Τo Βυζάντιο μετά την άλωση. Η Εκκλησία ως επιβίωση του Βυζαντίου
Ἰωάννη Θ. Μπάκα
λέκτορος ΑΠΘ
Ἡ Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1453 ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς ἔβαλε τέλος στὴ ζωὴ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ὡς κρατικῆς πολιτειακῆς ὀντότητας. Ἡ Ἅλωση τῆς Πόλης, παρὰ τὸ ὅτι βιώθηκε ὡς κατακλυσμιαῖο γεγονὸς ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους, δὲν ὁδήγησε ὡστόσο στὴ διακοπὴ τῆς βυζαντινῆς ἱστορικῆς καὶ πολιτιστικῆς τους παράδοσης. Τὸ τραγικὸ αὐτὸ γεγονὸς ἀποτέλεσε τὴν ἀρχὴ γιὰ ἕνα νέο κεφάλαιο στὴν ἱστορία τῶν ὀρθοδόξων, ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἐπιβίωση τῆς βυζαντινῆς κληρονομιᾶς στοὺς ὑπόδουλους Ρωμηούς.
Στὶς τουρκοκρατούμενες περιοχὲς ἡ ὑποδούλωση σὲ ἕναν κατακτητὴ μὲ ἄλλη θρησκεία εὐνόησε περισσότερο τὴν προσήλωση στὴ βυζαντινὴ παράδοση. Μετὰ τὴν Ἅλωση καὶ τὴν ἔλλειψη ἀπὸ τὸ προσκήνιο τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δύο στύλους τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἀπέμεινε ὁ δεύτερος, δηλαδὴ ὁ Πατριάρχης, ὁ ὁποῖος, μὲ τὴ συγκατάθεση καὶ τῆς ὀθωμανικῆς ἐξουσίας διεύρυνε τὸν κύκλο τῶν ἁρμοδιοτήτων του, ἀποκτῶντας ἐκτὸς ἀπὸ τὶς πνευματικὲς καὶ δικαιοδοτικὲς καὶ νομοθετικές. Ἡ Ἐκκλησία, κατὰ τὸν Π. Κονόρτα, ἀναδείχτηκε συνεπῶς σὲ σημαντικὸ παράγοντα κοινωνικῆς καὶ ἐκπαιδευτικῆς πρόνοιας καὶ διαμόρφωσης συλλογικῆς συνείδησης, ἀπαραίτητης γιὰ τὴ συνοχὴ τῆς μεταβυζαντινῆς κοινωνίας. Σύμφωνα μὲ τὸν π. Γ. Μεταλληνό: τὸ γεγονός, ὅτι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κράτησε ὡς ἔμβλημά του τὸ Δικέφαλο, τὸ σύμβολο τῆς Ρωμαίικης Αὐτοκρατορίας, δὲν ἦταν ἁπλὸς τύπος, γιατί ἀνταποκρινόταν στὰ πράγματα. Μετὰ τὴν Ἅλωση ὁ Πατριάρχης κληρονόμησε μαζὶ μὲ τὰ σύμβολα καὶ τὰ προνόμια τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα καὶ τὸ ἔμβλημα τοῦ δικέφαλου ἀετοῦ, τὸ ὁποῖο μεταβλήθηκε ἔκτοτε σὲ ἐκκλησιαστικὸ ἔμβλημα. Ἡ Ἐκκλησία τὸ υἱοθέτησε καὶ τὸ διατήρησε στὶς σφραγῖδες της, στὰ τέμπλα καὶ τὰ δάπεδα τῶν ναῶν, στὰ ἄμφια τῶν ἀρχιερέων.
