Κυρ. Πατ. Α΄ Οἰκ. Συνόδ. (Πράξ. 20,16-18,28-36)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΕΑΥΤΟΙΣ» (Πράξ. 20,28)
Σήμερα ἑορτάζουν τριακόσοι δεκαοκτὼ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αἰσθάνομαι τὸν ἑαυτό μου μικρό. Φτωχὸς στὴν ἔκφρασι, στὰ νοήματα, στὰ αἰσθήματα· ἔψαξα ὅμως καὶ βρῆκα ἕνα χρυσὸ νόμισμα. Δὲν εἶνε ἀπὸ ὕλη φθαρτή, ἀπὸ μέταλλο τῆς γῆς· εἶνε νόμισμα ἀξίας ἀπείρου, ἔχει δύναμι μεγάλη. Ἂν τὸ πάρετε καὶ τὸ θέσετε σὲ κυκλοφορία, χαρὰ στὰ σπίτια σας, χαρὰ στὴν πόλι σας, κ᾽ ἐγὼ θὰ πῶ στὸν Κύριο· Μακάριος ὁ λαλῶν εἰς ὦτα ἀκουόντων (πρβλ. Ματθ. 11,15· 13,9,43. Μᾶρκ. 4,9. Λουκ. 8,8· 14,35. Ἀπ. 2,7,11,17,29· 3,6,13,22· 13,9). Ἐγὼ λοιπὸν ὁ φτωχὸς προσφέρω στὸν καθένα σας μιὰ λίρα. Μὴν κοιτάξετε ποιός εἶνε ὁ προσφέρων· κοιτάξτε τὸ προσφερόμενο.
Ποιό εἶνε τὸ χρυσὸ νόμισμα;
Εἶνε ἕνα ῥητό. Φτάνει ἕνα ῥητὸ τῆς ἁγίας Γραφῆς νὰ σᾶς κάνῃ πλουσίους. –Ἕνα ῥητὸ λοιπόν; αὐτὸ εἶνε τὸ χρυσὸ νόμισμα; μεγάλο πρᾶγμα… Μὰ δὲ διαβάσατε τὸν Δαυῒδ ποὺ λέει «Ἀγαθός μοι ὁ νόμος τοῦ στόματός σου ὑπὲρ χιλιάδας χρυσίου καὶ ἀργυρίου» (Ψαλμ. 118,72); παραπάνω ἀπ᾽ τὸ ἀσήμι καὶ τὸ χρυσάφι ἀγάπησα, Κύριε, τὸ νόμο σου.
Λοιπὸν τὸ χρυσὸ νόμισμα εἶνε ἕνα ῥητὸ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα· ῥητὸ ποὺ τὸ εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Ἔφεσο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας σὲ μία σύναξι πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων, ῥητὸ ἐπάνω στὸ ὁποῖο ῥητόρευσε καὶ φιλοσόφησε ὁ Μέγας Βασίλειος, ῥητὸ ποὺ εἶνε τὸ ὅπλο τοῦ Χριστιανοῦ σὲ κάθε ἐποχή. Τὸ ῥητὸ αὐτὸ λέει· Ἀδελφοί, «προσέχετε ἑαυτοῖς» (Πράξ. 20,28).
* * *
Τί σημαίνει «προσέχετε ἑαυτοῖς»; Ἄνθρωποι, στρέψτε τὴν προσοχή, τὰ τηλεσκόπια καὶ μικροσκόπιά σας, ὄχι ἐπάνω στὰ φεγγάρια, σὲ ἀστερισμοὺς καὶ γαλαξίες, ἀλλὰ σ᾽ ἕνα ἄλλο ἄπειρο σύμπαν, τὸ ὁποῖο κλείνει καὶ ὁ πιὸ ταπεινὸς ἄνθρωπος μέσα του. «Προσέχετε ἑαυτοῖς» ἴσον ἐπαγρύπνησις διαρκής· εἶνε τὸ «γνῶθι σαυτὸν» τῶν ἀρχαίων προγόνων μας, τὸ «ἔνδον σκάπτε» τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας.
