«Ό,τι συμφωνεί με το Ευαγγέλιο θα επαινείται, ό,τι δεν συμφωνεί με
το Ευαγγέλιο θα ελέγχεται και θα αποδοκιμάζεται. Συμβιβασμοί σε ζητήματα
πίστεως δεν θα είναι ανεκτοί»(Αυγ. Καντιώτης).
«Συνταξώμεθα τω αγγέλω της Εκκλησίας και καταδικάζουμε την
παναίρεση του Οικουμενισμού»;
«Συνταξώμεθα τω
αγγέλω της Εκκλησίας»
(Ι. Χρυσόστομος)
Νίκος
Σακαλάκης,Μαθηματικός
Η
αυθεντική ορθόδοξη Εκκλησιαστική συνείδηση δεν μπορεί να προέλθει παρά μόνο από
μια βαθειά αγιογραφική και πατερική γνώση, θεωρητική και εμπειρική. Οι μεγάλοι
Πατέρες της Εκκλησίας λόγω του ύψους της συνειδησιακής και ειδικότερα της
πνευματικής τους ποιότητας αντιλήφθηκαν, εν πνεύματι Αγίω, καθολικότερα από την
περιορισμένη μέση θρησκευτική αντίληψη των πιστών το νόημα, το περιεχόμενο και
το σκοπό της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού.
Στα
διάφορα γεγονότα του εκκλησιαστικού και κοινωνικού βίου, ατομικού και
συλλογικού, ξεπερνώντας τη χρονική και ιστορική σχετικότητά τους, έβλεπαν σ’
αυτά την προβολή των πνευματικών νόμων, την φανέρωση του θελήματος του Αγίου
Τριαδικού Θεού.
Ο
Ι. Χρυσόστομος, ειδικά, είχε μια χαρισματική θεολογική αίσθηση της κάθε
ιστορικής στιγμής, μια θεολογική προσέγγιση της κεντρικής ιδέας κάθε γεγονότος.
Αυτό το βλέπουμε στις ομιλίες του και στην ερμηνευτική έκφραση της Αγίας
Γραφής που πραγματοποίησε.
«Εν
αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» υπογραμμίζει ο Απ. Παύλος (Πράξ.
17,28), υπενθυμίζοντας πως κάθε ζώσα ύπαρξη, κάθε ον και κάθε ιστορική
πραγματικότητα, υπόκεινται στον απόλυτο έλεγχο του Θεού, στη ρύθμιση που
καθορίζουν οι πνευματικοί νόμοι.
Τη
θεολογική αυτή θέση του Αποστόλου, την επικρατούσα και αναναίρετη αυτή αλήθεια
της εκκλησίας, την βίωνε καθημερινά ο Ι. πατήρ ως πνευματικό γεγονός. Η φράση
του «Δόξα των Θεώ πάντων ένεκεν», ομολογεί την αλήθεια αυτή.
Ο
πνευματικό αυτός άξονας του Χρυσοστόμου διακρίνεται και στο θεολογικό διάλογο –
συζήτηση που μας διασώζει ο Παλλάδιος, λίγο πριν την δεύτερη εξορία του
Χρυσοστόμου: «Όταν κατάλαβε, ότι ήλθε η ώρα της εξορίας του, κατέβηκε από το
επισκοπείο στο ναό μαζί με κάποιους επισκόπους στους οποίους τόνισε, «Δεύτε
προσευξάμενοι συνταξώμεθα τω αγγέλω της Εκκλησίας». Μετά, αφού κοίταξε προς το
ναό (της Αγ. Σοφίας), βγήκε κρυφά από την ανατολική πύλη και παραδόθηκε στους
στρατιώτες που περίμεναν». Μαζί με τον Ι. Χρυσόστομο, σημειώνει ο Παλλάδιος,
«συνεξήλθε και ο άγγελος της Εκκλησίας, μη φέρων την ερημίαν αυτής, ην αρχαί
και εξουσίαι πονηραί ειργάσαντο, καθάπερ, θεατρον όμιον αποδείξασαι». Στη διαδοχή
του χρόνου πνευματικό ανάλογο έχουμε και στη Δύση.
Τη
δυτική εκκλησία της Ρώμης την εγκατέλειψε ο άγγελός της, ο πνευματικός έφορος
αυτής (Γρηγόριος Θεολόγος ΕΠΕ, τόμος 6, ομιλία ΜΒ), διότι έγινε πληθωρικά
κακόδοξη, αιρετική, με δογματικές διαθλάσεις και με φιλοσοφικές, πολιτικές,
κοινωνικές και διοικητικές εκτροπές, δημιουργώντας εντροπία πνευματικού
χαρακτήρα, που την οδήγησε στην πνευματική ερήμωση, στην απώλεια της Θείας
Χάρης. Η προτροπή του Ι. Χρυσοστόμου «συνταξώμεθα τω αγγέλω της Εκκλησίας»,
αιώνες πριν, δεν εισακούσθηκε.
