† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
«ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΑΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ»
(Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ τρίτη Κυριακὴ τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Βρισκόμαστε στὸ μέσον ἑνὸς δύσβατου δρόμου καὶ διεξάγουμε μία πνευματικὴ μάχη. Νιώθουμε τὴν ἀνάγκη κάπου νὰ σταματήσουμε γιὰ ν᾽ ἀνανεώσουμε δυνάμεις καὶ νὰ πάρουμε θάρρος. Σ᾽ ἕνα πόλεμο, ὅταν ἡ μάχη βρίσκεται σὲ δύσκολη φάσι, οἱ μαχηταὶ ἀναπτερώνονται ὅταν δοῦν νὰ ξεδιπλώνεται μπροστά τους ἡ σημαία· τότε, ὅσο δειλοὶ καὶ νά ᾽νε, ἐνθουσιάζονται γιὰ ν᾽ ἀγωνισθοῦν. Ἔτσι λοιπὸν κ᾽ ἐμεῖς. Ὁδοιποροῦμε, καὶ στὰ μισὰ τοῦ δρόμου βρίσκουμε τὸ μεγάλο εὐσκιόφυλλο δέντρο, τὸν τίμιο σταυρό. Στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ εἴμεθα, καὶ σὲ μία κρίσιμη στιγμὴ τῆς μάχης ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, τοῦ κόσμου, τῆς σαρκός, καὶ τοῦ διαβόλου, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ξεδιπλώνει τὴν ἀήττητη σημαία της, τὸν τίμιο σταυρό.
Κάτω ἀπ᾽ τὸ φλάμπουρο αὐτὸ τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἀγωνίστηκαν μυριάδες ἁγίων. Κάτω ἀπὸ αὐτὸ καλεῖ κ᾽ ἐμᾶς τώρα ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἀκοῦτε τί σαλπίζει; «Ἐμπρός, προχωρεῖτε, μὴ μένετε στάσιμοι!».
Τὸ πρῶτο του σάλπισμα εἶνε σάλπισμα ἐλευθερίας. Κανείς ἄλλος δὲν κήρυξε τόσο ἔντονα τὸ δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας ὅπως ὁ Χριστός. Τί σαλπίζει σήμερα· «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν…» (Μᾶρκ. 8,34), ὅποιος θέλει. Δὲν βιάζει κανένα. Μπροστά σου εἶνε τὸ νερὸ καὶ ἡ φωτιά· ἂν βάλῃς τὸ χέρι σου στὸ νερὸ θὰ δροσιστῇς, ἂν τὸ βάλῃς στὴ φωτιὰ θὰ καῇς· διάλεξε καὶ πάρε (βλ. Σ. Σειρ. 15,16). Ἀφήνει ἐλευθερία, δὲν ἀσκεῖ βία. Θέλει ἐθελοντάς, πρόθυμους νὰ ὑπακούουν στὰ ἱερά του κελεύσματα.
Τὸ ἄλλο διάγγελμα τοῦ Χριστοῦ μας λέει· Σᾶς καλῶ σὲ μάχη ὄχι γιὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα· πρόκειται γιὰ ὕψιστο ζήτημα – καὶ λέει λόγια ἀνεκτίμητα· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36-37). Ἄμποτε νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς ν᾽ ἀνοίξουν οἱ σκληρὲς καρδιές μας, ν᾽ ἀκούσουμε τὰ λόγια αὐτά, ποὺ τ᾽ ἄκουγαν παλαιότερα οἱ ἄνθρωποι καὶ αἰσθάνονταν τὸν ἅγιο σεισμὸ τῆς μετανοίας.