Ἀκόμη ἁπλούστερα. Τί κάνεις ὅταν βαδίζῃς σὲ δρόμο ὀλισθηρό; προσέχεις μὴ γλιστρήσῃς. Ἤ, σὲ μέρος ποὺ ὑπάρχουν κακοποιοί, τί κάνεις πρὶν κοιμηθῇς; ἀμπαρώνεις πόρτες καὶ παράθυρα· ὅσοι μάλιστα ἔχουν παραδάκι, αὐτοὶ ἀσφαλίζουν ἀκόμη πιὸ πολύ. Ἂν πᾶτε καὶ σὲ τράπεζα, «ναὸ» τοῦ μαμωνᾶ, ἐκεῖ ὑπάρχουν φρουροὶ ἕτοιμοι νὰ πυροβολήσουν ὅποιον πλησιάσῃ νὰ διαρρήξῃ τὰ χρηματοκιβώτια. Ἔτσι λοιπόν, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, νὰ φυλάξῃς καὶ τὸ ἄλλο σπίτι, τὸ πνευματικό, τὸ σπίτι τῆς ψυχῆς.
Ἔχει κι αὐτὸ παράθυρα. Δὲν τὸ λέω ἐγώ. Ἂν ψάξετε τοὺς προφῆτες, θὰ δῆτε ὅτι ὁ Ἰερεμίας ἔχει ἕνα σπουδαιότατο λόγο. «Ἀνέβη», λέει, «θάνατος διὰ τῶν θυρίδων» (Ἰερ. 9,21). Βρῆκε δηλαδὴ ὁ ἐχθρὸς παράθυρο, σκαρφάλωσε σὰν τὸ λῃστὴ καὶ μπῆκε. Τὸ περίφημο αὐτὸ χωρίο ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ λέει· Φυλάξτε τὰ παράθυρα τῆς ψυχῆς σας! «Θυρίδες», παράθυρα δηλαδὴ ποὺ πρέπει νὰ τὰ φρουρῇς εἶνε – ποιά; οἱ πέντε αἰσθήσεις· ἡ ὅρασις, ἡ ἀκοή, ἡ ὄσφρησις, ἡ γεῦσις, καὶ ἡ ἁφή. Ὅσοι θέλετε νὰ τὰ δῆτε αὐτὰ καλύτερα, σᾶς συνιστῶ ν᾽ ἀγοράσετε ἕνα βιβλίο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ποὺ λέγεται Περὶ φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων· ἐκεῖ θὰ δῆτε μία ἀνάλυσι τοῦ ῥητοῦ «Ἀνέβη θάνατος διὰ τῶν θυρίδων». Φύλαγε λοιπὸν τὰ παράθυρά σου.
⃝ «Πρόσεχε σεαυτῷ» (Λευϊτ. 4,9). Πρόσεχε τί βλέπεις. «Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν» (Παροιμ. 4,25). Μὴ ξεχνᾷς, ὅτι μιὰ ματιὰ σὲ πάει στὸν παράδεισο καὶ μιὰ ματιὰ σὲ πάει στὴν κόλασι. Θυμήσου τί ἔπαθε ὁ Δαυΐδ· ἀπὸ μιὰ ματιὰ ἔπεσε, ἔκανε φόνο καὶ μοιχεία, καὶ ἐπὶ χρόνια μούσκευε μὲ δάκρυα τὸ προσκέφαλό του. Ὦ ἐσεῖς ποὺ τὰ μάτια σας βόσκουν ἐπάνω σὲ αἰσχρὰ καὶ ἀκατονόμαστα, προσέξτε καλά· «διὰ τῶν θυρίδων» τῶν ὀφθαλμῶν μπαίνει μέσα ὁ θάνατος, γεμίζει ἡ καρδιὰ αἰσθήματα βρωμερὰ καὶ ἀκάθαρτα. Πρόσεχε ἀκόμα τί διαβάζεις. Εἶνε ἀρκετὸ ἕνα βιβλίο νὰ σὲ καταστρέψῃ. Στὸν ἄλλο κόσμο, νὰ εἶστε βέβαιοι, πολλοὶ νέοι καὶ νέες θὰ λένε· Καταραμένη ἡ ὥρα ποὺ ἔπιασα στὰ χέρια μου βιβλία ποὺ μοῦ κλόνισαν τὴν πίστι καὶ τὴν ἠθική.
