Όταν μετρά αντίστροφα
του Απόστολου Σαραντίδη
Εκείνο το Σάββατο έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη του δεκάχρονου αγοριού που ανέμελο σηκώθηκε μες στο ζεστό καλοκαιρινό πρωινό αρκετά νωρίτερα από το συνηθισμένο διότι στο σπίτι γίνονταν δουλειές με φούντες και ήθελε όπως κάθε μέρα από τότε που άρχισαν να ανακατεύεται, λες και μπορούσε να κατευθύνει το χρώμα στον τοίχο που αργότερα η μόδα θα τον σκέπαζε με ανάγλυφο χαρτί ταπετσαρίας.
Ο Αλέκος, τριαντάρης, ψηλός, ξερακιανός γείτονας με το τσιγάρο συνεχώς στο χέρι, από ώρα είχε αρχίσει να βάφει με τις μπογιές και τα πινέλα του, το πλαστικό και το λάδι. Το πρώτο άσπρισμα. Το απαραίτητο φρεσκάρισμα του νέου σχετικά σπιτικού από το 1964 που άρχισε να κτίζεται και δέκα χρόνια μετά, το πρέπον ήταν να μοσχομυρίσει χρώμα και καθαριότητα.
Την προηγούμενη το απόγευμα ο μικρός Απόστολος είχε ανέβει με τη μητέρα του και πλήθος κόσμου στον Προφητηλία με τα πόδια για τον εσπερινό της παραμονής της γιορτής. Όλη η πόλη ανεβαίνει εκεί ψηλά κάθε χρόνο τέτοια μέρα πεζοπορώντας να πανηγυρίσει τον προφήτη. Ψητό καλαμπόκι στην επιστροφή, φωτάκια στα κιόσκια μικροπωλητών, της γριάς το μαλλί, γλειφιτζούρια και άλλες λειχουδιές έξω από την εκκλησία. Βασιλικός στις γλάστρες και δίπλα τα κεριά να ανάβουν αμέτρητα μπροστά στην εικόνα του Αγίου. Ζέστη και η απόγεια αύρα το βράδυ δροσίζει το μέτωπο. Από κάτω η πόλη λαμπερή και όσο ανεβαίνει το βλέμμα πριν το σκοτάδι σκεπάσει τον ορίζοντα, το απέραντο γαλάζιο να χάνεται μες στη θολή υγρασία.
Ανήμερα από το πρωί δουλειά και χρώματα. Νέφτι και έντονη μυρουδιά. Ένα απλό καλοκαιριάτικο πρωινό με ένα σπίτι ξεσηκωμένο. Το άσπρο κουνέλι στην αυλή τρέχει για λίγο που αφέθηκε ελεύθερο τρώγοντας φρεσκοκομμένο χορτάρι και οι δύο κότες, η Ασπρουλή και η Καφεδούλα τσιμπολογούνε στο κοτέτσι. Τίποτα μα τίποτα δεν προμηνύει κάτι διαφορετικό. Και οι ειδήσεις στην ασπρόμαυρη τηλεόραση χθες όλα καλά τα είπαν. Ανυποψίαστοι. Σαν να μη συνέβη τίποτα πέντε μέρες πριν ή μάλλον κάτι είχε γίνει. Η ενθρόνιση του νέου μας μητροπολίτη. Νεαρός, ούτε τριανταπέντε και ο ίδιος ως τα σήμερα.
Μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο. Γύρω στις δέκα θα ήταν. Η θεία η Χρυσώ από τη δουλειά της στο Παληό. Ο μικρός το σήκωσε. Πάντα έτρεχε να σηκώσει το τηλέφωνο. «Ανοίξτε το ραδιόφωνο. Δεν είναι καλά τα πράγματα». Η τηλεόραση ξεκινούσε από το απόγευμα. Για πότε η βελόνα συντονίστηκε και βρήκε σταθμό αλλά παντού εμβατήρια. Αναγγελία ενός διαγγέλματος από τον πρωθυπουργό, κάποιον Ανδρουτσόπουλο που σε λίγο βγήκε και είπε ή μάλλον το ανάγνωσε ο εκφωνητής διότι πρωθυπουργός δεν βρίσκονταν. «Γενική επιστράτευση». Δεύτερο τηλεφώνημα από τη μητέρα να μιλάει για πόλεμο με την Τουρκία που χτύπησε την Κύπρο αλλά η κυρα - Ειρήνη η εργοδότρια πήγε στη θάλασσα λέγοντας «Ο πόλεμος πόλεμος κυρία Άννα και το μπάνιο μπάνιο». Ο Αλέκος τα παράτησε κι έφυγε αμέσως. Την επομένη επιστρατεύτηκε. Στο διπλανό σπίτι τα μικρά κορίτσια έκλαιγαν που ο μπαμπάς θα έφευγε στον πόλεμο.
