«Πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται· πονηροὶ δέ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι.» (Προς Τιμόθεον Β΄ γ΄10-15)
ΣΧΟΛΙΟ:
Οι πιστοί και τα θέματα της καταστάσεως των επισκόπων
Αναστάσιος Βαβούσκος*
Παρακολουθώ εδώ και αρκετό καιρό τα τεκταινόμενα γύρω από την εκλογή του νέου Μητροπολίτη Μάνης. Και οφείλω να πω, ότι για πρώτη φορά παρουσιάζεται με τόσο έντονο τρόπο η επιθυμία των πιστών για την επιλογή από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας προσώπου, το οποίο έχουν ήδη οι ίδιοι προεπιλέξει.
Τι λένε, όμως, οι ιεροί κανόνες περί αυτού; Εγκρίνουν ή απορρίπτουν την συμμετοχή του πληρώματος της, όπως και αν αυτή εκφράζεται, στην διαδικασία εκλογής επισκόπων; Και αυτό το κάνουν μόνο στην περίπτωση της εκλογής ή και σε άλλες περιπτώσεις;
Κατά τον 4ο κανόνα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου (βλ. το κείμενο σε Αν. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, 12: «Ἐπίσκοπον προσήκει μάλιστα μὲν ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ καθίστασθαι· εἰ δὲ δυσχερὲς εἴη τὸ τοιοῦτο, ἢ διὰ κατεπείγουσαν ἀνάγκην, ἢ διὰ μῆκος ὁδοῦ, ἐξ ἅπαντος τρεῖς ἐπὶ τὸ αὐτὸ συναγομένους, συμψήφων γινομένων καὶ τῶν ἀπόντων, καὶ συντιθεμένων διὰ γραμμάτων, τότε τὴν χειροτονίαν ποιεῖσθαι· τὸ δὲ κῦρος τῶν γενομένων δίδοσθαι καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν τῷ μητροπολίτῃ». Είναι, από τον κανόνα αυτόν σαφές, ότι η εκλογή επισκόπων ανήκει στην αρμοδιότητα της συνόδου, στης οποίας τα όρια κανονικής δικαιοδοσίας υπάγεται η προς πλήρωσιν επισκοπή. Άλλωστε, την γραμματική αυτή ερμηνεία ενισχύουν με τα σχόλιά τους και οι γνωστοί Κανονολόγοι Ι. Ζωναράς, Θ. Βαλσαμών και Α. Αριστηνός (βλ. Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα, Τ. ΙΙ, 122 -124).
Εκείνο, όμως, που έχει ιδιαίτερη αξία είναι μία επισήμανση του Θ. Βαλσαμώνος στο σχόλιο του υπό τον 4ο κανόνα, η οποία αφορά στον λόγο μη συμμετοχής των λαϊκών στην διαδικασία εκλογής επισκόπων. Σημειώνει, λοιπόν, ο ερμηνευτής, ότι ενώ παλαιότερα ο λαός επέλεγε τους αρχιερείς, οι θείοι Πατέρες μετέβαλαν άποψη και απέκλεισαν την συμμετοχή του λαού στην διαδικασία αυτή για ένα και μόνο λόγο, για να μην διασύρεται από το πλήρωμα της εκκλησίας ο βίος των ιερωμένων: «Πάλαι γάρ γινομένων τῶν ψήφων τῶν ἀρχιερέων παρά τοῦ πλήθους τῶν πολιτῶν, οἱ Θεῖοι Πατέρες οὐκ ηὐδόκησαν τοῦτο, ἵνα μή παρά λαῖκῶν ἀνθρώπων ὁ τῶν ἱερωμένων διασύρηται βίος· καὶ διωρίσαντο ὑπό τῶν ἐπαρχιωτῶν ἐπισκόπων ἑκάστης ἐπαρχίας ψηφίζεσθαι τόν ἐπίσκοπον». Και επειδή μία νομοθετική διάταξη σπανίως προλαμβάνει αλλά συνήθως καταστέλλει, η συγκεκριμένη κανονική διάταξη και η επισήμανση του Θ. Βαλσαμώνος αποδεικνύουν, ότι διαπιστώθηκε, πως η συμμετοχή των λαϊκών στην εκλογή επισκόπων είχε ως αποτέλεσμα να αποτελεί ο βίος των υποψηφίων επισκόπων αντικείμενο και κακόβουλης συζητήσεως και η συζήτηση αυτή να οδηγεί τελικώς σε διασυρμό του ή των υποψηφίων. Και αποφασίσθηκε η πάταξη του φαινομένου αυτού. Και ως λύση επελέγη, ο αποκλεισμός των λαϊκών από την διαδικασία εκλογής επισκόπων.