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἐνδυόμενος καὶ τὸν αὐτοκρατορικὸ μανδύα γινόταν παράλληλα καὶ συνεχιστὴς τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας τὴν ὁποία εἶχε κληρονομήσει. Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διατήρησε ἔτσι τὴν πολιτικὴ ἐξουσία τοῦ Βυζαντίου. Δὲν εἶναι δὲ ὑπερβολὴ νὰ ὑποστηριχθεῖ ὅτι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀπὸ πνευματικὸς καθοδηγητής, μετεξελίχθηκε οὐσιαστικὰ σὲ πολιτικὸ ἡγέτη τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν. Τὸ Πατριαρχεῖο θύμιζε στοὺς ὀρθοδόξους τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας τὴ βασιλεία τῶν Ἐώων Ρωμαίων ποὺ χάθηκε μὲ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης, καθὼς ἦταν ὁ μόνος θεσμὸς τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ποὺ διασώθηκε μετὰ τὸ 1453. Σύμφωνα μὲ τὸν Ρουμάνο ἱστορικὸ καὶ πολιτικὸ Ν. Jorga ἔχουμε ἔτσι τὴν ἐμφάνιση ἑνὸς «Βυζαντίου μετὰ τὸ Βυζάντιο». Μετὰ τὴν Ἅλωση, ἡ Ἐκκλησία, κατὰ τὸν Μέγεντορφ, διατηρήθηκε ὡς ἡ κοινότητα ὅλων τῶν ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι βρέθηκαν κάτω ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ κυριαρχία συγκεντρώνοντας πολλὰ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά τοῦ βυζαντινοῦ παρελθόντος. Ὁ Πατριάρχης τέθηκε ὡς ἐπικεφαλῆς τοῦ γένους τῶν Ρωμηῶν ραγιάδων (millet), ὑπεύθυνος γι΄ αὐτοὺς ἔναντι τῆς ὀθωμανικῆς ἐξουσίας.
Ταυτόχρονα ὅμως ὑπεύθυνος γιὰ τὴ διατήρηση τῆς πίστης, τὴν ἐπιβίωση τοῦ ποιμνίου του καὶ τὴ διαφύλαξη τῆς ὀρθόδοξης βυζαντινῆς παράδοσης. Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ ἐνίσχυσε τὴ θεσμικὴ ἰσχὺ τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη. Ἡ διατήρηση τῆς βυζαντινῆς μνήμης συνιστοῦσε γιὰ τὴν Ἐκκλησία αὐτονόητο γεγονὸς, ἀλλὰ καὶ συνειδητὴ ἐπιδίωξη γιὰ τὴν προστασία τοῦ ποιμνίου της. Ὁ Πατριάρχης Μάξιμος Γ΄ μάλιστα ἔγραψε στὸ Δόγη τῆς Βενετίας τὸ 1480: «Ὑπὲρ τῆς πίστεως αὐτῆς καὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μὴ ἑξαλειφθείη ἀπὸ τῶν μερῶν τούτων ἀγωνιζόμεθα καὶ καθ΄ ἑκάστην μαρτυρικὴν ἀνύομεν ὁδόν…» Τὰ βυζαντινὰ πρότυπα κάλυψαν σχεδὸν ὅλες τὶς ἐκφάνσεις ζωῆς καὶ λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας στὸ νέο περιβάλλον ποὺ διαμορφώθηκε μετὰ τὴν Ἅλωση. Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελοῦσε ὄχι μόνο χῶρο πίστης, ἀλλὰ κυρίως τόπο κοινωνικῆς συνοχῆς.
