Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

ΤO MΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡYΣOΣTOMOY ''Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔλεγε τὰ πρέ­ποντα, τὸν μίσησαν θανασίμως. Ἐκεῖνο ποὺ δὲν ὑποφέρει ὁ κόσμος εἶνε ἡ ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια εἶνε μαλώχ­τρα καὶ μισεῖται. Ἂν κολακεύῃς τὸν ἄλλο, τότε εἶσαι θαυμάσιος ἄνθρωπος· ἂν ὅμως πῇς τὴν ἀλήθεια καὶ ἐλέγξῃς τὶς κακίες καὶ τὰ ἐλαττώ­ματα τοῦ λαοῦ, τοῦ κλήρου, τῶν ἀρχόντων, τότε γίνεσαι μισητός. Ἔτσι μισήθηκε καὶ ὁ ἱ­ερὸς Χρυσόστομος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἤλεγξε'' (π. Αυγουστίνος)

Τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Ὁμιλία τοῦ π. Αὐγουστίνου  Καντιώτου (13 Νοεμβρίου)



ΤO MΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡYΣOΣTOMOY


13 Νοεμβρίου. Ἑορτάζει, ἀγαπητοί μου, σή­μερα ἕ­νας ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους δι­δασκάλους καὶ πατέρας τῆς ἁγίας μας Ἐκ­κλησίας, κορυφαῖος πνευματικὸς ὁδηγός, οὐ­ράνιος ἄνθρωπος, χρυσῆ σάλπιγξ, στόμα Χριστοῦ· ἑορτάζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ Ἐκκλησία σήμερα ἐξαγγέλλει τὸν ἔ­παινόν του. Τὰ τροπάρια, τὰ ἀπολυτίκια, οἱ ὕ­­μνοι, ποὺ ἔψαλε σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, εἶνε ἐξαίσιοι· χρησιμοποιεῖ ὅλα τὰ κοσμητικὰ ἐπίθετα γιὰ νὰ τὸν ἐξυμνήσῃ. Εἰκοσιδύο (22) δὲ ῥήτορες, διδάσκαλοι καὶ πατέρες τῆς Ἐκκλησί­ας, ἔχουν ἐκφωνήσει λόγους ἐπαινώντας τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο.
Ἐγώ, μολονότι δὲν θεωρῶ τὸν ἑαυτό μου ἄ­ξιο νὰ ὑμνήσῃ τὸν πατέρα αὐτὸν τῆς Ἐκκλη­σίας ―αἰσθάνομαι ἀνάξιος καὶ νὰ ἀσπασθῶ τὰ πανάχραντα πόδια του―, ἀλλὰ θαυμαστὴς ἀ­πὸ τὴν παιδική μου ἡλικία τοῦ ἱεροῦ πατρός, θὰ τολμήσω νὰ πῶ λίγες λέξεις. Δὲν θὰ διηγηθῶ ὁλόκληρο τὸν βίο του, διότι θὰ ἐχρειάζον­το ὧρες πολλές· θὰ διηγηθῶ μόνο τὶς τελευταῖες ἡμέρες του, τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει σημασία, ἀλλὰ
μεγαλύτερη ἀξία ἔχουν ἰδίως οἱ τελευταῖες του στιγμές, τὸ πῶς πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος. Εἶνε μεγάλο ζήτημα πῶς τερματίζει καν­εὶς τὸν βίο του. Τόση σημασία ἀποδίδεται σ᾽ αὐ­τό, ὥστε ἡ Ἐκκλησία μας πρωὶ – βράδυ καὶ κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται ἡ θεία λειτουργία, ἂν προσέξατε, μᾶς προτρέπει· «Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικὰ καὶ καλὴν ἀπολογίαν τὴν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ αἰτησώμεθα». Ἀ­δελφοί, δηλαδή, ἂς ζητήσουμε νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς τὰ τέλη τῆς ζωῆς μας νὰ εἶνε χριστι­ανά, νὰ τελειώσουμε τὴ ζωή μας μὲ χριστιανι­κὴ πίστι, καὶ ὅταν θὰ σταθοῦμε ἐμπρὸς στὸ φοβερὸ δικαστήριο τοῦ Χριστοῦ νὰ ἔχουμε καλὴ ἀπολογία. Παρακαλοῦμε κ᾽ ἐμεῖς, νὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὥστε, ὅταν ἀφήσουμε τὴν τελευταία πνοὴ στὸν κόσμο αὐτόν, νὰ εἶνε πάνω μας ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου καὶ νὰ σφαλίσουμε τὰ χείλη μας μὲ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Ὅπως λοιπὸν στὸν κάθε ἄνθρωπο ἔτσι καὶ στὸν ἱερὸ Χρυσόστομο τὰ τέλη του εἶνε χαρα­­κτηριστικά. Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου ἦ­ταν ἁγία, ἰδιαιτέρως ὅμως τὰ τέλη του στάθη­καν χριστιανικά. Ἂς δοῦμε πῶς ἔζησε τὶς τελευταῖες ἡμέρες του.

