Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη εἶ­ναι τό ἐρ­γα­στή­ρι πού δι­α­λύ­ει τά ἀρ­νη­τι­κά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς τα­πεί­νω­σης....[ΚΑΙ]σάν ἄλ­λο ἐρ­γα­λεῖ­ο με­τα­τρέ­πει τήν ὀρ­γή τήν ἐκ­δί­κη­ση σέ συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα καί ἀ­γά­πη, ἀ­πο­φεύ­γον­τας ἔ­τσι τήν ἁ­μαρ­τί­α καί πλή­γώ­νει τό δι­ά­βο­λο στό κέν­τρο τῆς καρ­δί­ας του...

Ταπεινοφροσύνη


               



(Ἡ ἔννοια τῆς ταπεινοφροσύνης)



            Ὁ Ἅ­γι­ος Μά­ξι­μος ὁ Ὁ­μο­λο­γη­τής δί­νει τόν ἑ­ξῆς ὁ­ρι­σμό γι­ά τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη: «Τα­πει­νο­φρο­σύ­νη εἶ­ναι μι­ά συ­νε­χής προ­σευ­χή μέ δά­κρυ­α καί πό­νο.  Δι­ό­τι αὐ­τή ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τή βο­ή­θει­α τοῦ Θε­οῦ καί δέν ἀ­φή­νει τόν ἄν­θρω­πο οὔ­τε νά στη­ρί­ζε­ται ἀ­πε­ρί­σκε­πτα στή δύ­να­μή του καί στή σο­φί­α του, οὔ­τε νά ὑ­πε­ρη­φα­νεύ­ε­ται ἐ­να­ντί­ον ἄλ­λου, τά ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι φο­βε­ρά νο­σή­μα­τα, ὀ­φει­λό­με­να στό πά­θος τῆς ὑ­πε­ρη­φά­νει­ας».
            Ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη εἶ­ναι  τό ἐρ­γα­στή­ρι πού δι­α­λύ­ει τά ἀρ­νη­τι­κά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς τα­πεί­νω­σης στήν ὁ­ποί­αν ὑ­πο­βάλ­λει στόν ἄν­θρω­πο ἡ κα­κί­α τῶν δαι­μό­νων καί τῶν ἀν­θρώ­πων. Δη­λα­δή τήν προ­σβο­λή, τόν ἐ­ξευ­τε­λι­σμό, τήν ἀ­δι­κί­α, τή συ­κο­φαν­τί­α πού θά ὑ­πο­στεῖ ὁ  τα­πει­νός ἄν­θρω­πος, ἐ­νερ­γο­ποι­εῖ τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη πού σάν ἄλ­λο ἐρ­γα­λεῖ­ο με­τα­τρέ­πει τήν ὀρ­γή τήν ἐκ­δί­κη­ση σέ συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα καί ἀ­γά­πη, ἀ­πο­φεύ­γον­τας ἔ­τσι τήν ἁ­μαρ­τί­α καί πλή­γώ­νει τό δι­ά­βο­λο στό κέν­τρο τῆς καρ­δί­ας του.


