''(...)Ποια αναγνώριση στοιχείων αληθούς εκκλησίας μπορούμε να αναγνωρίσουμε στις αιρετικές κοινότητες και ομάδες;
(...)στην Κρήτη έγινε απλά μια ομολογία Πίστεως;
Δεν υπήρξαν αναφορές που εμπεριέχουν εκκλησιολογικές στρεβλώσεις και που αντίκεινται στην αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας;
(...)Ο Ηγούμενος Εφραίμ συμφωνεί με το σχετικό κείμενο της Συνόδου της Κρήτης; Θεωρεί τούτο ως εκφράζον απόλυτα την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας;
(...)Ο Ηγούμενος Εφραίμ συμφωνεί με το σχετικό κείμενο της Συνόδου της Κρήτης; Θεωρεί τούτο ως εκφράζον απόλυτα την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας;
Αν στο Κείμενο της Συνόδου της Κρήτης δεν υπήρχαν στοιχεία
που αντιστρατεύονται την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γιατί ο τόσος
τάραχος;
Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου
Για το Ιστολόγιο Κατάνυξις
(Απάντηση σε επισήμανση του Ηγουμένου Εφραίμ της Ι.Μ.
Βατοπαιδίου στην Κόρινθο)
Στο σχετικό με την αναφορά στο Π.Σ.Ε. κείμενο της Συνόδου
της Κρήτης γίνεται αναφορά στις εκκλησιολογικές πρϋποθέσεις της «Δήλωσης του
Τορόντο».
Οι ‘’εκκλησιολογικές προϋποθέσεις’’ της Δήλωσης του Τορόντο
εισχώρησαν δυστυχώς και στο τελικό κείμενο ‘’Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας
προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον’’, της δημοσιευθείσας απόφασης της Συνόδου
της Κρήτης, στο άρθρο 19 στην οποία αναφέρονται τα εξής: «Έχουν δε βαθείαν την
πεποίθησιν (αι ορθόδοξοι Εκκλησίαι-μέλη του Π.Σ.Ε.) ότι αι εκκλησιολογικαί
προϋποθέσεις της Δηλώσεως του Τορόντο (1950), τιτλοφορουμένης ‘’Η Εκκλησία, αι
Εκκλησίαι και το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών’’ είναι κεφαλαιώδους σημασίας
δια την Ορθόδοξον συμμετοχήν εις το Συμβούλιον».
Στη «Δήλωση του Τορόντο», που τιτλοφορείται «Η Εκκλησία, οι
Εκκλησίες και το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», αναφέρεται στην παράγραφο 5
ότι «Οι εκκλησίες-μέλη του Π.Σ.Ε. αναγνωρίζουν στις άλλες εκκλησίες στοιχεία
της αληθούς εκκλησίας*». Ποια αναγνώριση στοιχείων αληθούς εκκλησίας μπορούμε
να αναγνωρίσουμε στις αιρετικές κοινότητες και ομάδες; Αυτό δεν αποτελεί
εκκλησιολογική στρέβλωση και δεν αντίκειται στην αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης
Εκκλησίας;
Στην παράγραφο 8 της «Δήλωσης του Τορόντο», αναφέρεται ότι
«Οι εκκλησίες-μέλη εισέρχονται σε πνευματικές σχέσεις για να οικοδομηθεί το
Σώμα του Χριστού και να ανακαινισθεί η ζωή των εκκλησιών*». Αυτοί που υπέγραψαν
τη Δήλωση αυτή, δεν υπέπεσαν σε εκκλησιολογική στρέβλωση που αντίκειται στην
αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας;
Στην καταληκτική αναφορά της «Δήλωσης του Τορόντο», αναφέρει
ότι «οι εκκλησίες αναγνωρίζουν ότι το να αποτελεί κάποιος μέλος της εκκλησίας
του Χριστού είναι ευρύ και πιο περιεκτικό από το να αποτελεί μέλος της ίδιας του της εκκλησίας». Είναι
αυτή η παραδοχή, επόμενη ‘’τοις Αγίοις Πατράσι’’; Άπαγε της βλασφημίας. Αυτή η παραδοχή είναι
απαράδεκτη και κακόδοξη. Σαφέστατα αναγνωρίζεται με την παραδοχή αυτή στη
Δήλωση του Τορόντο, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι η Εκκλησία του Χριστού.
Γιατί λοιπόν με τόση επιμονή ο Ηγούμενος Εφραίμ της Ιεράς
Μονής Βατοπαιδίου, κατά την πρόσφατη ομιλία του στην Κόρινθο (20 Μαρτίου 2017),
σε ερώτηση ακροατή σχετική με την αναφορά στον όρο ‘’ετερόδοξες εκκλησίες’’ σε
κείμενο της Συνόδου της Κρήτης, απάντησε
με επιμονή ότι: «Εις την Κρήτην έγινε η επισήμανση εις την Πίστιν εις
την Μίαν Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν»; Δηλαδή στην Κρήτη έγινε
απλά μια ομολογία Πίστεως; Δεν υπήρξαν αναφορές που εμπεριέχουν εκκλησιολογικές
στρεβλώσεις και που αντίκεινται στην αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας;
Παρατηρούμε ότι δεν είναι μόνο η απαράδεκτη ονομασία
‘’ετερόδοξες εκκλησίες’’ που δημιουργεί πρόβλημα, αλλά και αυτά που ως μη
ώφειλαν υπέγραψαν οι τότε εκπρόσωποι Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Τορόντο
και ακολούθως κατά τη Σύνοδο της Κρήτης, οι εκκλησιολογικές προϋποθέσεις αυτής
της Δήλωσης υπεισήλθαν και στο εν λόγω κείμενο.
Ο Ηγούμενος Εφραίμ συμφωνεί με το σχετικό κείμενο της
Συνόδου της Κρήτης; Θεωρεί τούτο ως εκφράζον απόλυτα την αυτοσυνειδησία της
Ορθόδοξης Εκκλησίας; Δεν παρετήρησε αναφορές που εμπεριέχουν εκκλησιολογικές
στρεβλώσεις και που αντίκεινται στην αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας;
*«Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και θεολογίας στο
Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» (Στυλιανού Χ. Τσομπανίδη)