* * *

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἦταν, ἀγαπητοί μου, ἱεροκῆρυξ, διαπρύσιος σαλπιγκτὴς τῶν θείων λόγων. Δώδεκα χρόνια ὑπηρέτησε ὡς ἱερεὺς σὲ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες πόλεις τοῦ ἀρχαίου κόσμου, τὴν Ἀντιόχεια. Κήρυξε φλο­γε­ρὰ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ἐξεφώνησε ὁ­μι­λίες, περιφήμους λόγους, καὶ ἀπέκτησε μεγάλη φήμη ῥήτορος, ἡ ὁποία ξαπλώθηκε παντοῦ.
Γι᾽ αὐτό, ὅταν τὸ 397 μ.Χ. κενώθηκε ὁ θρό­νος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, λαὸς καὶ κλῆ­ρος καὶ βασιλεὺς προτίμησαν καὶ ἐξέλεξαν αὐ­τόν, τὸν ἱεροκήρυκα τῆς Ἀντιοχείας, ἀρ­χιεπίσκοπο τῆς πρώτης πόλεως τῆς αὐτοκρατορί­ας. Ἔτσι, ἀφοῦ χρησιμοποίησαν ἕνα τέχνασμα γιὰ νὰ τὸν ἀπαγάγουν, τὸν ὡδήγησαν στὴν πρωτεύουσα καὶ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος.
Πόσο ἔμεινε στὸ θρόνο; Ἄλλοι πατέρες ἔ­μειναν περισσότερο καὶ ἄλλοι λιγώτερο. Ὁ μέγας Ἀθανάσι­ος ἔμεινε μισὸν αἰῶνα, ἐν μέ­σῳ πολλῶν περι­πετειῶν· ὁ μέγας Βασίλειος ἐν­νέα χρόνια. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἔμεινε – πόσο; δέκα χρόνια (398-407).
Θὰ μποροῦσε νὰ μείνῃ περισσό­τερο. Δὲν ἔ­μεινε ὅμως, διότι κήρυττε τὴν ἀ­λήθεια. Ὅ­που ἔβλεπε τὸ κακό, τὴν ἁ­μαρτία, τὰ σκάνδα­λα, τὴν ἀδικία, τὴν ἀπιστία, τὴν αἵρεσι, τὴ δι­α­φθορά, τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία…, ἡ χρυσῆ του γλῶσσα γινόταν πύρινη, φωτιὲς ἔ­βγαζε. Καὶ ἤλεγξε. Ἤλεγξε πρὸς τὰ κάτω, τὸ λαό· ἤλεγξε πρὸς τὰ ἄνω, τοὺς ἄρχοντες, μέχρι τὰ ἀ­νάκτορα ἔφτανε ὁ ἔλεγχός του, σὲ βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορες καὶ στρατηγούς. Ἤλεγξε τὸν κλῆρο, ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, γιὰ τὴ φιλαργυρία, τὴν ἰδιοτέλεια, τὴ φιλοδοξία καὶ τὴν ἄ­θεσμη ζωή τους.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔλεγε τὰ πρέ­ποντα, τὸν μίσησαν θανασίμως. Ἐκεῖνο ποὺ δὲν ὑποφέρει ὁ κόσμος εἶνε ἡ ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια εἶνε μαλώχ­τρα καὶ μισεῖται. Ἂν κολακεύῃς τὸν ἄλλο, τότε εἶσαι θαυμάσιος ἄνθρωπος· ἂν ὅμως πῇς τὴν ἀλήθεια καὶ ἐλέγξῃς τὶς κακίες καὶ τὰ ἐλαττώ­ματα τοῦ λαοῦ, τοῦ κλήρου, τῶν ἀρχόντων, τότε γίνεσαι μισητός. Ἔτσι μισήθηκε καὶ ὁ ἱ­ερὸς Χρυσόστομος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἤλεγξε.