Γύρω της συσπειρώνονταν οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ σὲ ὅλη τὴν ὀθωμανικὴ ἐπικράτεια. Ἡ ἐκκλησιαστική τους ὀργάνωση, ποὺ ἔμεινε ἄθικτη ἀπὸ τὸν κατακτητή, μπορεῖ νὰ διευκόλυνε τὸν ἔλεγχο καὶ τὴ διοίκηση τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ ἐξουσία, ἐξασφάλιζε ὅμως στοὺς ὑπόδουλους ὀρθόδοξους πληθυσμοὺς καὶ μία πολύτιμη δυνατότητα συνοχῆς καὶ αὐτοδιοίκησης. Οἱ χριστιανικοὶ πληθυσμοὶ ἀπέβλεπαν πρὸς τὸν ἀνώτατο θρησκευτικό τους ἡγέτη, τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, μὲ ἐμπιστοσύνη, σεβασμὸ καὶ δέος, καθὼς ἐνσάρκωνε τὴ συνέχεια τοῦ χριστιανικοῦ βασιλείου καὶ τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴν ἀνάστασή του. Τὸ Πατριαρχεῖο, τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Ὀθωμανοὶ ἐξαπλώνονταν καὶ ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία διείσδυε στὶς περιοχὲς δικαιοδοσίας του, ἐπιθυμοῦσε τὴν ἑνότητα τῆς ἐπικράτειάς του γιὰ λόγους ἰδεολογικοὺς καὶ οἰκονομικοὺς καὶ προωθοῦσε τὴν ἀνασύσταση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ Ἐκκλησία προβαλλόταν ὡς ἡ μόνη πολιτικὴ προοπτική, ἀκόμα καὶ μετὰ τὴν Ἅλωση. Ὁ Ν. Jorga ἐπισημαίνει τὴ μεγάλη συνεισφορὰ τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ στὸ δυτικὸ κόσμο, ἰδίως μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς. Τὸ Βυζάντιο ἐπέζησε μέσῳ τῶν ἀνθρώπων του καὶ κυρίως τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ συνέχισαν τὶς ἰδέες, τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἐκπαίδευση, τὴν πίστη καὶ τὸν τρόπο ζωῆς τῶν Βυζαντινῶν. Ἡ αὐτοκρατορία μπορεῖ νὰ χάθηκε ὡς πολιτειακὴ ὀντότητα ἀλλὰ παρέμεινε ὡς πολιτισμὸς καὶ Ἐκκλησία, Οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία, ἔχοντας ὡς ἐπικεφαλῆς τὸν Πατριάρχη, κράτησε ἀνόθευτη τὴ βυζαντινὴ ὀρθόδοξη παράδοση μέσα στὸν κυκεῶνα τῆς μεταβυζαντινῆς πραγματικότητας· μὲ τὸν Πατριάρχη ἔτσι, τὴν «ἔμψυχο εἰκόνα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ», νὰ παραμένει καὶ νὰ ἀποφασίζει μαζὶ μὲ τὴ Σύνοδό του, στὴ θέση τοῦ ἐκλιπόντος αὐτοκράτορα γιὰ τὶς τύχες Ἐκκλησίας.
Γιὰ τὸν ὀρθόδοξο λαό, τὸ Βυζάντιο συνέχισε νὰ ἀποτελεῖ τὴν ἀναφορὰ τῆς καταγωγῆς του. Ὁ J.Cobhouse σημειώνει τὸ 1813: «Ὅλες τους οἱ ἐλπίδες στρέφονται στὴν ἀνασύσταση τοῦ βυζαντινοῦ τους βασιλείου. Κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας τὸ Πατριαρχεῖο ἀναγκάζεται νὰ ἀναλάβει γιὰ πρώτη φορὰ διοικητικὰ καθήκοντα, μὲ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη ἐκπρόσωπο ἑνὸς γένους πολιτῶν…». Τὸ Γένος τῶν Ρωμηῶν ἰσορροπεῖ ἔτσι, ἀνάμεσα στὴν παραδοσιακὰ βυζαντινὴ καὶ στὴ νέα ἑλληνική του συνείδηση, ἀνάμεσα στὴν οἰκουμενικότητα τοῦ προορισμοῦ του καὶ στὸν ἀναδυόμενο ἐθνικισμό, ἀνάμεσα στὴν ὀρθόδοξη θεολογική του παράδοση καὶ στὸ δογματικὸ σχολαστικισμὸ τῶν Δυτικῶν, ἀνάμεσα τέλος στὸν σεβασμὸ ποὺ πάντοτε ἐνέπνεε καὶ στὸν ἀντικληρικαλισμὸ τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ὅπως σημειώνει ὁ Σ. Ράνσιμαν: Ὁ πατριάρχης Γεννάδιος κλήθηκε νὰ ἑνώσει τὴν Ἐκκλησία τοῦ λαοῦ του καὶ νὰ δώσει μίαν Αὐλὴ στὴν ὁποία διατηρεῖται ἡ παλαιὰ δραματικότητα τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐθιμοτυπίας μέσα στὸ σκοτάδι, ὥσπου νὰ ἔρθει πάλι ἡ αὐγὴ καὶ τὸ Βυζάντιο νὰ ἀναγεννηθεῖ σὰν τὸν Φοίνικα… Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἁρμοδιότητες, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀσκοῦσε καὶ εὐρύτερες λειτουργίες, σημαντικότερη τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ὀργάνωση τῆς ἐκπαίδευσης.
Ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης ὡς μιλλέτμπασης (Ἐθνάρχης) τῶν χριστιανῶν ὀρθοδόξων εἶχε ὡς σταθερὸ στόχο τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ διεύρυνση τῶν ἐξουσιῶν του, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ θεωρεῖται ὅτι ὑποκαθιστοῦσε τὸν Βυζαντινὸ αὐτοκράτορα στὶς νομοθετικές, δικαστικὲς καὶ οἰκονομικὲς δικαιοδοσίες του. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πτριαρχεῖο, ὡς θεσμὸς στὰ πλαίσια τοῦ ὀθωμανικοῦ συστήματος τῶν ἐθνικῶν κοινοτήτων, ὑπῆρξε ὁ ἀποκλειστικὸς διαχειριστὴς τῶν ἐκπαιδευτικῶν πραγμάτων. Ὁ Πατριάρχης, μὲ τὴ συνεχῆ διεύρυνση τῶν ἁρμοδιοτήτων του, καθίσταται ὁ πολιτικὸς ἡγέτης τῶν ὑπόδουλων ὀρθοδόξων Ρωμηῶν. Ἡ ἰδιαίτερη αἴγλη τοῦ πατριαρχικοῦ ἀξιώματος, κατὰ τὴν ὀθωμανικὴ περίοδο, ἐξηγεῖται ἀπὸ τὶς ἰδιαίτερες συνθῆκες οἱ ὁποῖες δημιουργήθηκαν μετὰ τὴν Ἅλωση καὶ οἱ ὁποῖες ἐξύψωσαν πολὺ τὸ κῦρος του. Συνεπῶς, ἦταν ἑπόμενο ἡ ἁρμοδιότητα ποὺ τοῦ παρεῖχε ἄλλοτε τὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο, σὲ ζητήματα ἀστικοῦ δικαίου, ἄμεσα ἢ ἔμμεσα συνδεόμενα μὲ τὸν θρησκευτικὸ βίο, ὄχι μόνο νὰ διατηρηθεῖ, ἀλλὰ καὶ νὰ αὐξηθεῖ. Δὲν ἦταν πιὰ μόνο ὁ ἀνώτατος ἐκκλησιαστικὸς καὶ πολιτικὸς ἀρχηγός, ἀλλὰ καὶ ὁ προστάτης τῶν χριστιανῶν καὶ ὁ κριτὴς ὅλων τῶν ζητημάτων, ποὺ δὲν ὑπάγονταν ἀπ’ εὐθείας στὴν δικαιοδοσία τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους, δηλαδὴ ὑποθέσεων γάμων, διαζυγίων, κληροδοτημάτων, διαθηκῶν, καθὼς καὶ διαφόρων ἄλλων, ποὺ προκαλοῦνταν ἀπὸ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες. Ἔτσι ἡ πραγματικὴ δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ἁπλώθηκε σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τοῦ βίου τῶν ὀρθοδόξων Ρωμηῶν. Ἀποτέλεσμα τῆς παραπάνω ἐξέλιξης ἦταν νὰ ἀποκτήσει ὁ Πατριάρχης μεγαλύτερο κῦρος καὶ γόητρο ἀπέναντι στὸ ποίμνιό του.
