«Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. 67,36)
Τοῦ Μητροπολίτη Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ πανηγυρίζει τὴ μνήμη ἑνὸς ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ἁγίους καὶ μάρτυρες τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τοῦ νέου ἱερομάρτυρος καὶ ἰσαποστόλου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Σήμερα πρέπει νὰ ἑορτάζῃ ὁλόκληρη ἡ πατρίδα μας.
Ποιός εἶνε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς; Γιὰ νὰ ἐκτιμηθῇ ἡ ἀξία του, πρέπει νὰ πᾶμε πίσω, νὰ δοῦμε ποιά ἦταν ἡ κατάστασι στὰ χρόνια ποὺ γεννήθηκε, ἔδρασε καὶ μαρτύρησε ὁ ἅγιος.
* * *
Ἦταν χρόνια πολὺ σκληρότερα ἀπὸ τὰ δικά μας, χρόνια σκλαβιᾶς, ποὺ τὴ Μακεδονία, τὴν Ἤπειρο, τὴ Θρᾴκη καὶ ὅλη τὴν Ἑλλάδα πατοῦσε ἕνα θηρίο, γιὰ τὸ ὁποῖο ἡ Ἀποκάλυψις λέει ὅτι ἀπὸ τὴν ἄβυσσο θὰ βγῇ καὶ στὴν ἄβυσσο θὰ πέσῃ (βλ. Ἀπ. 17,8), θηρίο αἱμοβόρο ποὺ πίνει αἵματα ἁγίων (πρβλ. ἔ.ἀ. 16,6)· καὶ αὐτὸ εἶνε ἡ Τουρκία. Τέτοιο ἦταν καὶ εἶνε μέχρι σήμερα. Ποιός μπορεῖ νὰ διηγηθῇ τί ὑπέφεραν οἱ πρόγονοί μας κάτω ἀπὸ τὴν ἡμισέληνο;
Ποιά εἶνε τὰ σπουδαιότερα ἀγαθὰ στὴν ἀνθρώπινη ζωή· ἡ περιουσία, παραπάνω ἀπ᾽ τὴν περιουσία ἡ ζωή, παραπάνω ἀπ᾽ τὴ ζωὴ ἡ τιμή, καὶ παραπάνω κι ἀπὸ τὴν τιμὴ γιὰ μᾶς ἡ λευτεριά. Καὶ ὅλα καταπατοῦνταν.
Ὡς πρὸς τὴν περιουσία, οἱ σκλάβοι δὲν ἐξουσίαζαν τίποτα. Ὁ Τοῦρκος τοὺς εἶχε ρημάξει στὴ φορολογία. Κάποιος ἄνοιξε κατάστιχα στὴ βιβλιοθήκη τῆς Κοζάνης καὶ μέτρησε 100 εἰδῶν φόρους· γιὰ τὰ χωράφια, τὰ γίδια, τὰ πρόβατα, τὰ γελάδια, τὶς κόττες, τὰ παράθυρα, τὶς πόρτες, τὰ ταξίδια, τὰ πανηγύρια, τὶς γιορτές, τοὺς γάμους, τὰ βαφτίσια, τοὺς τάφους… Γιὰ νὰ μπορῇ νὰ ἔχῃ τὸ κεφάλι του στὸν ὦμο ὁ ῥαγιᾶς, πλήρωνε τὸν «κεφαλικὸ φόρο». Ἂν ὁ ἀγᾶς ἐρχόταν σὲ χωριὸ καὶ τοῦ ἔστρωναν νὰ καλοφάῃ, ἔπρεπε νὰ τὸν πληρώσουν – γιατί; γιατὶ …κούρασαν τὰ σαγόνια του· ἦταν ὁ «φόρος τῶν ὀδόντων» τοῦ ἀγᾶ. Μέχρι τέτοιου σημείου! Οἱ Ἕλληνες καλλιεργοῦσαν, ἔβοσκαν, φύτευαν, οἱ Τοῦρκοι θέριζαν, ἔτρωγαν γάλα καὶ βούτυρο, μάζευαν καρπούς.