Η οδηγία προς τον μικρό, να πάει οπωσδήποτε να αγοράσει από τον φούρνο ψωμί. Πού ψωμί! Στον φούρνο του Γαβρήλου σπασμένη η τζαμαρία και στα ράφια ψίχουλα. Επιδρομή…! Στα μπακάλικα ούτε γάλα μήτε κονσέρβα. Ο μικρός είχε μαζί παρέα και συμπαραστάτη του και τη Γιώτα, τη μικρή γειτονοπούλα, ένα χρόνο μεγαλύτερή του. «Άντε, πάμε στον επόμενο». Κι εκεί τα ίδια. Μέχρι τις μία είχαν γυρίσει όλο το κέντρο της πόλης και το απόκεντρο και όλους τους γνωστούς φούρνους που ήξεραν. Τα πόδια άρχισαν να πονάνε ύστερα από τόσο περπάτημα. Φθάνουν και στο σπίτι της θείας Όλγας στον Άγιο Παύλο. Τη βρίσκει να κάθεται έξω, στο μαγαζί της Αμαλίας μαζί με την Αμαλία. «Θεία, ψωμί!».
Ψωμί δεν βρέθηκε εκείνη την ημέρα. Στον δρόμο όμως είδαν και βρέθηκαν να περνάνε δεκάδες στρατιωτικά καμιόνια γεμάτα με φαντάρους, από τις Καμάρες προς τον Έβρο και ο κόσμος να τους χειροκροτεί. Ο μικρός θυμήθηκε τότε εικόνες που έβλεπε στα επίκαιρα από τον πόλεμο του ’40 και ιστορίες που του έλεγε ο πατέρας του για την εποχή εκείνη και φούσκωσε από περηφάνια. Το βράδυ οι ειδήσεις δείχνανε αλεξιπτωτιστές να πέφτουν στο νησί, τανκς και πυροβόλα αλλά οι δικοί μας έλεγαν ότι έριχναν τούρκικα αεροπλάνα. «Δύο αεροπλάνα κατερρίφθησαν». Ζητωκραυγές. «Πέντε αεροπλάνα κατερρίφθησαν». Εντονότερες οι ζητωκραυγές μας. «Έντεκα». «Τους νικάμε! Τους τρώμε! Θα τους συντρίψουμε!»
Τις επόμενες ημέρες αποκαλύφθηκε ο εφιάλτης. Τους επόμενους μήνες η τραγωδία. Πρόσφυγες, αγνοούμενοι, ξεριζωμένοι, σφαγιασμένοι. Και στον μικρό έρχονταν μνήμες όχι πια από διηγήσεις του ’40 αλλά από το ’22 που ήταν σαν να τα είχε ζήσει τόσο παραστατικά και έντονα που του τα έλεγαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες και οι θειάδες, που άφησαν αμπέλια ατρύγητα και χωράφια αθέριστα και μέρη τόσο εύφορα όσο πουθενά στην πατρίδα. Από την αριστοκρατία στην ανέχεια. Πρώτος διωγμός. Δεύτερος διωγμός. Μόνο ο αρχιεπίσκοπος και αντιβασιλέας Δαμασκηνός, εξάδελφος του παππού, να θυμίζει μια καταγωγή. Όταν έλεγαν «πατρίδα» το ένοιωθες ότι πάλλονταν κάτι μέσα τους, πως ποτέ δεν πίστεψαν ότι είναι χαμένη. Ήταν η πατρίδα και δεν ήταν το όνειρο. Ήταν η κατεχόμενη που αργότερα μας έμαθαν να τις λέμε αλησμόνητες.
Έπειτα Καραμανλής και μετά Μακάριος και Ετσεβίτ και Ζυρίχη και Κίσινγκερ και ελπίδες και Αττίλας και Ντενκτάς και λόγια και λόγια και χρόνια και χρόνια και τα ίδια και τα ίδια. Μέχρι που ένας Κρανιδιώτης είπε ότι θα έπρεπε να μπει η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και χαμογελάσαμε γιατί αυτά δεν γίνονται και μέχρι τον Τάσο Παπαδόπουλο που μαζί με τους σπάνιους είδαμε το αδιανόητο να πραγματοποιείται χωρίς να συνειδητοποιούμε ακόμη τι πραγματικά συντελείται, ώσπου σώθηκε αρχικά η τιμή της Κύπρου. Διότι ήταν τόσο μεγάλος που μπορούσε να ακούει μεγάλους και να μετρά αντίστροφα από εκείνο το Σάββατο ακόμη χωρίς να λογαριάζει ραγιάδες.
Η αντίστροφη μέτρηση συνεχίζεται μέχρι να μηδενίσει σύντομα στη νέα αρχή που φέρνει σήμερα η θάλασσα η οποία διαχρονικά μας επιτρέπει να επιβιώνουμε επί χιλιετίες με τους μηχανισμούς και το πλαίσιο της απελευθέρωσης που φέρνει και για όποιον δεν καταλαβαίνει ακόμη ας δει τους χάρτες της θάλασσας κι ας θυμηθεί τη Χάρτα και ας γυρίσει την ιστορική του μνήμη διακόσια δύο χρόνια πίσω και αντίστροφα. Ανήμερα του Σταυρού.