Τὸ ἀποτέλεσμα ποιό ἦταν; Ἀποφάσισαν τὴν ἐξόντωσί του. Τὸν ἔρριξαν ἀπὸ τὸ θρόνο καὶ τὸν ἐξώρισαν δυὸ φορές. Τὴν πρώτη φο­ρὰ ὁ λαὸς ἐπαναστάτησε καὶ τὸν ἐπανέφεραν. Τὴ δεύτερη φορὰ τὸν ἐξώρισαν μακριά, στὰ ἄ­κρα τῆς αὐτοκρατορίας, στὴν Κουκου­σὸ τῆς Ἀρμενίας. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖ συν­έρρεαν θαυμασταί του, διέταξαν νὰ πάῃ ἀκόμα πιὸ μακριά, σὲ ἕνα ὀρεινὸ μέρος, στὰ Κόμανα.
Ὑπέφερε ὁ ἀσθενὴς Χρυσόστομος στὴν ἐ­ξορία, γιατὶ δὲν ὑπῆρχαν γιατροί, δὲν ὑπῆρχαν φάρ­μακα, δὲν εἶχε καμμία περιποίησι. Ὑπέφε­­ρε, γιατὶ ἔκανε κρύο, ἦταν χειμώνας βαρὺς καὶ δὲν εἶχε ζεστασιά. Ὑπέφερε ἀκόμα, γιατὶ βάρ­βαροι τῆς περιοχῆς, οἱ Ἴσαυροι, κατέβαιναν ἀ­πὸ τὰ βουνὰ καὶ λεηλατοῦσαν τὶς ἐπαρχίες ἐ­κεῖνες. Ὑπέφερε τέλος ἀπὸ τὴ σκληρό­τητα τῶν στρατιωτῶν ποὺ τὸν συνώδευαν. Τὸν σήκωσαν ἀπ᾽ τὸ κρεβάτι καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ περπατάῃ, ἕνας ἄρρωστος ἄνθρωπος 60 ἐ­τῶν, σὲ δύσ­κολο δρόμο.
Καθὼς περπατοῦσε, σ᾿ ἕνα σημεῖο τοῦ δρό­μου ἔπεσε· δὲ μποροῦσε νὰ βαδίσῃ περισσότερο. Οἱ στρατιῶτες σταμάτησαν καὶ τὸν μετέφεραν σὲ μιὰ ἐκκλησία, ποὺ βρέθηκε κοντά τους. Ἡ ἐκκλησία ἐτιμᾶτο ἐπ᾽ ὀ­νόματι τοῦ ἁ­γίου Βασιλίσκου, ἑνὸς μάρτυρος τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ χριστιανισμοῦ. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος κατάλαβε, ὅτι ἔφθασε πλέον τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Τὴ νύχτα ἐκεῖ εἶδε ὅραμα. Εἶδε τὸν ἅγιο Βασιλίσκο νὰ τοῦ λέῃ· «Ἀδελφὲ Ἰωάν­νη, ἔχε θάρρος, αὔριο θὰ εἴμαστε μαζί». Ἦ­ταν ἡ τελευταία νύχτα γιὰ τὸ μεγάλο ἱεράρχη.
Τὸ πρωὶ σηκώθηκε, ἄλλαξε ροῦχα καὶ φόρεσε ἄσπρα – ὁλόασπρα. Ἔκανε τὴν προσευχή του, παρακάλεσε γιὰ ὅλο τὸν κόσμο· προσ­ευχήθηκε γιὰ τοὺς πιστοὺς τοῦ ποιμνίου του καὶ ὅλα τὰ πνευματικά του τέκνα, γιὰ τοὺς ἄν­τρες, τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά· προσευχήθηκε καὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς του ἀκόμα. Μετὰ ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε τὰ τελευταῖα του λόγια· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκα», δοξασμένος νὰ εἶνε γιὰ ὅλα ὁ Θεός. Τέλος ξάπλωσε, σταύρωσε τὰ χέρια καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν οὐράνιο Πατέρα.