Οἱ Ἕλληνες δὲν ἐξουσίαζαν σπίτι καὶ οἰκογένεια. Σκέπαζαν τὰ κορίτσια μὲ μαῦρες μαντῆλες, μὴν τὰ δῇ Τοῦρκος καὶ τὰ πάρῃ στὰ χαρέμια, ἐνῷ τὰ ἀγόρια τὰ ἔκαναν γενιτσάρους. Ἕνα ἑκατομμύριο Ἑλληνόπουλα ἅρπαξαν.
Περιουσία καὶ οἰκογένεια δὲν εἶχαν, μήπως εἶχαν θρησκεία; Ἔπρεπε νὰ λειτουργοῦν προτοῦ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος, καμπάνες καὶ σήμαντρα δὲν χτυποῦσαν, ἐκκλησιὲς δὲν μποροῦσαν νὰ χτίσουν. Ἂν τολμοῦσε κανεὶς νὰ πῇ κάτι γιὰ τὸ Μωάμεθ, τὸν ὑποχρέωναν ἢ ν᾽ ἀλλάξῃ θρησκεία ἢ νὰ μαρτυρήσῃ. Πολλοὶ μαρτύρησαν τότε, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ –μὴ λησμονοῦμε– ἀλλαξοπίστησαν. Στὴν Ἀλβανία (ἀρχαία Ἰλλυρία), ἐνῷ ἦταν ὅλοι Χριστιανοὶ γιατὶ ἀπὸ ᾽κεῖ πέρασε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀπὸ τὶς 500 χιλιάδες ὀρθοδόξων ἔμειναν μόνο 50, στοὺς νομοὺς Ἀργυροκάστρου καὶ Κορυτσᾶς· οἱ ἄλλοι ἔγιναν μωαμεθανοί. Στὴ δυτικὴ Μακεδονία, μέχρι τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν, οἱ λεγόμενοι βαλαᾶδες (στὶς περιοχὲς Σιατίστης, Γρεβενῶν, Καστοριᾶς) ἦταν οἱ ἐξισλαμισθέντες Ἕλληνες. Χρόνια δύσκολα.
Μὲ τέτοιες συνθῆκες θὰ σβήναμε σὰν φυλή. Ἀλλὰ «θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ», λέει ὁ ψαλμῳδός (Ψαλμ. 67,36)· μᾶς λυπήθηκε καὶ ἔκανε τὸ θαῦμα του, ἔστειλε τὸν ἅγιο Κοσμᾶ.
* * *
Ποῦ ἦταν ὣς τότε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς; Ἦταν ἕνα φτωχόπαιδο ἀπὸ τὴν Ἀκαρνανία καὶ λεγόταν Κώνστας. Ὁ πατέρας του χωρικός, ἀλλὰ πιστός· ἡ μάνα του μαζὶ μὲ τὸ γάλα της τὸν πότισε τὴν ἀγάπη στὸ Χριστό. Νέος ἔφυγε, πῆγε στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ἔγινε καλόγερος μὲ τὸ ὄνομα Κοσμᾶς· ἀσκήτευε, νήστευε, προσευχόταν· ἦταν ἕνας τίμιος καὶ εἰλικρινὴς ἀσκητής.
Μὰ δὲν ἔμενε εὐχαριστημένος. Ὅπως τὸ σαράκι τρώει τὸ ξύλο, ἔτσι ἐκεῖνον τὸν βασάνιζε μέρα – νύχτα ἡ σκέψι, ὅτι αὐτὸς μὲν εἶνε καλὰ ἀσφαλισμένος ἐκεῖ στὸν Ἄθωνα, μὰ οἱ ἀδελφοί του ζοῦν μέσ᾽ στὸ δάκρυ καὶ στὸ αἷμα, καὶ ὅποιος κοιτάζει μόνο τὸ δικό του καλὸ κι ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν πλησίον του δὲν ἀξίζει νὰ λέγεται Χριστιανός. Τὸ φανέρωσε στὸν ἡγούμενο, καὶ μιὰ μέρα μὲ τὴν εὐλογία τοῦ μοναστηριοῦ ἔφυγε καὶ πῆγε στὴν Κωσταντινούπολι. Ἐκεῖ εἶπε τὸ λογισμό του στὸν πατριάρχη, κ᾽ ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε τὴν εὐχὴ νὰ βγῇ γιὰ νὰ κηρύξῃ. Ἔτσι ἄρχισε τὶς περιοδεῖες του.
