Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Η δωρεά της Πεντηκοστής

(†) Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης, Η δωρεά της Πεντηκοστής

Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς
Toυ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, φθά­σαμε στὸ τέλος τῶν ἑορτῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου. Πρώτη ἑορτὴ εἶνε ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποία ἐξαίρει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκ­κλησία. Καὶ σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο διαφέρουμε ἀπὸ τοὺς φράγκους, ποὺ ἑορτάζουν μεγαλοπρεπέστερα τὰ Χριστούγεννα· οἱ ὀρθόδοξοι στὴν Ἀνατολὴ ὡς βασιλί­δα τῶν ἑορτῶν ἔχουμε τὸ Πάσχα· σαράντα μέρες ἀ­κούγεται τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Μετὰ τὴν Ἀνάστασι εἶνε ἡ ἀ­νά­ληψις τοῦ Κυρίου, ποὺ ἑ­ωρτάσαμε πρὸ δέ­κα ἡμερῶν. Τί νόημα ἔχουν οἱ ἑορτὲς αὐτές; Ἡ Ἀνάστασις· ζῇ καὶ βασιλεύει ὁ Χριστός. Ἡ Ἀνάληψις· «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας».
* * *
Καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε Πεντηκοστή, τὴ μεγάλη ἑορτὴ ποὺ εἶνε ἡ συμπλήρωσις τοῦ ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας καὶ σημαίνει τὴν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἂν πᾶτε στὸ Ἅγιο Ὄ­ρος, σὲ βυζαντινοὺς ναούς, θὰ δῆτε πῶς ζωγραφίζεται ἡ Πεντηκοστή.
Βυζαντινοὶ ἁγιογράφοι, ὄχι ὅπως οἱ σημερινοὶ ποὺ μοσχοπωλοῦν τὸ Χριστὸ ἀλλὰ τεχνῖ­τες ποὺ ζωγράφιζαν μὲ πίστι κι ἀνακάτευαν τὰ χρώματα μὲ τὰ δάκρυά τους καὶ νήστευ­αν γιὰ νὰ ζωγραφίζουν τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας, δημιούργησαν εἰκόνες θαυματουρ­γές. Ἀπὸ τὶς σημερινὲς εἰκόνες ἀμφιβάλλω ἂν μέσα σὲ δέκα χιλιάδες θὰ βρεθῇ μία ποὺ νά ᾽νε θαυματουργή. Ἡ κάθε εἰκόνα ἔ­χει βέβαια ἀφ᾿ ἑαυτῆς τὴν ἀξία της, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἰκονίζει, ἀλλὰ ἄλλη χάρι ἔχει ὅταν προέρχεται καὶ ἀπὸ μάτι καὶ χέρι ἑνὸς ἁγιασμένου ζωγράφου.
Στὴ βυζαντινὴ λοιπὸν εἰκόνα τῆς Πεντηκο­στῆς θὰ δῆτε ὅτι στὸ κέντρο ζωγραφίζεται ἕνας προφήτης, ὁ προφήτης Ἰωήλ. Εἰκονίζεται νὰ κρατάῃ ἕ­να εἰλητάριο κ᾽ ἐπάνω σ᾽ αὐτὸ εἶνε γραμμένο τὸ ῥητὸ «Ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύ­ματός μου ἐπὶ πᾶ­σαν σάρκα…» (Ἰωὴλ 3,1-2).
Θέλω νὰ μιλήσω, ἀλλὰ διστάζω. Διότι τί ὠ­φελού­μεθα ἀπὸ τὶς ἑορτές; Τώρα γιὰ πολλοὺς ἑορτὴ ἴσον γλέντι, διασκέδασι, χορός… Δὲν λιγοστεύουμε τὶς ἁμαρτίες, ἀλλὰ τὶς αὐ­ξάνουμε. Ἐνῷ γιὰ τὴν Ἐκ­κλησία ἡ ἑορτὴ εἶνε χαρὰ καὶ εὐφροσύνη πνευματική, ἐμεῖς ἑορτάζουμε κατὰ τρόπο ἰουδαϊκὸ καὶ εἰδωλολατρι­κό. Σ᾽ ἐμᾶς ἁρμόζει ἡ φρικτὴ ἐκείνη προφητεία τοῦ Θεοῦ ποὺ λέει «Τὰς ἑορτὰς ὑμῶν μισεῖ ἡ ψυχή μου» (Ἠσ. 1,14).