⃝ «Προσέχετε ἑαυτοῖς». Πρόσεχε τί βλέπεις, πρόσεχε ἀκόμα τί ἀκοῦς. Βούλωσε τὰ αὐτιά σου, νὰ μὴ δέχεσαι τὰ ἀπρεπῆ καὶ ἀνόητα, ὅ,τι ἄπιστο καὶ διεστραμμένο. Ἄνοιξε τὰ αὐτιά σου καὶ καθάρισέ τα, γιὰ νὰ ἀκοῦς τὸν ἦχο τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅ,τι εἶνε ὡραῖο καὶ ὑψηλό.
⃝ «Προσέχετε ἑαυτοῖς». Δὲν εἶπα τίποτα. Ἐγὼ θὰ ἤμουν εὐχαριστημένος, στὴ γενεὰ ποὺ ζοῦμε, στὰ πήλινα τοῦτα χρόνια, ἂν οἱ Χριστιανοὶ προσέχουν μάτια καὶ αὐτιά, προσέχουν δὲ καὶ τὴ γλῶσσα τους. Πρόσεχε λοιπὸν καὶ τί λές.
⃝ Νὰ προχωρήσουμε περισσότερο; Ἀπὸ ᾽δῶ κ᾽ ἐμπρὸς θὰ μιλήσουμε γιὰ «ἄλγεβρα». Ἐδῶ πλέον τὸν λόγο ἔχουν ἅγιοι ἀσκηταὶ τῆς ἐρήμου. Προσέχετε, μᾶς λένε, τί· τὴ σκέψι σας! Ναί, τὴ σκέψι. Γιατὶ καὶ γιὰ μιὰ σκέψι θὰ δώσετε λόγο στὸ Θεό. Πές μου τί σκέπτεσαι –ἰδίως τὴ νύχτα, ὅταν ξαπλώνεις στὸ κρεβάτι–, νὰ σοῦ πῶ τί εἶσαι. Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ κακὴ σκέψι. Μοιάζει σὰν τὸ μικρόβιο πού, ἂν περάσῃ στὶς φλέβες, εἶνε ἱκανὸ νὰ μολύνῃ ὅλο τὸ αἷμα, νὰ κάνῃ τὸν ἄνθρωπο πτῶμα. «Προσέχετε ἑαυτοῖς», λοιπόν, νὰ μὴ εἰσδύσῃ στὴν καρδιὰ πονηρὴ σκέψι. Πόσο δύσκολο εἶνε αὐτό! «Οἱ τὰ χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες… πᾶσαν ἀποθώμεθα μέριμναν». Ἀκοῦτε; «πᾶσαν μέριμναν». Σᾶς ἐρωτῶ καὶ πέστε μου· μέσα στὴ μία ὥρα, ποὺ βαστάει ἡ θεία λειτουργία, ποιός μένει ἀπερίσπαστος καὶ δὲν φεύγει καθόλου ἡ σκέψι του; Φεύγει συνεχῶς, τρέχει δεξιὰ κι ἀριστερά. Τὸ νὰ μαζέψῃς λοιπὸν τὸ μυαλό σου καὶ νὰ τό ᾽χῃς πάντα στὸ Θεὸ εἶνε μεγάλο πρᾶγμα, τὸ ὁποῖο μετὰ ἀπὸ πολὺ ἀγῶνα καὶ μόχθο κατώρθωσαν οἱ πατέρες τῆς ἐρήμου οἱ λεγόμενοι νηπτικοί. Τώρα ἐμεῖς ἔχουμε θολὰ μυαλά, τὸ μυαλό μας δὲν εἶνε καθαρό. Ὅταν ἤμουν στὰ Γρεβενά, ἔτυχε νὰ βρεθῶ χειμῶνα κοντὰ στὸν Ἁλιάκμονα ποταμό, ποὺ κατέβαινε ὁρμητικὸς καὶ τὸ ῥεῦμα του ἦταν θολό. Πῆγα καὶ Αὔγουστο, καὶ τότε τὸ ῥεῦμα ἔρρεε τόσο καθαρό, ὥστε ἔβλεπα τὴ μορφή μου, καθρεφτιζόμουν μέσ᾽ στὰ νερά· ἔβλεπα στὸν πυθμένα τὰ πετραδάκια, ἄσπρα – μαῦρα – κόκκινα, διέκρινα ἀκόμα καὶ τὰ ψαράκια ποὺ κολυμποῦσαν. «Τοῖς τὰ φαῦλα πράσσουσι Θεὸς οὐκ ἐμφανίζεται». Θολὸ μυαλὸ δὲν βλέπει τὸ Θεό· καρδιὰ καθαρὴ τὸν βλέπει.
