Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ... ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΥΦΩΝΟΠΟΥΛΟΣ





ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ... ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΥΦΩΝΟΠΟΥΛΟΣ



Τις τελευταίες μέρες, αλλά κι όλους αυτούς τους μήνες, κατά την διάρκεια της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου τηςΚρήτης, έγινε λόγος για τον ορισμό της εκκλησίας. Άνοιξαν θέματα, συζητήσεις και συνέδρια, πάνω στο γεγονός
αν είναι τελικά εκκλησίες οι αιρέσεις και οι διάφορες ομολογίες. Πολεμικές, αντιδράσεις, ομολογίες πίστεως, αναφορές σε προδοσίες, νέα τάξη πραγμάτων κι ότι κανείς μπορεί να φανταστεί. Είναι αλήθεια ότι ζούμε σε μια εποχή, όπου καθετί πρέπει να ορίζεται, να διευκρινίζεται και να συστέλλεται. Ξεκινάμε
από την ίδια την ζωή, την χαρά, τον έρωτα και φτάνουμε στο αποκορύφωμα των ορισμών που είναι ο ίδιος ο Θεός. Κι όλα αυτά συμβαίνουν ακριβώς επειδή αντικειμενοποιήσαμε τα πάντα, τα αποκολλήσαμε από την σχέση μας με τον Θεό, καταργώντας την ιδιότητα του προσώπου, της κοινωνίας. Το ίδιο συμβαίνει και με την εκκλησία.
Αδιαμφισβήτητα, πάψαμε να βλέπουμε την εκκλησία σαν Σώμα Χριστού, την εν Αγίω Πνεύματι χαρισματική της διάσταση. Παρακάμψαμε την μεταμορφωτική ιδιότητα της, την εν Χριστώ αλλοίωση που η ίδια επιφέρει στον κόσμο. Βλέπουμε μονάχα την θεσμική της φύση κι αυτή εκτός τριαδολογίας, εντελώς προτεσταντικά. Έχουμε την αντίληψη μιας ομάδας, ενός ιδεολογήματος, που κινδυνεύει να χαθεί και πρέπει οπωσδήποτε να προστατεύσουμε.  Δημιουργήσαμε την ατομική εκκλησιολογία, την προσωπική σωτηρία. Κι αυτά επειδή απλά, με βάση της προσωπικές μας φοβίες, τους εγωισμούς και τις ευσεβιστικές υστερίες, βλέπουμε τον Θεό και την εκκλησία. Φοβισμένοι στο ανοίγμα της καρδιάς μας, κλειστοί στο εαυτό μας, χωρίς την προοπτική της προσωπικής κοινωνίας με τους άλλους, σκληροί συναγωνιστές, μ’ ανταπόδομα τα καλά μας έργα, που θα μας σώσουν εξασφαλίζοντας μας τον παράδεισο.
Η Δυτική Σχολαστική Θεολογία, ορίζει την εκκλησία και την αντιλαμβάνεται με βάση δυο άξονες, την επίγεια παρουσία του Χριστού και την ιστορική της πορεία μέσα στον χρόνο. Μια τέτοια αντίληψη προφανώς  ιδεολογικοποιεί την εκκλησία, εφόσον προσδίδει σ’ αυτήν μια ιδρυματική διάσταση. Μια ομάδα, ένα κόμμα ιδρύθηκε μια συγκεκριμένη χρονιά, άρα και η εκκλησία έχει ως ιδρυτικό ορόσημο την ημέρα της Πεντηκοστής του  33 μ. Χ. Άρα εμφανίζει μια ζωή δυο χιλιάδων και πλέον χρόνων. Σκοπός και στόχος είναι η υπεράσπιση αυτού του ιδρύματος, ώστε ν’ αντέξει αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο.
Ωστόσο, στην ορθόδοξη εμπειρία, η εκκλησία δεν ορίζεται, δεν έχει χρονολογική φύση, βρίσκεται πέρα και πάνω από τον κόσμο. Προϋπάρχει προκαταβολής κόσμου, τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος συγκροτούν την εκκλησία. Η σχέση Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος είναι η εκκλησία. Αν δεν υπάρχει αυτή τότε δεν υπάρχει κι ο Θεός. Αυτή η σχέση φανερώνεται μέσα στον κόσμο. Γι’ αυτό και η εκκλησία είναι απολύτως συνυφασμένη με την δημιουργία. Η αγάπη του Θεού δημιούργησε τον κόσμο, η δημιουργία του Θεού είναι η εκκλησία. Όλος ο κόσμος δημιουργήθηκε για την εκκλησία. Κάθε πτυχή της δημιουργίας εκφράζει την εκκλησία. Την ημέρα της Πεντηκοστής, δεν έχουμε την ίδρυση της εκκλησίας, αλλά την φανέρωση της μέσα στον κόσμο. Ο Υιός και Λόγος, την γνωρίζει ως Άσαρκος στην Παλαιά και ως Ένσαρκος στην Καινή με την Εναθρώπηση του και συνεχίζει την Πεντηκοστή η εν Αγίω Πνεύματι πορεία της μέσα στον χρόνο και τον κόσμο.