Ποι­ός εἶ­ναι ὅμως ὁ πρα­γμα­τι­κά τα­πει­νό­φρο­νας;
            Ἀ­πό τήν ἀρ­χή θά πρέ­πει νά δι­ευ­κρι­νή­σου­με ποι­ός εἶ­ναι ὁ τα­πει­νό­φρο­νας, γι­α­τί ὑ­πάρ­χουν ­καί με­ρι­κοί ἄν­θρω­ποι πού ἀ­πό τή φύ­ση τους εἶ­ναι πρᾶ­οι καί  ἥ­συ­χοι καί φαί­νο­νται ὅ­τι εἶ­ναι τα­πει­νοί, ὄ­ταν ὅ­μως ἔλ­θει ἡ στι­γμή τῆς δο­κι­μα­σί­ας, δέν ἐ­φαρ­μό­ζουν τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καί δι­α­μαρ­τύ­ρο­νται. Αὐ­τοί οἱ  φαι­νο­με­νι­κά τα­πει­νοί, μό­λις τούς «πα­τή­σεις τόν κάλ­λο», δι­α­μαρ­τύ­ρον­ται ἐν­το­νό­τα­τα καί φω­νά­ζουν καί ἀ­πει­λοῦν. Ποῦ εἶ­ναι λοι­πόν ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη τους;
            Ὁ πραγ­μα­τι­κά τα­πει­νός ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού ἐ­νῶ εἶ­ναι με­γά­λος σέ πλού­τη,  ἀ­ξι­ώ­μα­τα, καί χα­ρί­σμα­τα, θε­ω­ρεῖ τόν ἑ­αυ­τό του κα­τώ­τε­ρο ἀ­πό κά­θε ἄν­θρω­πο. Τα­πει­νό­φρο­νας ἐ­πί­σης εἶ­ναι αὐ­τός πού ἐ­νῶ τὀν συ­κο­φαν­τοῦν, δέν τα­ρά­ζε­ται, ἐ­νῶ τόν κα­τη­γο­ροῦν γι­ά πράγ­μα­τα πού δέν ἔ­κα­με, δέν φο­βᾶ­ται, ἐ­νῶ τόν προ­σβάλ­λουν, μέ­νει ἀ­τά­ρα­χος ἀ­φή­νο­ντας τήν κρί­ση του καί τήν ἀ­πο­λο­γί­α του στόν Κύ­ρι­ο πού εἶ­πε «ἐ­μοί ἐκ­δί­κη­σις ἐ­γώ ἀν­τα­πο­δώ­σω»·  αὐ­τός εἶ­ναι βέ­βαι­ος ὅ­τι ὁ Κύ­ριος θά δι­κά­σει δί­και­α καί θά  κα­τα­δι­κά­σει δί­και­α τό συ­κο­φάν­τη, ἐ­νῶ τόν τα­πει­νό θά τόν δι­και­ώ­σει μέ τόν τρό­πο πού ὁ Ἴ­διος γνω­ρί­ζει« ἵ­να (αὐ­τόν) ὑ­ψώ­σει ἐν και­ρῷ»­.(1.Πέ­τρ. 5. 6). 