Ἀκόμη ἁπλούστερα. Τί κάνεις ὅταν βαδίζῃς σὲ δρόμο ὀλισθηρό; προσέχεις μὴ γλιστρήσῃς. Ἤ, σὲ μέρος ποὺ ὑπάρχουν κακοποιοί, τί κάνεις πρὶν κοιμηθῇς; ἀμπαρώνεις πόρτες καὶ παράθυρα· ὅσοι μάλιστα ἔχουν παραδάκι, αὐτοὶ ἀσφαλίζουν ἀκόμη πιὸ πολύ. Ἂν πᾶτε καὶ σὲ τράπεζα, «ναὸ» τοῦ μαμωνᾶ, ἐκεῖ ὑπάρχουν φρουροὶ ἕτοιμοι νὰ πυροβολήσουν ὅποιον πλησιάσῃ νὰ διαρρήξῃ τὰ χρηματοκιβώτια. Ἔτσι λοιπόν, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, νὰ φυλάξῃς καὶ τὸ ἄλλο σπίτι, τὸ πνευματικό, τὸ σπίτι τῆς ψυχῆς.
Ἔχει κι αὐτὸ παράθυρα. Δὲν τὸ λέω ἐγώ. Ἂν ψάξετε τοὺς προφῆτες, θὰ δῆτε ὅτι ὁ Ἰερεμίας ἔχει ἕνα σπουδαιότατο λόγο. «Ἀνέβη», λέει, «θάνατος διὰ τῶν θυρίδων» (Ἰερ. 9,21). Βρῆκε δηλαδὴ ὁ ἐχθρὸς παράθυρο, σκαρφάλωσε σὰν τὸ λῃστὴ καὶ μπῆκε. Τὸ περίφημο αὐτὸ χωρίο ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ λέει· Φυλάξτε τὰ παράθυρα τῆς ψυχῆς σας! «Θυρίδες», παράθυρα δηλαδὴ ποὺ πρέπει νὰ τὰ φρουρῇς εἶνε – ποιά; οἱ πέντε αἰσθήσεις· ἡ ὅρασις, ἡ ἀκοή, ἡ ὄσφρησις, ἡ γεῦσις, καὶ ἡ ἁφή. Ὅσοι θέλετε νὰ τὰ δῆτε αὐτὰ καλύτερα, σᾶς συνιστῶ ν᾽ ἀγοράσετε ἕνα βιβλίο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ποὺ λέγεται Περὶ φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων· ἐκεῖ θὰ δῆτε μία ἀνάλυσι τοῦ ῥητοῦ «Ἀνέβη θάνατος διὰ τῶν θυρίδων». Φύλαγε λοιπὸν τὰ παράθυρά σου.
