ ὀρθόδοξη βιωτή. Γιὰ τὸν Βρυέννιο ἡ πίστη βρίσκεται πάντα σὲ κίνδυνο, ὅταν οἱ ὑπερασπιστές της δὲν εἶναι εἰλικρινεῖς ὡς πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία τους καὶ γι’ αὐτὸ αὐτοὶ εἶναι καταδικαστέοι «ὁ νεύματι μόνῳ τὸν Θεὸν ἀπαρνούμενος ἀπωλείᾳ ὑπόκειται» (Ἀ. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, «Ἰωσὴφ Βρυεννίου Πρακτικά» σελ. 50-51).
Γιὰ τὸν Βρυέννιο «κάθε “προσθήκη” ἢ “ἀφαίρεσις” ἢ “μεταποίησις” ἢ“διαφθορά” σ’ ἕνα δόγμα ἐπιφέρει ἀλλοίωση ὁλόκληρης τῆς πίστεως καὶτῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅσοι τὴν προκαλοῦν ἐκπίπτουν ἀπὸ τὴνἘκκλησία, χωρὶς ὅμως ἡ Ἐκκλησία νὰ χάνει τὴν πληρότητά της, τὴνκαθολικότητά της ἢ τὴν ἁγιότητά της» (ἀρχιμ. Νικολάου Ἰωαννίδη, «Θεολογία καὶ Γραμματεία ἀπὸ τὸν Θ΄ αἰῶνα καὶ ἑξῆς», σελ. 224).
Ὁ Βρυέννιος –σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς σημερινοὺς «εἰρηνοποιούς»– δὲνδίστασε ποτέ, εἴτε στὴν Κων/πολη εἴτε στὴν Κρήτη εἴτε στὴν Κύπρο, νὰμιλήσει τὴν γλῶσσα τῆς Ἀληθείας, ὅσο σκληρὴ κι ἂν αὐτὴ εἶναι, διότιτὸ ἀντίθετο θὰ σήμαινε τὴν προσωπικὴ συνολικὴ ἀπώλεια «Ἡ τῆςἀλήθειας ἀπόπτωσις, ἀορασία ἐστὶ διανοίας καὶ τύφλωσις» (Ἰ.Βρυεννίου, Τὰ Εὑρεθέντα Β΄ σελ. 11). Κανείς, στὴν Ἐκκλησία εἴτεΠατριάρχης εἶναι, εἴτε Ἐπίσκοπος, εἴτε ἡγούμενος, εἴτε μέγαςκαθηγητὴς Θεολογίας, εἴτε... δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ πράττει καὶ νὰὁμιλεῖ ἀναληθῶς, αὐθαιρέτως καὶ κατὰ τὸ δοκοῦν, ἀλλὰ ἀντιθέτωςπρέπει: «τὰς Θείας Γραφὰς ἐκλαμβάνειν, ὡς ἐδέξαντο ταύτας οἱ θεοφόροιΠατέρες καὶ μὴ παρ’ ἑαυτῶν σοφίζεσθαι περιττὰ τοὺς βουλομένους τὰτοιαῦτα διερμηνεύειν» (Διάλεξις Β΄ περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ΤὰΕὑρεθέντα Α΄ σελ. 138).
Γιὰ τὸν Βρυέννιο ὁ μόνος τρόπος καταπολέμησης τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς ἐπικράτησης της εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ὁμολογίας καὶ τοῦ μαρτυρίου. Ἔχοντας ὡς μοναχὸς καὶ ἐκκλησιαστικὸς καθοδηγητὴς τοῦ ποιμνίου ἐπίγνωση τῆς εὐθύνης του καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν σημερινὴ τρανταχτὴ ἀνευθυνότητα τῶν ταγῶν καὶ «καθοδηγητῶν», βρισκόταν σὲ διαρκὴ πνευματικὴ ἐκγρήγορση καὶ τὸ μέλημά του ἦταν ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ κι ὄχι τῶν Δεσποτάδων. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Βρυέννιος ἦταν κάθετος καὶ στὸ θέμα τῆς κοινωνίας μὲ αἱρετικοὺς ἢ μὲ τοὺς κοινωνούς των. Γιὰ τὸν Βρυέννιο ὅσο ἡ αἵρεση ὑπάρχει καὶ ἡ πλάνη παραμένει, κοινωνία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, διότι αὐτὸ θὰ σήμαινε ἀλλοίωση καὶ ὑποταγὴ τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου: «Οὐδεὶς ὀρθοδόξων ἐστίν, ὃς τὸν μὴ αἱρούμενον ἀποστῆναι τῆς πλάνης εἰς ἑαυτοῦ κοινωνίαν αἱρήσεται» (Μελέτη περὶ τῆς τῶν Κυπρίων Ἑνώσεως, Τὰ Εὑρεθέντα Β΄, σελ. 5). Γιὰ τὸν Βρυέννιο ἦταν ἀδιανόητο κάποιος νὰ εἶναι ὀρθόδοξος καὶ παράλληλα νὰ ἀμφισβητεῖ ἢ νὰ παρερμηνεύει ἢ νὰ ἀκυρώνει τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του ἢ νὰ ἔχει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ αὐτοὺς ποὺ τὸ πράττουν. Συνεπὴς στὰ λόγια του –καὶ χωρὶς νὰ ἀλλάζει γνώμη κάθε χρόνο ὅπως οἱ σημερινοὶ «διδάσκαλοι»– ἀρνήθηκε π.χ. στὴν εἰσήγησή του πρὸς τὸ Πατριαρχεῖο τὴν ἐπαναφορὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, διότι αὐτοὶ μνημόνευαν ἢ κοινωνοῦσαν μὲ λατινόφρονες ἢ ἀκόμα καὶ μὲ Λατίνους. Ἂς φανταστοῦμε νὰ ἦταν στὴν θέση του οἱ σημερινοὶ θιασῶτες τῆς «Οἰκονομίας», τί θὰ ἔπρατταν!