Ξεκίνησε κρατώντας τὸν τίμιο σταυρὸ καὶ βαδίζοντας στὰ ἴχνη τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ποιός μπορεῖ νὰ περιγράψῃ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του; Νηστικὸς καὶ πεινασμένος, κυνηγημένος ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους καὶ διωγμένος ἀπὸ τοὺς Τούρκους περπάτησε ὅλη σχεδὸν τὴν πατρίδα μας, ἀπὸ βουνὸ σὲ βουνό, ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, ἀπὸ πολιτεία σὲ πολιτεία, πῆγε παντοῦ.
Τὰ λόγια του ἦταν ἁπλᾶ. Κήρυττε κάτω ἀπ᾽ τὴ σκιὰ τοῦ σταυροῦ. Οἱ ψυχές, σὰν διψασμένη γῆ καὶ σὰν σφουγγάρι ποὺ ῥουφάει τὸ νερό, τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ τὸν ἄκουγαν ἄλλοτε μέσα στὶς ἐκκλησιὲς κι ἄλλοτε κάτω ἀπ᾽ τὰ δέντρα, ἄλλοτε σὲ βουνοπλαγιὰ κι ἄλλοτε σὲ ἀκροθαλασσιά, ἄλλοτε στὸ φῶς τῆς ἡμέρας κι ἄλλοτε νύχτα μὲ τὸ φεγγάρι. Ἔτσι παρηγοροῦσε καὶ κατήρτιζε τὸ σκλαβωμένο γένος.
Ἔκανε καὶ θαύματα ὁ ἅγιος Κοσμᾶς καὶ γινόταν μεγάλη ὠφέλεια. Τὸ πέρασμά του ἦταν ἐπίσκεψι ἀγγέλου. Χωρισμένα ἀντρόγυνα ξαναέσμιγαν, κλεμμένα πράγματα ἐπιστρέφονταν μέχρι καὶ μιὰ βελόνα. Ἔδινε ἐλπίδα στοὺς ἀπελπισμένους καὶ θάρρος στοὺς σκλαβωμένους, φρόντιζε γιὰ τὴν παιδεία τῶν ἀγραμμάτων ἀνοίγοντας ἑκατοντάδες σχολεῖα, γιὰ νὰ μαθαίνουν τὰ παιδιὰ «γράμματα σπουδάσματα, τοῦ Θεοῦ τὰ πράματα» (δημῶδες).
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς δὲν ἦταν μόνο διδάσκαλος τοῦ εὐαγγελίου, ἦταν καὶ προφήτης, προεῖπε πράγματα ποὺ ἔγιναν στὶς ἡμέρες μας· διαβάστε τὶς προφητεῖες του. Εἶπε π.χ.· ὅτι θὰ δῆτε στὸν οὐρανὸ μαυροπούλια ποὺ θὰ ῥίχνουν στὴ γῆ φωτιά (ἐννοεῖ τὰ πολεμικὰ ἀεροπλάνα)· ὅτι μιὰ μέρα ὅλη ἡ γῆ θὰ ζωστῇ μὲ μιὰ κλωστή (ἐννοεῖ τὰ τηλέφωνα)· ὅτι θὰ πέσῃ πεῖνα καὶ θὰ δίνουν γιὰ μιὰ φούχτα ἀλεύρι μιὰ φούχτα χρυσάφι (ἡ «μαύρη ἀγορὰ» τῆς Κατοχῆς)· ὅτι ὁ διάβολος θὰ φέρῃ γῦρες μὲ τὸ κολοκύθι του (ἐννοεῖ τὰ διαστημόπλοια)· ὅτι θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ θὰ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ θὰ γεμίσουν οἱ φυλακές…
Καὶ ποιό ἦταν τὸ τέλος του; Ἐπειδὴ μὲ τὸ λόγο του καταργοῦσε τὰ παζάρια τῆς Κυριακῆς, οἱ Ἑβραῖοι ποὺ ἔχαναν κέρδη τὸν κατηγόρησαν στοὺς Τούρκους, αὐτοὶ τὸν συνέλαβαν κοντὰ στὸ Βεράτι (ὅπου ἔφθασαν τὰ στρατεύματά μας στὸν ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο)· ἐκεῖ λοιπὸν τὸν πρόδωσαν. Οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔπιασαν, τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν πήγανε στὸν Ἄψο ποταμό. Κατάλαβε ὅτι θὰ τὸν ἐκτελέσουν, ζήτησε προθεσμία καὶ προσευχήθηκε, εὐλόγησε μετὰ σταυροειδῶς τὰ βουνά, καὶ τέλος, σὰν ἀθῷο παιδάκι, ἀφέθηκε καὶ τὸν κρέμασαν. Σὰν σήμερα τὸ 1779, τέτοια ἅγια ἡμέρα προτοῦ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος, ἡ ψυχή του πέταξε στὰ οὐράνια, καὶ ζῇ ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους.