⃝ «Πρόσεχε σεαυτῷ» (Λευϊτ. 4,9). Πρόσεχε τί βλέπεις. «Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν» (Παροιμ. 4,25). Μὴ ξεχνᾷς, ὅτι μιὰ ματιὰ σὲ πάει στὸν παράδεισο καὶ μιὰ ματιὰ σὲ πάει στὴν κόλασι. Θυμήσου τί ἔπαθε ὁ Δαυΐδ· ἀπὸ μιὰ ματιὰ ἔπεσε, ἔκανε φόνο καὶ μοιχεία, καὶ ἐπὶ χρόνια μούσκευε μὲ δάκρυα τὸ προσκέφαλό του. Ὦ ἐσεῖς ποὺ τὰ μάτια σας βόσκουν ἐπάνω σὲ αἰσχρὰ καὶ ἀκατονόμαστα, προσέξτε καλά· «διὰ τῶν θυρίδων» τῶν ὀφθαλμῶν μπαίνει μέσα ὁ θάνατος, γεμίζει ἡ καρδιὰ αἰσθήματα βρωμερὰ καὶ ἀκάθαρτα. Πρόσεχε ἀκόμα τί διαβάζεις. Εἶνε ἀρκετὸ ἕνα βιβλίο νὰ σὲ καταστρέψῃ. Στὸν ἄλλο κόσμο, νὰ εἶστε βέβαιοι, πολλοὶ νέοι καὶ νέες θὰ λένε· Καταραμένη ἡ ὥρα ποὺ ἔπιασα στὰ χέρια μου βιβλία ποὺ μοῦ κλόνισαν τὴν πίστι καὶ τὴν ἠθική.
⃝ «Προσέχετε ἑαυτοῖς». Πρόσεχε τί βλέπεις, πρόσεχε ἀκόμα τί ἀκοῦς. Βούλωσε τὰ αὐτιά σου, νὰ μὴ δέχεσαι τὰ ἀπρεπῆ καὶ ἀνόητα, ὅ,τι ἄπιστο καὶ διεστραμμένο. Ἄνοιξε τὰ αὐτιά σου καὶ καθάρισέ τα, γιὰ νὰ ἀκοῦς τὸν ἦχο τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅ,τι εἶνε ὡραῖο καὶ ὑψηλό.
⃝ «Προσέχετε ἑαυτοῖς». Δὲν εἶπα τίποτα. Ἐγὼ θὰ ἤμουν εὐχαριστημένος, στὴ γενεὰ ποὺ ζοῦμε, στὰ πήλινα τοῦτα χρόνια, ἂν οἱ Χριστιανοὶ προσέχουν μάτια καὶ αὐτιά, προσέχουν δὲ καὶ τὴ γλῶσσα τους. Πρόσεχε λοιπὸν καὶ τί λές.
⃝ Νὰ προχωρήσουμε περισσότερο; Ἀπὸ ᾽δῶ κ᾽ ἐμπρὸς θὰ μιλήσουμε γιὰ «ἄλγεβρα». Ἐδῶ πλέον τὸν λόγο ἔχουν ἅγιοι ἀσκηταὶ τῆς ἐρήμου. Προσέχετε, μᾶς λένε, τί· τὴ σκέψι σας! Ναί, τὴ σκέψι. Γιατὶ καὶ γιὰ μιὰ σκέψι θὰ δώσετε λόγο στὸ Θεό. Πές μου τί σκέπτεσαι –ἰδίως τὴ νύχτα, ὅταν ξαπλώνεις στὸ κρεβάτι–, νὰ σοῦ πῶ τί εἶσαι. Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ κακὴ σκέψι. Μοιάζει σὰν τὸ μικρόβιο πού, ἂν περάσῃ στὶς φλέβες, εἶνε ἱκανὸ νὰ μολύνῃ ὅλο τὸ αἷμα, νὰ κάνῃ τὸν ἄνθρωπο πτῶμα. «Προσέχετε ἑαυτοῖς», λοιπόν, νὰ μὴ εἰσδύσῃ στὴν καρδιὰ πονηρὴ σκέψι. Πόσο δύσκολο εἶνε αὐτό! «Οἱ τὰ χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες… πᾶσαν ἀποθώμεθα μέριμναν». Ἀκοῦτε; «πᾶσαν μέριμναν». Σᾶς