Έτσι κάθε άνθρωπος οντολογικά, με βάση την δημιουργία του αποτελεί την εκκλησία, όπου κι αν είναι ότι κι αν πιστεύει. Αν αρνηθούμε την εκκλησιολογία του, υπαρξιακά πάντοτε, τότε αρνούμαστε την ίδια την δημιουργία, τον Ίδιο  τον Θεό. Όταν ο άνθρωπος απομακρύνεται από τον Θεό, ο ίδιος διακόπτει την κοινωνία μαζί του, δεν φεύγει ο Θεός δεν τον εγκαταλείπει, άλλωστε από την φύση του ο Θεός είναι πανταχού παρών, δεν υπάρχει χώρος, ή ύπαρξη που να μην βρίσκεται.
Στην εκκλησία οι αιρέσεις, οι διαφορετικές ομολογίες, δεν αντιμετωπίζονται ως μια αντίθετη διδασκαλία, ούτε και ανταγωνιστικά με βάση την υπαρξιακή ανάγκη, αλλά ζωτικά. Αν δεχθούμε ότι εκκλησία και δημιουργία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, ή καλύτερα ταυτόσημες, τότε δημιουργία σημαίνει ζωή, ύπαρξη, αν αρνηθεί ο άνθρωπος την δημιουργία αρνείται την ίδια την ζωή , επομένως ο αιρετικός έχει αρνηθεί την ίδια την ζωή, αποκομμένος από την εκκλησία, είναι ταυτόχρονα αποκομμένος από την ίδια την ζωή, είναι ένας ζωντανός νεκρός, το ίδιο κι ένας αλλόθρησκος, το ίδιο και καθένας άθεος. Άρα αντιμετωπίζεται ως ασθενής, ο οποίος πρέπει να θεραπευτεί, ένα μέλος που αλλοιώνει την τελειότητα της δημιουργίας, μια ύπαρξη που προσβάλλει τον Δημιουργό, αρνούμενη να δεχτεί, την κοινωνία μαζί του, την θέωση της, που είναι και ο μοναδικός λόγος ύπαρξης της.
Γι’ αυτό κι ορθοδοξία δεν είναι ένας διαχωρισμός πίστεως, ένας αφορισμός ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, αλλά βεβαιότητα ζωής, είναι η ίδια η ζωή. Κάθε δόγμα, κάθε διδασκαλία,  αφορά την ζωή, έτσι και η εκκλησία δεν μπορεί να οριστεί, δεν συμπεριλαμβάνει συγκεκριμένους ανθρώπους, αλλά όλος ο κόσμος, όλη η δημιουργία την συγκροτούν. Αν κάποιος έφυγε απ’ αυτή, ή δεν αποδέχεται αυτή, δεν σημαίνει πως δεν αποτελεί μέλος της, αν ισχυριστεί κάτι τέτοιο κανείς, είναι σαν να ακρωτηριάζει την εκκλησία, αναιρεί αυτομάτως την δημιουργία του Θεού, περιφρονεί την αγάπη Του.
Έτσι, κάθε αιρετικός, κάθε αλλόθρησκος, κάθε άθεος, αποτελεί την εκκλησία. Άλλωστε για την εκκλησία ποίμνιο δεν είναι μόνον εκείνοι που μετέχουν στην λατρευτική ζωή της, αλλά κι όλοι όσοι βρίσκονται εκτός, είναι το χαμένο πρόβατο, μια δραχμή από τις εκατό. Ποίος μπορεί λοιπόν να περιορίσει το άνοιγμα αυτό της εκκλησία, τι μπορεί να την εμποδίσει, ποία δύναμη μπορεί να συγκρατήσει τον ζωοποιό της λόγο, ποίος τάφος μπορεί να κρατήσει την Ζωή. Επειδή η Ανάσταση, δεν κρύβεται, δεν θάβεται, η νίκη της εκκλησίας στον κόσμο, δεν σημειώθηκε στους διωγμούς, ούτε στις Συνόδους, πολύ πριν νίκησε, εκείνο το πρωί, όταν κάποιες γυναίκες πήγαν στο μνήμα και άκουσα, δεν είναι εδώ, αλλά αναστήθηκε. Δεν φοβάται το άνοιγμα επειδή είναι η ίδια η ζωή, άλλωστε η πιο μεγάλη νίκη είναι αυτή εναντίον του θανάτου.
