Ὁ Μητροπολίτης Περιστερίου ἐπείγεται διὰ τὴν ἕνωσιν
Οἱ πιστοὶ τῆς Ἱ. Μ. Περιστερίου ἀπεφάσισαν ὡς συνέχειαν τῶν κινητοποιήσεών των νὰ καταρτίσουν ψήφισμα διὰ τὴν ἠλεκτρονικὴν συλλογὴν ὑπογραφῶν κατὰ τῆς ἀποβολῆς τοῦ Ἐσταυρωμένου.
Χαρές, χαμόγελα καὶ φωτογραφίες στὸ συμφυρμό του μὲ τοὺς αἱρετικοὺς πάσης διαβολικῆς μάνδρας, ὁ Μητροπολίτης Περιστερίου, ὡς πρόεδρος τῆς οἰκουμενιστικῆς ὀργάνωσης «Διεθνὴς Ἐπιστημονικὴ Ἑταιρεία Κανονικοῦ Δικαίου τῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν (Society of Law of Eastern Churches-SLEC)», ἀπηύθυνε χαιρετισμό, κατὰ τὴν ἔναρξη τοῦ 26ου Συνεδρίου της, πάντοτε ὑπὸ τὸ πρόσχημα τοῦ «ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου», στὴν αἴθουσα Τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τὴν Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024.
Τὸ θέμα τοῦ Συνεδρίου ἦταν : “THE PAST, PRESENT, AND FUTURE OF CANON LAW: AN EVOLVING CHURCH MINISTRY”. (ΤΟ ΠΑΡΕΛΘOΝ, ΤΟ ΠΑΡOΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜEΛΛΟΝ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΚΟY ΔΙΚΑIΟΥ: ΕΝΑ ΕΞΕΛΙΣΣOΜΕΝΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚO ΛΕΙΤΟYΡΓΗΜΑ).
Ὁ Μητροπολίτης ἐξέθεσε τὸν προβληματισμό του γιὰ τὸ «Παρελθόν, παρὸν καὶ μέλλον τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου», ὥστε νὰ μπορέσουμε ἑνωμένοι μὲ τοὺς ἀμετανόητους αἱρετικοὺς νὰ «ἐνατενίσουμε ἀπὸ κοινοῦ τὸ Ἐκκλησιακὸ μέλλον».
Καταρχὴν νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι γιὰ τὸν ἐν λόγῳ Μητροπολίτη, τὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι δυνητικὰ ἕνα κομμάτι τοῦ ἑνὸς -ὑπὸ κατασκευὴν- Κανονικοῦ Δικαίου τῆς -ἐπίσης ὑπὸ κατασκευὴν- ψευδενωμένης «Ἐκκλησίας».
Καλεῖ, λοιπόν, τοὺς αἱρετικούς, «νὰ συσκεφθοῦμε μαζὶ καὶ ἀπὸ κοινοῦ πάνω σὲ ἐπιμέρους ἐρωτήματα πού θὰ καθορίσουν τὸ μέλλον τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τόσο ἐντός τῆς κάθε Ἐκκλησίας ὅσο καὶ στὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι (τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ χώρου)» .
Καὶ διευκρινίζει: «Αὐτὸ ἀκριβῶς συνιστᾶ καὶ τὸν στόχο προτεραιότητας τοῦ φετινοῦ μας Συνεδρίου: ποιὰ θὰ εἶναι ἡ ἀποστολὴ τόσο τῆς Ἐπιστήμης ὅσο καὶ τῆς Διακονίας τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου μπροστὰ στὴν μελλοντικὴ ἱστορικὴ πορεία τῶν Ἐκκλησιῶν πρὸς τὰ Ἔσχατα καὶ στὸ διαχρονικὸ λειτουργικὸ αἴτημα [Θ. Λειτουργία] «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως»; Μὲ ἄλλα λόγια ἀποκαλύπτεται ὅτι ὁ «στόχος προτεραιότητας» εἶναι νὰ ἐξυπηρετηθεῖ ὁ σκοπὸς τῆς ψευδένωσης ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου.