* * *
«Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;». Τὸ εὐαγγέλιο ὁμιλεῖ περὶ ψυχῆς. Καὶ τὸ θέμα αὐτὸ εἶνε πολὺ μεγάλο. Ἕνα ἀπὸ τὰ δυό· ἢ ὑπάρχει ψυχή, ἢ δὲν ὑπάρχει. Ἂν δὲν ὑπάρχῃ, τότε ἔχουν δίκιο ὁ ἀρχαῖος Ἐπίκουρος καὶ οἱ σημερινοὶ ὀπαδοί του ὑλισταὶ καὶ ἄπιστοι, ποὺ διακηρύττουν «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (᾿Ησ. 22,13· Α´ Κορ. 15,32). Ἂν ὅμως ὑπάρχῃ ―καὶ ὑπάρχει!―, τότε ἀπὸ ἄλλη ὀπτικὴ γωνία πρέπει νὰ δοῦμε τὸν κόσμο καὶ πολὺ νὰ σκεφθοῦμε. Διότι ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει στὸν τάφο μὲ τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη – ποιός τὸ εἶπε; Ὁ τάφος εἶνε ἀρχὴ νέας ἀπέραντης ζωῆς.
Μά, θὰ πῇ ὁ ἄλλος, ἐγὼ εἶμαι ἐπιστήμονας· θέλω ἀποδείξεις, τεκμήρια, γιὰ νὰ πιστέψω… Ἔτσι κάποτε στὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμὸς» ἕνας ἄθεος γιατρός, τὴν ὥρα ποὺ ἔκανε ἐγχείρησι ἐκπαιδεύοντας τοὺς φοιτητὰς κι ἀνακάτευε τὰ σπλάχνα τοῦ ἀρρώστου, ἔλεγε· «Ποῦ εἶνε ἡ ψυχή;…». Ὁ ἀνόητος! ἤθελε νὰ βρῇ τὴν ψυχὴ μέσ᾽ στὰ ἐντόσθια. Ὄχι, ἀδέρφια μου· ἡ ψυχὴ ὑπάρχει. Θὰ πῇς· Δὲν τὴ βλέπω.
Μπορῶ λοιπὸν νὰ σοῦ ἀπαριθμήσω πολλὰ πράγματα ποὺ δὲν τὰ βλέπεις κι ὅμως ὑπάρχουν. Ἕνα ποτήρι νερὸ εἶνε γεμᾶτο ἑκατομμύρια μικρόβια, ποὺ ἂν τὸ μάτι μας μποροῦσε νὰ τὰ δῇ δὲν θὰ πίναμε. Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶνε ἐπίσης γεμάτη μικρόβια, τὰ ὁποῖα ἀναπνέουμε. Εἶνε τόσο μικρά, ποὺ δὲν φαίνονται. Ὁ ἴδιος ὁ ἀέρας. Τὸν εἶδε κανείς; Δὲν τὸν βλέπουμε, ἀλλὰ αἰσθανόμεθα τ᾽ ἀποτελέσματά του· ἀκοῦς καὶ σφυρίζει, τὸν νιώθεις στὸ πρόσωπο, βλέπεις νὰ σείῃ τὰ φύλλα, νὰ ξερριζώνῃ δέντρα, νὰ ταράζῃ τὴ θάλασσα. Ἀπὸ τὶς ἐκδηλώσεις του εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὑπάρχει. Στὸν οὐρανό, ἀκόμη, ὑπάρχουν ἀναρίθμητα ἀστέρια ποὺ μὲ τὸ μάτι δὲν μπορεῖς νὰ τὰ διακρίνῃς. Θέλετε ἕνα ἀκόμη παράδειγμα; Ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τοῦ ἠλεκτρισμοῦ. Ποιός εἶδε τὸν ἠλεκτρισμό; Κανείς. Βλέπουμε ὅμως μιὰ λάμπα ποὺ φωτίζει ἢ ἀγγίζουμε ἕνα σύρμα καὶ μᾶς χτυπάει. Ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ βλέπουμε, κι ὅμως ὑπάρχουν.