* * *
Αὐτὸς εἶνε, ἀδελφοί μου, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ποὺ ἔσπειρε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Τὸ λέω καὶ τὸ τονίζω· Ἂν δὲν ἦταν αὐτός, σήμερα ἐδῶ δὲν θὰ ὑπῆρχε τίποτε, οὔτε ἔθνος Ἑλληνικὸ οὔτε σημαία Ἑλληνική. Ἡ ἀξία του εἶνε ἀνυπολόγιστη. Γι᾽ αὐτὸ ἔχουμε χρέος νὰ τὸν τιμοῦμε.
Πῶς νὰ τὸν τιμοῦμε; Χτίζοντας βέβαια ναοὺς ἐπ᾽ ὀνόματί του, τελώντας κάθε χρόνο τὴ θεία λειτουργία στὴν ἐπέτειο τῆς θυσίας του, ψάλλοντας ὕμνους γι᾽ αὐτὸν, ἀνάβοντας κερὶ καὶ καίοντας λιβάνι στὴ μνήμη του. Αὐτὰ ὅμως εἶνε σχετικῶς εὔκολα. Ἡ καλύτερη τιμὴ σ᾽ αὐτόν, ποὺ εὐχαριστεῖ τὸν ἅγιο, εἶνε κάτι ἄλλο. Ποιό; Εἶνε, νὰ βγοῦν καὶ σήμερα ἀπὸ ᾽δῶ νέοι Κοσμᾶδες ποὺ θὰ κηρύξουν τὸ Χριστό· κάποιο ἀπὸ τὰ παιδιά μας νὰ τὸν μιμηθῇ. Ἀλλὰ οἱ γονεῖς δυστυχῶς σκέπτονται διαφορετικά, ἄλλα σχεδιάζουν γιὰ τὰ παιδιά.
Ὁ Χριστὸς βέβαια δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς, ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη τὴν εὐλογία του. Οὔτε ὁ Χριστὸς οὔτε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς τὰ σκουλήκια. Κι ἂν ἐμεῖς ἀρνηθοῦμε τὸ Χριστό, κι ἂν ἐμεῖς γίνουμε βαλαᾶδες, κι ἂν ἐμεῖς γίνουμε ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, κι ἂν ἐμεῖς ἀρνηθοῦμε τὸ Χριστό, κι ἂν ἐμεῖς τὸν βλαστημήσουμε, κι ἂν ἐμεῖς λησμονήσουμε τὸν φωτιστή μας ἅγιο, κι ἂν ἀκόμα τὰ παιδιά μας γίνουν διαβολόπαιδα, τότε ἡ φύσις θὰ διαμαρτυρηθῇ· καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε θὰ γίνουν φίδια νὰ μᾶς φᾶνε, καὶ τὰ ποτάμια θὰ φουσκώσουν νὰ μᾶς πνίξουν τοὺς ἀχάριστους ἀπογόνους, καὶ τὰ ἀστέρια θὰ γίνουν ἀστροπελέκια νὰ πέσουν στὰ κεφάλια μας, καὶ ἡ γῆ θὰ σεισθῇ ἐκ θεμελίων· αὐτὰ τὰ ἄψυχα θὰ φωνάξουν, ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἂς μᾶς ἐλεήσῃ· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Ἀθανασίου τοῦ χωριοῦ Ἅγιος Κοσμᾶς (πρώην Τσιράκι) τῆς ἱ. μητροπόλεως Σισανίου & Σιατίστης 24-8-1966 Τετάρτη)