ἐρωτῶ καὶ πέστε μου· μέσα στὴ μία ὥρα, ποὺ βαστάει ἡ θεία λειτουργία, ποιός μένει ἀπερίσπαστος καὶ δὲν φεύγει καθόλου ἡ σκέψι του; Φεύγει συνεχῶς, τρέχει δεξιὰ κι ἀριστερά. Τὸ νὰ μαζέψῃς λοιπὸν τὸ μυαλό σου καὶ νὰ τό ᾽χῃς πάντα στὸ Θεὸ εἶνε μεγάλο πρᾶγμα, τὸ ὁποῖο μετὰ ἀπὸ πολὺ ἀγῶνα καὶ μόχθο κατώρθωσαν οἱ πατέρες τῆς ἐρήμου οἱ λεγόμενοι νηπτικοί. Τώρα ἐμεῖς ἔχουμε θολὰ μυαλά, τὸ μυαλό μας δὲν εἶνε καθαρό. Ὅταν ἤμουν στὰ Γρεβενά, ἔτυχε νὰ βρεθῶ χειμῶνα κοντὰ στὸν Ἁλιάκμονα ποταμό, ποὺ κατέβαινε ὁρμητικὸς καὶ τὸ ῥεῦμα του ἦταν θολό. Πῆγα καὶ Αὔγουστο, καὶ τότε τὸ ῥεῦμα ἔρρεε τόσο καθαρό, ὥστε ἔβλεπα τὴ μορφή μου, καθρεφτιζόμουν μέσ᾽ στὰ νερά· ἔβλεπα στὸν πυθμένα τὰ πετραδάκια, ἄσπρα – μαῦρα – κόκκινα, διέκρινα ἀκόμα καὶ τὰ ψαράκια ποὺ κολυμποῦσαν. «Τοῖς τὰ φαῦλα πράσσουσι Θεὸς οὐκ ἐμφανίζεται». Θολὸ μυαλὸ δὲν βλέπει τὸ Θεό· καρδιὰ καθαρὴ τὸν βλέπει.
* * *
Ἀδελφοί μου, «προσέχετε ἑαυτοῖς» νύχτα – μέρα. Σῶσε με, Κύριε, λέει ἡ Γραφή, «ἀπὸ φόβου νυκτερινοῦ, ἀπὸ βέλους πετομένου ἡμέρας, ἀπὸ πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ» (Ψαλμ. 90,5-6). Φυλαχθῆτε καὶ στὸ δρόμο καὶ στὴν πλατεῖα καὶ στὴν ἔρημο· παντοῦ καραδοκεῖ ὁ ἐχθρὸς κρατώντας ὅπλα τρομερά.
Ἀλλὰ ἐγὼ φοβᾶμαι τὸν διάβολο περισσότερο ὅταν ἀφήνῃ τὰ ὑλικὰ ὅπλα καὶ φορῇ μάσκα ἀγγέλου. Τότε πῶς θὰ φυλαχθῶ; Ὅταν ὁ τόπος μας ἀπειλεῖτο ἀπὸ ἐχθροὺς σιδηρόφρακτους, τὸ φρόνημά μας ἦταν ὑγιές· τώρα ὁ διάβολος μᾶς ἐπιτίθεται μὲ προσωπεῖα, ὡραῖες μουτσοῦνες. Γελαστός, μελιστάλακτος, εὐγενέστατος, τζέντελμαν. Κρατάει πανέρια μὲ λουλούδια καὶ λέει· Ἔλα νέε μου, ἔλα κοπέλλα μου, πάρε, μὴ φοβᾶσαι… Παιδιά, προσέξτε· μὴν ἁπλώσετε χέρι στὰ πανέρια του, γιατὶ κάτω ἀπ᾽ τὰ λουλούδια κρύβονται φίδια. «Προσέχετε ἑαυτοῖς», λέει ὁ Παῦλος· τὸ ἴδιο καὶ ὁ Χριστός, ὁ Κύριός μας· «Γρηγορεῖτε» (Ματθ. 24,42 κ.ἀ.). «Προσέχετε ἑαυτοῖς μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις βιωτικαῖς, καὶ αἰφνίδιος ἐφ᾽ ὑμᾶς ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη» (Λουκ. 21,34).