Ἔτσι καὶ ἡ ψυχή. Δὲν φαίνεται, ἀλλὰ ἐκδηλώνεται. Ποιές εἶνε οἱ ἐκδηλώσεις τῆς ψυχῆς;
Πρῶτα – πρῶτα ἡ σκέψι. Ἐνῷ εἶσαι στὸ σπίτι σου, φθάνεις μακριά. Ἔχεις συγγενῆ ἢ φίλο στὴν ξενιτειά; Αὐτοστιγμεὶ φτάνεις ἐκεῖ. Πατάει τὸ κορμί σου ἐδῶ, μὰ τὸ πνεῦμα σου βρίσκεται στὴν Αὐστραλία, στὴ Νέα Ὑόρκη, στὸ Σικάγο κ.τ.λ.. Πῶς; Μὲ τὴ σκέψι, μὲ τὴν ψυχή. Ὤ ἡ σκέψι! Σκύβει ὁ Ἀρχιμήδης ἀπορροφημένος στὰ σχέδιά του, ἀφαιρεῖται, κ᾽ ἐνῷ κινδυνεύει ἡ ζωή του αὐτὸς λέει «Μή μου τοὺς κύκλους τάραττε», ἀλλ᾽ ἔτσι γίνονται οἱ ἀνακαλύψεις. Ξενυχτᾷ ὁ ἀστρονόμος παρατηρώντας τ᾽ ἀστέρια, κάνει ὑπολογισμούς, βγάζει συμπεράσματα. Ὁ ἰατρὸς μελετᾷ βιβλία, μαθαίνει τὸν ὀργανισμό, ἐξετάζει τὸν ἀσθενῆ, κάνει διάγνωσι, δίνει θεραπεία. Σὲ ἄλλον ἡ σκέψι γίνεται ἔμπνευσι, δημιουργία, ποίησι, τραγούδι. Καὶ ὁ πιστὸς βρίσκεσαι μὲ τὸ σῶμα μέσα στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ ἡ ψυχή του πετάει στὸ θρόνο τῆς ἁγίας Τριάδος μὲ τοὺς ἀγγέλους, «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…», κι ἀκούει «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ…» (᾿Ησ. 6,3 καὶ θ. Λειτ.). Ὤ ἡ σκέψι τοῦ ἀνθρώπου! Ζυγίζεται; Ποιός τὴν ζυγίζει; Εἶνε κάτι ἄυλο, μὰ ἀληθινό.
Ἀνώτερο ὅμως ἀπὸ τὴ σκέψι εἶνε τὸ αἴσθημα, παραπάνω ἀπ᾽ τὸ μυαλὸ εἶνε ἡ καρδιά. Βλέπεις τὴ νοσοκόμο, ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀλτρουϊσμό, καὶ κάθεται τὴ νύχτα δίπλα στὸν ἄρρωστο. Βλέπεις τὸ στρατιώτη, γιὰ τὴν πατρίδα του, καὶ φυλάει σκοπιὰ μὲ τὸ ὅπλο, ἕτοιμος νὰ ὑπερασπισθῇ τὰ σύνορα καὶ μὲ τὴ ζωή του. Ζυγίζεται τὸ αἴσθημα; Εἶνε ἄυλο, ἀλλὰ πραγματικό.
Θέλεις κάτι ἀκόμα ἀνώτερο; Εἶνε ἡ βούλησι. Ἡ βούλησι τοῦ ἀνθρώπου, σηκώνει βάρη, σπάει φράγματα, τρυπάει βουνά, νικᾷ ἐμπόδια, κατορθώνει ἄθλους καὶ ἐπιτεύγματα, ἐμπρὸς στὰ ὁποῖα μένει κανεὶς ἔκπληκτος.