Ἕως τὸν 17ο αἰῶνα, ὁ ἑλληνισμὸς παραμένει κατ’ ἐξοχὴν βυζαντινός, ἐνῷ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς ὁ μόνος θεσμὸς τοῦ παρελθόντος ποὺ ἐπιβιώνει στὶς νέες συνθῆκες, συνέχει τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς λοιποὺς ὀρθοδόξους τῶν Βαλκανίων. Γι’ αὐτὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο θὰ ἐπιφορτιστεῖ μὲ ἕναν εὐρύτερο ρόλο, ὡς ὁ ἀποκλειστικὸς ἐκφραστὴς τοῦ «γένους» τῶν Ἑλλήνων. Ὄχι μόνο θὰ ἀναλάβει τὴν παιδεία τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ θὰ ἐνδυθεῖ καὶ κοσμικὲς ἐξουσίες, στὸν τομέα τῆς διοίκησης ἢ τῆς δικαστικῆς δικαιοδοσίας. Ἐπειδὴ τὸ χρονικὸ βάθος τῆς «βυζαντινῆς» διαδρομῆς τοῦ νεότερου ἑλληνισμοῦ εἶναι ἀρκετὰ μεγάλο, ἀπὸ 250 ἕως 450 χρόνια, ἡ ἑλληνικὴ ταυτότητα σφραγίζεται ἀπὸ τὶς ἐπιβιώσεις τοῦ Βυζαντίου σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τοῦ βίου τῶν Ἑλλήνων. Ὅπως μέσα στὸ Βυζάντιο γεννήθηκε ὁ νέος ἑλληνισμός, ἔτσι καὶ μέσα στὸ νέο ἑλληνισμὸ θὰ μπορούσαμε νὰ παρακο- λουθήσουμε τὴ συνεχῆ ἐπιβίωση τοῦ Βυζαντίου.
Ἡ ἑνιαία καὶ ἐκτεταμένη δικαιοδοσία τοῦ Πατριάρχη συντελοῦσε στὴν ψυχικὴ ἕνωση τῶν Ἑλλήνων τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας μὲ τοὺς ὁμοεθνεῖς τοῦ ἐξωτερικοῦ, κυρίως τῆς Βενετίας καὶ τῶν ἑλληνικῶν κτήσεών της, Κύπρου, Κρήτης καὶ Ἰόνιων νησιῶν. Ἡ βυζαντινὴ κληρονομιὰ καταδεικνύεται κυρίως στὸ λαϊκὸ ἐπίπεδο, τὶς παραδόσεις, τὶς συμπεριφορές, τὴν Ἐκκλησία, τὴν τέχνη, καὶ ἐκεῖ ἐγκαταβιώνει ριζωμένη στὴν καθημερινότητα τῶν χριστιανῶν ραγιάδων. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ κατώτερες τάξεις, ὁ λαϊκὸς κλῆρος, οἱ ὀρεσίβιοι, οἱ νησιῶτες, ὅσοι, δηλαδή, στὴν καθημερινή τους ζωή, ἔρχονται λιγότερο σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς ὀθωμανοὺς κατακτητές, θὰ διατηρήσουν σχεδὸν ἀλώβητη τὴ βυζαντινὴ παράδοση. Ἐπίσης, ἂν ἡ θρησκευτικὴ ζωὴ τῶν Ἑλλήνων καὶ ἡ τέχνη, ζωγραφική, μουσική παραμένει μέχρι σήμερα σφραγισμένη ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει πώς, ὁρισμένες δεκαετίες πρίν, ὁ ἀγροτικὸς κόσμος ζοῦσε, καλλιεργοῦσε καὶ διασκέδαζε μὲ μορφὲς παραπλήσιες, ἂν ὄχι ταυτόσημες, μὲ τοὺς Βυζαντινούς. Οὐσιαστικά, ἡ ἐθναρχοῦσα Ἐκκλησία καὶ ὁ ἐπικεφαλῆς της Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἐπωμίστηκαν λοιπὸν ἐξ ὁλοκλήρου τὴ συνέχεια τῆς ρωμαίικης βυζαντινῆς