Ἔτσι, θέτει ἐπιτακτικὰ τὸν σκοπὸ τοῦ συνεδρίου: «Καλούμαστε λοιπὸν νὰ ἀποφασίσουμε, ἐδῶ καὶ σήμερα, ποιὰ (ἢ ποιὸ) Κανονικὰ(-ο) Δίκαια(-ο) θὰ υἱοθετήσουμε γιὰ τὸ μέλλον». Ὡστόσο, εἶναι ἀνοικτὸς ἀκόμα καὶ στὴ δημιουργία ἑνὸς νέου ἐξ ὁλοκλήρου Κανονικοῦ Δικαίου! : «Θὰ ἀναζητήσουμε ἐκ νέου τὸ ἀρχετυπικὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς Α΄ χιλιετίας; Ἢ θὰ προβοῦμε στὴν δημιουργία ἑνὸς νέου ἐκκλησιο-κανονικοῦ παραδείγματος συστήματος, ὅπως συνεχῶς ἀπαιτεῖ τὸ aggiornamento καὶ ὁ ὁλοένα ἐξωτερικὰ μεταβαλλόμενος κόσμος;» Βλέπεις, ὁ κοινὸς συνεορτασμὸς τοῦ χρόνου μὲ τὸν πάπα εἶναι κοντὰ καὶ πρέπει νὰ ἔχουν ἤδη ἀκυρώσει τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες προκειμένου νὰ νομιμοποιήσουν τὴν ψευδένωση. Τί μᾶς νοιάζει τί ἔχουν θεσπίσει οἱ ἅγιοι Πατέρες; Ποιὸς τοὺς ὑπολογίζει; Ἐμεῖς, μαζί, ἐδῶ καὶ σήμερα θὰ τ’ ἀλλάξουμε ὅλα. Ἀρκεῖ νὰ ἑνωθοῦμε. Γι’ αὐτὸ ἀνάμεσα στὶς προτάσεις ποὺ κάνει γιὰ τὴν «Γ’ χιλιετία» εἶναι καὶ ἡ ἀκόλουθη: «Νὰ προκαλέσει πλήρη ρήξη μὲ τὰ δύο παρελθόντα, δημιουργώντας κάτι δικό της «νέο», ὑπὸ τὸν ὅρο ὅτι θὰ ἐπιτύχει Ἐκκλησιακὴ ἑνότητα (πβ. «τῶν πάντων ἑνώσεως» [Θ. Λειτουργία]) καὶ κοινωνία, καὶ θὰ διασφαλίσει τὴν ἐσχατολογικὴ προοπτική τῆς Ἐκκλησίας».
Δὲν παραλείπει ἐπίσης νὰ συμμεριστεῖ μία «ἔντονη κριτικὴ» ἐναντίον τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου -ἄγνωστο ἀπὸ ποιοὺς αἱρετικοὺς προέρχεται- καὶ τὴν ἐκφράζει πέφτοντας στὸ γνωστὸ δογματικὸ σφάλμα περὶ διῃρημένων Ἐκκλησιῶν, ἐνῷ ὁμολογεῖ παραπλανητικὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀδιαίρετη. Αὐτὸ βεβαίως συμβαίνει, γιατί ἡ Ἐκκλησία στὴν ἀντίληψη τοῦ Μητροπολίτη συμπεριλαμβάνει ἤδη ὅλες τὶς αἱρετικὲς κοινότητες. Ἡ διάσπαση ὑφίσταται μόνο τυπικά, ἕνεκεν τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου : «Γνωρίζουμε ὅλοι μας ὅτι ἀσκεῖται ἔντονη κριτική, εἰδικὰ στὸ Κανονικὸ Δίκαιο, ὅτι, μὲ τὶς ἐνίοτε ἀνελαστικὲς ἀρχές του, ὑπῆρξε τὸ ποιητικὸ αἴτιο διάσπασης τῆς μίας καὶ ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τῆς Α’ χιλιετίας σὲ πληθυντικές, συνεδαφίζουσες καὶ διῃρημένες Ἐκκλησίες κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Β΄ χιλιετίας».
Ἔτσι, ἐπῆλθε ἡ καταραμένη γιὰ τοὺς οἰκουμενιστές, «Εὐχαριστιακὴ διαίρεση τῶν χριστιανῶν, πού συνεπάγεται τὴν ὁρατὴ ὑπάρχουσα Ἐκκλησιακὴ διαίρεση ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη (κοντολογίς, πολλαπλὴ ‘‘εὐχαριστιακὴ διαίρεση’’ καὶ πολλαπλὲς ‘‘ἐκκλησιακὲς διαιρέσεις’’)».