Διστάζω ἀκόμη, διότι ἡ Πεντηκοστὴ εἶνε ἑ­ορτὴ ποὺ δίδει στὸν ἱεροκήρυκα τὸ δυσκολώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ θέματα. Τί εἴμαστε ἐμεῖς; Ὕλη, σκουλήκια, ἀκάθαρτα ζῷα· ταπεινοί, ἁ­μαρτωλοί, «ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντες, ἐν μέ­σῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος» (Ἠσ. 6,5). Πῶς νὰ λαλήσουμε σήμερα περὶ Πνεύματος ἁγίου, σὲ μία ἐποχὴ ποὺ συγκλονίζεται ἀπὸ τὰ ἀθεϊστικὰ κηρύγματα, τὶς αἱρέσεις καὶ τὴν ἐν γένει διαφθορά;
Θά ᾽πρεπε στὴ θέσι μου νὰ εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγίους πατέρας, τὰ ἄυλα ἐκεῖνα πνεύματα ποὺ δὲν εἶχαν οὔτε μόριο σαρκικότητος καὶ ποὺ ὅταν προσεύχονταν δὲν πατοῦσαν τὴ γῆ. Καὶ θά ᾿πρεπε κ᾽ ἐσεῖς οἱ ἀκροαταί μου νὰ εἶστε ἐξαγνισμένοι, ὥστε τὰ πνεύματά μας νὰ συντονισθοῦν καὶ νὰ ὑψωθοῦμε ὅπως οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι στὸ ὑπερῷο, γιὰ νὰ ἔλθῃ καὶ σ᾽ ἐμᾶς Πνεῦμα ἅγιο.
Ἰδού γιατί διστάζω νὰ μιλήσω. Ἀλλὰ ἕνα ῥητὸ ἀπὸ τὶς σημερινὲς εὐχὲς τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς γονυκλισίας μὲ κάνει νὰ παραμερίσω τοὺς δισταγμούς. Πιστέψτε με, δὲν θὰ ἄνοιγα τὸ θέμα αὐτό, ἐὰν δὲν μὲ ἐνθάρρυναν τὰ λόγια ἐκεῖνα· «…Ἰδού γὰρ φόβῳ παρίσταμαί σοι, εἰς τὸ πέλαγος τοῦ ἐλέους σου τὴν ἀπόγνωσιν ἀ­πορρίψας τῆς ψυχῆς μου». Στέκω, λέει, μὲ φόβο μπροστά σου, Κύριε, ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ῥίχνω τὴν ἀπόγνωσι τῆς ψυχῆς μου στὸ πέλαγος τοῦ ἐλέους σου (3η εὐχή).
Ρίχνω λοιπὸν κ᾽ ἐγὼ τὸν ἑαυτό μου στὸ ἄ­πειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπικαλούμενος τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος τολμῶ νὰ ψελλίσω λίγες λέξεις. Ἢ μᾶλλον δὲν θὰ μιλήσω ἐγώ· θὰ γίνω ἕνα μικρόφωνο γιὰ ν᾽ ἀκούσετε τὶς γνῶμες τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
* * *
Πεντηκοστή! «Ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα…». Ἡ ἔκχυσις τῆς χάρι­τος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀγαπητοί μου, στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ στοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζεται μὲ πολλὰ ὀνόματα. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ παίρνω ἕνα μόνο, τὸ ὄνομα «δωρεά». Γιατί λέγεται ἔτσι; Διότι εἶνε τὸ ἀποκορύφωμα ὅλων ὅσων ὁ Θεὸς χάρισε καὶ χαρίζει.
Ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος δὲν εἶνε τὸ μόνο ἀγαθὸ ποὺ ἔλαβε ἡ ἀνθρωπότης ἀπὸ τὸ Θεό. «Ἐν αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν», εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Πράξ. 17,28), ἐπαναλαμβάνοντας φράσι ἀρχαιοτέρου ποιητοῦ (τοῦ Ἀ­ράτου). Κολυμποῦμε μέσα στὸ πέλαγος τῶν ἐνεργειῶν καὶ δωρεῶν τοῦ Θεοῦ. Τί ὑπάρχει ποὺ νὰ μὴ τὸ ἔχουμε ὡς δωρεὰ ἀπὸ τὸ Θεό!
Ἀφήνω τὰ δῶρα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα· ὑπενθυμίζω τὶς σπουδαιότερες τακτικὲς δωρεὲς ποὺ ἔρχονται ἀπὸ ψηλά, ἀπ᾽ τὸν οὐρανό.
Πρῶτον τὸ φῶς, τὶς ἀναρίθμητες αὐτὲς ἀ­κτῖνες τοῦ ἥλιου, ποὺ φτάνουν ἀφοῦ μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα διανύσουν ἀσύλληπτη ἀπόστασι. Ὅπως εἶπε κάποιος ἅγιος, κάθε ἀκτίνα ποὺ πέφτει πάνω στὸ λουλούδι, στὸ παιδί, στὸ γέροντα, στὸ ζητιάνο, στὸν κατάδικο, στὸ μέτωπο κάθε ἀνθρώπου, τί εἶνε· ἕνας ἀ­σπασμὸς τοῦ οὐρανίου Πατρός. Τὴν ὥρα ποὺ αἰ­σθάνεσαι τὴν ἀκτῖνα νὰ σὲ φωτίζῃ καὶ νὰ σὲ θερμαίνῃ, εἶνε σὰ νὰ σοῦ λέῃ ὁ Θεός· ἄνθρωπε, σὲ ἀγαπῶ. Τί πληρώνουμε γιὰ τόσα ἑκατομ­μύρια κιλοβὰτ ἡλιακῆς ἐνεργείας; Κι ἀντὶ εὐ­χαριστῶ, ἀντὶ «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς» (δοξολ.), ὁ Θεὸς εἰσπράττει βλασφημίες! Καὶ ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ στέλνῃ τὸ φῶς του «ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς» (Λουκ. 6,35).
Ἔπειτα τὸ νερό, τὴ βροχούλα ποὺ φέρνουν τὰ σύννεφα καὶ πέφτει στὸ χῶμα καὶ κάνει νὰ φυτρώνουν ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς τρέφουν. Κάθε σταγόνα εἶνε χρυσάφι. Τί πληρώνουμε καὶ τί εἰσπράττει ὁ Θεὸς γι᾽ αὐτὸ τὸ νεράκι; Ἡ ὄρ­νιθα, ὅταν πίνῃ μιὰ σταλαγματιὰ νερό, ὑψώνει τὸ κεφάλι πρὸς τὸν οὐρανό, σὰ νὰ λέῃ «Σ᾽ εὐχαριστῶ, Κύριε».
Ἀλλὰ καὶ τὸν ἀέρα. Ὅπως τὸ ψάρι κολυμ­πάει στὸ νερὸ καὶ δὲ μπορεῖ νὰ ζήσῃ ἔξω ἀπ᾽ αὐτό, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ζῇ μέσα στὸν ὠκεανὸ τοῦ ἀέρα. Καὶ μόνο ἡ γῆ ἔχει ἀτμοσφαιρι­κὸ ἀέρα· ἂν βγοῦμε ἀπ᾽ τὴν ἀτμόσφαιρα, παθαίνουμε ἀσφυξία. Γι᾽ αὐτὸ οἱ ἀστροναῦ­τες ἐφοδιάζονται μὲ φιάλες ὀξυγόνου. Γιά σκεφθῆτε ἂν τὸ ὀξυγόνο τὸ πουλοῦσαν οἱ φαρ­μακοποιοί· μόνο λίγοι πλούσιοι θὰ ζοῦσαν. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ὅμως πάλι ἀχαριστία καὶ ἀγνωμο­σύνη εἰσπράττει ὁ καλὸς Θεός.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὶς τακτικὲς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν καὶ ἔκτακτες δωρεές, ὅπως ἦταν π.χ. στὴν παλαιὰ διαθήκη τὸ μάννα, ἡ γλυκυτάτη ἐκείνη τροφή, ποὺ ἔπαιρνε στὸ στόμα τῶν Ἑβραίων ὅποια γεῦσι ἐπιθυμοῦ­σαν, γινόταν ὅ,τι ἤθελαν. Καὶ ὅμως οἱ ἀγνώμονες ἐπότισαν τὸν Υἱὸν τῆς Παρθένου «ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν» (Μ. Παρ. ὄρθρ., ἀντίφ. ιβ΄). Αὐτὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος.