Περαιτέρω, η Εκκλησία απέρριψε την παρέμβαση των λαϊκών και στην περίπτωση της μεταθέσεως επισκόπων. Σαφή και αδιαμφισβήτητη απόδειξη αποτελεί η διάταξη του 2ου κανόνα της συνόδου της Σαρδικής (βλ. το κείμενο του κανόνα σε Αν. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, 116), ο οποίος στηλίτευσε, και μάλιστα με ιδιατέρως έντονη φρασεολογία, ένα δυσάρεστο φαινόμενο. Επρόκειτο για την τακτική επισκόπων, οι οποίοι επιθυμώντας να μετατεθούν σε συγκεκριμένη επισκοπή, επεκαλούντο την εγγράφως εκπεφρασμένη άποψη του πληρώματος της επισκοπής αυτής υπέρ της υποψηφιότητάς τους. Το φαινόμενο, μάλιστα αυτό, πρέπει να είχε πάρει διαστάσεις τέτοιες, αφού προκάλεσε την αγανάκτηση της συνόδου, η οποία μιλά στο κανόνα αυτόν για «μανιώδεις» και «τολμηρούς» επισκόπους, τους οποίους κατηγορεί για «ραδιουργίες» και «τεχνάσματα», μέσω των οποίων διέφθειραν με χρήματα πιστούς, εξαγοράζοντας την σύμφωνη γνώμη αυτών για την υποψηφιότητα τους.
Αυτή την κατάσταση η σύνοδος έκρινε τιμωρητέα και μάλιστα με την ανώτερη ποινή, αυτή του μεγάλου αφορισμού, απαγορεύοντας την θεία μετάληψη των επισκόπων αυτών, ακόμη και ως λαϊκών προ του θανάτου των: «Ὅσιος ἐπίσκοπος εἶπεν· Εἰ δέ τις τοιοῦτος εὑρίσκοιτο μανιώδης ἢ τολμηρός, ὡς περὶ τῶν τοιούτων δόξαι τινὰ φέρειν παραίτησιν, διαβεβαιούμενον ἀπὸ τοῦ πλήθους ἑαυτὸν κεκομίσθαι γράμματα, δῆλόν ἐστιν, ὀλίγους τινὰς δεδυνῆσθαι, μισθῷ καὶ τιμήματι διαφθαρέντας, ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ στασιάζειν, ὡς δῆθεν τὸν αὐτὸν ἔχειν ἐπίσκοπον ἀξιοῦντας. Καθάπαξ οὖν τὰς τοιαύτας ῥᾳδιουργίας καὶ τέχνας οὐ δεκτέας, ἀλλὰ μᾶλλον κολαστέας εἶναι νομίζω, ὥστε μηδένα τοιοῦτον μηδὲ ἐν τῷ τέλει λαϊκῆς γοῦν ἀξιοῦσθαι κοινωνίας. Εἰ τοίνυν ἀρέσκει ἡ γνώμη αὕτη, ἀποκρίνασθε. Ἀπεκρίναντο· Τὰ λεχθέντα ἤρεσεν».