 Δύ­σκο­λο Ἔρ­γο ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη

            Εἶ­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο ὅ­μως αὐ­τό τό ἔρ­γο χω­ρίς θε­ϊ­κή βο­ή­θεια καί συν­δρο­μή, για­τί ὁ κό­σμος τόν τα­πει­νό τό θε­ω­ρεῖ βλά­κα καί χα­ζό καί ἐκ­με­τα­λεύ­σι­μο. Ἐ­νώ­πιον ὅ­μως τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι δι­α­μάν­τι πα­νά­κρι­βο. Ὁ Μάρ­κος ὁ Ἀ­σκη­τής ὑ­πε­ρα­μύ­νε­ται τοῦ τα­πει­νό­φρο­να λέ­γον­τας: « Ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη δέν εἶ­ναι κα­τα­δί­κη συ­νει­δή­σε­ως, ἀλ­λά χά­ρις Θε­οῦ καί ἀ­κρι­βής πλη­ρο­φο­ρί­α τῆς συμ­πά­θειάς Του».
            Καί ὁ Ἅ­γι­ος Ἰ­σα­άκ ὁ Σύ­ρος λέ­γει, ὅ­τι ἡ ἑ­κού­σι­α τα­πει­νο­φρο­σύ­νη εἶ­ναι δό­ξα τοῦ Θε­οῦ· γρά­φει:« Σμί­κρυ­νε τόν ἑ­αυ­τό σου εἰς ὅ­λα ἐ­νώ­πι­ον τῶν ἀν­θρώ­πων καί θά ὑ­ψω­θεῖς ἐ­πά­νω ἀ­πό τούς ἄρ­χο­ντας τοῦ αἰ­ώ­να τού­του. Τα­πεί­νω­σε τόν ἑ­αυ­τό σου καί θά δεῖς τή δό­ξα τοῦ Θε­οῦ ἐ­ντός σου. Δι­ό­τι ὅ­που βλα­στά­νει ἡ τα­πεί­νω­ση, ἐ­κεῖ ἀ­να­βλύ­ζει ἡ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ . Ἄν ἀ­γω­νί­ζε­σαι φα­νε­ρά νά τα­πει­νω­θεῖς, ὁ Θε­ός θά σέ κά­νει νά δο­ξα­σθεῖς ἀ­πό ὅ­λους τούς ἀν­θρώ­πους· ἄν ἔ­χεις τήν τα­πεί­νω­ση στήν καρ­δι­ά σου ἐ­κεῖ στήν­ καρ­δι­ά σου θά σοῦ φα­νε­ρώ­σει ὁ Θε­ός τή δό­ξα Του. Ὅ­ταν ἐρ­γά­ζε­σαι τήν ἀ­ρε­τή, νά φρο­ντί­ζεις νά σέ κα­τα­φρο­νοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι καί τό­τε θά τι­μη­θεῖς ἀ­πό τό Θε­ό. Μί­ση­σε τήν τι­μή, γι­ά νά τι­μη­θεῖς. Ἐ­κεῖ­νος πού ἀ­πο­φεύ­γει τήν τι­μή, τόν κα­τα­δι­ώ­κει ἡ τι­μή καί γί­νε­ται κή­ρυ­κας τῆς τα­πει­νώ­σε­ώς του». Ὁ ἴ­διος λέ­γει ἀλ­λοῦ γι­ά τήν τέ­λεια τα­πει­νο­φρο­σύ­νη τά ἀ­κό­λου­θα:  « Ὁ ἄν­θρω­πος πού κα­τόρ­θω­σε νά ἐν­νο­ή­σει πό­σο ἀ­σθε­νής εἶ­ναι στά πνευ­μα­τι­κά, αὐ­τός ἔ­φθα­σε στήν τέ­λεια τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καί τήν ἐ­πί­γνω­ση τοῦ Θε­οῦ. Γι­’ αὐ­τό καί πα­ρα­κι­νεῖ­ται συ­νε­χῶς νά εὐ­χα­ρι­στεῖ τό Θε­ό καί γί­νε­ται πλου­σι­ώ­τε­ρος στήν ἀ­πό­κτη­ση θεί­ων χα­ρι­σμά­των. Στό­μα πού εὐ­χα­ρι­στεῖ πάν­το­τε τό Θε­ό, δέ­χε­ται ἀ­πό τό Θε­ό εὐ­λο­γί­α. Καί στήν καρ­διά πού δι­α­μέ­νει στή συ­νε­χή πρός τό Θε­ό εὐ­χα­ρι­στί­α, αὐ­ξά­νει δια­ρκῶς ἐν­τός αὐ­τῆς ἡ θεί­α Χά­ρη. Ἀ­πό τή Χά­ρη προ­η­γεῖ­ται ἡ τα­πεί­νω­ση, ὅ­πως ἐμ­πρός ἀ­πό τόν πει­ρα­σμόν τρέ­χει ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια.»
            Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καί τό φό­βο τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πό ἀ­έ­ρα γι­ά τήν ἀ­να­πνο­ή του. Ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη εἶ­ναι τό δέν­δρο τῆς ζω­ῆς πού συ­νε­χῶς ὑ­ψώ­νε­ται πρός τόν οὐ­ρα­νό, ἀλ­λά καί κά­τω ἀ­πό τή δρο­σε­ρή του σκιά, ὁ τα­πει­νός ἄν­θρω­πος βρί­σκει τή γα­λή­νη τήν ἡ­ρε­μί­α καί προ­φυ­λάσ­σε­ται ἀ­πό τά στρέ­ς’­καί τά ἀγ­χώ­δη δηλ­λή­μα­τα καί μέ­ρι­μνες τοῦ κό­σμου τού­του.


Χα­ρα­λά­μπους Νε­ο­φύ­του
Πρεσβυ­τέ­ρου

ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