Αὐτὰ τὰ ἄυλα πράγματα (ἡ σκέψι, τὸ αἴσθημα, ἡ βούλησι) ἔχουν μία βάσι, μία ἕδρα, μία πηγή. Τὰ ὑλικὰ πηγὴ ἔχουν τὸ σῶμα· τὰ ἄυλα καὶ πνευματικά, ποὺ ὑψώνουν τὸν ἄνθρωπο πάνω ἀπὸ τὰ ζῷα, πηγὴ ἔχουν τὴν ψυχή. Λένε μερικοὶ ἀνόητοι, ὅτι καταγόμαστε ἀπὸ τὸν πίθηκο, ἀπ᾽ τὸ χιμπαντζῆ. Σωματικῶς παραδέχομαι ὅτι μοιάζουμε. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ μᾶς χωρίζει ἀγεφύρωτο χάσμα εἶνε ἡ ψυχή. Γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅσα ἀναφέραμε ὑπάρχει κάτι ἀκόμη, πολὺ σημαντικό. Ποιό; Ὁ λύκος τρώει τὸ πρόβατο καὶ μετὰ ξαπλώνει ἥσυχος, τὸ λιοντάρι σκίζει τὴν ἀντιλόπη καὶ μετὰ κοιμᾶται, τὸ γεράκι ἁρπάζει τὴν κόττα καὶ ἀναπαύεται. Βλέπεις καὶ τὸν ἄνθρωπο, ὄχι ἂν σκοτώσῃ ―ὤ ἂν σκοτώσῃ!―, μιὰ κουβέντα βαρειὰ νὰ πῇ, καὶ νιώθει βάρος. Δὲν εἶνε κτῆνος, δὲν εἶνε θηρίο· μέσα του ἔχει ἀναμμένο κάρβουνο. Τί εἶνε αὐτό; Ἡ συνείδησι. Προτιμότερο νὰ σὲ δαγκάσῃ σκορπιὸς παρὰ ἡ συνείδησί σου.
Ὅλα αὐτὰ τὰ φαινόμενα, ποὺ εἶνε καθαρῶς πνευματικά, ἀποδεικνύουν ὅτι στὸν ἄνθρωπο ὑπάρχει ἄυλη καὶ ἀθάνατη οὐσία, ἡ ὁποία ὀνομάζεται ψυχή. Δὲν σᾶς εἶπα ὅμως τίποτα μέχρι τώρα. Εἶνε καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ βεβαιώνει ἀκλόνητα, ἑκατὸ τοῖς ἑκατό, τὴν ὕπαρξι τῆς ψυχῆς. Εἶνε ὁ Γολγοθᾶς, εἶνε ὁ τίμιος σταυρός, εἶνε ὁ Χριστός, ποὺ δὲν εἶπε ποτέ ψέμα. Ὡς ὑπερτάτη αὐθεντία βεβαιώνει, ὅτι ὑπάρχει ψυχή. Εἰδικῶς σήμερα, τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα, ἀπὸ τὸ σταυρό του, μὲ τὸ ἀκάνθινο στεφάνι, μὲ τὰ μαραμένα χείλη, μὲ τὰ τρυπημένα χέρια, μὲ τὰ ματωμένα πόδια, μὲ τὴν λογχισμένη πλευρά, φωνάζει· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;». Ὑπάρχει ἰσχυρότερη βεβαίωσι;
Μά, θὰ πῇ ὁ ἄλλος, ἐγὼ εἶμαι ἐπιστήμονας· θέλω ἀποδείξεις, τεκμήρια, γιὰ νὰ πιστέψω… Ἔτσι κάποτε στὸ νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμὸς» ἕνας ἄθεος γιατρός, τὴν ὥρα ποὺ ἔκανε ἐγχείρησι ἐκπαιδεύοντας τοὺς φοιτητὰς κι ἀνακάτευε τὰ σπλάχνα τοῦ ἀρρώστου, ἔλεγε· «Ποῦ εἶνε ἡ ψυχή;…». Ὁ ἀνόητος! ἤθελε νὰ βρῇ τὴν ψυχὴ μέσ᾽ στὰ ἐντόσθια. Ὄχι, ἀδέρφια μου· ἡ ψυχὴ ὑπάρχει. Θὰ πῇς· Δὲν τὴ βλέπω.