Αξίζει, μάλιστα, από τις ερμηνείες των τριών Κανονολόγων, να παρατεθεί ενδεικτικώς η ερμηνεία του Ι. Ζωναρά, ο οποίος επεσήμανε ότι: «Εἰ δὲ τοσοῦτόν ἐστι, φησί, μανιώδης τις ἢ τολμηρός, ὥστε καὶ μετὰ τὸν κανόνα τολμῆσαι μεταπεσεῖν ἐκ πόλεως εἰς πόλιν, καὶ περὶ τούτου δοκεῖν φέρειν παραίτησιν, ἤγουν ἀπολογεῖσθαι, καὶ παραιτεῖσθαι τὴν μέμψιν, ἀντὶ τοῦ ἀποσκευάζεσθαι, διαβεβαιούμενος, ἤτοι ἐνιστάμενος κεκομίσθαι αὐτὸν ἤτοι δέξασθαι, γράμματα ἀπὸ τοῦ πλήθους τῆς πόλεως, μετακαλούμενα αὐτὸν εἰς τὴν ἐπισκοπήν, δῆλον ὅτι ὀλίγους τινὰς ἠδυνήθη πεῖσαι στασιάζειν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἀξιοῦντας ἔχειν αὐτὸν ἐπίσκοπονˑ καὶ ἐκείνους δὲ ἐμισθώσατο, καὶ ἠγόρασε τὸ ζητῆσαι αὐτόν, δοὺς αὐτοῖς χρήματα, ἅτινα μισθὸν καὶ τίμημα ὠνόμασεν ὁ κανών. Καθόλου τοίνυν, φησί, τὰς τοιαύτας ῥᾳδιουργίας, ἤτοι δολιότητας καὶ τέχνας παρὰ ἐπισκόπων γίνεσθαι, κολάσεώς ἐστιν ἄξιονˑ ἡ δὲ κόλασις, τὸ μηδένα τοιαῦτα ποιοῦντα, μηδὲ θνῄσκοντα, ὡς λαϊκὸν ἀξιοῦσθαι κοινωνίαςˑ Τοῦτο δὲ δείκνυσιν ὅτι οὐδὲ τοῖς πιστοῖς αὐτὸν συναρίθμει ὁ κανών, ἐπεὶ οὐδὲ ἐν τῷ θανάτῳ παραχωρεῖ μεταλαβεῖν αὐτόν».
Τέλος, όπως προκύπτει από τους ιερούς κανόνες, η Εκκλησία απορρίπτει την παρέμβαση των λαϊκών και στην περίπτωση του σχολάζοντος επισκόπου, δηλαδή του επισκόπου, ο οποίος νομίμως έχει εκλεγεί αλλά δεν δύναται να αναλάβει τα καθήκοντά τους για λόγο ανεξάρτητο της θελήσεώς του.
Κατά τον Ι. Ζωναρά, σχολάζων είναι ο επίσκοπος, ο οποίος δεν έχει Εκκλησία είτε διότι αυτή κατέχεται είτε διότι χωρίς δική του πρόκληση δεν γίνεται δεκτός από το πλήρωμα της επισκοπής για την οποία χειροτονήθηκε: «Σχολάζων ἐστίν ἐπίσκοπος, ὁ μή ἔχων ἐκκλησίαν ἤ ὑπό ἕθνῶν κρατουμένην, ἤ ὑπό τοῦ λαοῦ τῆς πόλεως ἐν ᾗ ἐχειροτονήθη μή δεχθείς, οὐκ αὐτοῦ δόντος αἰτίαν, ἀλλ’ ἀτακτήσαντος τοῦ λαοῦι∙…» (βλ. το ερμηνευτικό σχόλιό του υπό τον 16ο κανόνα της συνόδου της Αντιοχείας σε Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα, Τ. ΙΙΙ, 154).