Βάζοντας τὴν Ὀρθοδοξία στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὶς ποικίλες θρησκευτικὲς ὀργανώσεις ποὺ θέλουν νὰ λέγονται «Ἐκκλησίες», καταλογίζει σὲ Αὐτὴν εὐθύνες γιὰ τὴν «διάσπαση», σὰν ἐκεῖ ποὺ εἶναι συν-κατηγορούμενη γιὰ τὴν ἐθελούσια ἀποκοπὴ τῶν παπικῶν ἀπὸ τὴν Μία Ἐκκλησία ἢ τὴν ἐμμονὴ στὴν κακοδοξία τῶν ἄλλων αἱρετικῶν ποὺ δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ μέλη Της: «Ἴσως τὸ πιὸ σημαντικὸ ἐρώτημα πού πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε στὸ παρὸν Συνέδριο, πρῶτα στὸν ἑαυτό μας, πρῶτα στὶς Ἐκκλησίες μας καὶ ὕστερα στοὺς ἄλλους, τοὺς ἐγγὺς καὶ τοὺς μακράν, πού στέκονται ἐπικριτικὰ ἀπέναντί μας, πού μᾶς ἐπικρίνουν, εἶναι τὸ πῶς ἔχουμε καταλήξει στὴν πολυδιάσπαση τῆς μίας καὶ μοναδικῆς Κανονικῆς Παράδοσης».
Καταλήγοντας ὁ ἐπίσκοπος Περιστερίου δίνει τὸ στίγμα τῆς προσπάθειας γιὰ τὴν ψευδένωση, μέσα στὴν ὁποία ἐντάσσεται καὶ ἡ ἀποβολὴ κάθε ἑνὸς στοιχείου ποὺ δρᾶ ἀνασχετικά: «Τὸ παρελθὸν καὶ τὴν Ἱστορία δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἀλλάξουμε. «Ὃ γέγονε, γέγονε». Μποροῦμε ὅμως νὰ ἀποφύγουμε διορθωτικὰ τὰ λάθη καὶ νὰ ἀποβάλλουμε θεολογικὰ τὶς ἐπιχωματώσεις. Αὐτὸ συνεπαγωγικὰ σημαίνει ὅτι θὰ λάβουμε ἀπόσταση ἀπὸ αὐτὰ καὶ θὰ ἐνεργήσουμε καθαρὰ θεολογικά, ἤτοι ὀντολογικὰ καὶ ἐσχατολογικά, ὅπως ἀκριβῶς τὸ προτείνει ὁ Χριστός, ἀποβάλλοντας «καινὰ καὶ παλαιὰ» καὶ θέτοντας ὡς προτεραιότητα τὰ Ἔσχατα στὴν ἀπωλεσθεῖσα ἱστορικὴ πορεία μας πρὸς αὐτά…»
Ὁ Μητρ. Περιστερίου ἀγωνιᾶ, ἐργάζεται πυρετωδῶς, ἐπείγεται γιὰ τὴν ψευδένωση. Εἶναι προφανὲς ὅτι τοῦ ἔχει ἀνατεθεῖ αὐτὸς ὁ σκοτεινὸς ρόλος ὡς κανονολόγος. Ξέρει ἀσφαλῶς ὅτι αὐτὲς οἱ κινήσεις του, προκαλοῦν ἀντιδράσεις γι’ αὐτὸ καὶ καταφέρεται συνεχῶς ἐναντίον τῶν πιστῶν ὡς φονταμενταλιστές, διασπώντας τὴν ἑνότητα μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν κλῆρο. Ἀδιαφορεῖ ἐπιδεικτικὰ στὶς διαμαρτυρίες ἀπὸ τὸ ποίμνιό του γιὰ τὶς οἰκουμενιστικὲς του κινήσεις, στὶς ἀγωνιώδεις ἐκκλήσεις γιὰ ἐπιστροφὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ τῆς ἀπωλεσθείσης εἰρήνης στὴν ἐπαρχία του, ἀλλὰ ἐνδιαφέρεται ζωηρὰ γιὰ τὴν ἀπωλεσθεῖσα ἑνότητα μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὅπως αὐτοὶ εἶναι. Ἀμετανόητοι.
Ἤδη τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ ποιμνίου του ἐν πολλοῖς ἀναγνωρίζουν αὐτὸν ὡς ἀλλότριο, μισθωτὸ ψευδοποιμένα καὶ εἶναι βέβαιο ὅτι «ἀλλοτρίῳ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνὴν» (Ἰων. 10,5).
Πιστός Ἱ. Μ. Περιστερίου
ΠΗΓΗ: https://orthodoxostypos.gr/%E1%BD%81-%CE%BC%CE%B7%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85-%E1%BC%90%CF%80%CE%B5%CE%AF%CE%B3%CE%B5%CF%84/