Μπορῶ λοιπὸν νὰ σοῦ ἀπαριθμήσω πολλὰ πράγματα ποὺ δὲν τὰ βλέπεις κι ὅμως ὑπάρχουν. Ἕνα ποτήρι νερὸ εἶνε γεμᾶτο ἑκατομμύρια μικρόβια, ποὺ ἂν τὸ μάτι μας μποροῦσε νὰ τὰ δῇ δὲν θὰ πίναμε. Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶνε ἐπίσης γεμάτη μικρόβια, τὰ ὁποῖα ἀναπνέουμε. Εἶνε τόσο μικρά, ποὺ δὲν φαίνονται. Ὁ ἴδιος ὁ ἀέρας. Τὸν εἶδε κανείς; Δὲν τὸν βλέπουμε, ἀλλὰ αἰσθανόμεθα τ᾽ ἀποτελέσματά του· ἀκοῦς καὶ σφυρίζει, τὸν νιώθεις στὸ πρόσωπο, βλέπεις νὰ σείῃ τὰ φύλλα, νὰ ξερριζώνῃ δέντρα, νὰ ταράζῃ τὴ θάλασσα. Ἀπὸ τὶς ἐκδηλώσεις του εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὑπάρχει. Στὸν οὐρανό, ἀκόμη, ὑπάρχουν ἀναρίθμητα ἀστέρια ποὺ μὲ τὸ μάτι δὲν μπορεῖς νὰ τὰ διακρίνῃς. Θέλετε ἕνα ἀκόμη παράδειγμα; Ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τοῦ ἠλεκτρισμοῦ. Ποιός εἶδε τὸν ἠλεκτρισμό; Κανείς. Βλέπουμε ὅμως μιὰ λάμπα ποὺ φωτίζει ἢ ἀγγίζουμε ἕνα σύρμα καὶ μᾶς χτυπάει. Ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ βλέπουμε, κι ὅμως ὑπάρχουν.
Ἔτσι καὶ ἡ ψυχή. Δὲν φαίνεται, ἀλλὰ ἐκδηλώνεται. Ποιές εἶνε οἱ ἐκδηλώσεις τῆς ψυχῆς;
Πρῶτα – πρῶτα ἡ σκέψι. Ἐνῷ εἶσαι στὸ σπίτι σου, φθάνεις μακριά. Ἔχεις συγγενῆ ἢ φίλο στὴν ξενιτειά; Αὐτοστιγμεὶ φτάνεις ἐκεῖ. Πατάει τὸ κορμί σου ἐδῶ, μὰ τὸ πνεῦμα σου βρίσκεται στὴν Αὐστραλία, στὴ Νέα Ὑόρκη, στὸ Σικάγο κ.τ.λ.. Πῶς; Μὲ τὴ σκέψι, μὲ τὴν ψυχή. Ὤ ἡ σκέψι! Σκύβει ὁ Ἀρχιμήδης ἀπορροφημένος στὰ σχέδιά του, ἀφαιρεῖται, κ᾽ ἐνῷ κινδυνεύει ἡ ζωή του αὐτὸς λέει «Μή μου τοὺς κύκλους τάραττε», ἀλλ᾽ ἔτσι γίνονται οἱ ἀνακαλύψεις. Ξενυχτᾷ ὁ ἀστρονόμος παρατηρώντας τ᾽ ἀστέρια, κάνει ὑπολογισμούς, βγάζει συμπεράσματα. Ὁ ἰατρὸς μελετᾷ βιβλία, μαθαίνει τὸν ὀργανισμό, ἐξετάζει τὸν ἀσθενῆ, κάνει διάγνωσι, δίνει θεραπεία. Σὲ ἄλλον ἡ σκέψι γίνεται ἔμπνευσι, δημιουργία, ποίησι, τραγούδι. Καὶ ὁ πιστὸς βρίσκεσαι μὲ τὸ σῶμα μέσα στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ ἡ ψυχή του πετάει στὸ θρόνο τῆς ἁγίας Τριάδος μὲ τοὺς ἀγγέλους, «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…», κι ἀκούει «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ…» (᾿Ησ. 6,3 καὶ θ. Λειτ.). Ὤ ἡ σκέψι τοῦ ἀνθρώπου! Ζυγίζεται; Ποιός τὴν ζυγίζει; Εἶνε κάτι ἄυλο, μὰ ἀληθινό.
