Αίρεση και Εκκλησία
Αίρεση γενικά αποκαλείται το θεολογικό σύστημα το οποίο έχει απορριφθεί από την Εκκλησία διότι σφάλει ως προς την αλήθεια η οποία είτε αποτελεί εμπειρική βίωση και όραση του Θείου ή συνήθως διατυπώνεται με σαφήνεια από Οικουμενική Σύνοδο.
Ως αίρεση νοείται η ανατροπή της πίστεως, η εκτροπή από την αποκαλυφθείσα αλήθεια, η αστοχία περί την αλήθεια, το ναυάγιο περί την πίστη, ψευδοδιδασκαλία, ψευδοπροφητεία, εκφυλισμός του εκκλησιαστικού γεγονότος, βλασφημία, ενώ κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, στην αίρεση «η διαφορά φαίνεται παρευθύς και αμέσως περί την της εις Θεόν πίστεως». Κατά τον Μέγα Βασίλειο, η αίρεση αποτελεί εναντίωση στο Ευαγγέλιο και στην «υγιαίνουσα διδασκαλία», «καινοτομία περί την πίστην» η οποία τραυματίζει την εκκλησιαστική συνοχή. Όλες, μα όλες οι αιρέσεις που παρουσιάστηκαν στην ιστορία της Εκκλησίας στο κοινό χριστιανικό πλαίσιο κινούνταν πάντοτε μέσα στον θρησκειοποιημένο ατομοκεντρικό χώρο της θρησκείας.
Θα πρέπει όμως να τονιστεί πως η αίρεση διαφέρει από το σχίσμα. Το σχίσμα έχει να κάνει με διοικητική – νομολογιακή διαφορά και δεν είναι απαραίτητο ένας σχισματικός να είναι κατ’ ανάγκη και αιρετικός αλλά μπορεί και να είναι. Βέβαια στον χώρο της παρανόησης, εσφαλμένα ένας αιρετικός συχνά μπορεί να αποκαλείται σχισματικός ή και αντίστροφα.
Κατόπιν ομολογίας Αγίων Πατέρων δι’ Αγίου Πνεύματος, η αίρεση αποτελεί σε τελική ανάλυση βλασφημία είτε κατά της Αγίας Τριάδος είτε μεμονωμένα κατά των Υποστάσεών της και για τον λόγο αυτό η κριτική που της γίνεται είναι αυστηρότατη σε σημείο να παρεξηγείται από κατά καιρούς αδαείς περί των εκκλησιαστικών ζητημάτων. Είναι περίπου σαν να βγαίνει κάποιος δημόσια ή ιδιωτικά και να αρχίζει να λέει: «… τον Χριστό σου, … την Παναγία σου κλπ.» Σχηματικά, είναι ακριβώς το ίδιο. Είναι βλασφημία κατά του Θείου και φυσικά ουδεμία «πνευματική» επικοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει με αυτόν έως ότου συνέλθει και μετανοήσει. Με μια σημαντική επισήμανση όμως η οποία παραπέμπει στο παράδειγμα του ιερού Αυγουστίνου. Ο αιρετικός που δεν έχει επίγνωση του τι πράττει ή δεν του έχει υποδειχθεί το λάθος, δεν είναι δυνατό να αντιμετωπίζεται με την ίδια αυστηρότητα. Για παράδειγμα, τα εκατομμύρια «πιστών» όλων των αποχρώσεων ακόμη και μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας. Η πλειοψηφία αυτών αδιάφορη και «χλιαρή». Ούτε που αντιλαμβάνονται τι γίνεται και τι τους «ξημερώνει». Για τον συνειδητοποιημένο αιρετικό και πνευματικά επικίνδυνο, ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος προειδοποιεί: « αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέρα νουθεσίαν παραιτοῦ», διότι τον έχει ως υποχείριό του ο Διάβολος και τον οδηγεί γραμμή προς τον πνευματικό θάνατο φορώντας του πνευματικά παραμορφωτικά γυαλιά για να κοιτάζει άλλον Χριστό. Το τραγικό είναι ότι δεν βλέπει. Απλά κοιτάζει. Μόνο η προσευχή χωρεί για αυτόν με μεγάλη αγάπη. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει η Θεία Χάρις κατά τη συνείδησή του.
Εκκλησιαστικά δεν υπάρχει μεγάλη και μικρή αίρεση. Κάθε απόκλιση από την αλήθεια, κάθε προσπάθεια νόθευσης του διάφανου κρυστάλλου της Εκκλησίας, κάθε εκτροπή και εκφυλισμός που διαστρέφει και Πατριάρχης ακόμη, αποτελεί πληγή για τα μέλη της η οποία «αιμορραγεί και μολύνει» τον νου και την ψυχή και είναι καταδικαστέα. Οδηγεί δηλαδή απευθείας και ύπουλα προς τον πνευματικό θάνατο. Και το δραματικό είναι πως αυτό πολύ δύσκολα γίνεται αντιληπτό. Κάποτε ο Διάβολος μέσω κάποιων κακόβουλων πήγε να πειράξει έναν σεβάσμιο γέροντα στο Άγιο Όρος, κατά τη συνήθη τακτική του εκεί, με σκοπό να τον οδηγήσει στην οίηση και τον ξιπασμό κι εκείνος τους αντιμετώπιζε με άκρα ταπείνωση: «Είσαι κλέφτης – Είμαι. Είσαι ψεύτης – Είμαι. Είσαι λαίμαργος – Είμαι. Είσαι πόρνος – Είμαι. Είσαι αιρετικός – Όχι, δεν είμαι». Στο ερώτημα του υποτακτικού του γιατί στο τελευταίο απάντησε έτσι, του είπε πως σε όλα τα υπόλοιπα αμαρτήματα θα μπορούσε να βάλει μετάνοια και να σωθεί, με την αίρεση όμως είναι χαμένος «από χέρι». Τόσο μεγάλη σημασία δίνουν οι Πατέρες στο πρόβλημα αυτό αρκεί να τίθεται με προσοχή στις πραγματικές του προοπτικές και διαστάσεις και πάντοτε υπό τους κόλπους της Εκκλησίας. Ο αιρετικός πιστεύει σε αλλοτριωμένο, άρα άλλον Θεό – είδωλο δηλαδή είναι κατά βάση ειδωλολάτρης.
Για να μιλήσουμε «έξω απ’ τα δόντια», με κομπογιαννίτες αιρετικούς «ιατρούς» και λανθασμένη φαρμακευτική αγωγή και θεραπεία δεν σώζεται ο πάσχων πτωτικός άνθρωπος, τόσο κατά σάρκα όσο και κατά πνεύμα. Αυτό είναι ανάγκη να γίνει κατανοητό και επιπρόσθετα η μη εκκλησιαστική σύμπραξη με αιρετικούς γίνεται μόνο από αγάπη, προς νουθεσία δική τους και προστασία ημών. Οι ιεροί κανόνες απαγορεύουν τη συμπροσευχή και τη συλλειτουργία σε αιρετικό περιβάλλον. Σε καμία όμως περίπτωση αυτό δεν έχει να κάνει με την ιερότητα του ανθρώπου όποιος κι αν είναι ό,τι κι αν έχει πράξει αυτός καθ’ αυτός αλλά με την αίρεση που μεταφέρει. Ο άνθρωπος ως μοναδική εικόνα Θεού, τιμάται από την Εκκλησία σε όλες του τις διαστάσεις.
Ο Α.Κ.Σαραντίδης είναι δάσκαλος στην Καβάλα και πολιτικός επιστήμων