Τὰ λόγια τοῦ Βρυεννίου ἀποτελοῦν θεμέλιο ἀλλὰ καὶ προειδοποίηση γιὰ τὶς γενεὲς ποὺ ἀκολούθησαν ἀλλὰ κυρίως γιὰ ἐμᾶς, τοὺς σημερινοὺς ἐπανεφευρέτες τοῦ τροχοῦ:
«Εἴ τις ἡμῶν βουληθῇ τὸ σέβας ἐξομώσασθαι, αὐτὸς μὲν ἑαυτὸν τῆς τῶν ὀρθοδόξων ὁλομελείας μερίσει, τῆς μέν τοι πίστεως ἡμῶν ταύτης ἀνθέξονται (σσ. οἱ ὀρθόδοξοι), μέχρι τῆς τοῦ Χριστοῦ παρουσίας» (Τὰ Εὑρεθέντα Α΄ σελ. 453) διότι «ὁ τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητος· καὶ εἴ τις ἀκοινωνήτῳ κἂν ἐν οἴκῳ συνεύξηται καὶ οὗτος ἀφοριζέσθω» (Αὐτόθι).
Ὅσο γιὰ τὸ θέμα τῆς Οἰκονομίας, πιστὸς στὴν πατερικὴ παράδοση, μᾶς διδάσκει ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἀνήρ, στὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἐμπιστεύθηκε τόσες δύσκολες ὑποθέσεις στοὺς δύσκολους καιροὺς τῆς Λατινοκρατὶας καὶ Λατινοφιλίας: «ἡ διόρθωσις προτρέχει τῆς κοινωνίας, οὐχὶ ἡ κοινωνία τῆς διορθώσεως» (Μελέτη περὶ τῆς τῶν Κυπρίων Ἑνώσεως, Τὰ Εὑρεθέντα Β΄ σελ. 23).
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ θιασῶτες τῆς ἡμερίδας τῆς Θεσσαλονίκης «ξέχασαν» ὡς διὰ μαγείας τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιο, ποὺ τόσο συχνὰ πρωτύτερα ἀνέφεραν. Μία ἡμερίδα, ἡ ὁποία ἀντὶ νὰ γίνει κέντρο ἀναφορᾶς τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος κατήντησε σεμινάριο ἀντι– μεταπατερικῆς διδασκαλίας, μίας ναρκω-θεολογίας στὴν ὁποία κυριάρχησε ἡ παραποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας. Δὲν τοὺς ταιριάζει πιὰ ὁ Βρυέννιος, τοὺς χαλάει τὴν δοκησισοφία. Καταδεικνύει τὴν τραγικότητα τῶν ἐπιχειρημάτων τους καὶ τὴν ὑπέρμετρη δεξιοτεχνία τῆς κυβίστησής τους.
Ὁ «τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητος» ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, τὸ ἀντίθετο οἱ «παραδοσιακοί» θιασῶτες τῆς ἡμερίδας.
«Ἡ διόρθωσις προτρέχει τῆς κοινωνίας, οὐχὶ ἡ κοινωνία τῆς διορθώσεως» ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, τὸ ἀντίθετο οἱ «παραδοσιακοί» θιασῶτες τῆς ἡμερίδας.
«Εἴ τις ἡμῶν βουληθῇ τὸ σέβας ἐξομώσασθαι, αὐτὸς μὲν ἑαυτὸν τῆς τῶν ὀρθοδόξων ὁλομελείας μερίσει» ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, τὸ ἀντίθετο οἱ «παραδοσιακοί» θιασῶτες τῆς ἡμερίδας.
«Οὐδεὶς ὀρθοδόξων ἐστίν, ὃς τὸν μὴ αἱρούμενον ἀποστῆναι τῆς πλάνης εἰς ἑαυτοῦ κοινωνίαν αἱρήσεται» ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, τὸ ἀντίθετο οἱ «παραδοσιακοί» θιασῶτες τῆς ἡμερίδας.
Ἂς μιλοῦν, λοιπόν, γιὰ «μισάδελφους» ἢ «ψευδάδελφους» τὰ φερέφωνά τους. Ἂς μιλοῦν γιὰ μία «ὁμόνοια» τὴν ὁποία ὑποτίθεται χαλοῦν «οἱ ἀκραῖοι». Ἂς κάνουν μία ἀνάλυση τῆς γυμναστικῆς ἔννοιας τῆς κυβίστησης. Ἂς ἀπειλοῦν ὅτι θὰ τοὺς περιλάβουν (ἐννοεῖται μὲ «πνευματικό» βούρδουλα).
Αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν πίστη τους, τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιο –ὅπως καὶ ὅλους τοὺς Πατέρες– δὲν τὸν ξεχνοῦν, οὔτε τὸν ἀναιροῦν σὲ ἡμερίδα· δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὸν ξεχάσουν, ὄχι γιατὶ εἶναι καλύτεροι, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι χειρότεροι κι ἀκολουθοῦν τοὺς Ἁγίους ποὺ ὑποδεικνύουν τὴν ἀληθινή ὁδὸ πορείας καὶ τρόπο σωτηρίας. Ὁ λόγος τους μᾶς καὶ θὰ μᾶς ἐλέγχει ὅλους.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου