Τετάρτη 3 Μαΐου 2017

Η ενωτική συνεισφορά του ανθενωτικού μερίσματος

Η ενωτική συνεισφορά του ανθενωτικού μερίσματος

400px-THE_COUNCIL_OF_NICEA_Fresco_in_the_Sistine_Salon_Vatican.jpg
Ο μήνας Μάιος  στην καθαρή και ανήσυχη συνείδηση του Ελληνισμού διατηρεί στη μνήμη δύο ημερομηνίες που τυπικά σηματοδοτούν την έναρξη και τη λήξη του μακροβιότερου ιστορικά πολιτειακού σχήματος σε Ευρωπαϊκή Ανατολή και Δύση αλλά και πολιτιστικού προηγούμενου, το οποίο κληροδότησε στο δυτικό ημισφαίριο και επηρέασε καταλυτικά τόσο τον ορθολογικό και τεχνοκρατικό τρόπο σκέψης του όσο και τις μεταφυσικές του αγωνίες.
Η Νέα Ρώμη – Κωνσταντινούπολη, η δική μας Πόλη, εγκαινιάστηκε την 11η Μαΐου του 330, χρονολογικά στον αρχαίο κόσμο από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και έπεσε στα χέρια των Οθωμανών την 29η Μαΐου του 1453 στον μεσαιωνικό επί βασιλείας του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου. Έκτοτε, παραμένει κατεχόμενη.
Η σύμφωνα με πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας μας φωτισμένη από τον Θεό στρατηγική και πολιτική αυτή μορφή του ελληνομαθούς και τελικά χριστιανού αυτοκράτορα, διείδε με τρόπο μοναδικό το μέλλον της συνέχειας της αυτοκρατορίας στην Ανατολή. Ήδη το πολιτικό βάρος της αρχαίας Ρώμης είχε προσωρινά μεταφερθεί στα Μεδιόλανα όπου και το 313 υπογράφηκε η ομώνυμη συνθήκη ανεξιθρησκίας, βάζοντας τέλος σε φρικτούς διωγμούς αιώνων. Και μόνο για αυτό, ο Κωνσταντίνος θα άξιζε την επωνυμία του Μεγάλου.
Ακολούθησαν η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος το 325 σε καθεστώς αυτοκρατορικής ασφάλειας που έθεσε τα θεμέλια της δογματικής στην πίστη μας και η θεμελίωση του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα με τον νεοευρεθέντα από τη Βασιλομήτορα Ελένη Τίμιο Σταυρό του Χριστού. Έτσι ο άξονας Κωνσταντινουπόλεως και Ιεροσολύμων δίνει το στίγμα του στην παγκόσμια ιστορία και σηματοδοτεί την πορεία του νέου κόσμου ίσαμε και σήμερα.
Αρχικά ο αυτοκράτορας σκέφτηκε όχι τυχαία ως νέα πρωτεύουσα το αρχαίον Ίλιον, την Τροία στην είσοδο του Ελλησπόντου συνδέοντάς την με ένα ένδοξο ελληνικό παρελθόν θαμμένο στη γη της Μικρασίας. Η στρατηγική όμως τοποθέτηση του Βυζαντίου, της μεγαρικής αποικίας και μικρής πολίχνης ως τότε, δεν άφηνε περιθώρια. Το πρώτο όνομα που έδωσε στη νέα πόλη ήταν Φλωρέντσια δηλαδή Ανθούσα. Το Νέα Ρώμη όμως και μετέπειτα Κωνσταντινούπολη επεκράτησε στη μοναδική πόλη των Ελλήνων που ονομάζεται Πόλη.  
Ακολούθησε μια πορεία συνέχειας μέσα στον χρόνο όχι χωρίς προβλήματα με κυριότερο στην πρώτη χιλιετία το εικονοκλαστικό χτύπημα που τράνταξε για διάστημα πολύ μεγαλύτερο του αιώνα την αυτοκρατορία του 8ου και 9ου αιώνα η οποία άντεξε και το οποίο είχε άμεση σχέση με τη νέα αραβική θρησκεία που εμφανίζεται από το 622 και μετά στο υπογάστριό της αρχικά και η οποία δυστυχώς δεν έτυχε της δέουσας στρατηγικής προσοχής και λανθασμένα υποβαθμίστηκε.
Στην αρχή της δεύτερης χιλιετίας δεσπόζει το οριστικό σχίσμα των εκκλησιών το 1054 και η καταλυτικής σημασίας χαμένη μάχη του Ματζικέρτ το 1071 μεταξύ των Ρωμανικών δυνάμεων του Ρωμανού του Δ΄ του Διογένη και των Σελτζουκιδών Τούρκων που έκτοτε πλημμυρίζουν το μεγαλύτερο μέρος της Μικρασιατικής ενδοχώρας αν και οι Τούρκοι αποτελούν μία μόνο από τις πολλές εθνότητες των εξισλαμισμένων Οθωμανών, από τον 14ο αιώνα και μετά. Για να φθάσουμε στο καταστροφικό φράγκικο κτύπημα της Δ΄ σταυροφορίας του 1204 στη Βασιλεύουσα. Έκτοτε, η αυτοκρατορία δεν θα ανακάμψει ποτέ, η στρατηγική γωνία όμως της Πόλης θα καταφέρει να αντέξει δυόμισι ακόμη αιώνες.
Η μεγάλη συνεκτική δύναμη σε όλη αυτή την κακοδαιμονία που συνεχίστηκε και στα χρόνια μετά την τελική άλωση του 1453 στην τουρκοκρατία είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία. Το λεγόμενο Βυζάντιο όσο παράξενο κι αν ακούγεται, δεν ετούρκεψε ποτέ. Η δυναμική του πορεία συνεχίστηκε και μετά από την άλωση.
Στο σημείο αυτό και εδώ και χίλια περίπου χρόνια είναι αξιοσημείωτο να αναφερθούμε στις δύο μεγάλες λαϊκές μερίδες αλλά και προσωπικότητες της διανόησης που συγκρούονταν και συγκρούονται ακόμη σαν  κερδοφόρα μερίσματα μιας πνευματικά χαμένης αξιακής πολιτείας. Τους λεγομένους Ενωτικούς και Ανθενωτικούς. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι από το 1054 έως το 1453 έχουν γίνει 13 ενωτικές προσπάθειες που δυστυχώς δεν απέδωσαν καρπούς. Η Ιστορία τελικά διαπιστώνουμε ως προς την ορθόδοξη προσέγγιση, ότι δικαίωσε τους ανθενωτικούς. Όχι επειδή κατείχαν εξ’ ολοκλήρου το σύνολο της αληθείας αλλά διότι η απάντηση στο μεταφυσικό ερώτημα του τρόπου του βίου δια του νοήματος της ύπαρξης και  της αξίας που αυτό προσδίδει στην ανθρώπινη ζωή, δεν άφηνε περιθώρια για κάτι το διαφορετικό. Με άλλα λόγια, αν τότε είχαμε υποταχθεί στον Πάπα θα καταντούσαμε στην καλύτερη των περιπτώσεων ουνικό προτεκτοράτο  του παπικού στοιχείου με την επισφράγιση του παπικού κράτους, από το 754.
Μία από τις καλύτερες ερμηνείες των δραματικών γεγονότων  εκείνων των περιόδων κάνει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Ο εθναπόστολος και μάρτυρας που έσωσε τον Ελληνισμό λόγω Παιδείας από τον βέβαιο αφανισμό του εξ’ αιτίας του εξισλαμισμού. «Ήξερε ο Θεός ότι τα άλλα Ρηγάτα βλάπτουν την πίστη ενώ ο Τούρκος όχι. Γι’ αυτό και το επέτρεψε». Βλέπουμε λοιπόν καθαρά ότι το κομβικό σημείο είναι η πίστις που σώζει. Για όποιον απλά κοιτάζει χωρίς να βλέπει, τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Δυστυχώς φτασμένοι επιστήμονες μέχρι και σήμερα αδυνατούν να κατανοήσουν βασικές έννοιες της αληθινής πίστεως.
Αυτό καθόλου δεν πρέπει να απασχολεί όταν πρόκειται για το φρόνημα που ναι μεν μπορεί να νεκρώνει προσωρινά το σώμα, δεν βλάπτει όμως και διατηρεί ζωντανό το αθάνατο πνεύμα, το κατ’ εξοχήν μέλος τής εν Χριστώ πολιτείας των ζώντων. Και η τουρκοκρατία δεν νέκρωσε το φρόνημα αλλά τουναντίον, το θέριεψε. Δεν το απειλούσε η οθωμανική δουλεία χωρίς αυτό καθόλου να σημαίνει ότι δεν ήταν δουλεία. Σε αντίθεση, από το 1204 και μετά, έχουμε τη δυναμολογική φράγκικη δουλεία και σε αυτό το σημείο αντιστάθηκε η ανθενωτική μερίδα.
Το τελευταίο δεν έχει να κάνει με τα πρόσωπα των άλλων χριστιανικών δογμάτων στον λεγόμενο δυτικό κόσμο. Δεν έχουμε τίποτα το προσωπικό με τον εκάστοτε παπικό, τον προτεστάντη κλπ. Επικοινωνούμε και συνεργαζόμαστε αρμονικά χωρίς κανένα πρόβλημα αρκεί να μην τίθεται θέμα εκκλησιαστικής συλλειτουργίας. Έχουμε όμως τεράστιο πρόβλημα με τον παπισμό, τον προτεσταντισμό κλπ.
Τα πράγματα συνεπώς είναι ξεκάθαρα και σε αυτό το πεδίο του ανοίγματος προς άλλους λαούς, εθνότητες και διαφορετικά δόγματα με τη δυνατότητα της κριτικής σκέψης και επιλογής. Της προσληπτικής και μεταοργανωτικής δύναμης να προσλαμβάνουμε στοιχεία ομοούσια της ταυτότητάς μας. Η Δύση σε αυτή τη διαδικασία πάντοτε ήταν απέναντί μας. Όχι τόσο ως εμμονή προς τον ορθόδοξο ελληνισμό που και αυτό ακόμη θα μπορούσε να το ισχυριστεί κανείς μελετώντας τα στοιχεία αλλά ως οικουμενιστικός φορέας των ιδεολογιών και ιδεολογημάτων. Για παράδειγμα κομμάτι της Δύσης είναι τόσο η ιδεολογία του καπιταλισμού - φιλελευθερισμού όσο και το ιδεολόγημα του σοσιαλισμού – κομμουνισμού. Γεννήματα από την ίδια Ευρωπαϊκή μήτρα. Ιστορικός υλισμός. Ας μην ξεχνούμε ότι ο Λένιν με το jetset, το τρένο του Κάιζερ, ταξίδεψε από την Ελβετία στη Ρωσία. Ακολούθησε ανελέητο σφυροκόπημα της Ορθοδοξίας στη Ρωσία, το μεγαλύτερο και πολυπληθέστερο ορθόδοξο ισχυρό ευρωπαϊκό κράτος επί 70 έτη, χωρίς να επιτευχθεί ο στόχος.
Μονίμως συνεπώς η αναφορά μας και η πρόκληση που οδηγεί στους διχασμούς και τις αντιθέσεις είναι Δύση. Αυτό με τίποτα δεν απαλλάσσει τις δικές μας ευθύνες των Ορθοδόξων της καθ’ ημάς Ανατολής στα παραπάνω ούτε όμως και το τεκτονικό υπόβαθρο της Δύσης από τον 17ο αιώνα και μετά.
Σε τελική ανάλυση, ο γεωγραφικός και στρατηγικός χώρος της ευρωπαϊκής Δύσης και Ανατολής ήταν και είναι ενιαίος και αδιαίρετος όσο και ο θεολογικός πριν από τον 5ο αιώνα και ό,τι ζούμε ιστορικά εδώ και μιάμιση χιλιετία είναι καιρός πλέον αν ποτέ τελειώσει, να γίνει με την ορθόδοξη ενωτική συνεισφορά του ανθενωτικού μερίσματος, ακόμη και αν χρειαστεί να παρέλθει άλλος τόσος χρόνος.
Ο Α.Σαραντίδης είναι δάσκαλος στην Καβάλα και πολιτικός επιστήμων.