Ἀνώτερο ὅμως ἀπὸ τὴ σκέψι εἶνε τὸ αἴσθημα, παραπάνω ἀπ᾽ τὸ μυαλὸ εἶνε ἡ καρδιά. Βλέπεις τὴ νοσοκόμο, ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀλτρουϊσμό, καὶ κάθεται τὴ νύχτα δίπλα στὸν ἄρρωστο. Βλέπεις τὸ στρατιώτη, γιὰ τὴν πατρίδα του, καὶ φυλάει σκοπιὰ μὲ τὸ ὅπλο, ἕτοιμος νὰ ὑπερασπισθῇ τὰ σύνορα καὶ μὲ τὴ ζωή του. Ζυγίζεται τὸ αἴσθημα; Εἶνε ἄυλο, ἀλλὰ πραγματικό.
Θέλεις κάτι ἀκόμα ἀνώτερο; Εἶνε ἡ βούλησι. Ἡ βούλησι τοῦ ἀνθρώπου, σηκώνει βάρη, σπάει φράγματα, τρυπάει βουνά, νικᾷ ἐμπόδια, κατορθώνει ἄθλους καὶ ἐπιτεύγματα, ἐμπρὸς στὰ ὁποῖα μένει κανεὶς ἔκπληκτος.
Αὐτὰ τὰ ἄυλα πράγματα (ἡ σκέψι, τὸ αἴσθημα, ἡ βούλησι) ἔχουν μία βάσι, μία ἕδρα, μία πηγή. Τὰ ὑλικὰ πηγὴ ἔχουν τὸ σῶμα· τὰ ἄυλα καὶ πνευματικά, ποὺ ὑψώνουν τὸν ἄνθρωπο πάνω ἀπὸ τὰ ζῷα, πηγὴ ἔχουν τὴν ψυχή. Λένε μερικοὶ ἀνόητοι, ὅτι καταγόμαστε ἀπὸ τὸν πίθηκο, ἀπ᾽ τὸ χιμπαντζῆ. Σωματικῶς παραδέχομαι ὅτι μοιάζουμε. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ μᾶς χωρίζει ἀγεφύρωτο χάσμα εἶνε ἡ ψυχή. Γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅσα ἀναφέραμε ὑπάρχει κάτι ἀκόμη, πολὺ σημαντικό. Ποιό; Ὁ λύκος τρώει τὸ πρόβατο καὶ μετὰ ξαπλώνει ἥσυχος, τὸ λιοντάρι σκίζει τὴν ἀντιλόπη καὶ μετὰ κοιμᾶται, τὸ γεράκι ἁρπάζει τὴν κόττα καὶ ἀναπαύεται. Βλέπεις καὶ τὸν ἄνθρωπο, ὄχι ἂν σκοτώσῃ ―ὤ ἂν σκοτώσῃ!―, μιὰ κουβέντα βαρειὰ νὰ πῇ, καὶ νιώθει βάρος. Δὲν εἶνε κτῆνος, δὲν εἶνε θηρίο· μέσα του ἔχει ἀναμμένο κάρβουνο. Τί εἶνε αὐτό; Ἡ συνείδησι. Προτιμότερο νὰ σὲ δαγκάσῃ σκορπιὸς παρὰ ἡ συνείδησί σου.