Θὰ φέρω δύο εἰκόνες, γιὰ νὰ αἰσθητοποιήσω τὸν κίνδυνο. Στὰ φοβερὰ χρόνια τοῦ τελευταίου πολέμου, εἶδα στρατιῶτες στὴ σκοπιὰ πού, γιὰ νὰ μὴν ἀποκοιμηθοῦν, κεντοῦσαν τὸ κορμί τους μὲ βελόνες! Κ᾽ ἐσὺ σκοπὸς εἶσαι· φύλαγε ἄγρυπνα λοιπόν. Καὶ ἡ ἄλλη εἰκόνα· στὶς 29 Μαΐου 1453 «ἑάλω ἡ Πόλις», ἔπεσε ἡ Βασιλεύουσα. Πῶς ἔπεσε; Ἔμεινε ἀφύλαχτη ἡ Κερκόπορτα. Καὶ ἐδῶ ὁ ἐχθρὸς εἶνε μπροστά μας, κινδυνεύουμε πάλι. Φυλάξτε τὰ τείχη. Ὅλοι στὶς θέσεις τους ἐν ἐπιφυλακῇ.
Κινδυνεύουμε ἀπὸ ἐχθροὺς ὄχι τόσο ἐξωτερικοὺς ὅσο ἐσωτερικούς, ἀπὸ τὰ ἐλαττώματα καὶ τὰ πάθη μας μὲ κορυφαῖο τὴ διχόνοια.
Ἀδελφοί, «προσέχετε ἑαυτοῖς». Μερικοὶ ἔχουν νὰ φυλάξουν ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό τους ἀλλὰ καὶ ἄλλους ποὺ βρίσκονται ὑπὸ τὴν εὐθύνη τους· ὁ οἰκογενειάρχης τὰ παιδιά του, ὁ δάσκαλος τοὺς μαθητάς του, ὁ ἀξιωματικὸς τοὺς στρατιῶτες του, ὁ νομάρχης τὸ νομό του, ὁ ἐπίσκοπος τὴν ἐπισκοπή του. Φυλάξτε τὰ ποίμνιά σας.
Ἂς σταθοῦμε στὶς ἐπάλξεις, ἂς φυλάξουμε τὶς νεώτερες Θερμοπύλες τοῦ γένους. Ἂν πρόκειται ν᾽ ἀλλάξουμε πίστι, νὰ γίνουμε φράγκοι, προτεστάντες, χιλιασταί, ἰεχωβῖτες, ροταριανοί, μασόνοι· ἂν πρόκειται νὰ χάσουμε τὴν πίστι μας, χίλιες φορὲς νὰ πεθάνουμε. Ὅλοι γενναῖοι στρατιῶτες. Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ πίστεως. Τότε θὰ φανοῦμε ἄξιοι τῶν πατέρων μας, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη θὰ εἶνε αἰωνία.