* * *

Αὐτὸς ἦταν, ἀγαπητοί μου, ὁ Χρυσόστομος τοῦ ὁποίου τὴν ἱερὰ μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα. Ἡ μορφή του ἐμπνέει κάθε πιστό. Ἰδιαιτέρως ὅμως διδακτικὴ εἶνε ἡ ζωὴ καὶ τὸ τέλος του γιὰ ὅσους θέλουν νὰ ὑπηρετήσουν τὴν Ἐκκλησία ὡς ἐργάται της καὶ γιὰ τοὺς ἱεροσπουδαστὰς τῶν ἐκκλησιαστικῶν καὶ θεολογικῶν σχολῶν ποὺ προαλείφονται νὰ γίνουν ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου. Ἀπευθυνόμενος εἰ­δι­κὰ πρὸς αὐτοὺς τοὺς παρακαλῶ νὰ ἀγαπήσουν τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, νὰ τὸν διαβάσουν, νὰ τὸν μελετήσουν, νὰ τὸν ἀποστηθίσουν, νὰ ἐντρυφήσουν στοὺς λειμῶνας τῆς δι­δασκαλίας του, καὶ πρὸ παντὸς νὰ τὸν μιμηθοῦν, νά ᾿νε κι αὐτοὶ γενναῖοι καὶ ὑψηλοί.
Στὸ Χρυσόστομο ἐφαρμόζεται ὁ ὄγδοος μα­καρισμὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει· «Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρα­νῶν», μακάριοι ἐκεῖνοι ποὺ διώχθηκαν διότι ἀ­γαποῦσαν τὴ δικαιοσύνη (Ματθ. 5,10). Ἀγάπησε ἐ­κεῖνος τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ θυσι­άσθηκε γι᾽ αὐτό. Κ᾽ ἐσεῖς νὰ γίνετε σὰν τὸ Χρυσόστομο. Μελετᾶτε τὰς Γραφὰς καὶ τοὺς πατέρας. Τὰ στόματά σας νὰ ἐκπέμ­πουν πῦρ, νὰ βγάζουν φωτιές. Νὰ εἶστε θερμοί, ζωντανοί, ἀποστολικοί. Μὴ συμβιβασθῆτε μὲ τὸ κακὸ ποὺ βασιλεύει στὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ τὸ ἐλέγξετε.
Καὶ νὰ εἶστε ἕτοιμοι γιὰ θυσίες· καὶ ἐξορία καὶ φυλακὴ νὰ πᾶτε, καὶ τὴ ζωή σας νὰ θυσι­άσετε. Νὰ πῆτε κ᾽ ἐσεῖς· Πεθαίνω γιὰ τὴν ἀλήθεια ―μεγάλο πρᾶγμα αὐτό―, πεθαίνω γιὰ τὴν ἀλήθεια! Ὁ Χρυσόστομος ἀπέθανε γιὰ τὴν ἀλήθεια· κ᾽ ἐσεῖς νὰ εἶστε ἕτοιμοι χάριν τῆς πίστεώς μας, χάριν τῆς Ὀρθοδοξίας, χάριν τῶν ὑψηλῶν ἰδανικῶν τῆς φυλῆς καὶ τοῦ γέ­νους μας, νὰ γίνετε μάρτυρες. Εἶνε προνόμιο νὰ θυσιασθῆτε, νὰ γίνετε μάρτυρες.
Ὅπως ὁ Χρυσόστομος, ἀγαπητοί μου, ἀπέθα­νε ἐξόριστος πάνω στὰ χιόνια μὲ τὸ «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν», ἔτσι ν᾽ ἀξιώσῃ καὶ ὅ­λους ἐμᾶς ὁ Θεός, σὰν παιδιὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος, νὰ προσφέρουμε ὅποιες θυ­σίες ἀπαιτηθοῦν, γιὰ νὰ λάμψῃ ἡ Ἐκκλησία, νὰ δοξασθῇ ἡ Ὀρθοδοξία, νὰ λαμπρυνθῇ πάλι τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Πέμπτη 13-11-1986)
ΠΗΓΗ:http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=56667#more-56667