Ὅλα αὐτὰ τὰ φαινόμενα, ποὺ εἶνε καθαρῶς πνευματικά, ἀποδεικνύουν ὅτι στὸν ἄνθρωπο ὑπάρχει ἄυλη καὶ ἀθάνατη οὐσία, ἡ ὁποία ὀνομάζεται ψυχή. Δὲν σᾶς εἶπα ὅμως τίποτα μέχρι τώρα. Εἶνε καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ βεβαιώνει ἀκλόνητα, ἑκατὸ τοῖς ἑκατό, τὴν ὕπαρξι τῆς ψυχῆς. Εἶνε ὁ Γολγοθᾶς, εἶνε ὁ τίμιος σταυρός, εἶνε ὁ Χριστός, ποὺ δὲν εἶπε ποτέ ψέμα. Ὡς ὑπερτάτη αὐθεντία βεβαιώνει, ὅτι ὑπάρχει ψυχή. Εἰδικῶς σήμερα, τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα, ἀπὸ τὸ σταυρό του, μὲ τὸ ἀκάνθινο στεφάνι, μὲ τὰ μαραμένα χείλη, μὲ τὰ τρυπημένα χέρια, μὲ τὰ ματωμένα πόδια, μὲ τὴν λογχισμένη πλευρά, φωνάζει· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;». Ὑπάρχει ἰσχυρότερη βεβαίωσι;
* * *
Πρὶν τελειώσω, ἀγαπητοί μου, σᾶς ὑπενθυμίζω κάτι, τὸ ὁποῖο καὶ ἡ ἐπιστήμη βεβαιώνει. Ποιό; Ὅτι ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ μιὰ μεγάλη καμπάνα, κρεμασμένη ἀπὸ τὰ ἄστρα, θὰ σημάνῃ τετέλεσται! Εἶνε βέβαιο ὅτι φθάνει τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Πότε ἀκριβῶς δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο κάνουν οἱ χιλιασταὶ ποὺ ὁρίζουν ἡμερομηνίες. Ἐγγὺς πάντως.
Καὶ τότε δυὸ πράγματα θὰ ὑπάρχουν· ψυχὴ καὶ Χριστός. Ἡ ψυχὴ γιὰ νὰ δικαστῇ, ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ δικάσῃ. Αὐτὰ τὰ δυὸ μᾶς χρειάζονται, λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, κι ὅλος ὁ κόσμος κι ὅλα τὰ δαιμόνια νὰ πέσουν πάνω μας, δὲν μποροῦν νὰ μᾶς τὰ πάρουν (ἡμέτ. σ. 193· Ἰω. Μενοῦνος σ. 240). Πτωχοί, ῥακένδυτοι, διωκόμενοι, ὁμολογηταί, μάρτυρες, πραγματικοὶ Χριστιανοί, νὰ κρατήσουμε αὐτὰ τὰ δυό. Ὄχι, νὰ ποῦμε στὸν διάβολο, δὲν τὰ παραδίδουμε! Διότι εἶπε ὁ Χριστὸς καὶ ὁ λόγος του εἶνε ἀληθινός· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;».
Καὶ τότε δυὸ πράγματα θὰ ὑπάρχουν· ψυχὴ καὶ Χριστός. Ἡ ψυχὴ γιὰ νὰ δικαστῇ, ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ δικάσῃ. Αὐτὰ τὰ δυὸ μᾶς χρειάζονται, λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, κι ὅλος ὁ κόσμος κι ὅλα τὰ δαιμόνια νὰ πέσουν πάνω μας, δὲν μποροῦν νὰ μᾶς τὰ πάρουν (ἡμέτ. σ. 193· Ἰω. Μενοῦνος σ. 240). Πτωχοί, ῥακένδυτοι, διωκόμενοι, ὁμολογηταί, μάρτυρες, πραγματικοὶ Χριστιανοί, νὰ κρατήσουμε αὐτὰ τὰ δυό. Ὄχι, νὰ ποῦμε στὸν διάβολο, δὲν τὰ παραδίδουμε! Διότι εἶπε ὁ Χριστὸς καὶ ὁ λόγος του εἶνε ἀληθινός· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Σώστη Ν. Σμύρνης – Ἀθηνῶν 13-3-1977)