Αν δεν συναναστραφεί με τον πλανεμένο, τον αιρετικό, τον σχισματικό, αν κλειστεί στο εαυτό της θα είναι σαν παραδέχεται πως νίκησε ο θάνατος, πως νίκησε ο Άδης. Για την εκκλησία καθένας που επιστρέφει, δεν έρχεται απλά στην αλήθεια, αλλά μπαίνει στην ζωή, στην πληρότητα της υπάρξεως του. Όλοι αυτοί που είναι ζωντανοί νεκροί, δεν είναι απειλή, είτε σκήπτρα έχουν, είτε εξουσίες, είτε μαχαίρια βαστάζουν, είτε πιστεύουν διαφορετικά, είναι άνθρωποι που απλώς δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον θάνατο, που νομίζουν πως ακόμα εκείνος βασιλεύει, που δεν έχουν μάθει, ή κλείνουν τ’ αυτιά τους στην φράση Χριστός Ανέστη και νεκρός ουδείς εκ του μνήματος.
Πως μπορείς να λέγεσαι ορθόδοξος, όταν δεν μπορείς να μεταφέρεις το ποίο σπουδαίο μήνυμα, την πιο όμορφη φράση, Χριστός Ανέστη, ναι για σένα που είσαι άσωτος, για σένα που είσαι πόρνος, για σένα που λες πως είσαι αμαρτωλός, για σένα τον ληστή, τον αιρετικό, τον αλλόθρησκο, για κάθε άνθρωπο.
Ορθοδοξία δεν είναι στάση ζωής, δεν είναι αντίληψη. Είναι η ίδια η ζωή, στο Σύμβολο της Πίστεως, δεν λέμε εις μιαν Αγίαν Ορθόδοξη Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αλλά εις μίαν Αγίαν Καθολικήν και Αποστολική Εκκλησία. Όλως ο κόσμος μια εκκλησία και αν δεν έχει γίνει αποστολή της εκκλησίας να γίνει, μια στρατιά αγάπης, όχι σαν αυτή του Μεγάλου Θεοδοσίου, όχι σ’ αυτή του Συντάγματος, αλλά σ’ αυτήν τον Κατακομβών, των μαρτυρίων, τότε που η βασιλείς και οι δυνάστες νόμιζαν ότι νίκησαν την εκκλησία του Χριστού και η αγάπη των μαρτύρων την μεγάλωνε. Τότε που οι πέτρες χτυπούσαν τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο κι εκείνος αγκάλιαζε όλον τον κόσμο μέσα στην συγνώμη του, τότε που η αγία Παρασκευή καιγόνταν και θεράπευε τα μάτια του Δημίου της. Αλλά κι όταν ο Ίδιος ο δημιουργός της συγχωρούσε τους σταυρωτές, αγκάλιαζε τον κόσμο στην αγάπη του, όταν εμπόδιζε την ανοιγμένη γη να τους καταπιεί και επέτρεπε στον Άδη να αποβάλλει τους νεκρούς του στην ζωή.
Όταν δεις στο πρόσωπο του καθενός τον Χριστό, όταν αντί για τις φράσεις  «αμαρτωλέ, κολασμένε, στο πυρ το εξώτερο, θα σε κρίνει ο Θεός», τον ονομάσεις εκκλησία, δημιούργημα του Θεού, όταν του πεις όχι πόσο πλανεμένος είναι, τι κακός που είναι, αλλά πόσο ωραίος είναι, πόσο τον αγαπά ο Θεός, πόσο τον περιμένει μια μεγάλη αγκαλιά η εκκλησία, η ίδια η ζωή, τότε ξεκινάς να ζεις, όταν ο άνθρωπος αρχίσει ν’ αγαπά τότε πραγματικά ζει. Στην εκκλησία πηγαίνουμε όχι για να βρούμε τον παράδεισο, ούτε για να σωθούμε ατομικά, αλλά για να μάθουμε ν’ αγαπούμε τους άλλους, τον κόσμο όλον κι κει ν’ ανακαλύπτουμε τον Θεό. Αγαπάμε επειδή ξέρουμε ότι Εκείνος μας αγάπησε και μας έφτιαξε από αγάπη κι ήρθε από αγάπη και μας ανέστησε από αγάπη. Είμαι επειδή απλά μ’ αγαπά ο Θεός, δίνω αξία στο πρόσωπο του άλλου, επειδή βρίσκω αξία στην αγάπη του Θεού, μου είναι σημαντικός επειδή στο πρόσωπο του βλέπω τον Θεό.
