«Η αίρεση της Ευχαριστιακής θεολογίας»
(…και εξ υμών αναστήσονται άνδρες
λαλούντες διεστραμμένα – Απ. Παύλος – Πραξ. 20, 30)
Γνωρίζουμε,
ότι τα Μυστήρια του Βαπτίσματος, Χρίσματος και Θείας Ευχαριστίας είναι
θεμελιώδη στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας.
Η
συγγραφική πρακτική των οικουμενιστών αλλοίωσε (ως γνωστό) το θεολογικό νόημα
του Βαπτίσματος (Βαπτισματική Θεολογία – επίσκοπος Ι. Ζηζιούλας).
Ο ίδιος κατασκεύασε, επίσης, την αίρεση της «Ευχαριστιακής θεολογίας». Η θεωρία του προσανατολίζει το ποίμνιο στο «παπικό πρωτείο» αποτελούμενο, όμως, από ορθόδοξα υλικά, προς παραπλάνηση των Ορθοδόξων.
Ο
Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας και οι συνοδοιπόροι του έχουν απελευθερώσει τεράστιο
όγκο φαντασίας, λέγοντες:
«ότι
η Θεία Λειτουργία τελείται στο όνομα του επισκόπου».
Αποτελούν,
δυστυχώς, μοτίβο «υπέρθεης» αξίωσης, «υπερεκτίμησης» και «υπερεξύψωσης» του
επισκοπικού αξιώματος – εξουσίας. Αυτή η οπτική τους γωνία δεν συμφωνεί με την
εξαρχής δεδομένη αποστολή – κατεύθυνση της εξουσίας, ως θεσμού.
Ο
Απ. Παύλος με σαφήνεια και ιδιαίτερη έμφαση υπογραμμίζει πως ο Θεός (η απόλυτη
Θεία εξουσία) έδωσε διακονικό ρόλο στις επί μέρους, εγκόσμιας τάξης
εξουσίες. Από την Επιστολή του διδασκώμεθα:
Α)
«Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω∙ ου γαρ εστιν εξουσία ειμή
υπό του Θεού∙ αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν» (Ρωμ. 13, 1).
Β)
«λειτουργεί γαρ Θεού εισίν» (Ρωμ. 13, 6).
Αυτός
είναι ο φυσικός – θεολογικός ρόλος των εξουσιών (ως θεσμού), ν’ ασκείται «εν
ονόματι Θεού».
Είναι
λάθος η θέση της σημερινής πολιτικής αντίληψης, ότι η εξουσία πηγάζει εκ του
λαού: άλλο ο βασικός σκελετός της εξουσίας και άλλο η σύνδεσή της, η επάνδρωσή
της με τα φυσικά πρόσωπα, που είναι έργο των κοινωνιών, των λαών. Είναι
αυτονόητο, ότι οι δικτατορίες, τυρρανίες κ.λ.π, αποτελούν εκτροπή των προσώπων ενώπιον
του Θεού.
Ακόμη
και στην αρνητική άσκηση της εξουσίας, τα όριά της είναι καθορισμένα από τον
Θεό (π.χ. εξουσία δαιμόνων). Αυτό ειπώθηκε και στο πραιτώριο:
«Ουκ
είχες εξουσίαν ουδεμίαν κατ’ εμού, ειμή ην σου δεδομένον άνωθεν» (Ιωαν. 19, 11),
είχε τονίσει ο Χριστός στον Πιλάτο.
Ο
Χριστός είναι το κέντρο των εξουσιών «εν ουρανώ και επί της γης» (Ματθ. κθ,
18), όπως ο ήλιος.
Οι
διάφορες εξουσίες οφείλουν να διαγράφουν γύρω του διακονική τροχιά, προς
σωτηρία, χωρίς εκτροχιασμούς∙ όμως, εξ ανθρώπινης υπαιτιότητας, οι εξουσίες (ως
τιμόνι) έχουν παραδοθεί στον διάβολο, ο οποίος καυχώμενος ενώπιον του Κυρίου,
είπε:
«σοι
δώσω την εξουσίαν ταύτην άπασαν και την δόξαν αυτών, ότι εμοί παραδέδοται και ω
εάν θέλω δίδωμι αυτήν συ ουν εάν προσκυνήσης ενώπιόν μου, έσται σου πάσα»
(Λουκ. δ΄,7).
Ο
επίσκοπος ευρίσκεται σε τροχιά διακονίας πέριξ του Χριστού, «ώσπερ ο υιός
του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι…» (Ματθ. 20, 25 - 28).
Η
εκ του επισκόπου εργαλιοποίηση της διακονίας του σε προσωπικό επίπεδο, στο
όνομά του, αποτελεί εκτροχιασμό από την Θεία τροχιά στην οποία ετέθη∙ ο δε
ισχυρισμός ότι η Θεία Λειτουργία τελείται στο όνομά του, αποτελεί αίρεση,
προσβολή προς τον Κύριο, ο οποίος περιεποιήσατο την Εκκλησίαν «δια του ιδίου
αίματος» (Πραξ. 20, 28-29).
Στην
ακολουθία των Αθανασίου και κυρίλλου Πατριαρχών Αλεξανδρείας διαβάζουμε,
σχετικά:
«δια
του παναγίου και πολυτίμου σου Αίματος εκ της αιχμαλωσίας του διαβόλου
εξηγόρασας, και της αιωνίου καταδίκης ηλευθέρωσας, και της επουρανίου δόξης
κοινωνούς εποίησας και υιούς θεού και θεούς κατά χάριν ανέδειξας».