Η
Παπική αντίληψη άφησε τα Μυστηριακά θεμέλια της Εκκλησίας και τα αντικατέστησε
με διοικητικά, με την διοικητική υπακοή στο πρόσωπο του «πρώτου».
Να
υπογραμμίσουμε, ότι η ορθή πνευματική στάση του Ι. Χρυσοστόμου υποστηρίχθηκε
από τον αγγελικό κόσμο, από τον άγγελο-έφορο της Εκκλησίας της
Κωνσταντινουπόλεως και από τον πνευματικό επόπτη-άγγελο του Ναού, ο οποίος
έφυγε και άφησε έρημο το Ναό, δίνοντας την απάντηση στις αντι-εκκλησιαστικές
και έκνομες διοικητικές συμπεριφορές της συνόδου που καθαίρεσε το Χρυσόστομο.
Ερώτημα:
Στ’ αλήθεια, η φανέρωση αυτής της εμπειρίας του Ι. Χρυσοστόμου δεν
προβληματίζει τους Οικουμενιστές πατριάρχες, επισκόπους, κληρικούς, μοναχούς
και λαϊκούς; Δεν γνωρίζουν ότι η Θεία Χάρις συστέλλεται ή και φεύγει όταν
υπάρχει αίρεση ή αντι-ευαγγελικές συνοδικές αποφάσεις;
Περισσότερο
φως δίνει ο Μ. Βασίλειος δια στόματος αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Στην
επιστολή 80, προς Λογοθέτη Ιωάννη, γράφει ο άγιος Θεόδωρος: «Γιατί όχι μόνο δεν
είναι άγιος ναός του Θεού αυτός που βεβηλώνεται από τους αιρετικούς, αλλά είναι
βέβηλος οίκος, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, αφού ο άγγελος που υπήρχε σ’ αυτόν,
όπως υπάρχει σε κάθε Εκκλησία, έφυγε από αυτόν εξ αιτίας της ασέβειας. Γι’ αυτό
ούτε και η θυσία που τελείται μέσα σ’ αυτόν είναι ευπρόσδεκτη στον Θεό».
Οι
άγιοι άγγελοι των Εκκλησιών-Ναών γνωρίζουν πολύ καλά τις θεμελιακές δογματικές
συνιστώσες της φύσεως και της λειτουργίας της Εκκλησίας.
Ως
διακονικές υπάρξεις του Αγίου Τριαδικού Θεού, γνωρίζουν τους όρους-κανόνες της
Ορθόδοξης ζωής και δεν αποκλίνουν από την αποστολή τους, που την περιγράφει
θεολογικά ο Κύριλλος Αλεξανδρείας: «Υπάρχει διορισμένος από το Θεό άγγελος, ο
οποίος εποπτεύει και επιστατεί στις Εκκλησίες και συμπράττει με τους Ιερείς και
λειτουργούς της στο ιερό έργο τους, που αποβλέπει στη σωτηρία των λαών» (Εις
τον Ιωάννη VI,
P.G. 73,1021).
Όταν
η μόλυνση του Εκκλησιαστικού περιβάλλοντος από την αίρεση του Οικουμενισμού
εμφανίζεται, τότε «συνταξώμεθα τω αγγέλω της Εκκλησίας», υπενθυμίζει ο Ι.
Χρυσόστομος, που ισοδυναμεί με το «συντάσσομαι τω Χριστώ», συντάσσομαι με την
αλήθεια της Ορθοδοξίας, με την πνευματική διαδοχή των Αγίων Οικουμενικών
συνόδων, που δεν δημιούργησαν καμία τομή αποστασίας στο σώμα της Εκκλησίας,
όπως η ψευδο-σύνοδος της Κρήτης.
Στις
αρχές του 21ου αιώνα, η Ορθόδοξη συνείδηση των πιστών αγωνιά, για
την επισκοπική ύφεση έναντι του οικουμενισμού, θα γράψει ο ιστορικός του
μέλλοντος. Σήμερα, το πλήθος των Ορθοδόξων, μπροστά στην απειλή της αιρέσεως,
περιμένει την συγκλονιστική επισκοπική φωνή, που θα χρησιμοποιήσει τη
χρυσοστομική γλώσσα: «Συνταξώμεθα τω αγγέλω της Εκκλησίας και καταδικάζουμε την
παναίρεση του Οικουμενισμού».
Στον
ενθρονιστήριο λόγο του επισκόπου π. Αυγουστίνου Καντιώτη (16/7/1967), έχουμε
μια πράγματι αυθεντική ανάπτυξη του λόγου αυτού του Χρυσοστόμου, που
συνοψίζεται: «Ό,τι συμφωνεί με το Ευαγγέλιο θα επαινείται, ό,τι δεν συμφωνεί με
το Ευαγγέλιο θα ελέγχεται και θα αποδοκιμάζεται. Συμβιβασμοί σε ζητήματα
πίστεως δεν θα είναι ανεκτοί»(Αυγ. Καντιώτης).
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