Αλλά εμείς δεν γνωρίζουμε τι είναι εκκλησία, όταν δεν έχουμε ενοριακή ζωή, δηλαδή ζωή κοινωνίας με τους άλλους. Σήμερα δεν αναπαυόμαστε στην ενορία μας, τρέχουμε σε μοναστήρια σε φωτισμένους γέροντες, σε πνευματικούς, ψάχνουμε ανάπαυση στα πράγματα, στις ιδιότητες, όχι στα πρόσωπα. Δεν είμαι ορθόδοξος κι ας ξέρω τα δόγματα κι ας αγωνίζομαι γι’ αυτά μέχρι θανάτου, αν δεν βλέπω τον Χριστό στον επίσκοπο μου, στο ιερέα της ενορίας μου, αν πηγαίνω στην εκκλησία και δεν βλέπω τον άλλο σαν Θεό, δεν με χαροποιεί το πρόσωπο του αδελφού μου. Σ’ όσες ερήμους κι αν πάω, όσους φωτισμένους γέροντες κι αν δω, Θεό δεν πρόκειται να δω. Όταν κλειστούμε στον εαυτό μας, κλείνουμε και τον Θεό, νομίζουμε ότι ορίζεται η αγάπη του Θεού, ότι παιδιά του δεν είναι η εκτός εκκλησίας, δεν αξίζει η εκκλησία να τους αναστήσει, να τους φέρει πίσω στην ζωή, μα αν δεν μιλώ με τον αδελφό μου, στην ίδια ενορία, πως ν’ αντιληφθώ την οικουμενική διάσταση της εκκλησίας.
Η αλήθεια της εκκλησίας, δεν βιώνεται ούτε στις διαμαρτυρίες, ούτε στα συνέδρια, μα ούτε και στους ατομικούς ηρωισμούς. Ολόκληρη η Θεία Λειτουργία φανερώνει την θεολογία, πιστοποιεί την αλήθεια, κάθε φορά που μετέχεις στην Θεία Λειτουργία, που κοινωνάς Σώμα και Αίμα Χριστού, ζεις αυτή την αλήθεια ενώνεσαι με τον Θεό, θέλεις να την φωνάξεις, να φέρεις κι άλλους σ’ αυτή. Όλα τα μυστήρια ξεκινούν σ’ αυτή, κέντρο τους είναι η Θεία Ευχαριστία. Η ορθοδοξία ελευθερώνει τον  άνθρωπο τον ενώνει με τον Θεό, δεν του καλλιεργεί σύνδρομα και ενοχές, απλά του λέει ζήσε τον Θεό, φάε και πιες απ’ Αυτόν τον για να ζήσεις, απόλαυσε τον , μοιράσου τον μ’ όλον τον κόσμο.
Η εκκλησία γνωρίζεται στο κόσμο όπως και η αγία Τριάδα, δεν μπορείς να ερμηνεύσεις την αγία Τριάδα αν δεν ξεκινήσεις από τον Πατέρα, έτσι και στην εκκλησία δεν μπορείς να την δεις αν δεν δεις τον επίσκοπο της, αυτός την φανερώνει. Όπως ο Πατέρας φανερώνει τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, έτσι κι ο επίσκοπος την εκκλησία κι όπως δεν υπάρχει ο Πατήρ χωρίς των Υιό και το Άγιο Πνεύμα, έτσι και ο επίσκοπος χωρίς την εκκλησία. Στην ορθοδοξία δεν υπάρχουν ατομικοί εκφραστές της αληθείας, αν ήταν έτσι σε τι θα διέφερε από τον Πάπα και τους Προτεστάντες, στην εκκλησία η αλήθεια είναι βιωμένη και εκφράζεται ως ολότητα εν Συνόδω, εν Αγίω Πνεύματι.
Κλείνοντας, μια λέξη θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την ορθοδοξία, χαρά. «Χαράς τα πάντα πεπλήρωται της Αναστάσεως την πείραν ειληφότα», αυτή την χαρά σ’ ένα κόσμο απελπισίας καλείται να μεταδώσει η εκκλησία, την Αναστάσιμη εμπειρία της. Η εκκλησία φανερώθηκε στον κόσμο, όχι για να λύσει τα προβλήματα του, αλλά για να ζήσει ο κόσμος, για να πιστοποιεί στην ζωής της το γεγονός, ότι νικήθηκε ο θάνατος και βασιλεύει η Ζωή που χαρίζει ο Αναστάς Χριστός!
Τρυφωνόπουλος Γεώργιος,
Θεολόγος, Αμύνταιο