* * *
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, ἕως ἐδῶ ὅλες αὐ­τὲς τὶς δω­ρεὲς μὲ ἐνδιαφέρον. Σᾶς εἶπα πρά­γματα κατανοητὰ καὶ ἁπτά, πρά­γματα ποὺ τὰ ξέρουμε καὶ τὰ ζοῦμε, ἀφοῦ ἡ ζωή μας εἶνε συν­υφα­σμένη μ᾽ αὐτά.
Ἀλλ᾽ ὁ ἄνθρωπος δὲν περιορίζεται ἕως ἐ­δῶ, στὴ φυσικὴ μόνο σφαῖ­ρα, στὴ ζωὴ τοῦ σώ­ματος. Δὲν εἶνε σῶμα μόνο· εἶνε καὶ πνεῦμα, καὶ κυρίως πνεῦμα. Ἔ­χει λοιπὸν καὶ ἄλλη ζωή, ζῇ καὶ στὴ σφαῖρα τοῦ πνεύματος. Καὶ ἐκεῖ, στὴ σφαῖρα τοῦ πνεύματος, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἄλ­λου εἴδους ἐφόδια. Πῶς νὰ σᾶς δώσω νὰ τὸ καταλάβετε; Ζητῶ τὴ χάρι καὶ τὴ δύ­ναμι τοῦ Θεοῦ.
Παραπάνω ἀπὸ ὅλες τὶς ὑ­λικὲς δωρεές, ποὺ τὶς αἰσθανόμεθα ὅλοι γιατὶ ἀπὸ αὐ­τὲς ζοῦμε καὶ ἐξαρτώμεθα, εἶνε μία ἄλλη, μεγάλη, ὑψίστη δωρεά. Ὅλες αὐτὲς οἱ δωρεές, τα­κτικὲς καὶ ἔκτακτες, εἶνε μικρές. Ἡ μεγάλη δωρεὰ εἶνε ἡ σημερινή, εἶνε τὸ Πνεῦμα ἅγιο· «…λήψεσθε τὴν δωρεὰν τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (Πράξ. 2,38). Σπουδαῖα καὶ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ ζωή μας τὸ φῶς, τὸ νερό, ὁ ἀέρας· ἀλλ᾽ αὐτὰ εἶνε ἁπλῶς εἰκόνες καὶ σύμβολα τῆς μεγάλης αὐ­τῆς δωρεᾶς ποὺ λέγεται Πνεῦμα ἅγιον.
Ἦρθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο! Ὁ Θεὸς πραγματοποιεῖ τὶς ὑποσχέσεις του. Ἦταν προφητευμένο ἀπὸ τὴν παλαιὰ διαθήκη διὰ τοῦ προφή­του Ἰωήλ. Ἦταν ὑπόσχεσι τοῦ Χριστοῦ στοὺς μαθητάς του προτοῦ ν᾽ ἀναληφθῇ στοὺς οὐ­ρανούς. Ἦταν ἡ ὁλοκλήρωσι τοῦ ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας, τοῦ μεγαλειώδους ἔργου τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία καὶ δόξα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Χωρὶς τὴν δωρεὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας θὰ ἦταν ἀτελὲς καὶ ἀνολοκλήρωτο. Σήμερα τὸ ἔργο τοῦτο ὡλοκληρώθηκε. Δόξα τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πεντηκοστάριο
Δευτέρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος
1961β΄ Σημεῖα τοῦ ἁγίου Πνεύματος