παράδοσης στὰ ὀθωμανικὰ χρόνια, ὄχι μόνο σὲ ἐπίπεδο πνευματικὸ (πίστη, σωτηρία) ἢ πολιτιστικὸ (ἑλληνικὴ γλῶσσα, παιδεία, ἱστορικὴ μνήμη, ταυτότητα) ἀλλὰ καὶ πολιτικό. Δίκαια λοιπὸν ὀνομάστηκε ἀπὸ τὸ Ν. Jorga «Βυζάντιο μετὰ τὸ Βυζάντιο», διότι ἀκριβῶς ἀποτελοῦσε τὴ συνέχεια τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν πτώση της, τὸ 1453.
Δ. Ἀποστολόπουλος-Μ. Ἀποστολοπούλου, «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία 1770-1821», Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ 2 (Ἀθῆνα, 2003) 283-296.
J. Cobhouse, A Journey through Albania and the Other Provinces of Turkey, 1813.
Ν. Jorga, Τὸ Βυζάντιο μετὰ τὸ Βυζάντιο, Ἀθῆνα 1985.
Π. Κονόρτας, «Οἰκονομικὲς σχέσεις Πατριαρχείου καὶ Ὀθωμανικῆς Διοίκησης», Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἡ Οἰκονομία τοῦ Γένους, Ἀθῆνα 2007.
Γ. Μεταλληνός, Τουρκοκρατία, Ἀθῆνα6 , 2005.
Κ. Πιτσάκης, «Τὸ Δίκαιο. Βυζαντινὴ παράδοση καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀνανέωση», Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ 2 (Ἀθῆνα, 2003) 267-282.
A. Politis, «Christian Emperors to Greek Ancestors», στὸ D. Ricks-P. Magdalino (ἐπιμ.), Byzantium and the Modern Greek Identity, Λονδίνο 1998.
St. Runciman, Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν Αἰχμαλωσίᾳ. Τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως λίγο πρὶν τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης μέχρι καὶ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821, Ἀθήνα 2010.
Δ. Σταματόπουλος, Τὸ Βυζάντιο μετὰ τὸ ἔθνος. Τὸ πρόβλημα τῆς συνέχειας στὶς βαλκανικὲς ἱστοριο- γραφίες, Ἀθῆνα 2009.
S. Vryonis, «The Byzantine Legacy and Ottoman Forms», Dumbarton Oaks Papers 23-24 (1969-1970) 251-308. S. Vryonis, «The Greeks under Turkish Rule», στὸ Ν. Διαμαντοῦρος (ἐπιμ.), Hellenism and the First Greek War of Liberation (1821-1830): Continuity and Change, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 45-58. S. Vryonis, «Ἡ βυζαντινὴ κληρονομιὰ στὸν ἐπίσημο καὶ ἔντεχνο πολιτισμὸ τῶν βαλκανικῶν λαῶν», στὸ J. Yiannias (ἐπιμ.), Ἡ βυζαντινὴ παράδοση μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, 1994, σ. 35-68.
Ν. Ζαχαρόπουλος, «Ἡ κοινοτικὴ ὀργάνωση τῶν ὑπόδουλων ὀρθοδόξων», Ἱστορία τῆς Ὀρθοδοξίας 6 (χ.χ.) 20-75.
ΠΗΓΗ:http://efkozani.gr/
ΠΗΓΗ:http://efkozani.gr/