Εαρινό παραμύθι σαν συνακόλουθη Οδύσσεια (1)
Απόστολος Σαραντίδης
Για το Ιστολόγιο Κατάνυξις
Για το Ιστολόγιο Κατάνυξις
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή και όμορφη αλλά όχι και τόσο μακριά ζούσε μια πολύτεκνη και τίμια οικογένεια σε ένα μικρό, καθαρό, φτωχικό σπίτι που όλοι ήταν υπερήφανοι για την καταγωγή τους κι ας ζούσανε φτωχικά.
Σιγά - σιγά με πολλούς κόπους, στερήσεις και πολλή δουλειά ενίοτε και με αίμα κατάφεραν να διαμορφώσουν ένα από τα καλύτερα οικόπεδα του οικισμού και να ανεγείρουν μια μεγάλη μονοκατοικία η οποία παρ’ όλα τα προβλήματα καμία σχέση δεν είχε με τη φτωχική παράγκα του παρελθόντος, που συχνά τότε έμπαιναν και την καταστρέφανε και τη λεηλατούσαν οι γείτονες.
Τα χρόνια περνούσαν όχι πάντα ήσυχα, τα παιδιά όμως δούλευαν, τα περισσότερα σκληρά. Ζούσαν αρκετά καλά και τη διαχείριση του σπιτιού την έδιναν άλλοτε στη μαμά και άλλοτε στον μπαμπά που μάλλον πρέπει να ήταν πατριός και μητριά, στους οποίους είχαν εμπιστοσύνη, πιο πολύ εμπιστοσύνη όμως είχαν στις συμβουλές που τους άφησαν οι καλοί προπάπποι και παππούδες τους.
Κάποια μέρα ένας από τους γονείς - διαχειριστές άρχισε να φωνάζει και άλλους κοντινούς και μακρινούς συγγενείς και φίλους να έρθουν να φιλοξενηθούν για να βοηθήσουν κι αυτοί στην ανάπτυξη της κατοικίας και η τακτική αυτή συνεχίστηκε από τους ίδιους εναλλάξ φέρνοντας κάθε φορά ο καθένας τους δικούς του, κατά κανόνα ανίκανα άτομα που προσδοκούσαν άνομα οφέλη.
Τους έστρωναν λοιπόν για να κοιμούνται στα καλύτερα δωμάτια, τους ταΐζανε τα ακριβότερα εδέσματα, τους προσέφεραν απέραντους περιπάτους και διασκεδάσεις αλλά επειδή τα χρήματα από το κοινό ταμείο της οικογένειας κάποτε άρχισαν να τελειώνουν πήραν ένα δάνειο από την τράπεζα. Γρήγορα όμως τα χρήματα πάλι τελείωσαν διότι οι συγγενείς και οι «φίλοι» όποτε έπρεπε να φύγουν έπαιρναν οι περισσότεροι συχνά από τη μαμά ή από τον μπαμπά εκτός από αυτά που δικαιούνταν και ένα «δώρο» χωρίς σχεδόν να κάνουν τίποτα, μικρότερο στην αρχή τεράστιο αργότερα.
Οι γονείς, ή καλύτερα οι κηδεμόνες πάντα κρυφά από τα παιδιά τους, τους έδιναν όλο και περισσότερα δώρα από τους κουμπαράδες των παιδιών μέχρι που κάποτε αυτοί οι κατεργάρηδες ξεθάρρεψαν και χωρίς να πολυρωτάνε άρχισαν με διάφορα προσχήματα και με την ανοχή ή και τη συνενοχή των «γονέων» να κάνουν αναμεταξύ τους ακριβά και παράνομα δώρα και να κλέβουνε το ταμείο. Τότε το ένα δάνειο έφερνε το άλλο, οι κλοπές συνεχίζονταν για πολλά χρόνια, έφτασαν μάλιστα στο σημείο αυτά τα «τρωκτικά» εντελώς ξεδιάντροπα να μεταφέρουν ακόμη και τις καρέκλες, τα τραπέζια, τους καναπέδες, τα προικιά από τις ντουλάπες και να ξεγυμνώσουν το σπίτι από καθετί πολύτιμο, σαν τους μνηστήρες της Πηνελόπης στην Οδύσσεια.
Το περίεργο είναι ότι και ο Μεγάλος Θρησκευτικός Μάγος από την Πόλη που τον είχανε για καλό, άρχισε να ξεγυμνώνει και να αλλάζει τις συμβουλές των παππούδων τους που σκοπό είχαν την προστασία και σωτηρία των παιδιών, λέγοντας ότι αυτοί παρασύρθηκαν από το μίσος ενώ σήμερα οι συνθήκες άλλαξαν και έχουμε πλέον μια Νέα Εποχή ώστε αν οι συμβουλές αλλάξουν και περιτυλιχθούν με γυαλιστερό χαρτί που θα γράφει «αγάπη», μπορούνε τα παιδιά να κάνουν παρέα και με επικίνδυνους ανθρώπους χωρίς να φοβούνται ότι θα τους κάνουν κακό, όπως ήξεραν από όλους τους προπάππους τους.
Τα παιδιά, που έβλεπαν όταν η λεηλασία και τα ψέματα δεν γίνονταν στο σκοτάδι και ζούσαν μέχρι τότε σε μια εικονική πραγματικότητα δεν τολμούσανε να πιστέψουν ότι όλοι αυτοί οι φίλοι, οι συγγενείς, οι κουμπάροι κλπ ήσαν κοινοί εγκληματίες και δούλευαν (τα παιδιά) πιο πολύ, για να καλύψουν το χρέος που μεγάλωνε απελπιστικά και για να έρθουν καλύτερες ημέρες όπως τους υπόσχονταν πάντα οι κηδεμόνες τους.
Συνεχίζεται