Η
Καινή Διαθήκη υπογραμμίζει τον διακονικό χαρακτήρα του επισκόπου εντός της
Εκκλησίας, «η οποία έχει οικοδομηθή από τον Κύριο επί της προς Αυτόν
Πίστεως, ορθής πίστεως και ομολογίας, εγκαινιασθείσα την ημέρα της
Πεντηκοστής , με την επιφοίτηση του Παναγίου και τελεταρχικού Πνεύματος στους
Αγίου Μαθητές και Αποστόλους του Σωτήρος Χριστού, τους οποίους ανέδειξε όργανα
της Θείας Χάριτος προς συνέχιση του απολυτρωτικού έργου του Σωτήρος» (Αγ.
Νεκτάριος, Περί Εκκλησίας – σε ελεύθερη απόδοση). Στην Καινή Διαθήκη,
διαβάζουμε:
«Τις
ουν εστι Παύλος, τις δε Απολλώς αλλ’ η διάκονοι δι’ ων επιστεύσατε, και εκάστω
ως ο Κύριος έδωκεν;» (Α΄ Κορ. 3, 5).
Στην
Καινή Διαθήκη διακρίνουμε τον Τριδιάστατο Αποστολικό, προσδιοριστικό,
λειτουργικό άξονα της Επισκοπικής διακονίας (και των ιερέων), σε τρεις
(κυρίως) συνιστώσες:
Α)
να ενεργεί (ο επίσκοπος) πάντοτε «εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου»
(Πραξ. 3, 6).
Β)
Να τελεί την «κλάσι του Άρτου» (Θεία Λειτουργία – οργάνωση της Εκκλησίας), όπως
βλέπουμε στο έργο του Απ. Παύλου.
Γ)
Να μεριμνά για την ψυχοσωματική σωτηρία των ανθρώπων (ορθοτόμηση του Λόγου του
Θεού – Μυστήρια – έργα αγάπης).
Παράδειγμα,
η Αποστολική – Επισκοπική δράση του Απ. Παύλου στην Τρωάδα, όπου ετέλεσε τη
Θεία Λειτουργία, εκήρυξε «άχρι αυγής» τον λόγο του Ευαγγελίου και ανέστησε τον
(νεανία) Εύτυχο (Πράξ. 20, 7-12).
Είχε
την συνείδηση του διακόνου στο όνομα του Χριστού:
«ου
εγενόμην διάκονος κατά την δωρεάν της χάριτος του Θεού την δοθείσαν μοι κατά
την ενέργειαν της δυνάμεως αυτού» (Εφ. 3, 17).
Η
μνημόνευση του ονόματος του Επισκόπου στην Εκκλησία αποτελεί (ακριβώς) την
προσευχή του πληρώματος προς τήρηση (εκ μέρους του Επισκόπου) του Τρισδιάστατου
Αποστολικού άξονα διακονίας. Τότε, εκ της τηρήσεως, και ημείς δυνάμεθα να
θεωρούμε τον επίσκοπο ως πνευματικό πατέρα.
Η
μνημόνευση διακόπτεται υποχρεωτικά (ΙΕ΄ Κανόνας της Α-Β Συνόδου), όταν ο
Επίσκοπος διατυπώνει φανερά αίρεση∙ τότε δεν ενεργεί «εν τω ονόματι Ιησού
Χριστού», στο όνομα της Αλήθειας Του (Απόστολοι – Οικουμενικές Σύνοδοι).
Η
εντολή του Χριστού «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» (Λουκ. 22, 19), έχει
την ισοδύναμη υπόσταση: «Τάδε λέγει Κύριος». Ο Χριστός παρέδωσε το νέο
Χριστιανικό Πάσχα, το Ιερό Μυστήριο, ως ο Πρώτος Λειτουργός της Θείας
Ευχαριστίας, έτσι ώστε να πραγματοποιείται (η θυσία) – συνειδητοποιείται
αγιαστικά εις το ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ (εις την «εμήν ανάμνησιν»). Χαρακτηριστική η
τοποθέτηση του Αγ. Νεκταρίου:
“Xάρη
τίνος επιτελείται η Θεία Λειτουργία»;
Απ.:
Η Θεία Λειτουργία επιτελείται: α) Προς δόξαν και αίνον του Μεγάλου Θεού και
Σωτήρα μας και σε ανάμνηση του θανάτου αυτού σύμφωνα με το γεγραμμένο «τούτο
ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν».
β)
Υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των ευσεβώς κεκοιμημένων Ορθοδόξων Χριστιανών, όπως
ακριβώς αναφέρουν και οι άγιοι Πατέρες, παραλαμβάνοντας, κατά τον άγιο Διονύσιο
τον Αρεοπαγίτη, την παράδοση αυτή από τους αγίους και πανευφήμους Αποστόλους
και όπως αναφέρουν στις λειτουργίες τους ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος.
γ)
υπέρ των ζώντων Ορθοδόξων Αρχιερέων, των αρχόντων και παντός του χριστώνυμου
λαού.
(Από
την ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ του Αγ. Νεκταρίου).
Σχόλιο:
Δυστυχώς, η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου, ως η νεώτερη Μούσα του
οικουμενισμού, εγκωμίασε και ετίμησε (στο παρελθόν) τον Επίσκοπο Ιωάννη
Ζηζιούλα για τις εργασίες του, που αποτελούν σημειώσεις για μια αιρετική,
Μετα-πατερική, ποιμαντική!
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