Ἀλλὰ ἐγὼ φοβᾶμαι τὸν διάβολο περισσότερο ὅταν ἀφήνῃ τὰ ὑλικὰ ὅπλα καὶ φορῇ μάσκα ἀγγέλου. Τότε πῶς θὰ φυλαχθῶ; Ὅταν ὁ τόπος μας ἀπειλεῖτο ἀπὸ ἐχθροὺς σιδηρόφρακτους, τὸ φρόνημά μας ἦταν ὑγιές· τώρα ὁ διάβολος μᾶς ἐπιτίθεται μὲ προσωπεῖα, ὡραῖες μουτσοῦνες. Γελαστός, μελιστάλακτος, εὐγενέστατος, τζέντελμαν. Κρατάει πανέρια μὲ λουλούδια καὶ λέει· Ἔλα νέε μου, ἔλα κοπέλλα μου, πάρε, μὴ φοβᾶσαι… Παιδιά, προσέξτε· μὴν ἁπλώσετε χέρι στὰ πανέρια του, γιατὶ κάτω ἀπ᾽ τὰ λουλούδια κρύβονται φίδια. «Προσέχετε ἑαυτοῖς», λέει ὁ Παῦλος· τὸ ἴδιο καὶ ὁ Χριστός, ὁ Κύριός μας· «Γρηγορεῖτε» (Ματθ. 24,42 κ.ἀ.). «Προσέχετε ἑαυτοῖς μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις βιωτικαῖς, καὶ αἰφνίδιος ἐφ᾽ ὑμᾶς ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη» (Λουκ. 21,34).
Θὰ φέρω δύο εἰκόνες, γιὰ νὰ αἰσθητοποιήσω τὸν κίνδυνο. Στὰ φοβερὰ χρόνια τοῦ τελευταίου πολέμου, εἶδα στρατιῶτες στὴ σκοπιὰ πού, γιὰ νὰ μὴν ἀποκοιμηθοῦν, κεντοῦσαν τὸ κορμί τους μὲ βελόνες! Κ᾽ ἐσὺ σκοπὸς εἶσαι· φύλαγε ἄγρυπνα λοιπόν. Καὶ ἡ ἄλλη εἰκόνα· στὶς 29 Μαΐου 1453 «ἑάλω ἡ Πόλις», ἔπεσε ἡ Βασιλεύουσα. Πῶς ἔπεσε; Ἔμεινε ἀφύλαχτη ἡ Κερκόπορτα. Καὶ ἐδῶ ὁ ἐχθρὸς εἶνε μπροστά μας, κινδυνεύουμε πάλι. Φυλάξτε τὰ τείχη. Ὅλοι στὶς θέσεις τους ἐν ἐπιφυλακῇ.
Κινδυνεύουμε ἀπὸ ἐχθροὺς ὄχι τόσο ἐξωτερικοὺς ὅσο ἐσωτερικούς, ἀπὸ τὰ ἐλαττώματα καὶ τὰ πάθη μας μὲ κορυφαῖο τὴ διχόνοια.
Ἀδελφοί, «προσέχετε ἑαυτοῖς». Μερικοὶ ἔχουν νὰ φυλάξουν ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό τους ἀλλὰ καὶ ἄλλους ποὺ βρίσκονται ὑπὸ τὴν εὐθύνη τους· ὁ οἰκογενειάρχης τὰ παιδιά του, ὁ δάσκαλος τοὺς μαθητάς του, ὁ ἀξιωματικὸς τοὺς στρατιῶτες του, ὁ νομάρχης τὸ νομό του, ὁ ἐπίσκοπος τὴν ἐπισκοπή του. Φυλάξτε τὰ ποίμνιά σας.
Ἂς σταθοῦμε στὶς ἐπάλξεις, ἂς φυλάξουμε τὶς νεώτερες Θερμοπύλες τοῦ γένους. Ἂν πρόκειται ν᾽ ἀλλάξουμε πίστι, νὰ γίνουμε φράγκοι, προτεστάντες, χιλιασταί, ἰεχωβῖτες, ροταριανοί, μασόνοι· ἂν πρόκειται νὰ χάσουμε τὴν πίστι μας, χίλιες φορὲς νὰ πεθάνουμε. Ὅλοι γενναῖοι στρατιῶτες. Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ πίστεως. Τότε θὰ φανοῦμε ἄξιοι τῶν πατέρων μας, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη θὰ εἶνε αἰωνία.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν μητροπολιτικὸ ἱ. ναὸ Εὐαγγελιστρίας Πατρῶν τὴν 26-5-1963.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 79β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 79β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)