Περαιτέρω, κατά τον 18ο κανόνα της τοπικής συνόδου της Αντιοχείας, ο Επίσκοπος, ο οποίος χειροτονήθηκε για κάποια εκκλησιαστική περιφέρεια αλλά δεν μπορεί να αναλάβει τα καθήκοντά του, είτε διότι δεν γίνεται δεκτός από το πλήρωμα της περιφέρειας αυτής είτε για άλλη αιτία ανεξάρτητη της θελήσεώς του, διατηρεί την τιμή και τη λειτουργία της ιδιότητάς του χωρίς να δημιουργεί προβλήματα στην Εκκλησία. Τίθεται, δε, στη διάθεση της Εκκλησίας αυτής, η οποία έχει με τη σύνοδό της το δικαίωμα να του αναθέσει οποιαδήποτε καθήκοντα: «Εί τίς ἐπίσκοπος χειροτονηθείς εἰς παροικίαν, μή ἀπέλθῃ εἰς ἥν ἐχειροτονήθη, οὐ παρά τήν ἑαυτοῦ αἰτίαν, ἀλλ’ ἤτοι διά τήν τοῦ λαοῦ παραίτησιν, ἤ δι’ ἑτέραν αἰτίαν οὐκ ἐξ αὐτοῦ γενομένην, τοῦτον μετέχειν τῆς τιμῆς καί τῆς λειτουργίας, μόνον μηδέν παρενοχλοῦντα τοῖς πράγμασι τῆς ἐκκλησίας, ἔνθα ἄν συνάγοιτο∙ ἐκδέχεσθαι δέ τοῦτον, ὅ ἄν ἡ τῆς ἐπαρχίας τελεία σύνοδος κρίνασα τό παριστάμενον ὁρίσῃ». Την ίδια άποψη με την γραμματική ερμηνεία του κανόνα εξέφρασαν και στα ερμηνευτικά σχόλια τους ο γνωστοί Κανονολόγοι Ι. Ζωναράς, Θ. Βαλσαμών και Α. Αριστηνός (βλ. τα σχόλια υπό τον 18ο κανόνα της Αντιοχείας σε Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα, Τ. ΙΙΙ, 159 – 160).
Με συνδυασμό των ανωτέρω, δηλαδή της ερμηνευτικής προσεγγίσεως από τον Ι. Ζωναρά του 16ου κανόνα της Αντιοχείας, του λεκτικού του 18ου κανόνα της αυτής συνόδου και των υπό τον κανόνα αυτόν ερμηνευτικών σχολίων των Ι. Ζωναρά, Θ. Βαλσαμώνος και Α. Αριστηνού συνάγεται ότι ο επίσκοπος, ο οποίος δεν δύναται να αναλάβει τα αρχιερατικά καθήκοντά του στην περιφέρεια της οποία εξελέγη Ποιμενάρχης, διότι αντιτίθεται σ’ αυτό το πλήρωμα αυτής, χωρίς όμως και η εναντίωση αυτή να οφείλεται σε συμπεριφορά του επισκόπου, καλείται σχολάζων επίσκοπος και δεν απόλλυται την ιδιότητά του. Αντιθέτως, παραμένει κανονικός επίσκοπος της Εκκλησίας, στην οποίας τη διάθεση τίθεται. Η, δε, Εκκλησία διά της συνόδου αυτής έχει το δικαίωμα να του αναθέσει οποιαδήποτε καθήκοντα σχετικά πάντοτε με το βαθμό της ιερωσύνης που φέρει (λειτουργικά, ποιμαντικά ή και συνδυασμό αυτών).
Έχω την αίσθηση, ότι οι τρεις αυτές περιπτώσεις είναι δηλωτικές ενός και μόνον πράγματος. Ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία, οι αρμοδιότητα για την έκδοση αποφάσεως περί την κατάσταση των Επισκόπων, είτε αυτή αφορά την εκλογή τους είτε την μετάθεσή τους είτε την άσκηση των καθηκόντων τους, έχει παρακρατηθεί από τους ιερούς κανόνες υπέρ των συνοδικών οργάνων, στα οποία μετέχουν επίσκοποι. Η δε παρεμβατική στάση του πληρώματος της Εκκλησίας στα θέματα αυτά είτε έχει αποκλεισθεί (βλ. την περίπτωση εκλογής επισκόπων) είτε έχει κριθεί τιμωρητέα (βλ. την περίπτωση του μεταθετού επισκόπων) είτε τέλος δεν λαμβάνεται υπόψιν (βλ. την περίπτωση του σχολάζοντος επισκόπου).
Συνεπώς, η παρέμβαση του πληρώματος της Ιεράς Μητροπόλεως Μάνης υπέρ ενός υποψηφίου μπορεί να εκφράζει τα συναισθήματα και μόνο τα συναισθήματα του πληρώματος. Τα οποία συναισθήματα δύνανται να εκφρασθούν ως διατύπωση επιθυμίας και όχι ως μέθοδος επιβολής απόψεως.
*Ο κ. Αναστάσιος Βαβούσκος είναι
Δικηγόρος, Δρ. του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ.